Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ  ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

(21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

(ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος δι­ωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.                        

(Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Παι­δί μου Τι­μό­θε­ε, ἐ­σὺ ἔ­χεις πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, τὴ γε­νι­κό­τε­ρη συμ­πε­ρι­φο­ρά μου, τὴν πρό­θε­ση καὶ τὰ ἐ­λα­τή­ριά μου, τὴ φω­τι­σμέ­νη πί­στη μου, τὴ μα­κρο­θυ­μί­α μου, τὴν ἀ­γά­πη μου, τὴν ὑ­πο­μο­νή μου,  τος δι­ωγ­μούς μου, τ πα­θή­μα­τά μου, σὰν αὐ­τὰ πο ὑ­πέ­μει­να στν Ἀν­τι­ό­χεια, στ Ἰ­κό­νιο, στ Λύ­στρα. Τί φο­βε­ροὺς δι­ωγ­μοὺς ὑ­πέ­φε­ρα! καὶ ἀπ᾿ ὅ­λους μ γλύ­τω­σε ὁ Κύ­ριος. Κι ὄ­χι μό­νο ἐ­γὼ ἔ­πα­θα κα πά­σχω αὐ­τά, ἀλ­λὰ κι ὅ­λοι ὅ­σοι θέ­λουν ν ζον μ εὐ­σέ­βεια, ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στος πι­στοὺς πο εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι μ τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, θ κα­τα­δι­ω­χθοῦν. Ἀν­τι­θέ­τως, ἄν­θρω­ποι κα­κοί, πο κα­τα­δι­ώ­κουν κα βα­σα­νί­ζουν τος εὐ­σε­βεῖς, ἀλ­λὰ κα ἀ­πα­τε­ῶ­νες, θ προ­χω­ροῦν ἀ­πὸ τ κα­κὸ στ χει­ρό­τε­ρο· θ πλα­νοῦν κα θ ἐ­ξα­πα­τοῦν τος ἄλ­λους, ἀλ­λὰ κα αὐ­τοὶ οἱ ἴ­διοι θ πλα­νῶν­ται κα θ ἐ­ξα­πα­τῶν­ται. Ἐ­σὺ ὅ­μως, Τι­μό­θε­ε, μέ­νε ἀ­κλό­νη­τος σ᾿ ἐ­κεῖ­να πο ἔ­μα­θες κα βε­βαι­ώ­θη­κες γι τν ἀ­λή­θειά τους ἀ­πὸ τν προ­σω­πι­κή σου πεί­ρα, δι­ό­τι ξέ­ρεις κα­λὰ ἀ­πὸ ποι­ὸν δι­δά­σκα­λο τ ἔ­μα­θες. Αὐ­τὸ μν τ ξε­χνᾶς πο­τέ, ἀλ­λὰ ν τ δι­α­τη­ρεῖς ζων­τα­νὰ στ μνή­μη σου, κα ὅ­τι ἀ­κό­μη ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ γνω­ρί­ζεις τς Ἅ­γι­ες Γρα­φές, οἱ ὁ­ποῖ­ες μπο­ροῦν ν σοῦ με­τα­δώ­σουν τν ἀ­λη­θι­νὴ σο­φί­α, πο ὁ­δη­γεῖ στ σω­τη­ρί­α μ τὴν πί­στη στν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την·  Ἄν­θρω­ποι δύ­ο ἀ­νέ­βη­σαν ες τ ἱ­ε­ρὸν προ­σε­ύ­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σαῖ­ος κα ἕ­τε­ρος τε­λώ­νης. Φα­ρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρς ἑ­αυ­τὸν ταῦ­τα προ­ση­ύ­χε­το· Θε­ός, εὐ­χα­ρι­στῶ σοι ὅ­τι οκ εἰ­μὶ ὥ­σπερ ο λοι­ποὶ τν ἀν­θρώ­πων, ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, κα ς οὗ­τος τε­λώ­νης· νη­στε­ύ­ω δς το σαβ­βά­του, ἀ­πο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι. κα τε­λώ­νης μα­κρό­θεν ἑ­στὼς οκ ἤ­θε­λεν οὐ­δὲ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ες τν οὐ­ρα­νόν ἐ­πᾶ­ραι, ἀλ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στῆ­θος αὐ­τοῦ λέ­γων· Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τ ἁ­μαρ­τω­λῷ.  λέ­γω ὑ­μῖν, κα­τέ­βη οὗ­τος δε­δι­και­ω­μέ­νος ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ γρ ἐ­κεῖ­νος· ὅ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.

 (Λου­κᾶ ι­η΄ 10 – 14)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΑΙ

1. «Ἀ­νέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱ­ε­ρὸν προ­σεύ­ξα­σθαι» καὶ οἱ δύ­ο ἄν­θρω­ποι τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἀ­νη­φό­ρι­σαν πρὸς τὸν λό­φο Μο­ρί­α, ὅ­που ἦ­το κτι­σμέ­νος ὁ Να­ὸς τοῦ Σο­λο­μῶν­τος.

Ἀ­ξι­έ­παι­νη ἡ πρά­ξη τους. Κα­τευ­θύν­θη­καν σὲ τό­πο ἱ­ε­ρό, γιὰ νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σουν κα­θῆ­κον ἐ­πί­σης ἱ­ε­ρὸ καὶ σπου­δαῖ­ο, νὰ προ­σευ­χη­θοῦν, νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σουν μὲ τὸν Ἅ­γιο Θε­ό. Ἐν τού­τοις, κα­τὰ τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, μό­νον ὁ τε­λώ­νης ἔ­γι­νε δε­κτὸς καὶ εὐ­λο­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, «κα­τέ­βη δε­δι­και­ω­μέ­νος», ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος κα­τα­κρί­θη­κε. Για­τί; Δι­ό­τι δὲν ἀ­νέ­βη­σαν μὲ τὶς ἴ­δι­ες προ­θέ­σεις καὶ οἱ δύ­ο.

Ὁ τε­λώ­νης κα­τέ­φυ­γε στὸν Να­ὸν ἀ­να­ζη­τών­τας μὲ πό­θο τὸν Θε­ὸ καὶ τὸ ἔ­λε­ός Του. Ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ὡ­δη­γή­θη­κε ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴ σκέ­ψη ὅ­τι ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λος χῶ­ρος νὰ ἐ­πι­δει­χθεῖ. Δη­μο­σι­ό­τε­ρος ἀ­πὸ τὶς Συ­να­γω­γὲς καὶ τὶς γω­νί­ες τῶν πλα­τει­ῶν (Ματθ. Ϛ΄[6]  6), ὥ­στε πολ­λὰ μά­τια νὰ τὸν ἀν­τι­κρύ­σουν καὶ πολ­λὰ αὐ­τιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν τὴν προ­σευ­χή του καὶ νὰ τὸν θαυ­μά­σουν!

Ἀ­ξί­ζει μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α αὐ­τὴ νὰ ἐ­ρω­τή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν ἑ­αυ­τό μας. Μὲ ποι­ὰ κί­νη­τρα, μὲ ποι­οὺς σκο­ποὺς ἢ ποι­ὰ συ­ναι­σθή­μα­τα παίρ­νου­με τὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἐκ­κλη­σί­α κά­θε Κυ­ρια­κήν; Συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­μεν ὅ­τι πη­γαί­νου­με στὸν Οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ λα­τρεύ­σου­με τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Εὐ­ερ­γέ­τη μας, νὰ συ­ναν­τή­σου­με καὶ προ­σκυ­νή­σου­με τὸν Ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο, νὰ πλη­ρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος; Ἤ μή­πως ὁ Ἐκ­κλη­σια­σμός μας παίρ­νει ἀ­νε­παί­σθη­τα ἄλ­λο χρῶ­μα καὶ νό­η­μα;

Πράγ­μα­τι δέ. Ὑ­πάρ­χουν Χρι­στια­νοί, ποὺ πη­γαί­νουν στὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιὰ ν᾿ ἀ­κού­σουν ἁ­πλῶς ἕ­να κα­λὸ ψάλ­τη, ἢ γιὰ νὰ ἀ­να­πτύ­ξουν γνω­ρι­μί­ες καὶ νὰ δώ­σουν ἐν­τύ­πω­ση σο­βα­ροῦ καὶ ἀ­ξι­ο­πρε­ποῦς ἀν­θρώ­που, ἢ δι­ό­τι αἰ­σθά­νον­ται ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι καὶ δε­σμευ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­ποι­ο προ­ϊ­στά­με­νό τους ἢ δι­δά­σκα­λο ἢ τοὺς γέ­ρον­τες γο­νεῖς τους, ποὺ τὸ ζη­τοῦν ἐ­πί­μο­να, ἐ­νῶ ἄλ­λοι πη­γαί­νουν ἀ­πὸ συ­νή­θεια καὶ μά­λι­στα τὶς με­γά­λες ἑ­ορ­τές, σὰν σὲ μιὰ κοι­νω­νι­κὴ ἐκ­δή­λω­ση. Γι᾿ αὐ­τό, ἂν συμ­βεῖ καὶ δὲν δι­α­θέ­τουν ἐν­τυ­πω­σια­κὴ ἐν­δυ­μα­σί­α, κά­ποι­α φο­ρὰ δὲν τὸ ἔ­χουν σὲ τί­πο­τε νὰ μὴν ἐκ­κλη­σια­σθοῦν. Ἤ ἂν πεν­θοῦν, πά­λιν τὸ θε­ω­ροῦν δῆ­θεν ἄ­το­πο νὰ ἐμ­φα­νι­σθοῦν στὸν Να­ό!

Ἀλ­λὰ ὅ­ταν συγ­κεν­τρω­νό­μα­στε γιὰ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α, καμ­μί­α ἄλ­λη κο­σμι­κὴ δι­ά­θε­ση δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζει. Ὅ­λο τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ  ἡ σκέ­ψη μας ἂς εἶ­ναι στραμ­μέ­να καὶ ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­να ἀ­πὸ τὴ δο­ξο­λό­γη­ση καὶ προ­σκύ­νη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Ἂν βλέ­που­με δὲ νὰ μᾶς βα­ρύ­νουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα, καὶ τό­τε μὴ δι­στά­ζου­με νὰ κα­τευ­θυν­θοῦ­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, γιὰ νὰ ζη­τή­σου­με, ὅ­πως ὁ τε­λώ­νης, τὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος.

2. Ἀ­νά­με­σα στὰ κα­τορ­θώ­μα­τά του ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἀ­νά­φε­ρε ὅ­τι ἐ­φάρ­μο­ζε καὶ μά­λι­στα μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τοὺς θε­σμοὺς τῆς νη­στεί­ας καὶ τῆς δε­κά­της. Νή­στευ­ε δη­λα­δὴ ὄ­χι μό­νο τὶς λί­γες νη­στεῖ­ες τῶν ἑ­ορ­τῶν, ποὺ ἴ­σχυ­αν τό­τε, ἀλ­λὰ συ­στη­μα­τι­κὰ δύ­ο μέ­ρες τὴ Βδο­μά­δα, τὴ Δευ­τέ­ραν καὶ τὴν Πέμ­πτη, ὅ­πως ἀ­παι­τοῦ­σαν οἱ αὐ­στη­ρό­τε­ροι θρη­σκευ­τι­κοὶ τύ­ποι τῆς ἐ­πο­χῆς. Ἐ­πί­σης καὶ στὸ θέ­μα τῆς δε­κά­της. Ἐ­νῶ ἀ­πὸ ὡ­ρι­σμέ­να εἴ­δη, τὰ κα­θαυ­τὸ προ­ϊ­όν­τα τους, ἦ­σαν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ προ­σφέ­ρουν τὸ 1/10 στὸν Να­ό, ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος μά­ζευ­ε ἀ­κό­μη καὶ τὸν μα­ϊ­δα­νό, τὸν δυ­ό­σμο καὶ τὸν ἄ­νη­θο τοῦ κή­που του 1/10 καὶ τὰ πρό­σφε­ρε (Ματθ. κγ'[23] 23)! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ στὴν «προ­σευ­χή» του τό­νι­ζε μὲ στόμ­φο: «Δὶς τοῦ σαβ­βά­του» νη­στεύ­ω! «Πάν­τα ὅ­σα κτῶ­μαι», ἀ­πο­δε­κα­τῶ!

Λη­σμο­νοῦ­σε ὅ­μως ὁ δυ­στυ­χὴς ἐ­κεῖ­νος ἄν­θρω­πος, ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ ἐν­το­λὲς εἶ­ναι οἱ πιὸ εὔ­κο­λες γιὰ νὰ τὶς τη­ρή­σει κα­νείς. Ἔ­χουν βε­βαί­ως τὴ θέ­ση, τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἀ­ξί­α τους, ὥ­στε νὰ μὴ τὶς πε­ρι­φρο­νεῖ καὶ τὶς πα­ρα­με­λεῖ κα­νείς, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι οἱ πρῶ­τες. Ὑ­πάρ­χουν καὶ «τὰ βα­ρύ­τε­ρα τοῦ νό­μου», ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ τι­μι­ό­της καὶ ἡ ἀ­γά­πη (Ματθ. κγ'[23] 23), ποὺ αὐ­τὰ πρω­τί­στως πρέ­πει νὰ ἐ­πι­με­λού­με­θα.

Ἆ­ρα­γε ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χου­με συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει καὶ τὸ ἐν­θυ­μού­μα­στε αὐ­τό; Τὸ νὰ πᾶ­με στὸ πα­νη­γύ­ρι τοῦ Να­οῦ, τὸ νὰ προ­σφέ­ρου­με χρή­μα­τα στὸ Φι­λό­πτω­χο ἢ στὴν Ἐ­πι­τρο­πὴ ἀ­νε­γέρ­σε­ως, τὸ νὰ ἀ­νά­ψου­με τὸ κε­ρί μας ἢ νὰ νη­στεύ­σου­με τὶς με­γά­λες ἑ­ορ­τές, ἀ­κό­μη καὶ τὸ νὰ μά­θου­με ἀ­πὸ στή­θους ὕ­μνους, προ­σευ­χές, τρο­πά­ρια ἢ καὶ τὰ λό­για της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, εἶ­ναι εὔ­κο­λο. Δὲν ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἑ­πο­μέ­νως ἰ­δι­αί­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ἐ­κεῖ­να ποὺ κυ­ρί­ως, ζη­τεῖ ὁ Θε­ὸς καὶ κα­λού­μα­στε πρω­τί­στως νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με καὶ νὰ ἐ­πι­δεί­ξου­με, εἶ­ναι ἄλ­λα. Νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με πί­στη ἐν­συ­νεί­δη­τη καὶ ἀ­κλό­νη­τη, θεῖ­ο φό­βο καὶ βα­θὺ σε­βα­σμὸ ἐ­νώ­πιόν Του. Νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ συν­τε­τριμ­μέ­να κά­ποι­ες ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­νο­χές μας. Νὰ ὑ­πο­χω­ρή­σου­με στὸ πεῖ­σμα μας. Νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με καὶ ἐ­πα­νορ­θώ­σου­με σφάλ­μα­τά μας. Νὰ δώ­σου­με συγ­χώ­ρη­ση στὸν ἐ­χθρό μας, ποὺ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να μᾶς ἀ­δί­κη­σε, στὸν συγ­γε­νῆ, ποὺ ἐ­πλε­ο­νέ­κτη­σε στὰ κλη­ρο­νο­μι­κά. Νὰ δεί­ξου­με τὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς ὅ­λους καὶ πολ­λήν.

Αὐ­τὰ ζη­τεῖ ὁ Θε­ός. Θὰ τοῦ τὰ προ­σφέ­ρου­με;

3. Ἐ­νῶ ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος στὸ κέν­τρο τοῦ Να­οῦ κύτ­τα­ζε γύ­ρω του, γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι τὸν προ­σέ­χουν, καὶ μι­λοῦ­σε ζω­η­ρά, γιὰ νὰ ἀ­κού­ε­ται ἀ­πὸ ὅ­λους, κα­τα­γι­νό­ταν δὲ στὸ νὰ συγ­κρί­νει τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ τοὺς ἄλ­λους καὶ νὰ τὸν ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο, ὁ τε­λώ­νης ἔ­κα­νε κά­τι τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό.

Εἶ­χε δι­α­λέ­ξει μιὰν ἄ­κρη τοῦ ἱ­ε­ροῦ πε­ρι­βό­λου, «μα­κρό­θεν ἐ­στώς», καὶ εἶ­χε συγ­κεν­τρω­θεῖ στὸν ἑ­αυ­τό του. Ἀ­να­με­τροῦ­σε τὰ λά­θη καὶ ἁ­μαρ­τή­μα­τά του, τὴν ἐ­νο­χὴ καὶ εὐ­θύ­νη του ἐ­νώ­πιόν τοῦ Θε­οῦ, συ­νέ­κρι­νε τὴν κα­τά­στα­σή του μὲ τὸν θεῖ­ο Νό­μο, ἀ­να­λο­γι­ζό­ταν δὲ καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο, τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ τὴν Δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἔ­κλαι­ε. Καὶ κτυ­ποῦ­σε συν­τε­τριμ­μέ­νος τὰ στή­θη. Καὶ ἐ­πα­νε­λάμ­βα­νε τὴν προ­σευ­χή: «Ὁ Θε­ός, ἱ­λά­σθη­τί μοι τῷ ἁ­μαρ­τω­λῷ».

Καὶ ἐ­μεῖς, ἐν ὄ­ψει μά­λι­στα τοῦ ἱ­ε­ροῦ Τρι­ω­δί­ου, ποὺ ἀρ­χί­ζει σή­με­ρα, ἂς μά­θου­με νὰ συγ­κεν­τρώ­νου­με τὴ σκέ­ψη μας στὸν ἑ­αυ­τό μας, νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με τὴν αὐ­το­γνω­σί­α καὶ νὰ ζή­σου­με βα­θύ­τε­ρα τὴ με­τά­νοι­α. Μὴ ἐ­πι­τρέ­ψου­με πο­τὲ στὸν ἑ­αυ­τό μας νὰ προ­φα­σι­σθεῖ ὅ­τι «δὲν ἔ­χω κά­νει τί­πο­τε κα­κό», «δὲν μὲ τύ­πτει δι­ό­λου ἢ συ­νεί­δη­σίς μου», «ἄλ­λοι κά­νουν πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα» κι ἔ­τσι πρό­χει­ρα καὶ ἐ­πι­πό­λαι­α νὰ προ­σπε­ρά­σει τὸ θέ­μα. Εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­σθε­νεῖς καὶ γι᾿ αὐ­τὸ σὲ πολ­λὰ ἔ­νο­χοι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοί. Καὶ αὐ­τὰ τὰ πολ­λὰ πρέ­πει νὰ τὰ ἀ­νι­χνεύ­σου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να, ὥ­στε νὰ κα­τα­λά­βου­με κα­λὰ πό­σο ἔ­χου­με λυ­πή­σει τὸν Ἅ­γιο Θε­ό. Εἴ­τε μὲ σκέ­ψεις καὶ βλέμ­μα­τα ἔ­νο­χα, εἴ­τε μὲ φθό­νους, ἀ­νει­λι­κρί­νει­ες καὶ ἀ­δι­κί­ες, εἴ­τε μὲ κα­τα­κρί­σεις καὶ κα­τα­λα­λι­ές... Καὶ νὰ κα­τα­νυ­γοῦ­με ὅ­πως ὀ τε­λώ­νης, νὰ πο­νέ­σου­με, νὰ δα­κρύ­σου­με, νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με μὲ συν­τρι­βή. Δι­ό­τι μό­νον ὅ­ποι­ος ἔ­τσι συ­στη­μα­τι­κὰ προ­σγει­ώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του, ὅ­ποι­ος τα­πει­νώ­νε­ται, μό­νον αὐ­τὸς κα­τὰ τὴ θεί­α δι­α­βε­βαί­ω­ση «ὑ­ψω­θή­σε­ται», θὰ γί­νει δε­κτὸς ἀ­πὸ τὸν Ὕ­ψι­στο Θε­ό, θὰ συγ­χω­ρη­θεῖ, θὰ εὐ­λο­γη­θεῖ καὶ θὰ δο­ξα­σθεῖ.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου