Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ

(28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021)

 (ΑΣΩΤΟΥ)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οὐ πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οὐκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τὰ βρώ­μα­τα τῇ κοι­λί­ᾳ, καὶ ἡ κοι­λί­α τοῖς βρώ­μα­σιν· ὁ δὲ Θε­ὸς καὶ τα­ύ­την καὶ ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τὸ δὲ σῶ­μα οὐ τῇ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τῷ Κυ­ρί­ῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώ­μα­τι· ὁ δὲ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύριον ἤ­γει­ρε καὶ ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τῆς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας οὖν τὰ μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μὴ γέ­νοι­το. ἢ οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τῇ πόρ­νῃ ἓν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γάρ, φη­σίν, οἱ δύ­ο εἰς σάρ­κα μί­αν· ὁ δὲ κολ­λώ­με­νος τῷ Κυ­ρί­ῳ ἓν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τὴν πορ­νε­ί­αν. πᾶν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς τοῦ σώ­μα­τός ἐ­στιν, ὁ δὲ πορ­νε­ύ­ων εἰς τὸ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. ἢ οὐκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς τοῦ ἐν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, οὗ ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, καὶ οὐκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γὰρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δὴ τὸν Θε­ὸν ἐν τῷ σώ­μα­τι ὑ­μῶν καὶ ἐν τῷ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι τοῦ Θε­οῦ.

                               (Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­Ἀδελφοί, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε. Τὰ φα­γη­τὰ ἔ­χουν γί­νει γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ γιὰ τὰ φα­γη­τά. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θὰ κα­ταρ­γή­σει στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπο­ρεῖ­τε λοι­πὸν νὰ τρῶ­τε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μό­νο νὰ μὴ γί­νε­στε δοῦ­λοι τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ τῆς κοι­λιᾶς. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τὴ γε­νε­τή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α. Δι­ό­τι τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­χει γί­νει γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιὰ τὸν Κύ­ριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀ­νή­κει ὡς μέλος του. Καί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι γιὰ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πού τὸ σῶ­μα δι­α­λύ­ε­ται μέ τὸ θά­να­το. Ὁ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύ­ριο ἀ­νέ­στη­σε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀ­να­στή­σει μὲ τὴ δύ­να­μή του. Ναὶ· τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­γι­νε γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιά τὸν Κύ­ριο. Δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τά σας εἶ­ναι μέλη τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ ἀ­πο­σπά­σω λοι­πὸν τὰ μέ­λη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κά­νω μέ­λη πόρ­νης; Πο­τὲ μὴ συμ­βεῖ νά τὸ κά­νω αὐτό. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἐκεῖνος πού συν­δέ­ε­ται στε­νὰ καί προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα μ’ αὐτήν; Δι­ό­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή: Θὰ γί­νουν οἱ δύ­ο μί­α σάρ­κα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Κύ­ριο, γεμίζει ὁ­λό­κλη­ρος καὶ δι­ευ­θύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυρίου καὶ γί­νε­ται ἕ­να πνεῦ­μα μ' αὐτόν. Φεύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁμάρτημα πού τυ­χὸν θὰ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, δὲν βλά­πτει τό­σο ἄμεσα καὶ κα­τευ­θεί­αν τὸ σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορνεύει, ἁ­μαρ­τά­νει στὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα, δι­ό­τι μὲ τὴν παράνομη μείξη μο­λύ­νει ἄ­με­σα καὶ πλη­γώ­νει αὐτή τή ρίζα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἀνθρώ­πων καὶ συντελεῖ στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα σας εἶναι να­ὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας καὶ τὸ ἔ­χε­τε λάβει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἀ­νή­κε­τε στὸν ἑ­αυ­τό σας; Ναί· δὲν ὁ­ρί­ζε­τε τὸν ἑαυτό σας. Δι­ό­τι ἐ­ξα­γο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τί­μη­μα βα­ρύ, μὲ τὸ ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ. Ἀ­πο­φεύ­γε­τε λοι­πὸν κά­θε αἰ­σχρὴ πρά­ξη πού γί­νε­ται μέ τὸ σῶ­μα· καὶ ἀ­πο­δι­ώ­κε­τε κά­θε πο­νη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ἐπιθυμία ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ ἔ­τσι νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ σῶ­μα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θε­ό.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. καὶ εἶ­πεν ὁ νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τῷ πα­τρί· πά­τερ, δός μοι τὸ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τῆς οὐ­σί­ας. καὶ δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τὸν βί­ον. καὶ με­τ' οὐ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν εἰς χώ­ραν μα­κράν, καὶ ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τὴν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζῶν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τὴν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, καὶ αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. καὶ πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τῶν πο­λι­τῶν τῆς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, καὶ ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν εἰς τοὺς ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· καὶ ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τὴν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῶν κε­ρα­τί­ων ὧν ἤ­σθι­ον οἱ χοῖ­ροι, καὶ οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. εἰς ἑ­αυ­τὸν δὲ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι τοῦ πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δὲ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα μου καὶ ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ὡς ἕ­να τῶν μι­σθί­ων σου.  καὶ ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρὸς τὸν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δὲ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν ὁ πα­τὴρ αὐ­τοῦ καὶ ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ ἐ­νώ­πι­όν σου, καὶ οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δὲ ὁ πα­τὴρ πρὸς τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τὴν στολὴν τὴν πρώ­την καὶ ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, καὶ δό­τε δα­κτύ­λι­ον εἰς τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ καὶ ὑ­πο­δή­μα­τα εἰς τοὺς πό­δας, καὶ ἐ­νέγ­καν­τες τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, καὶ φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος ὁ υἱ­ός μου νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σεν, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη. καὶ ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ ὁ πρε­σβύ­τε­ρος ἐν ἀ­γρῷ· καὶ ὡς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τῇ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας καὶ χο­ρῶν,  καὶ προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τῶν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τί εἴ­η ταῦ­τα. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, καὶ ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δὲ καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ὁ οὖν πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τῷ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι καὶ οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, καὶ ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τῶν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δὲ ὁ υἱ­ός σου οὗ­τος, ὁ κα­τα­φα­γών σου τὸν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τὸν μό­σχον τὸν σι­τευ­τὸν.  ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σὺ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ εἶ, καὶ πάν­τα τὰ ἐ­μὰ σά ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δὲ καὶ χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­ζη­σε, καὶ ἀ­πο­λω­λὼς ἦν καὶ εὑ­ρέ­θη.   

(Λου­κᾶ ι­ε΄[15] 11 – 32)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ἀ­παί­τη­σε ὁ ἄ­σω­τος υἱ­ὸς μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ θρα­σύ­τη­τα τὸ με­ρί­διο τῆς πα­τρι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς, ποὺ «τοῦ ἀ­νῆ­κεν», εἶ­πε. Μό­λις τὸ πῆ­ρε, ἔ­σπευ­σε νὰ φύ­γει μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­στί­α. Σκό­πευ­ε νὰ μεί­νει μό­νι­μα στὴν ξέ­νη γῆ, ὥ­στε ἀ­νε­πι­τή­ρη­τος καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτος ν᾿ ἀ­πο­λαμ­βά­νει τὶς ἡ­δο­νὲς τοῦ κό­σμου τού­του.Ἡ κα­τά­λη­ξη: «δι­ε­σκόρ­πι­σε τὴν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζῶν ἀ­σώ­τως».

Δὲν ἐ­πρό­σε­ξε ὁ δυ­στυ­χὴς ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἡ κραι­πά­λη εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νη ἄρ­ρη­κτα μὲ τὴ σπα­τά­λη. Καὶ ἡ σπα­τά­λη φέρ­νει ἀ­να­πό­φευ­κτα τὴν πτώ­χευ­ση καὶ τὴ δυ­στυ­χί­α, στὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­κρι­βῶς καὶ κα­τάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος.

Μή­πως τὸ κα­τάν­τη­μα τοῦ ἀ­σώ­του γί­νε­ται κλει­δὶ γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με καὶ τὴ δι­κή μας κα­κο­δαι­μο­νί­α, τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση ποὺ δο­κι­μά­ζει τὸ κρά­τος μας, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα κρά­τη;

Δώ­σα­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὶς ἀ­νέ­σεις καὶ τὴν τρυ­φή. Ἀ­φή­σα­με τὴν ψυ­χή μας νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ὑ­λο­φρο­σύ­νη. Κά­να­με ἰ­δα­νι­κό μας τὸν εὐ­δαι­μο­νι­σμό. Ὡ­νο­μά­σα­με μὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια τὴν κοι­νω­νί­α μας «κα­τα­να­λω­τι­κή». Καὶ ζή­σα­με γιὰ ἀρ­κε­τὸ δι­ά­στη­μα μὲ σπα­τά­λη. Τώ­ρα τρέ­μου­με μπρο­στὰ στὸ ἐν­δε­χό­μενο τῆς πτώ­χευ­σης καὶ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρι­ο­ρί­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τὶς ἀ­τε­λεί­ω­τες, ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τὲς «ἀ­νάγ­κες» του.

Πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κή, πό­σο πράγ­μα­τι ἀ­λη­θι­νὴ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἡ ζω­ὴ τῆς εὐ­σέ­βειας! Πό­σο ἐ­πί­και­ρα δὲ καὶ σω­τη­ρι­ώ­δη ἔρ­χον­ται τὰ συν­θή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μὲ τὸ Τρι­ώ­διο ποὺ ἄρ­χι­σε ἤ­δη, γιὰ ἐγ­κρά­τεια, με­τά­νοι­α, ἀ­νύ­ψω­ση τῆς ψυ­χῆς καὶ στρο­φὴ πρὸς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θά!

Ἐ­κεῖ θὰ βροῦ­με ὅ­λοι καὶ τὴν εὐ­τυ­χί­α μας γνή­σια καὶ μό­νι­μη, ἀλ­λὰ καὶ τὴν προ­κο­πὴ στὴν ἐγ­κό­σμια ζω­ή μας.

2. Ὅ­ταν ὁ ἄ­σω­τος συ­νει­δη­το­ποί­η­σε τὴ δει­νὴ θέ­ση, στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πε­ρι­έλ­θει, σκέ­φτη­κε πιὰ ὥ­ρι­μα καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸν πα­τέ­ρα του.

Ἀλλ᾿ ἡ ἐ­πι­στρο­φή του δὲν ἦ­το ψυ­χρὸς ὑ­πο­λο­γι­σμός. Τὸ «πά­τερ, ἥ­μαρ­τον», ποὺ σχε­δί­α­σε νὰ πεῖ, δὲν ἦ­το ἕ­να συμ­βα­τι­κὸ «συγ­γνώ­μην», ποὺ θὰ τοῦ ἄ­νοι­γε ἁ­πλῶς τὴν πόρ­τα το­ῦ πα­τρι­κοῦ σπι­τιοῦ.

Ὁ ἄ­σω­τος με­τα­νο­εῖ μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης. Δη­λα­δὴ συ­ναι­σθά­νε­ται τὸ βά­ρος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας του, λυ­πεῖ­ται γιὰ τὶς πρά­ξεις του, πα­ρα­δέ­χε­ται τὴν εὐ­θύ­νη του, συν­τρί­βε­ται, τα­πει­νο­φρο­νεῖ, ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὴν ἐ­νο­χή του καὶ νὰ πα­ρα­δο­θεῖ «ἄ­νευ ὅ­ρων» στὸν στορ­γι­κό του πα­τέ­ρα.

Καὶ ἐ­νῶ παίρ­νει πλέ­ον τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς καὶ ἐ­νῶ αἰφ­νι­δι­ά­ζε­ται βλέ­πον­τας τὴν ἀ­πέ­ραν­τη πα­τρι­κὴ ἀ­γά­πη νὰ τὸν προ­λαμ­βά­νει, αὐ­τὸς δὲν παίρ­νει θάρ­ρος, οὔ­τε ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὸ σχέ­διό του, ἀλ­λὰ ὁ­μι­λεῖ. Ὁ­μο­λο­γεῖ συν­τε­τριμ­μέ­νος τὸ ἁ­μαρ­τη­μά του, ἀ­σφα­λῶς μέ­σα σὲ δά­κρυ­α καὶ λυγ­μούς. «Πά­τερ, ἥ­μαρ­τον»! Τὸ ὁ­μο­λο­γῶ, τὸ πα­ρα­δέ­χο­μαι, τὸ δι­α­κη­ρύσ­σω. Δι­έ­πρα­ξα με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α φεύ­γον­τας ἀ­πὸ κον­τά σου καὶ πε­ρι­φρο­νών­τάς σε. Ἥ­μαρ­τον «ἐ­νώ­πιόν σου» πα­ρέ­βη­κα τὸν σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ ποὺ σοῦ ὀ­φεί­λω. Ἥ­μαρ­τον καὶ «εἰς τὸν οὐ­ρα­νό», εἶ­μαι ἐ­κτε­θει­μέ­νος καὶ ἐ­νὠ­πιον ὅ­λου τοῦ οὐ­ρα­νί­ου κό­σμου. Ἥ­μαρ­τον. Δὲν ἔ­χω καμ­μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α, κα­νέ­να ἐ­λα­φρυν­τι­κό. Καὶ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζω: δὲν εἶ­μαι πιὰ ἄ­ξιος νὰ ὀ­νο­μά­ζο­μαι «υἱ­ός σου».

Πό­σο δι­δά­σκει ὅ­λους μας ὁ ἄ­σω­τος μὲ αὐ­τὴ τὴ δι­α­γω­γή του! Πό­σο μᾶς ὠ­θεῖ στὸ νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ ἐ­μεῖς ἔ­τσι γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νά!

Δι­ό­τι ἔ­νο­χοι εἴ­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς σὲ πολ­λά. Καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε συ­χνὰ τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς με­τα­νοί­ας. Δύ­σκο­λα ὅ­μως παίρ­νου­με τὴν ἀ­πό­φα­ση «νὰ βά­λου­με κά­τω τὸν ἐ­γω­ϊ­σμό μας» καὶ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με. Ἀ­κό­μα δὲ δυ­σκο­λό­τε­ρο μᾶς φαί­νε­ται νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με τα­πει­νά, χω­ρὶς δι­και­ο­λο­γί­ες, χω­ρὶς ἀ­παι­τή­σεις ἢ ἐ­πι­φυ­λά­ξεις, ἀλ­λὰ μὲ προ­θυ­μί­α νὰ δε­χτοῦ­με ὁ­ποι­α­δή­πο­τε πα­ρα­τή­ρη­ση ἢ κύ­ρω­ση ἢ ἐν­το­λὴ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ.

Ὤ, ἡ με­τά­νοι­α πράγ­μα­τι ἀ­να­κου­φί­ζει, γα­λη­νεύ­ει, ζω­ο­γο­νεῖ! Ἀλ­λὰ μό­νο ὄ­ταν εἶ­ναι γνή­σια. Ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ συν­τρι­βὴ καὶ ἀ­πο­φά­σεις ἡ­ρω­ϊ­κές.

Ἂς προ­σπέ­σου­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς μὲ συν­τε­τριμ­μέ­νη ψυ­χὴ στὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος. Ἂς κα­τη­γο­ρή­σου­με ἀ­δί­στα­κτα τὸν ἑ­αυ­τόν μας. Ἂς πο­νέ­σου­με. Ἡ πληγὴ τό­τε μό­νο θε­ρα­πεύ­ε­ται, ὅ­ταν ἀ­νοί­ξει ὀ­δυ­νη­ρὰ καὶ φύ­γει τὸ πύ­ον.

Με­τὰ τὸν πό­νο καὶ τὰ δά­κρυ­α θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει μί­α ὑ­περ­κό­σμια γα­λή­νη καὶ χα­ρά. Ἀ­νά­παυ­ση τῆς ψυ­χῆς. Ἡ λύ­τρω­ση, ποὺ δω­ρί­ζει ὁ Λυ­τρω­τής, ὁ Οὐ­ρά­νιος Πα­τὴρ καὶ τὸ Πα­ρά­κλη­τον Πνεῦ­μα, ὁ Εὐ­λο­γη­τὸς Τρι­α­δι­κὸς Θε­ός.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου