Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(25 ΟΚΤΩBΡΙΟΥ 2015)

   ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.
                                                                                  (Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐτόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ον ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.
                                                 (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ τς περιοχς τν Γαδαρηνν ταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τς περιοχς. Ροῦχα δέ φοροῦσε καί σέ σπίτι δέν κατοικοῦσε  κατοικία του εχε τ μνήματα. Καθς ντικρύζει τν Κύριο, τ δαιμόνια ναστατώνονται, βάζει φωνὴ μεγάλη τό θῦμα των: «Τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ψίστου;»· ποι σχέση πάρχει νάμεσα σέ μένα κα σέ σένα, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Ὑψίστου; Σ παρακαλ μ μ βασανίσεις. Τ δαιμόνιο πού μίλησε ταν φοβισμένο πολύ, διότι ὁ Κύριος εχε διατάξει ν φύγει ἀπό τν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
Ταλαιπωρημένον μάλιστα φρικτά, διότι ἐπί πολλ χρόνια τν εἶχαν καταλάβει τ δαιμόνια. Κα ταν τόσο γριεμένος, ὥστε τόν δεναν οἱ ἄνθρωποι μ λυσίδες καί δεσμά στά πόδια, γιά νά μπορον νά τόν φυλάγουν. Ατς ὅμως σπαζε τά δεσμά καί καταδιωκόταν ἀπό τά δαιμόνια στς ρημιές.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΙ τώρα να ρώτημα στν δαιμονισμένο  τόν ἐρωτᾶ ποιό εναι τ νομά του. Ἀντί γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως παντον τ δαιμόνια κα λέγουν: Λεγεών. Λεγεών ταν ρωμαϊκ τμμα στρατοῦ περίπου 6.000 ἀνδρῶν, σάν τ σημεριν Σύνταγμα στρατοῦ ἤ τήν Ταξιαρχία. Οἱ δαίμονες δωσαν ατν τὴν πάντηση, διότι ἦσαν πλθος πολ μέσα στ σμα τοῦ δυστυχισμένου ατο νθρώπου.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΥΤΑ τ πλήθη τν δαιμόνων παρακαλον τν Κύριο ν τος πιτρέψει ν εσέλθουν σ να κοπάδι χοίρων πο βοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ Κύριος τος τ πέτρεψε. Καί μέσως τ κοπάδι τν χοίρων καταλήφθηκε ἀπό μανία κα ὥρμησε ἀπό τόν κοντινό γκρεμ στν λίμνη κα πνίγηκε. Τρομαγμένοι οἱ βοσκο φυγαν κα νήγγειλαν τ φοβερ γεγονς στος κατοίκους τς πόλης κα τν γύρω χωριν.
Γιατί ὁ Κύριος δωσε μία τέτοια δεια, πού εἶχε ὡς ποτέλεσμα τν καταστροφ τν χοίρων; Τν δωσε γι δύο λόγους. Πρτο, γι ν γνωρίσουν οἱ κάτοικοι τς περιοχς κείνης ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς τν καταστροφική μανία τῶν δαιμόνων καί δεύτερο, γιά νά τιμωρήσει τος διοκττες τοῦ κοπαδιοῦ, πο τρεφαν χοίρους παράνομα, ἀφοῦ τ χοιρινό κρέας ταν παγορευμένο στούς βραίους ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ φόβο στν περιοχή. Οἱ κάτοικοι κατέφθασαν ἀπό παντοῦ καί κπληκτοι βλεπαν τν πρώην δαιμονισμένο ν κάθεται συχος κοντ στ πόδια τοῦ Κυρίου. Τό θέαμα το θεραπευμένου νθρώπου καί τν πνιγμένων χοίρων τούς γέμισε μ τρόμο. Γι’ ατό καί ὁμαδικά ζήτησαν ἀπό τν Κύριο νά φύγει  ἀπό  τόν  τόπο  τους.  Φοβήθηκαν, φαίνεται, μήπως χάσουν λοι τς περιουσίες τους.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΟΜΩΣ πο κενοι Τν διωχναν, ὁ πρώην δαιμονισμένος παρακαλοσε τν Κύριο ν τοῦ ἐπιτρέψει ν Τν ἀκολουθήσει. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν τοῦ τό πέτρεψε. Τοῦ παράγγειλε ν μείνει στόν τόπο του, γιά νά διηγεῖται στούς δικούς του τ μεγάλο θαῦμα. Καί ὁ εγνώμων ἄνθρωπος τό κανε μ τ παραπάνω. Διακήρυττε σ ὅλη τήν πόλη τ θαυμαστὴ τοῦ θεραπεία.
ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ
συμπεριφορ τν νθρώπων τς περιοχς κείνης μεινε παραδειγματική στήν ἱστορία. Ἀπό  τότε λέμε «Γαδαρηνούς» λους τος νθρώπους κείνους πο διώχνουν ἀπό τ ζωὴ τους τόν Χριστό. Τόν διώχνουν, δν θέλουν ν χουν πολλς σχέσεις μαζί Του. Γιατί; Διότι Τν φοβονται. Φοβονται μήπως μέ τήν παρουσία Του βλάψει αὐτά στά ὁποῖα εναι δοσμένη ἡ ψυχή τους. Τν περιουσία τους, τς δραστηριότητές τους, τν ἐξέλιξή τους. Φοβονται μήπως τούς ἐμποδίσει ἀπό τά μαρτωλά τους ργα. Μήπως δν μπορέσουν ν πραγματοποιήσουν τς κοσμικς ἐφάμαρτες πιδιώξεις τους, τς παράνομες κα νοχες πιθυμίες τους.
Τελικ ὁ Χριστός συχν καθίσταται νεπιθύμητος. κόμη καί ἀπό μᾶς τούς διους, τούς πιστούς Χριστιανούς. Θέλουμε ν μς παλλάξει ἀπό τά δαιμόνια, ἀλλά χωρς ν πειράξει τούς χοίρους τν παθν μας, πο παράνομα κτρέφουμε. Θέλουμε δηλαδή νά μς προστατεύσει ἀπό τά ργα τοῦ διαβόλου (μαγεες, μαντεες κλπ.), δν συμφωνομε ὅμως ν γκαταλείψουμε τ πάθη μας, τν φιλήδονο καί σαρκικό τρόπο ζως, καί νά ζήσουμε σύμφωνα μ τ θέλημά Του.
Πόσο πικίνδυνος εναι ὁ Χριστός!
Οἱ ἄνθρωποι θέλουμε τν προστασία Του, δν δεχόμαστε ὅμως ἐξ ἴσου πρόθυμα τήν ἐξαγιαστική καί ἀνακαινιστική παρουσία Του. Μέ τόν τρόπο ατόν, χωρς ν τ πολυκαταλαβαίνουμε, γινόμαστε καὶ μεῖς κάποιου εἴδους «Γαδαρηνοί». Τόν Χριστό τόν θέλουμε ξω ἀπό τά σύνορα τς ζως μας. Ἀλλά τότε τί νόημα κα ποι χαρ θ εναι δυνατν ν χει ἡ ζωή μας; Ἀφοῦ τ νόημα καί ἡ χαρά τς ζως εναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ἡ ζωή μας!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου