Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ

(28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 (ΑΣΩΤΟΥ)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οὐκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τὰ βρώ­μα­τα τῇ κοι­λί­ᾳ, καὶ ἡ κοι­λί­α τοῖς βρώ­μα­σιν· ὁ δὲ Θε­ὸς καὶ τα­ύ­την καὶ ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τὸ δὲ σῶ­μα οὐ τῇ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τῷ Κυ­ρί­ῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώ­μα­τι· ὁ δὲ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύριον ἤ­γει­ρε καὶ ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τῆς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας οὖν τὰ μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μὴ γέ­νοι­το. ἢ οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τῇ πόρ­νῃ ἓν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γάρ, φη­σίν, οἱ δύ­ο εἰς σάρ­κα μί­αν· ὁ δὲ κολ­λώ­με­νος τῷ Κυ­ρί­ῳ ἓν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τὴν πορ­νε­ί­αν. πᾶν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τός ἐ­στιν, ὁ δὲ πορ­νε­ύ­ων εἰς τὸ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. ἢ οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς τοῦ ἐν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, οὗ ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, καὶ οὐκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γὰρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δὴ τὸν Θε­ὸν ἐν τῷ σώ­μα­τι ὑ­μῶν καὶ ἐν τῷ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι τοῦ Θε­οῦ.

                               (Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­Ἀδελφοί, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε. Τὰ φα­γη­τὰ ἔ­χουν γί­νει γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ γιὰ τὰ φα­γη­τά. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θὰ κα­ταρ­γή­σει στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπο­ρεῖ­τε λοι­πὸν νὰ τρῶ­τε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μό­νο νὰ μὴ γί­νε­στε δοῦ­λοι τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ τῆς κοι­λιᾶς. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τὴ γε­νε­τή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α. Δι­ό­τι τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­χει γί­νει γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιὰ τὸν Κύ­ριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀ­νή­κει ὡς μέλος του. Καί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι γιὰ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πού τὸ σῶ­μα δι­α­λύ­ε­ται μέ τὸ θά­να­το. Ὁ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύ­ριο ἀ­νέ­στη­σε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀ­να­στή­σει μὲ τὴ δύ­να­μή του. Ναὶ· τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­γι­νε γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιά τὸν Κύ­ριο. Δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τά σας εἶ­ναι μέλη τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ ἀ­πο­σπά­σω λοι­πὸν τὰ μέ­λη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κά­νω μέ­λη πόρ­νης; Πο­τὲ μὴ συμ­βεῖ νά τὸ κά­νω αὐτό. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἐκεῖνος πού συν­δέ­ε­ται στε­νὰ καί προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα μ’ αὐτήν; Δι­ό­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή: Θὰ γί­νουν οἱ δύ­ο μί­α σάρ­κα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Κύ­ριο, γεμίζει ὁ­λό­κλη­ρος καὶ δι­ευ­θύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυρίου καὶ γί­νε­ται ἕ­να πνεῦ­μα μ' αὐτόν. Φεύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁμάρτημα πού τυ­χὸν θὰ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, δὲν βλά­πτει τό­σο ἄμεσα καὶ κα­τευ­θεί­αν τὸ σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορνεύει, ἁ­μαρ­τά­νει στὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα, δι­ό­τι μὲ τὴν παράνομη μείξη μο­λύ­νει ἄ­με­σα καὶ πλη­γώ­νει αὐτή τή ρίζα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἀνθρώ­πων καὶ συντελεῖ στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα σας εἶναι να­ὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας καὶ τὸ ἔ­χε­τε λάβει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἀ­νή­κε­τε στὸν ἑ­αυ­τό σας; Ναί· δὲν ὁ­ρί­ζε­τε τὸν ἑαυτό σας. Δι­ό­τι ἐ­ξα­γο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τί­μη­μα βα­ρύ, μὲ τὸ ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ. Ἀ­πο­φεύ­γε­τε λοι­πὸν κά­θε αἰ­σχρὴ πρά­ξη πού γί­νε­ται μέ τὸ σῶ­μα· καὶ ἀ­πο­δι­ώ­κε­τε κά­θε πο­νη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ἐπιθυμία ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ ἔ­τσι νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ σῶ­μα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θε­ό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. καὶ εἶ­πεν ὁ νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τῷ πα­τρί· πά­τερ, δός μοι τὸ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τῆς οὐ­σί­ας. καὶ δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τὸν βί­ον. καὶ με­τ' οὐ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν εἰς χώ­ραν μα­κράν, καὶ ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τὴν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζῶν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τὴν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, καὶ αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. καὶ πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τῶν πο­λι­τῶν τῆς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, καὶ ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν εἰς τοὺς ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· καὶ ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τὴν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν κε­ρα­τί­ων ὧν ἤ­σθι­ον οἱ χοῖ­ροι, καὶ οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. εἰς ἑ­αυ­τὸν δὲ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι τοῦ πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δὲ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ὡς ἕ­να τῶν μι­σθί­ων σου.  καὶ ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρὸς τὸν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δὲ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν ὁ πα­τὴρ αὐ­τοῦ καὶ ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐ­νώ­πι­όν σου, καὶ οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δὲ ὁ πα­τὴρ πρὸς τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τὴν στολὴν τὴν πρώ­την καὶ ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, καὶ δό­τε δα­κτύ­λι­ον εἰς τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ καὶ ὑ­πο­δή­μα­τα εἰς τοὺς πό­δας, καὶ ἐ­νέγ­καν­τες τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, καὶ φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος ὁ υἱ­ός μου νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σεν, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη. καὶ ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἐν ἀ­γρῷ· καὶ ὡς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τῇ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας καὶ χο­ρῶν,  καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τῶν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τί εἴ­η ταῦ­τα. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, καὶ ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δὲ καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ὁ οὖν πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τῷ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι καὶ οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, καὶ ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τῶν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δὲ ὁ υἱ­ός σου οὗ­τος, ὁ κα­τα­φα­γών σου τὸν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τὸν.  ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σὺ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ εἶ, καὶ πάν­τα τὰ ἐ­μὰ σά ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σε, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη.   

(Λου­κᾶ ι­ε΄[15] 11 – 32)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ἀ­παί­τη­σε ὁ ἄ­σω­τος υἱ­ὸς μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ θρα­σύ­τη­τα τὸ με­ρί­διο τῆς πα­τρι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς, ποὺ «τοῦ ἀ­νῆ­κεν», εἶ­πε. Μό­λις τὸ πῆ­ρε, ἔ­σπευ­σε νὰ φύ­γει μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­στί­α. Σκό­πευ­ε νὰ μεί­νει μό­νι­μα στὴν ξέ­νη γῆ, ὥ­στε ἀ­νε­πι­τή­ρη­τος καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος ν᾿ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὶς ἡ­δο­νὲς τοῦ κό­σμου τού­του.Ἡ κα­τά­λη­ξη: «δι­ε­σκόρ­πι­σε τὴν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζῶν ἀ­σώ­τως».

Δὲν ἐ­πρό­σε­ξε ὁ δυ­στυ­χὴς ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἡ κραι­πά­λη εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νη ἄρ­ρη­κτα μὲ τὴ σπα­τά­λη. Καὶ ἡ σπα­τά­λη φέρ­νει ἀ­να­πό­φευ­κτα τὴν πτώ­χευ­ση καὶ τὴ δυ­στυ­χί­α, στὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­κρι­βῶς καὶ κα­τάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος.

Μή­πως τὸ κα­τάν­τη­μα τοῦ ἀ­σώ­του γί­νε­ται κλει­δὶ γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με καὶ τὴ δι­κή μας κα­κο­δαι­μο­νί­α, τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση ποὺ δο­κι­μά­ζει τὸ κρά­τος μας, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα κρά­τη;

Δώ­σα­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὶς ἀ­νέ­σεις καὶ τὴν τρυ­φή. Ἀ­φή­σα­με τὴν ψυ­χή μας νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ὑ­λο­φρο­σύ­νη. Κά­να­με ἰ­δα­νι­κό μας τὸν εὐ­δαι­μο­νι­σμό. Ὡ­νο­μά­σα­με μὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια τὴν κοι­νω­νί­α μας «κα­τα­να­λω­τι­κή». Καὶ ζή­σα­με γιὰ ἀρ­κε­τὸ δι­ά­στη­μα μὲ σπα­τά­λη. Τώ­ρα τρέ­μου­με μπρο­στὰ στὸ ἐν­δε­χό­μενο τῆς πτώ­χευ­σης καὶ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρι­ο­ρί­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τὶς ἀ­τε­λεί­ω­τες, ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τὲς «ἀ­νάγ­κες» του.

Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κή, πό­σο πράγ­μα­τι ἀ­λη­θι­νὴ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἡ ζω­ὴ τῆς εὐ­σέ­βειας! Πό­σο ἐ­πί­και­ρα δὲ καὶ σω­τη­ρι­ώ­δη ἔρ­χον­ται τὰ συν­θή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μὲ τὸ Τρι­ώ­διο ποὺ ἄρ­χι­σε ἤ­δη, γιὰ ἐγ­κρά­τεια, με­τά­νοι­α, ἀ­νύ­ψω­ση τῆς ψυ­χῆς καὶ στρο­φὴ πρὸς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θά!

Ἐ­κεῖ θὰ βροῦ­με ὅ­λοι καὶ τὴν εὐ­τυ­χί­α μας γνή­σια καὶ μό­νι­μη, ἀλ­λὰ καὶ τὴν προ­κο­πὴ στὴν ἐγ­κό­σμια ζω­ή μας.

2. Ὅ­ταν ὁ ἄ­σω­τος συ­νει­δη­το­ποί­η­σε τὴ δει­νὴ θέ­ση, στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πε­ρι­έλ­θει, σκέ­φτη­κε πιὰ ὥ­ρι­μα καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸν πα­τέ­ρα του.

Ἀλλ᾿ ἡ ἐ­πι­στρο­φή του δὲν ἦ­το ψυ­χρὸς ὑ­πο­λο­γι­σμός. Τὸ «πά­τερ, ἥ­μαρ­τον», ποὺ σχε­δί­α­σε νὰ πεῖ, δὲν ἦ­το ἕ­να συμ­βα­τι­κὸ «συγ­γνώ­μην», ποὺ θὰ τοῦ ἄ­νοι­γε ἁ­πλῶς τὴν πόρ­τα το­ῦ πα­τρι­κοῦ σπι­τιοῦ.

Ὁ ἄ­σω­τος με­τα­νο­εῖ μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης. Δη­λα­δὴ συ­ναι­σθά­νε­ται τὸ βά­ρος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας του, λυ­πεῖ­ται γιὰ τὶς πρά­ξεις του, πα­ρα­δέ­χε­ται τὴν εὐ­θύ­νη του, συν­τρί­βε­ται, τα­πει­νο­φρο­νεῖ, ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὴν ἐ­νο­χή του καὶ νὰ πα­ρα­δο­θεῖ «ἄ­νευ ὅ­ρων» στὸν στορ­γι­κό του πα­τέ­ρα.

Καὶ ἐ­νῶ παίρ­νει πλέ­ον τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς καὶ ἐ­νῶ αἰφ­νι­δι­ά­ζε­ται βλέ­πον­τας τὴν ἀ­πέ­ραν­τη πα­τρι­κὴ ἀ­γά­πη νὰ τὸν προ­λαμ­βά­νει, αὐ­τὸς δὲν παίρ­νει θάρ­ρος, οὔ­τε ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὸ σχέ­διό του, ἀλ­λὰ ὁ­μι­λεῖ. Ὁ­μο­λο­γεῖ συν­τε­τριμ­μέ­νος τὸ ἁ­μαρ­τη­μά του, ἀ­σφα­λῶς μέ­σα σὲ δά­κρυ­α καὶ λυγ­μούς. «Πά­τερ, ἥ­μαρ­τον»! Τὸ ὁ­μο­λο­γῶ, τὸ πα­ρα­δέ­χο­μαι, τὸ δι­α­κη­ρύσ­σω. Δι­έ­πρα­ξα με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α φεύ­γον­τας ἀ­πὸ κον­τά σου καὶ πε­ρι­φρο­νών­τάς σε. Ἥ­μαρ­τον «ἐ­νώ­πιόν σου» πα­ρέ­βη­κα τὸν σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ ποὺ σοῦ ὀ­φεί­λω. Ἥ­μαρ­τον καὶ «εἰς τὸν οὐ­ρα­νό», εἶ­μαι ἐ­κτε­θει­μέ­νος καὶ ἐ­νὠ­πιον ὅ­λου τοῦ οὐ­ρα­νί­ου κό­σμου. Ἥ­μαρ­τον. Δὲν ἔ­χω καμ­μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α, κα­νέ­να ἐ­λα­φρυν­τι­κό. Καὶ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω: δὲν εἶ­μαι πιὰ ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι «υἱ­ός σου».

Πό­σο δι­δά­σκει ὅ­λους μας ὁ ἄ­σω­τος μὲ αὐ­τὴ τὴ δι­α­γω­γή του! Πό­σο μᾶς ὠ­θεῖ στὸ νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς ἔ­τσι γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νά!

Δι­ό­τι ἔ­νο­χοι εἴ­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς σὲ πολ­λά. Καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε συ­χνὰ τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς με­τα­νοί­ας. Δύ­σκο­λα ὅ­μως παίρ­νου­με τὴν ἀ­πό­φα­ση «νὰ βά­λου­με κά­τω τὸν ἐ­γω­ϊ­σμό μας» καὶ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με. Ἀ­κό­μα δὲ δυ­σκο­λό­τε­ρο μᾶς φαί­νε­ται νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με τα­πει­νά, χω­ρὶς δι­και­ο­λο­γί­ες, χω­ρὶς ἀ­παι­τή­σεις ἢ ἐ­πι­φυ­λά­ξεις, ἀλ­λὰ μὲ προ­θυ­μί­α νὰ δε­χτοῦ­με ὁ­ποι­α­δή­πο­τε πα­ρα­τή­ρη­ση ἢ κύ­ρω­ση ἢ ἐν­το­λὴ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ.

Ὤ, ἡ με­τά­νοι­α πράγ­μα­τι ἀ­να­κου­φί­ζει, γα­λη­νεύ­ει, ζω­ο­γο­νεῖ! Ἀλ­λὰ μό­νο ὄ­ταν εἶ­ναι γνή­σια. Ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ συν­τρι­βὴ καὶ ἀ­πο­φά­σεις ἡ­ρω­ϊ­κές.

Ἂς προ­σπέ­σου­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς μὲ συν­τε­τριμ­μέ­νη ψυ­χὴ στὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος. Ἂς κα­τη­γο­ρή­σου­με ἀ­δί­στα­κτα τὸν ἑ­αυ­τόν μας. Ἂς πο­νέ­σου­με. Ἡ πληγὴ τό­τε μό­νο θε­ρα­πεύ­ε­ται, ὅ­ταν ἀ­νοί­ξει ὀ­δυ­νη­ρὰ καὶ φύ­γει τὸ πύ­ον.

Με­τὰ τὸν πό­νο καὶ τὰ δά­κρυ­α θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει μί­α ὑ­περ­κό­σμια γα­λή­νη καὶ χα­ρά. Ἀ­νά­παυ­ση τῆς ψυ­χῆς. Ἡ λύ­τρω­ση, ποὺ δω­ρί­ζει ὁ Λυ­τρω­τής, ὁ Οὐ­ρά­νιος Πα­τὴρ καὶ τὸ Πα­ρά­κλη­τον Πνεῦ­μα, ὁ Εὐ­λο­γη­τὸς Τρι­α­δι­κὸς Θε­ός.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

 

 Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ 





                      Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

 6 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ψυ­χο­σάβ­βα­τον. Μνή­μην ἐ­πι­τε­λοῦ­μεν πάν­των τ­ῶν ἀ­π’ αἰ­ῶ­νος κε­κοι­μη­μέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στια­νῶν, πα­τέ­ρων καί ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν

Τῶν ἁ­γί­ων μβ΄ μαρ­τύ­ρων τῶν ἐν Ἀ­μο­ρί­ῳ. Ἀ­νά­μνη­σις τῆς εὑ­ρέ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ.

7 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ. Μνεί­αν ποι­ού­με­θα τῆς Β΄  καί ἀ­δε­κά­στου πα­ρου­σί­ας τοῦ Κ.Η.Ι. Χρι­στοῦ. Τῶν έν Χερ­σῶ­νι ἐ­πι­σκο­πη­σάν­των, Παύ­λου τοῦ ἁ­πλοῦ, Ἀρ­κα­δί­ου καὶ Νέ­στο­ρος ἐ­πι­σκ. Τρι­μυ­θοῦν­τος

13 ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. Πάν­των τ­ῶν ἐν ἀ­σκή­σει λαμ­ψάν­των Ὁ­σί­ων κ­αί Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν. Ἀ­να­κο­μι­δὴ λει­ψά­νων Νι­κη­φό­ρου Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως

14 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Τ­ΗΣ Τ­Υ­Ρ­Ι­Ν­ΗΣ. Μνεί­αν ποι­ού­με­θα τῆς ἀ­πό τ­οῦ πα­ρα­δεί­σου τ­ῆς τρυ­φῆς ἐ­ξο­ρί­ας τ­ῶν Πρω­το­πλά­στων. Βενεδίκτου Ὁσίου, Ἀλεξάνδρου μάρτυρος.

Τὸ  ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ὁ κα­τα­νυ­κτι­κὸς ἑ­σπε­ρι­νὸς μὲ κή­ρυγ­μα

15 ΔΕΥΤΕΡΑ Κ­Α­Θ­Α­ΡΑ. 

Ἄρ­χε­ται ἡ Ἁ­γί­α κ­αί Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή. Ν­Η­Σ­Τ­Ε­ΙΑ.

Ἀ­πό σή­με­ρα κ­αί κά­θε ἀ­πό­γευ­μα τε­λεῖ­ται ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τ­οῦ Μ­εγ. Ἀ­πο­δεί­πνου

17 ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΗ  Ἀλεξίου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

Τὸ πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

19 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Χρυσάνθου καὶ Δαρείας τῶν Μαρτύρων.

Τὸ πρω­ί τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α

Τὸ ἑ­σπέ­ρας ἡ Α΄ Στά­σις τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν

21 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ  Α΄ Τ­ΩΝ Ν­Η­Σ­Τ­Ε­Ι­ΩΝ (Τ­ΗΣ Ο­Ρ­Θ­Ο­Δ­Ο­Ξ­Ι­ΑΣ).

Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Φιλήμονος καὶ Δομνίνου μαρτύρων.

Τό  ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ὁ κα­τα­νυ­κτι­κὸς ἑ­σπε­ρι­νὸς μέ κή­ρυγ­μα

25 ΠΕΜΠΤΗ Ο Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­Ι­Σ­Μ­ΟΣ Τ­ΗΣ Υ­Π­Ε­Ρ­Α­Γ­Ι­ΑΣ Δ­Ε­Σ­Π­Ο­Ι­Ν­ΗΣ Η­Μ­ΩΝ Κ­ΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕ­ΝΟΥ Μ­Α­Ρ­Ι­ΑΣ.

Τὸ ἑ­σπέ­ρας Ἡ Ἀ­πό­δο­σις τῆς Ἑ­ορ­τῆς

Σή­με­ρον γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος

26 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἡ σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, Στεφάνου τοῦ Ὁμολογητοῦ

Τὸ πρω­ί τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α

Τὸ ἑ­σπέ­ρας ἡ Β΄ Στά­σις τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν

28 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Β΄ Τ­ΩΝ Ν­Η­Σ­Τ­Ε­Ι­ΩΝ. Γρη­γο­ρί­ου Ἀρ­χι­ε­πι­σκ. Θεσ­σα­λο­νί­κης τοῦ Πα­λα­μᾶ,

Τὸ  ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ὁ κα­τα­νυ­κτι­κὸς ἑ­σπε­ρι­νὸς μὲ κή­ρυγ­μα.

31 ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΗ Ὑπατίου Ἱερομάρτυρος Ἐπισκόπου Γαγγρῶν.

Τὸ ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ἡ Ἑσπερινὴ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

 

                                 Ω­ΡΑ­ΡΙΟ

Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ 4.30 Μ.Μ. 

ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ 4.30 Μ.Μ.

ΟΡ­ΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

ΕΣΠ. ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ: 6.00 Μ.Μ.

                      ΧΑΙ­ΡΕ­ΤΙ­ΣΜΟΙ: 6.00 Μ.Μ.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Δὲν ἦταν τυχαῖο

 


ἀληθινὴ ἱστορία 

Δὲν ἦταν τυχαῖο

Ὀκτώβριος 2019. Στὸν Λίβανο ἡ κατάσταση εἶναι ἔκρυθμη. Ἡ αὐστηρὴ φορολογία καὶ ἡ μεγάλη λιτότητα ποὺ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση ὁδήγησαν τοὺς πολίτες σὲ μαζικὲς διαδηλώσεις καὶ αἱματηρὲς συγκρούσεις μὲ τὴν ἀστυνομία καὶ τὶς δυνάμεις ἀσφαλείας. Ἑκατοντάδες ἄνθρωποι διαμαρτύρονται ἐξοργισμένοι ἐναντίον τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας, στὴν ὁποία καταλογίζουν τὴν κύρια εὐθύνη γιὰ τὸ ὅτι ἡ χώρα βιώνει τὴ χειρότερη οἰκονομικὴ κρίση τῶν τελευταίων ἐτῶν.

Τὸ Κράτος παρέλυσε. Ἔκλεισαν οἱ τράπεζες, τὰ σχολεῖα, τὰ πανεπιστήμια. Οἱ διαδηλώσεις καὶ οἱ ταραχὲς ἀποτελοῦν πλέον καθημερινὸ φαινόμενο στὶς μεγάλες πόλεις τοῦ Λιβάνου, μὲ ἐπίκεντρο τὴν πρωτεύουσα, τὴ Βηρυττό.

Ὁ Μιχαὴλ καὶ ἡ Μύριαμ, ἕνα ζευγάρι Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ Συρία, ζοῦν στὸ κέντρο τῆς Βηρυττου μαζὶ μὲ τὰ τρία μικρὰ παιδιά τους. Εἶναι ὅμως ὅλο φάνερο ὅτι δὲν μποροῦν νὰ μένουν πλέον ἐκεῖ. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες οὔτε δουλειὰ ἔχουν οὔτε ἀσφαλεῖς εἶναι. Σκέπτονται νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρίδα τους καὶ νὰ μείνουν ἐκεῖ ὅσο καιρὸ χρειασθεῖ, μέχρι νὰ ἀποκατασταθοῦν κάπως τὰ πράγματα.

Πράγματι, σὲ λίγες ἡμέρες φθάνουν στὴν ἀγαπημένη τους Συρία. Δώδεκα χρόνια λείπουν μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα τους καὶ τώρα ποὺ ἐπιστρέφουν, τὴ βρίσκουν καταματωμένη καὶ βαθιὰ πληγωμένη ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο καὶ τὶς φοβερὲς διώξεις ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἀντικρίζουν ἱεροὺς Ναοὺς κατεστραμμένους καὶ τὰ μάτια τοὺς δακρύζουν. Προσμένουν μὲ λαχτάρα νὰ συναντήσουν τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλφια τους, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τους γνωρίζουν ὅμως ὅτι δὲν θὰ τοὺς βροῦν ὅλους. Κάποιοι ἤδη ἀναχώρησαν γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα...

Προορισμός τους εἶναι τὸ πατρικὸ σπίτι τῆς Μύριαμ, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔμεσσα, στὴν «κοιλάδα τῶν Χριστιανῶν». Ἐκεῖ τοὺς ὑποδέχθηκαν οἱ γονεῖς της μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ βαθιὰ συγκίνηση. Εἶχαν ἀνησυχήσει ἀπὸ ὅσα ἄκουγαν. Ὡστόσο ὅλοι οἱ φόβοι καὶ οἱ ἀνησυχίες διαλύθηκαν, ὅταν τὰ ἐγγονάκια ἔπεσαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς. Σὲ λίγο στρώθηκε ἕνα λιτὸ ἀλλὰ πολὺ ζεστὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι. Κάθισαν ὅλοι. Ἦλθε καὶ ἡ μητέρα τοῦ Μιχαήλ. Εἶχαν τόσο καιρὸ νὰ βρεθοῦν ἀπὸ κοντά. Καὶ εἶχαν νὰ ποῦν τόσα πολλά... 

Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ὑπολογίσει πόσο διάστημα θὰ ἔμεναν στὴ Συρία. Πέρασε ἕνας μήνας... δύο... τρεῖς... τέσσερις μῆνες καὶ ἡ κατάσταση δὲν ἄλλαζε στὸν Λίβανο. Ἡ Μύριαμ ἀγωνιοῦσε. Ὁ Μιχαὴλ ὅμως τὴν καθησύχαζε: «Ὅ,τι θέλει ὁ καλὸς Θεός, Μύριαμ. Ἂς περιμένουμε», 

Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, πέρασε τὸ Πάσχα κι ἔφθασε τὸ καλοκαίρι. Οἱ εἰδήσεις ἀπὸ τὸν Λίβανο ἦταν κάπως πιὸ ἐνθαρρυντικές. Ἄρχισαν πλέον νὰ συζητοῦν σοβαρὰ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἐπιστροφῆς. Ζήτησαν πληροφορίες καὶ ἀπὸ τοὺς φίλους τους στὴ Βηρυττό. Ἔκαναν θερμὴ προσευχὴ νὰ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του καὶ τελικὰ τὸ πῆραν ἀπόφαση: Θὰ ἐπέστρεφαν πρὶν ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο, ὥστε νὰ ξεκινήσουν τὰ παιδιὰ κανονικὰ τὴ νέα σχολικὴ χρονιά. Ἀναζητώντας ἡμερομηνία γιὰ νὰ ταξιδέψουν, κατέληξαν στὶς 4 Αὐγούστου. Θὰ ξεκινοῦσαν ὅσο πιὸ πρωὶ μποροῦσαν, ὥστε νωρὶς τὸ ἀπόγευμα, πρῶτα ὁ Θεός, νὰ βρίσκονται στὴ Βηρυττό. 

Τρίτη 4 Αὐγούστου 2020. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια εἶναι στὸ πόδι. Ἕτοιμα ζοῦν τὶς ἀποσκευὲς καὶ τὶς φορτώνουν στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ ταξίδι εἶναι μεγάλο καὶ ἡ διαδικασία στὰ σύνορα χρονοβόρα. Ὡστόσο ὁ Μιχαὴλ ἔχει φροντίσει γιὰ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ταξιδιωτικὰ ἔγγραφα, ὥστε νὰ μὴν καθυστερήσουν. 

Ἔφθασαν στὰ σύνορα ἐγκαίρως καὶ ὁ πατέρας πῆγε νὰ κανονίσει τὰ ἔγγραφα γιὰ τὸ ταξίδι. Ἔβγαλε τὰ διαβατήρια καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀναγκαῖα χαρτιὰ καὶ τὰ ἔδωσε γιὰ νὰ ἐπικυρωθοῦν. Τί ἦταν ὅμως αὐτὸ ποὺ συνέβη; Ὁ ὑπάλληλος στὸ Τελωνεῖο δὲν δεχόταν τὰ ἔγγραφα τῶν παιδιῶν. Ἔβρισκε ὅτι κάτι λείπει. Μάταια προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει ὁ πατέρας ὅτι εἶχαν πάλι ταξιδέψει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ κανεὶς δὲν τοὺς εἶχε ἐμποδίσει. Ὁ κύριος του Τελωνείου παρέμενε ἀνένδοτος. Στὸ μεταξὺ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὰ παιδιὰ γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ ἀνήσυχα. Ἡ Μύριαμ πλησίασε ἕναν ἀνώτερο ἀστυνομικὸ καὶ ζήτησε νὰ δείξουν κάποια κατανόηση. Παρακάλεσε νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ τὸ ταξίδι, ἀλλὰ δὲν εἰσακούσθηκε. Δὲν τοὺς ἄφησαν νὰ περάσουν τὰ σύνορα. Ἔπρεπε νὰ γυρίσουν καὶ νὰ ἐκδώσουν ἕνα νέο ἔγγραφο γιὰ τὰ παιδιά. 

Γύρισαν ἀπογοητευμένοι στὸ πάντα φιλόξενο πατρικὸ σπίτι. Ὁ Μιχαὴλ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει πῶς παρουσιάσθηκε αὐτὸ τὸ ἀπρόβλεπτο ἐμπόδιο. Δὲν ἔχανε ὅμως καὶ τὴν εἰρήνη του. Τὸ πίστευε καὶ τὸ ἔλεγε πάντα σὲ κάθε ἐμπόδιο ποὺ συναντοῦσε: «Ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ καλὸς Θεός, εἶναι γιὰ τὸ καλό μας». Καὶ εἶχε τόσο δίκιο!

Μιὰ εἰδοποίηση στὸ κινητὸ τηλέφωνο τοῦ κίνησε τὸ ἐνδιαφέρον. «Ἔκτακτη ἐπικαιρότητα», διάβασε δυνατὰ κι ἔπειτα πάγωσε. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε: «Ἰσχυρὴ ἔκρηξη συγκλόνισε τὴ Βηρυττὸ» - «Εἰκόνες τρομακτικῆς καταστροφῆς» - «Δεκάδες νεκροί, χιλιάδες τραυματίες». 

Ἄφησε τὸ κινητὸ νὰ γλιστρήσει ἀπὸ τὰ χέρια του. Τὸ σπίτι τους στὴ Βηρυττὸ ἦταν ἀκριβῶς στὴν περιοχή, ὅπου σημειώθηκε ἡ ἔκρηξη. 

-Θεέ μου, ἀπὸ τί μᾶς γλύτωσες! εἶπε κι ἔκανε τὸν σταυρό του. Δὲν σκέφθηκε τὸ σπίτι τους. Ἀργότερα ἔμαθε ὅτι εἶχε σοβαρὲς ὑλικὲς ζημιές. Αὐτὸ ὅμως ἦταν τὸ λιγότερο. Ἡ σκέψη τοῦ πῆγε ἀμέσως στοὺς νεκρούς, στοὺς τραυματίες. «Κύριε, ὅλοι εἶναι στὰ χέρια σου. Ἐσὺ ξέρεις ... Μὴν τοὺς ἐγκαταλείπεις!» - Σὲ λίγα λεπτὰ ἦλθαν κοντά του ἡ Μύριαμ καὶ τὰ παιδιά. Ἔπεσαν ὅλοι στὰ γόνατα. Ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσουν τὸν πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ πρόνοιά του. Ἕνα ἔγγραφο ποὺ ἔλειπε, ἀκύρωσε τὸ ταξίδι τους. Τοὺς γύρισε πίσω: ἀλλὰ τοὺς κράτησε στὴ ζωή. Ἦταν τυχαῖο; 

 

 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "Ο ΣΩΤΗΡ",  15/2/2021 ΤΕΥΧΟΣ 2237,ΣΕΛ. 92,93

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ  ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

(21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος δι­ωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.                        

(Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Παι­δί μου Τι­μό­θε­ε, ἐ­σὺ ἔ­χεις πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, τὴ γε­νι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά μου, τὴν πρό­θε­ση καὶ τὰ ἐ­λα­τή­ριά μου, τὴ φω­τι­σμέ­νη πί­στη μου, τὴ μα­κρο­θυ­μί­α μου, τὴν ἀ­γά­πη μου, τὴν ὑ­πο­μο­νή μου,  τος δι­ωγ­μούς μου, τ πα­θή­μα­τά μου, σὰν αὐ­τὰ πο ὑ­πέ­μει­να στν Ἀν­τι­ό­χεια, στ Ἰ­κό­νιο, στ Λύ­στρα. Τί φο­βε­ροὺς δι­ωγ­μοὺς ὑ­πέ­φε­ρα! καὶ ἀπ᾿ ὅ­λους μ γλύ­τω­σε ὁ Κύ­ριος. Κι ὄ­χι μό­νο ἐ­γὼ ἔ­πα­θα κα πά­σχω αὐ­τά, ἀλ­λὰ κι ὅ­λοι ὅ­σοι θέ­λουν ν ζον μ εὐ­σέ­βεια, ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στος πι­στοὺς πο εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι μ τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, θ κα­τα­δι­ω­χθοῦν. Ἀν­τι­θέ­τως, ἄν­θρω­ποι κα­κοί, πο κα­τα­δι­ώ­κουν κα βα­σα­νί­ζουν τος εὐ­σε­βεῖς, ἀλ­λὰ κα ἀ­πα­τε­ῶ­νες, θ προ­χω­ροῦν ἀ­πὸ τ κα­κὸ στ χει­ρό­τε­ρο· θ πλα­νοῦν κα θ ἐ­ξα­πα­τοῦν τος ἄλ­λους, ἀλ­λὰ κα αὐ­τοὶ οἱ ἴ­διοι θ πλα­νῶν­ται κα θ ἐ­ξα­πα­τῶν­ται. Ἐ­σὺ ὅ­μως, Τι­μό­θε­ε, μέ­νε ἀ­κλό­νη­τος σ᾿ ἐ­κεῖ­να πο ἔ­μα­θες κα βε­βαι­ώ­θη­κες γι τν ἀ­λή­θειά τους ἀ­πὸ τν προ­σω­πι­κή σου πεί­ρα, δι­ό­τι ξέ­ρεις κα­λὰ ἀ­πὸ ποι­ὸν δι­δά­σκα­λο τ ἔ­μα­θες. Αὐ­τὸ μν τ ξε­χνᾶς πο­τέ, ἀλ­λὰ ν τ δι­α­τη­ρεῖς ζων­τα­νὰ στ μνή­μη σου, κα ὅ­τι ἀ­κό­μη ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ γνω­ρί­ζεις τς Ἅ­γι­ες Γρα­φές, οἱ ὁ­ποῖ­ες μπο­ροῦν ν σοῦ με­τα­δώ­σουν τν ἀ­λη­θι­νὴ σο­φί­α, πο ὁ­δη­γεῖ στ σω­τη­ρί­α μ τὴν πί­στη στν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την·  Ἄν­θρω­ποι δύ­ο ἀ­νέ­βη­σαν ες τ ἱ­ε­ρὸν προ­σε­ύ­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σαῖ­ος κα ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης. Φα­ρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρς ἑ­αυ­τὸν ταῦ­τα προ­ση­ύ­χε­το· Θε­ός, εὐ­χα­ρι­στῶ σοι ὅ­τι οκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ ο λοι­ποὶ τν ἀν­θρώ­πων, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, κα ς οὗ­τος τε­λώ­νης· νη­στε­ύ­ω δς το σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι. κα τε­λώ­νης μα­κρό­θεν ἑ­στὼς οκ ἤ­θε­λεν οὐ­δὲ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ες τν οὐ­ρα­νόν ἐ­πᾶ­ραι, ἀλ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στῆ­θος αὐ­τοῦ λέ­γων· Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τ ἁ­μαρ­τω­λῷ.  λέ­γω ὑ­μῖν, κα­τέ­βη οὗ­τος δε­δι­και­ω­μέ­νος ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ γρ ἐ­κεῖ­νος· ὅ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.

 (Λου­κᾶ ι­η΄ 10 – 14)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΑΙ

1. «Ἀ­νέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱ­ε­ρὸν προ­σεύ­ξα­σθαι» καὶ οἱ δύ­ο ἄν­θρω­ποι τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἀ­νη­φό­ρι­σαν πρὸς τὸν λό­φο Μο­ρί­α, ὅ­που ἦ­το κτι­σμέ­νος ὁ Να­ὸς τοῦ Σο­λο­μῶν­τος.

Ἀ­ξι­έ­παι­νη ἡ πρά­ξη τους. Κα­τευ­θύν­θη­καν σὲ τό­πο ἱ­ε­ρό, γιὰ νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σουν κα­θῆ­κον ἐ­πί­σης ἱ­ε­ρὸ καὶ σπου­δαῖ­ο, νὰ προ­σευ­χη­θοῦν, νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σουν μὲ τὸν Ἅ­γιο Θε­ό. Ἐν τού­τοις, κα­τὰ τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, μό­νον ὁ τε­λώ­νης ἔ­γι­νε δε­κτὸς καὶ εὐ­λο­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, «κα­τέ­βη δε­δι­και­ω­μέ­νος», ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος κα­τα­κρί­θη­κε. Για­τί; Δι­ό­τι δὲν ἀ­νέ­βη­σαν μὲ τὶς ἴ­δι­ες προ­θέ­σεις καὶ οἱ δύ­ο.

Ὁ τε­λώ­νης κα­τέ­φυ­γε στὸν Να­ὸν ἀ­να­ζη­τών­τας μὲ πό­θο τὸν Θε­ὸ καὶ τὸ ἔ­λε­ός Του. Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ὡ­δη­γή­θη­κε ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴ σκέ­ψη ὅ­τι ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λος χῶ­ρος νὰ ἐ­πι­δει­χθεῖ. Δη­μο­σι­ό­τε­ρος ἀ­πὸ τὶς Συ­να­γω­γὲς καὶ τὶς γω­νί­ες τῶν πλα­τει­ῶν (Ματθ. Ϛ΄[6]  6), ὥ­στε πολ­λὰ μά­τια νὰ τὸν ἀν­τι­κρύ­σουν καὶ πολ­λὰ αὐ­τιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν τὴν προ­σευ­χή του καὶ νὰ τὸν θαυ­μά­σουν!

Ἀ­ξί­ζει μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α αὐ­τὴ νὰ ἐ­ρω­τή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν ἑ­αυ­τό μας. Μὲ ποι­ὰ κί­νη­τρα, μὲ ποι­οὺς σκο­ποὺς ἢ ποι­ὰ συ­ναι­σθή­μα­τα παίρ­νου­με τὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἐκ­κλη­σί­α κά­θε Κυ­ρια­κήν; Συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­μεν ὅ­τι πη­γαί­νου­με στὸν Οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ λα­τρεύ­σου­με τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Εὐ­ερ­γέ­τη μας, νὰ συ­ναν­τή­σου­με καὶ προ­σκυ­νή­σου­με τὸν Ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο, νὰ πλη­ρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος; Ἤ μή­πως ὁ Ἐκ­κλη­σια­σμός μας παίρ­νει ἀ­νε­παί­σθη­τα ἄλ­λο χρῶ­μα καὶ νό­η­μα;

Πράγ­μα­τι δέ. Ὑ­πάρ­χουν Χρι­στια­νοί, ποὺ πη­γαί­νουν στὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν ἁ­πλῶς ἕ­να κα­λὸ ψάλ­τη, ἢ γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξουν γνω­ρι­μί­ες καὶ νὰ δώ­σουν ἐν­τύ­πω­ση σο­βα­ροῦ καὶ ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἀν­θρώ­που, ἢ δι­ό­τι αἰ­σθά­νον­ται ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι καὶ δε­σμευ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­ποι­ο προ­ϊ­στά­με­νό τους ἢ δι­δά­σκα­λο ἢ τοὺς γέ­ρον­τες γο­νεῖς τους, ποὺ τὸ ζη­τοῦν ἐ­πί­μο­να, ἐ­νῶ ἄλ­λοι πη­γαί­νουν ἀ­πὸ συ­νή­θεια καὶ μά­λι­στα τὶς με­γά­λες ἑ­ορ­τές, σὰν σὲ μιὰ κοι­νω­νι­κὴ ἐκ­δή­λω­ση. Γι᾿ αὐ­τό, ἂν συμ­βεῖ καὶ δὲν δι­α­θέ­τουν ἐν­τυ­πω­σια­κὴ ἐν­δυ­μα­σί­α, κά­ποι­α φο­ρὰ δὲν τὸ ἔ­χουν σὲ τί­πο­τε νὰ μὴν ἐκ­κλη­σια­σθοῦν. Ἤ ἂν πεν­θοῦν, πά­λιν τὸ θε­ω­ροῦν δῆ­θεν ἄ­το­πο νὰ ἐμ­φα­νι­σθοῦν στὸν Να­ό!

Ἀλ­λὰ ὅ­ταν συγ­κεν­τρω­νό­μα­στε γιὰ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α, καμ­μί­α ἄλ­λη κο­σμι­κὴ δι­ά­θε­ση δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζει. Ὅ­λο τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ  ἡ σκέ­ψη μας ἂς εἶ­ναι στραμ­μέ­να καὶ ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­να ἀ­πὸ τὴ δο­ξο­λό­γη­ση καὶ προ­σκύ­νη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Ἂν βλέ­που­με δὲ νὰ μᾶς βα­ρύ­νουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καὶ τό­τε μὴ δι­στά­ζου­με νὰ κα­τευ­θυν­θοῦ­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, γιὰ νὰ ζη­τή­σου­με, ὅ­πως ὁ τε­λώ­νης, τὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος.

2. Ἀ­νά­με­σα στὰ κα­τορ­θώ­μα­τά του ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἀ­νά­φε­ρε ὅ­τι ἐ­φάρ­μο­ζε καὶ μά­λι­στα μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τοὺς θε­σμοὺς τῆς νη­στεί­ας καὶ τῆς δε­κά­της. Νή­στευ­ε δη­λα­δὴ ὄ­χι μό­νο τὶς λί­γες νη­στεῖ­ες τῶν ἑ­ορ­τῶν, ποὺ ἴ­σχυ­αν τό­τε, ἀλ­λὰ συ­στη­μα­τι­κὰ δύ­ο μέ­ρες τὴ Βδο­μά­δα, τὴ Δευ­τέ­ραν καὶ τὴν Πέμ­πτη, ὅ­πως ἀ­παι­τοῦ­σαν οἱ αὐ­στη­ρό­τε­ροι θρη­σκευ­τι­κοὶ τύ­ποι τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἐ­πί­σης καὶ στὸ θέ­μα τῆς δε­κά­της. Ἐ­νῶ ἀ­πὸ ὡ­ρι­σμέ­να εἴ­δη, τὰ κα­θαυ­τὸ προ­ϊ­όν­τα τους, ἦ­σαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ προ­σφέ­ρουν τὸ 1/10 στὸν Να­ό, ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος μά­ζευ­ε ἀ­κό­μη καὶ τὸν μα­ϊ­δα­νό, τὸν δυ­ό­σμο καὶ τὸν ἄ­νη­θο τοῦ κή­που του 1/10 καὶ τὰ πρό­σφε­ρε (Ματθ. κγ'[23] 23)! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στὴν «προ­σευ­χή» του τό­νι­ζε μὲ στόμ­φο: «Δὶς τοῦ σαβ­βά­του» νη­στεύ­ω! «Πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι», ἀ­πο­δε­κα­τῶ!

Λη­σμο­νοῦ­σε ὅ­μως ὁ δυ­στυ­χὴς ἐ­κεῖ­νος ἄν­θρω­πος, ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ ἐν­το­λὲς εἶ­ναι οἱ πιὸ εὔ­κο­λες γιὰ νὰ τὶς τη­ρή­σει κα­νείς. Ἔ­χουν βε­βαί­ως τὴ θέ­ση, τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἀ­ξί­α τους, ὥ­στε νὰ μὴ τὶς πε­ρι­φρο­νεῖ καὶ τὶς πα­ρα­με­λεῖ κα­νείς, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι οἱ πρῶ­τες. Ὑ­πάρ­χουν καὶ «τὰ βα­ρύ­τε­ρα τοῦ νό­μου», ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ τι­μι­ό­της καὶ ἡ ἀ­γά­πη (Ματθ. κγ'[23] 23), ποὺ αὐ­τὰ πρω­τί­στως πρέ­πει νὰ ἐ­πι­με­λού­με­θα.

Ἆ­ρα­γε ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει καὶ τὸ ἐν­θυ­μού­μα­στε αὐ­τό; Τὸ νὰ πᾶ­με στὸ πα­νη­γύ­ρι τοῦ Να­οῦ, τὸ νὰ προ­σφέ­ρου­με χρή­μα­τα στὸ Φι­λό­πτω­χο ἢ στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ ἀ­νε­γέρ­σε­ως, τὸ νὰ ἀ­νά­ψου­με τὸ κε­ρί μας ἢ νὰ νη­στεύ­σου­με τὶς με­γά­λες ἑ­ορ­τές, ἀ­κό­μη καὶ τὸ νὰ μά­θου­με ἀ­πὸ στή­θους ὕ­μνους, προ­σευ­χές, τρο­πά­ρια ἢ καὶ τὰ λό­για της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, εἶ­ναι εὔ­κο­λο. Δὲν ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἑ­πο­μέ­νως ἰ­δι­αί­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ἐ­κεῖ­να ποὺ κυ­ρί­ως, ζη­τεῖ ὁ Θε­ὸς καὶ κα­λού­μα­στε πρω­τί­στως νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με καὶ νὰ ἐ­πι­δεί­ξου­με, εἶ­ναι ἄλ­λα. Νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με πί­στη ἐν­συ­νεί­δη­τη καὶ ἀ­κλό­νη­τη, θεῖ­ο φό­βο καὶ βα­θὺ σε­βα­σμὸ ἐ­νώ­πιόν Του. Νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ συν­τε­τριμ­μέ­να κά­ποι­ες ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­νο­χές μας. Νὰ ὑ­πο­χω­ρή­σου­με στὸ πεῖ­σμα μας. Νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­σου­με σφάλ­μα­τά μας. Νὰ δώ­σου­με συγ­χώ­ρη­ση στὸν ἐ­χθρό μας, ποὺ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να μᾶς ἀ­δί­κη­σε, στὸν συγ­γε­νῆ, ποὺ ἐ­πλε­ο­νέ­κτη­σε στὰ κλη­ρο­νο­μι­κά. Νὰ δεί­ξου­με τὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς ὅ­λους καὶ πολ­λήν.

Αὐ­τὰ ζη­τεῖ ὁ Θε­ός. Θὰ τοῦ τὰ προ­σφέ­ρου­με;

3. Ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος στὸ κέν­τρο τοῦ Να­οῦ κύτ­τα­ζε γύ­ρω του, γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι τὸν προ­σέ­χουν, καὶ μι­λοῦ­σε ζω­η­ρά, γιὰ νὰ ἀ­κού­ε­ται ἀ­πὸ ὅ­λους, κα­τα­γι­νό­ταν δὲ στὸ νὰ συγ­κρί­νει τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ τοὺς ἄλ­λους καὶ νὰ τὸν ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο, ὁ τε­λώ­νης ἔ­κα­νε κά­τι τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό.

Εἶ­χε δι­α­λέ­ξει μιὰν ἄ­κρη τοῦ ἱ­ε­ροῦ πε­ρι­βό­λου, «μα­κρό­θεν ἐ­στώς», καὶ εἶ­χε συγ­κεν­τρω­θεῖ στὸν ἑ­αυ­τό του. Ἀ­να­με­τροῦ­σε τὰ λά­θη καὶ ἁ­μαρ­τή­μα­τά του, τὴν ἐ­νο­χὴ καὶ εὐ­θύ­νη του ἐ­νώ­πιόν τοῦ Θε­οῦ, συ­νέ­κρι­νε τὴν κα­τά­στα­σή του μὲ τὸν θεῖ­ο Νό­μο, ἀ­να­λο­γι­ζό­ταν δὲ καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο, τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ τὴν Δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἔ­κλαι­ε. Καὶ κτυ­ποῦ­σε συν­τε­τριμ­μέ­νος τὰ στή­θη. Καὶ ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νε τὴν προ­σευ­χή: «Ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ».

Καὶ ἐ­μεῖς, ἐν ὄ­ψει μά­λι­στα τοῦ ἱ­ε­ροῦ Τρι­ω­δί­ου, ποὺ ἀρ­χί­ζει σή­με­ρα, ἂς μά­θου­με νὰ συγ­κεν­τρώ­νου­με τὴ σκέ­ψη μας στὸν ἑ­αυ­τό μας, νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με τὴν αὐ­το­γνω­σί­α καὶ νὰ ζή­σου­με βα­θύ­τε­ρα τὴ με­τά­νοι­α. Μὴ ἐ­πι­τρέ­ψου­με πο­τὲ στὸν ἑ­αυ­τό μας νὰ προ­φα­σι­σθεῖ ὅ­τι «δὲν ἔ­χω κά­νει τί­πο­τε κα­κό», «δὲν μὲ τύ­πτει δι­ό­λου ἢ συ­νεί­δη­σίς μου», «ἄλ­λοι κά­νουν πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα» κι ἔ­τσι πρό­χει­ρα καὶ ἐ­πι­πό­λαι­α νὰ προ­σπε­ρά­σει τὸ θέ­μα. Εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­σθε­νεῖς καὶ γι᾿ αὐ­τὸ σὲ πολ­λὰ ἔ­νο­χοι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοί. Καὶ αὐ­τὰ τὰ πολ­λὰ πρέ­πει νὰ τὰ ἀ­νι­χνεύ­σου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να, ὥ­στε νὰ κα­τα­λά­βου­με κα­λὰ πό­σο ἔ­χου­με λυ­πή­σει τὸν Ἅ­γιο Θε­ό. Εἴ­τε μὲ σκέ­ψεις καὶ βλέμ­μα­τα ἔ­νο­χα, εἴ­τε μὲ φθό­νους, ἀ­νει­λι­κρί­νει­ες καὶ ἀ­δι­κί­ες, εἴ­τε μὲ κα­τα­κρί­σεις καὶ κα­τα­λα­λι­ές... Καὶ νὰ κα­τα­νυ­γοῦ­με ὅ­πως ὀ τε­λώ­νης, νὰ πο­νέ­σου­με, νὰ δα­κρύ­σου­με, νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με μὲ συν­τρι­βή. Δι­ό­τι μό­νον ὅ­ποι­ος ἔ­τσι συ­στη­μα­τι­κὰ προ­σγει­ώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του, ὅ­ποι­ος τα­πει­νώ­νε­ται, μό­νον αὐ­τὸς κα­τὰ τὴ θεί­α δι­α­βε­βαί­ω­ση «ὑ­ψω­θή­σε­ται», θὰ γί­νει δε­κτὸς ἀ­πὸ τὸν Ὕ­ψι­στο Θε­ό, θὰ συγ­χω­ρη­θεῖ, θὰ εὐ­λο­γη­θεῖ καὶ θὰ δο­ξα­σθεῖ.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)