Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γοῦν­τε­ς  πα­ρα­κα­λοῦ­μεν, μὴ εἰς κε­νὸν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ δέ­ξα­σθαι ὑ­μᾶς. Λέγει γάρ· Και­ρῷ δε­κτῷ ἐ­πή­κου­σά σου καὶ ἐν ἡ­μέ­ρᾳ σω­τη­ρί­ας ἐ­βο­ή­θη­σά σοι· ἰ­δοὺ νῦν και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος· ἰ­δοὺ νῦν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Μη­δε­μί­αν ἐν μη­δε­νὶ δι­δόν­τες προ­σκο­πήν, ἵ­να μὴ μω­μη­θῇ ἡ δι­α­κο­νί­α, ἀλλ᾽ ἐν παν­τὶ συ­νι­στῶν­τες ἑ­αυ­τοὺς ὡς Θε­οῦ δι­ά­κο­νοι, ἐν ὑ­πο­μο­νῇ πολ­λῇ, ἐν θλί­ψε­σιν, ἐν ἀ­νάγ­καις, ἐν στε­νο­χω­ρί­αις, ἐν πλη­γαῖς, ἐν φυ­λα­καῖς, ἐν ἀ­κα­τα­στα­σί­αις, ἐν κό­ποις, ἐν ἀ­γρυ­πνί­αις, ἐν νη­στε­ί­αις, ἐν ἁ­γνό­τη­τι, ἐν γνώ­σει, ἐν μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, ἐν χρη­στό­τη­τι, ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ, ἐν ἀ­γά­πῃ ἀ­νυ­πο­κρί­τῳ, ἐν λό­γῳ ἀ­λη­θε­ί­ας, ἐν δυ­νά­μει Θε­οῦ· διὰ τῶν ὅ­πλων τῆς δι­και­ο­σύ­νης τῶν δε­ξι­ῶν καὶ ἀ­ρι­στε­ρῶν, διὰ δό­ξης καὶ ἀ­τι­μί­ας, διὰ δυ­σφη­μί­ας καὶ εὐ­φη­μί­ας· ὡς πλά­νοι καὶ ἀ­λη­θεῖς, ὡς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι καὶ ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ὡς ἀ­πο­θνῄ­σκον­τες καὶ ἰ­δοὺ ζῶ­μεν, ὡς παι­δευ­ό­με­νοι καὶ μὴ θα­να­το­ύ­με­νοι, ὡς λυ­πο­ύ­με­νοι ἀ­εὶ δὲ χα­ί­ρον­τες, ὡς πτω­χοὶ πολ­λοὺς δὲ πλου­τί­ζον­τες, ὡς μη­δὲν ἔ­χον­τες καὶ πάν­τα κα­τέ­χον­τες.

                                                (Β΄ Κορινθ. στ΄ [6] 1-10)

     ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γα­ζό­με­νοι μέ τόν Θε­ό στό ἔρ­γο αὐ­τό τς συμ­φι­λι­ώ­σε­ως καί τς κα­ταλ­λα­γῆς τν ἀν­θρώ­πων, σς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά δεί­ξε­τε μέ τή δι­α­γω­γή σας ὅ­τι δέν δε­χθή­κα­τε μά­ται­α καί ἀ­νώ­φε­λα τή χά­ρη το Θε­οῦ. Καί μή νο­μί­σε­τε ὅ­τι πάν­το­τε Θε­ός θά σς στέλ­νει τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους του νά σς πα­ρα­κα­λοῦν. Ὄ­χι. Δι­ό­τι λέ­ει Ἁ­γί­α Γρα­φή: Στόν κα­τάλ­λη­λο και­ρό, ὅ­ταν ὁ Θε­ός δεί­χνει τό ἔ­λε­ός του καί τήν ἀ­γά­πη του, σέ ἄ­κου­σα μέ προ­σο­χή, καί τήν ἡ­μέ­ρα πού δί­νε­ται σω­τη­ρί­α, σέ βο­ή­θη­σα. Νά λοι­πόν, τώ­ρα εἶ­ναι και­ρός κα­τάλ­λη­λος, νά, τώ­ρα εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας. Καί τώ­ρα σς ἀ­πευ­θύ­νου­με αὐ­τά τά πα­ρα­κλη­τι­κά λό­για χω­ρίς νά δί­νου­με κα­μί­α ἀ­φορ­μή σκαν­δά­λου σέ τί­πο­τε, γιά νά μήν κα­τη­γο­ρη­θεῖ στό ἐ­λά­χι­στο ἡ δι­α­κο­νί­α το κη­ρύγ­μα­τος. Ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα, μέ κά­θε τρό­πο συ­στή­νου­με τούς ἑ­αυ­τούς μας καί ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε ἀ­λη­θι­νοί δι­ά­κο­νοι το Θε­οῦ: μέ ὑ­πο­μο­νή πολ­λή, μέ θλί­ψεις, μέ ἀ­νάγ­κες, μέ στε­νο­χώ­ρι­ες, μέ δαρ­μούς καί μα­στι­γώ­σεις πού πλη­γώ­νουν τό σῶ­μα μας, μέ φυ­λα­κί­σεις, μέ κα­τα­δι­ώ­ξεις πού δέν μς ἀ­φή­νουν νά στα­θοῦ­με που­θε­νά, μέ κό­πους, μέ ἀ­γρυ­πνί­ες, μέ στε­ρή­σεις φα­γη­τοῦ, μέ κα­θα­ρό­τη­τα ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α, μέ γνώ­ση τς ἀ­λή­θειας, μέ μα­κρο­θυ­μί­α, μέ κα­λο­σύ­νη, μέ ἁ­για­σμό καί μέ τά χα­ρί­σμα­τα το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ ἀ­γά­πη πραγ­μα­τι­κή κι ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πό ὑ­πο­κρι­σί­α, μέ λό­γο πού κη­ρύτ­τει τήν ἀ­λή­θεια, μέ δύ­να­μη Θε­οῦ, μέ τά ὅ­πλα τά ἐ­πι­θε­τι­κά, πού εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή τς δι­και­ο­σύ­νης καί μοιά­ζουν μ’ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό δε­ξί τους χέ­ρι ο στρα­τι­ῶ­τες πού μά­χον­ται, ὅ­πως καί μέ τά ὅ­πλα τά ἀ­μυν­τι­κά, πού μοιά­ζουν μ᾿ αὐ­τά πού ἔ­χουν στό ἀ­ρι­στε­ρό τους χέ­ρι. Εἴ­μα­στε δη­λα­δή πά­νο­πλοι, καί γιά νά ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με τή δι­και­ο­σύ­νη καί τήν ἀ­λή­θεια, καί γιά νά δη­μι­ουρ­γή­σου­με τό θρί­αμ­βό της. Ἀ­πο­δει­κνύ­ου­με ποι­οί εἴ­μα­στε μέ τή δό­ξα πού δε­χό­μα­στε ἀ­π᾿ αὐ­τούς πού πι­στεύ­ουν στό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί μέ τήν ἀ­τι­μί­α ἀ­πό τούς ἀ­πί­στους, μέ τή δυ­σφή­μη­ση ἀ­πό τούς συ­κο­φάν­τες μας καί μέ τά ἐγ­κώ­μια καί τούς ἐ­παί­νους ἀ­πό τούς πι­στούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε ς ἀ­πα­τε­ῶ­νες ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς το Εὐ­αγ­γε­λί­ου, καί ς εἰ­λι­κρι­νεῖς ἀ­πό τούς πι­στούς· ς ἄ­γνω­στοι ἐ­ξαι­τί­ας τς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­ση­μό­τη­τός μας, καί ς πο­λύ γνω­στοί καί σπου­δαῖ­οι· ς ἄν­θρω­ποι πού κιν­δυ­νεύ­ου­με νά πε­θά­νου­με, κι ὅ­μως, νά πού ζοῦ­με· ς ἄν­θρω­ποι πού παι­δα­γω­γού­μα­στε ἀ­πό τόν Θε­ό μέ βα­ρύ­τα­τες δο­κι­μα­σί­ες, ἀλ­λά δέν φτά­νου­με στό θά­να­το. Ἐ­ξαι­τί­ας τν δο­κι­μα­σι­ῶν μας αὐ­τῶν μς νο­μί­ζουν βυ­θι­σμέ­νους στή λύ­πη, ἐ­μεῖς ὅ­μως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε. Μς θε­ω­ροῦν φτω­χούς, ἐ­μεῖς ὅ­μως κά­νου­με πολ­λούς νά πλου­τί­ζουν μέ πνευ­μα­τι­κούς καί οὐ­ρά­νιους θη­σαυ­ρούς. Πα­ρου­σι­α­ζό­μα­στε σάν νά μήν ἔ­χου­με τί­πο­τε, κι ὅ­μως κα­τέ­χου­με τά πάν­τα.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πος τις ἀ­πο­δη­μῶν ἐ­κά­λε­σε τοὺς ἰ­δί­ους δο­ύ­λους, καὶ πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τοῖς τὰ ὑ­πάρ­χον­τα αὐ­τοῦ· καὶ ᾧ μὲν ἔ­δω­κε πέν­τε τά­λαν­τα, ᾧ δὲ δύ­ο, ᾧ δὲ ἕν· ἑ­κά­στῳ κα­τὰ τὴν ἰ­δί­αν δύ­να­μιν· καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν εὐ­θέ­ως. Πο­ρευ­θεὶς δὲ ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, εἰρ­γά­σα­το ἐν αὐ­τοῖς, καὶ ἐ­πο­ί­η­σεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα. Ὡ­σα­ύ­τως καὶ ὁ τὰ δύ­ο, ἐ­κέρ­δη­σε καὶ αὐ­τὸς ἄλ­λα δύ­ο. Ὁ δὲ τὸ ἓν λα­βὼν, ἀ­πελ­θὼν ὤ­ρυ­ξεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἀ­πέ­κρυ­ψε τὸ ἀρ­γύ­ριον τοῦ κυ­ρί­ου αὐ­τοῦ. Με­τὰ δὲ χρό­νον πο­λὺν ἔρ­χε­ται­ ὁ κύ­ριος τῶν δο­ύ­λων ἐ­κε­ί­νων, καὶ συ­να­ί­ρει μετ᾿ αὐ­τῶν λό­γον. Καὶ προ­σελ­θὼν ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, προ­σή­νεγ­κεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα λέ­γων· Κύ­ρι­ε, πέν­τε τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε, ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη δὲ αὐ­τῷ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύ­ο τά­λαν­τα λα­βὼν εἶ­πε· Κύρι­ε, δύ­ο τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε ἄλ­λα δύ­ο τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη αὐ­τῷ ὁ Κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τά­λαν­τον εἰ­λη­φὼς εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἔ­γνων σε, ὅ­τι σκλη­ρὸς εἶ ἀν­θρω­πος, θε­ρί­ζων ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρας καὶ συ­νά­γων ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σας· καὶ φο­βη­θεὶς, ἀ­πελ­θὼν ἔ­κρυ­ψα τὸ τά­λαν­τόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴ­δε, ἔ­χεις τὸ σόν. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Πο­νη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀ­κνη­ρέ, ᾔ­δεις ὅ­τι θε­ρί­ζω ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρα, καὶ συ­νά­γω ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σα, ἔ­δει οὖν σε βα­λεῖν τὸ ἀρ­γύ­ρι­όν μου τοῖς τρα­πε­ζί­ταις· καὶ ἐλ­θὼν ἐ­γὼ, ἐ­κο­μι­σά­μην ἂν τὸ ἐ­μὸν σὺν τό­κῳ. Ἄ­ρα­τε οὖν ἀπ᾿ αὐ­τοῦ τὸ τά­λαν­τον, καὶ δό­τε τῷ ἔ­χον­τι τὰ δέ­κα τά­λαν­τα. (Τῷ γὰρ ἔ­χον­τι παν­τὶ δο­θή­σε­ται καὶ πε­ρισ­σευ­θή­σε­ται, ἀ­πὸ δὲ τοῦ μὴ ἔ­χον­τος, καὶ ὃ ἔ­χει ἀρ­θή­σε­ται ἀπ᾿ αὐ­τοῦ). Καὶ τὸν ἀ­χρεῖ­ον δοῦ­λον ἐκ­βάλ­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Ταῦ­τα λέ­γων, ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν, ἀ­κου­έ­τω.             

                                  (Ματθ. κε΄ [25] 14-30)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Τα­λαν­τοῦ­χοι

Ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὴν πα­ρα­βο­λὴ τῶν τα­λάν­των. Ἕ­νας ἄν­θρω­πος – πλού­σιος ἄρ­χον­τας – ἐ­πρό­κει­το νὰ φύ­γει γιὰ μα­κρι­νὸ τα­ξί­δι. Κά­λε­σε λοι­πὸν τοὺς δού­λους του καὶ τοὺς πα­ρέ­δω­σε τὰ ὑ­πάρ­χον­τά του, μοι­ρά­ζον­τάς τους δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πο­σὸ τα­λάν­των γιὰ νὰ τὰ δι­α­χει­ρί­ζον­ται ὅ­σο θὰ ἀ­που­σί­α­ζε. (Ἕ­να τά­λαν­το ἀν­τι­στοι­χεῖ σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο βά­ρος χρυ­σοῦ).

Τὰ τά­λαν­τα αὐ­τὰ τῆς πα­ρα­βο­λῆς συμ­βο­λί­ζουν τὰ χα­ρί­σμα­τα ποὺ δί­νει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἡ πρό­ο­δος στὰ γράμ­μα­τα, οἱ εἰ­δι­κὲς γνώ­σεις καὶ οἱ τε­χνι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες, μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔ­φε­ση σὲ κά­ποι­α ἐ­πι­στή­μη, στὴ μου­σι­κή, στὴν τέ­χνη ἢ σὲ κά­ποι­ο ἐ­πάγ­γελ­μα. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ καὶ ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα ποὺ κρύ­βει ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ κα­θε­νός: Ἄλ­λος ἔ­χει ἡ­γε­τι­κὸ χά­ρι­σμα, ἄλ­λος ἔ­χει ἱ­κα­νό­τη­τα στὸν λό­γο, ἄλ­λος ἔ­χει σύ­νε­ση, ἄλ­λος αὐ­θορ­μη­τι­σμό, ἄλ­λος εἶ­ναι ὀρ­γα­νω­τι­κός, ἄλ­λος ἐν­θου­σι­ώ­δης καὶ τολ­μη­ρός.

Ὅ­πως κα­νεὶς δοῦ­λος τῆς πα­ρα­βο­λῆς δὲν ἔ­μει­νε χω­ρὶς τά­λαν­το, ἔ­τσι καὶ κα­νεὶς ἄν­θρω­πος δὲν μέ­νει χω­ρὶς κά­ποι­ο θε­ϊ­κὸ δῶ­ρο. Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με χα­ρί­σμα­τα. Καὶ τὸ κά­θε χά­ρι­σμα μᾶς τὸ δί­νει ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς μὲ σκο­πὸ νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α καὶ τὴν ὠ­φέ­λεια τοῦ πλη­σί­ον.

2. Ἄ­δι­κη ἢ δί­και­η κα­τα­νο­μή;

Βέ­βαι­α ὁ Θε­ὸς δὲν δί­νει σὲ ὅ­λους οὔ­τε τὸν ἴ­διο ἀ­ριθ­μό, οὔ­τε τὸ ἴ­διο εἶ­δος ἀ­πὸ τά­λαν­τα. Ἐ­κεῖ­νος ὡς παν­το­γνώ­στης γνω­ρί­ζει τὴ δύ­να­μη καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ κα­θε­νός, Ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει καὶ τὶς ἀ­νάγ­κες μας καὶ δί­νει «ἑ­κά­στῳ κα­τὰ τὴν ἰ­δί­αν δύ­να­μιν». Στὴν πα­ρα­βο­λὴ δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι στὸν ἕ­να δοῦ­λο ἔ­δω­σε πέν­τε τά­λαν­τα, στὸν ἄλ­λο δύ­ο, στὸν ἄλ­λο ἕ­να.

Δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἄν­θρω­ποι, δι­α­φο­ρε­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα. Χα­ρί­σμα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­νέ­μει ὁ Θε­ὸς κα­τὰ τὴ δι­κή Του ἀ­λάν­θα­στη κρί­ση καὶ ἄ­πει­ρη σο­φί­α ἀλ­λὰ καὶ κα­τὰ τὴν ἀν­το­χὴ τοῦ κα­θε­νός, ὥ­στε κα­νεὶς νὰ μὴν ἔ­χει πα­ρά­πο­νο, κα­νεὶς νὰ μὴν αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ὑ­στε­ρεῖ καὶ νὰ νι­ώ­θει μει­ο­νε­κτι­κά. Ἄλ­λω­στε ἡ κοι­νω­νί­α προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­παρ­τί­ζει ἕ­να ἁρ­μο­νι­κὸ σύ­νο­λο, χρει­ά­ζε­ται τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο μὲ τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρί­σμα­τά του. Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φθοῦ­με τὸ σῶ­μα νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται μό­νο ἀ­πὸ χέ­ρια ἢ μό­νο ἀ­πὸ μά­τια;

Ἂς μὴν πα­ρα­πο­νι­ό­μα­στε λοι­πὸν γιὰ τὴν δῆ­θεν ἄ­νι­ση κα­τα­νο­μὴ κι ἂς μὴ ζη­λεύ­ου­με τοὺς ἄλ­λους γιὰ τὰ χα­ρί­σμα­τά τους. Μιὰ τέ­τοι­α ζη­λότυ­πη στά­ση μό­νο δυ­στυ­χί­α μπο­ρεῖ νὰ προ­κα­λέ­σει στὴ ζω­ή μας. Ἀν­τί­θε­τα, ἂν ἀ­να­κα­λύ­ψου­με ὁ κα­θέ­νας τὰ δι­κά του χα­ρί­σμα­τα καὶ ἐρ­γα­στοῦ­με γιὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποί­η­σή τους, τό­τε κι ἐ­μεῖς προ­σω­πι­κὰ θὰ χαι­ρό­μα­στε, ἀλ­λὰ καὶ στὸν πλη­σί­ον μας θὰ εἴ­μα­στε εὐ­ερ­γε­τι­κοί.

3. Θὰ δώ­σου­με λό­γο

Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν πα­ρα­βο­λή, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ ἐ­πέ­στρε­ψε ὁ ἄρ­χον­τας αὐ­τὸς καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς δού­λους του νὰ τοῦ ἀ­πο­δώ­σουν λο­γα­ρια­σμὸ γιὰ τὸ πῶς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σαν τὰ τά­λαν­τα ποὺ τοὺς εἶ­χε ἐμ­πι­στευ­θεῖ.

Εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ καὶ δὲν πρέ­πει κι ἐ­μεῖς νὰ ξε­χνοῦ­με ὅ­τι κά­πο­τε ὅ­λοι θὰ κλη­θοῦ­με νὰ δώ­σου­με λό­γο γιὰ τὸ πῶς πε­ρά­σα­με τὸν χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας. Πολ­λοὶ νο­μί­ζουν ὅ­τι ἡ ζω­ὴ τοὺς ἀ­νή­κει καὶ δὲν ἔ­χουν νὰ δώ­σουν λό­γο σὲ κα­νέ­ναν… Πό­σο λά­θος κά­νουν! Ἡ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι δι­κή μας! Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως ἐ­πί­σης δῶ­ρο δι­κό Του εἶ­ναι καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α μας. Εἶ­ναι τά­λαν­τα. Γιὰ τὰ θαυ­μα­στὰ αὐ­τὰ θε­ϊ­κὰ δῶ­ρα θὰ δώ­σου­με λό­γο. Θὰ ἔλ­θει ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Τε­λι­κῆς Κρί­σε­ως καὶ τό­τε θὰ ἀ­πο­λο­γη­θοῦ­με γιὰ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σα­με ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ.

4. Ἡ τι­μω­ρί­α τῆς ὀ­κνη­ρί­ας

Ὁ ἄρ­χον­τας τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἐ­πι­βρά­βευ­σε τοὺς δού­λους ποὺ ἐρ­γά­στη­καν καὶ πολ­λα­πλα­σί­α­σαν τὰ τά­λαν­τά τους. Τι­μώ­ρη­σε ὅ­μως αὐ­στη­ρὰ τὸν δοῦ­λο ποὺ ἔ­φε­ρε πί­σω τὸ ἕ­να τά­λαν­το ποὺ εἶ­χε λά­βει.

Κά­νει ἐν­τύ­πω­ση αὐ­τὴ ἡ αὐ­στη­ρὴ τι­μω­ρί­α. Ὁ δοῦ­λος αὐ­τὸς δὲν ἔ­χα­σε τὸ τά­λαν­το τοῦ κυ­ρί­ου του οὔ­τε τὸ σπα­τά­λη­σε. Τοῦ τὸ ἔ­φε­ρε πί­σω ἀ­κέ­ραι­ο. Δὲν ἔ­κα­νε λοι­πὸν κά­τι κα­κό οὔ­τε ὅ­μως ἔ­κα­νε καὶ κά­ποι­ο κα­λό· καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τι­μω­ρεῖ­ται. Μπο­ροῦ­σε νὰ ἐρ­γα­στεῖ, καὶ δὲν ἐρ­γά­στη­κε. Γιὰ τὴν ἀ­δρά­νεια καὶ τὴν ὀ­κνη­ρί­α του αὐ­τὴ εἶ­ναι ἄ­ξιος κα­τα­δί­κης. Ἔ­τσι ὁ Κύ­ριος ἐ­παι­νεῖ μὲν τὴν προ­θυ­μί­α καὶ ἀ­μεί­βει τὴν ἐ­πι­μέ­λεια καὶ τὴν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα τῶν δύ­ο δού­λων, τι­μω­ρεῖ ὅ­μως πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὰ τὴ ρα­θυ­μί­α καὶ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τοῦ ἄλ­λου δού­λου.

Ἂς δι­δα­χθοῦ­με κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὴ δι­δα­κτι­κὴ αὐ­τὴ πα­ρα­βο­λὴ κι ἂς ἐρ­γα­στοῦ­με φι­λό­τι­μα γιὰ νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με τὰ τά­λαν­τα ποὺ μᾶς ἔ­χει δώ­σει ὁ Θε­ός, ὥ­στε νὰ ἔ­χου­με «κα­λὴν ἀ­πο­λο­γί­αν» στὸ φο­βε­ρὸ βῆ­μα τῆς παγ­κο­σμί­ου Κρί­σε­ως.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου