Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
(28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Τὸν μὲν πρῶ­τον λό­γον ἐ­ποι­η­σά­μην πε­ρὶ πάν­των, ὦ Θε­ό­φι­λε, ὧν ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ποι­εῖν τε καὶ δι­δά­σκειν ἄ­χρι ἧς ἡ­μέ­ρας ἐν­τει­λά­με­νος τοῖς ἀ­πο­στό­λοις διὰ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου οὓς ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἀ­νε­λή­φθη· οἷς καὶ πα­ρέ­στη­σεν ἑ­αυ­τὸν ζῶν­τα με­τὰ τὸ πα­θεῖν αὐ­τὸν ἐν πολ­λοῖς τεκ­μη­ρί­οις, δι᾿ ἡ­με­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀ­πτα­νό­με­νος αὐ­τοῖς καὶ λέ­γων τὰ πε­ρὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ. Καὶ συ­να­λι­ζό­με­νος πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων μὴ χω­ρί­ζε­σθαι, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νειν τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν τοῦ πα­τρὸς ἣν ἠ­κο­ύ­σα­τέ μου· ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης μὲν ἐ­βά­πτι­σεν ὕ­δα­τι, ὑ­μεῖς δὲ βα­πτι­σθή­σε­σθε ἐν Πνε­ύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ οὐ με­τὰ πολ­λὰς τα­ύ­τας ἡ­μέ­ρας. Οἱ μὲν οὖν συ­νελ­θόν­τες ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρό­νῳ το­ύ­τῳ ἀ­πο­κα­θι­στά­νεις τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῷ ᾿Ισ­ρα­ήλ; Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­το­ύς· Οὐχ ὑ­μῶν ἐ­στι γνῶ­ναι χρό­νους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πα­τὴρ ἔ­θε­το ἐν τῇ ἰ­δί­ᾳ ἐ­ξου­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ λή­ψε­σθε δύ­να­μιν ἐ­πελ­θόν­τος τοῦ ῾Α­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος ἐφ᾿ ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σε­σθέ μοι μάρ­τυ­ρες ἔν τε ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἐν πά­σῃ τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ καὶ Σα­μα­ρε­ί­ᾳ καὶ ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς.  
                                        (Πράξ. Ἀποστ. a΄[1] 1 – 8)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ ἔ­γρα­ψα, Θε­ό­φι­λε, γιὰ νὰ ἐ­ξι­στο­ρή­σω σ' αὐ­τὸ πε­ρι­λη­πτι­κὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­νε καὶ δί­δα­ξε ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν ἀρχή τῆς δη­μό­σιας δρά­σε­ώς του μέ­χρι τὴν ἡμέρα πού ἀ­να­λή­φθη­κε στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀφοῦ προ­η­γου­μέ­νως μὲ συ­νερ­γὸ καὶ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἔ­δω­σε ἐν­το­λὲς στοὺς ἀ­πο­στό­λους πού εἶ­χε δι­α­λέ­ξει ὁ ἴδιος. Με­τὰ τὸ πά­θος του καὶ τὸ θά­να­τό του πα­ρου­σι­ά­στη­κε σ' αὐ­τοὺς τοὺς ἴδιους ζων­τα­νός. Καὶ μὲ πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριος τούς βε­βαί­ω­σε ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ζων­τα­νός. Καὶ ἐ­πὶ σα­ράν­τα ἡμέρες ἐμ­φα­νι­ζό­ταν σ' αὐ­τοὺς κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα καὶ τοὺς μι­λοῦ­σε γιὰ τὶς ἀ­λή­θει­ες καὶ τὰ μυ­στή­ρια πού ἀ­να­φέ­ρον­ταν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Κι ἐ­νῶ ἔ­τρω­γε μα­ζί τους τὴν ἴδια τρο­φὴ πού ἔ­τρω­γαν κι ἐ­κεῖ­νοι, τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἑξῆς ἐν­το­λή: Μὴν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀλλά νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως πού ἀ­κού­σα­τε ἀ­πὸ τὸ στό­μα μου, ὅ­τι δη­λα­δὴ ὁ Πα­τὴρ θὰ σᾶς στεί­λει τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε νὰ λά­βε­τε τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης βά­πτι­σε μὲ ἁπλό νε­ρό, καὶ τὸ βά­πτι­σμα του συ­νε­πῶς δὲν εἶ­χε τὴ δύ­να­μη νὰ ἀ­να­γεν­νή­σει ἐ­κεί­νους πού βα­πτί­ζον­ταν μ' αὐ­τό. Ἐ­σεῖς ὅ­μως θὰ βα­πτι­σθεῖ­τε μὲ τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ὄ­χι πολ­λὲς μέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς πού δι­ερ­χό­μα­στε. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὶς ἐλ­πί­δες αὐ­τὲς πού ἔδωσε ὁ Χρι­στὸς στοὺς μα­θη­τές του, συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ τὸν ρω­τοῦ­σαν: Κύ­ρι­ε, πές μας· στὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῶν ἡμερῶν αὐ­τῶν πρό­κει­ται νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σεις στὴν πα­λαι­ά της δύ­να­μη καὶ δό­ξα τὴ βα­σι­λεί­α γιὰ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ; Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν ἀ­νή­κει σὲ σᾶς καὶ δὲν εἶ­ναι δι­κό σας δι­καί­ω­μα νὰ γνω­ρί­σε­τε τὰ χρό­νια ἢ τοὺς ὁ­ρι­σμέ­νους μῆ­νες καὶ τὶς ἡμέρες, τά ὁποῖα ὁ Πατήρ κρά­τη­σε στὴν ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἐ­ξου­σί­α του. Αὐ­τὸς μόνον τὰ γνω­ρί­ζει καὶ μό­νον αὐ­τὸς θὰ ὁ­λο­κληρώσει ὅσα θὰ συν­τε­λε­σθοῦν κα­τὰ τὴ διά­ρκεια αὐ­τῶν τῶν χρό­νων. Θὰ λά­βε­τε ὅ­μως ἐ­νί­σχυ­ση καὶ δύ­να­μη, ὅ­ταν θὰ ἔλθει πά­νω σας τὸ ­Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Καὶ θὰ γί­νε­τε μάρ­τυ­ρες τῆς ζω­ῆς μου καὶ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας μου καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ σ' ὅ­λη τὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴ Σα­μά­ρεια καὶ μέχρι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο καὶ πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ση­μεῖ­ο τῆς γῆς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ν ἀρ­χῇ ἦν Λγος, κα Λγος ν πρς τν Θε­όν, κα Θε­ὸς ν Λγος.  Οὗ­τος ν ν ἀρ­χῇ πρς τν Θε­όν. πάν­τα δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ν γέ­γο­νεν. ν αὐ­τῷ ζω­ὴ ν, κα ζω­ὴ ν τ φς τν ἀν­θρώπων κα τ φς ν τ σκο­τί­ᾳ φα­ί­νει, κα σκο­τί­α αὐ­τὸ ο κα­τέ­λα­βεν. Ἐ­γέ­νε­το ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πα­ρὰ Θε­οῦ, ὄ­νο­μα αὐ­τῷ Ἰ­ω­άν­νης· οὗ­τος ἦλ­θεν ες μαρ­τυ­ρί­αν, ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός, ἵ­να πάν­τες πι­στε­ύ­σω­σιν δι' αὐ­τοῦ. οκ ν ἐ­κεῖ­νος τ φς, ἀλ­λ' ἵ­να μαρ­τυ­ρή­σῃ πε­ρὶ το φω­τός. ν τ φς τ ἀ­λη­θι­νόν, φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον, ἐρ­χό­με­νον ες τν κό­σμον. ν τ κό­σμῳ ν, κα κό­σμος δι' αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, κα κό­σμος αὐ­τὸν οκ ἔ­γνω. ες τ ἴ­δι­α ἦλ­θεν, κα ο ἴ­δι­οι αὐ­τὸν ο πα­ρέ­λα­βον. ὅ­σοι δ ἔ­λα­βον αὐ­τόν, ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς ἐ­ξου­σί­αν τέ­κνα Θε­οῦ γε­νέ­σθαι, τος πι­στε­ύ­ου­σιν ες τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ, ο οκ ξ αἱ­μά­των, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος σαρ­κὸς, οὐ­δὲ κ θε­λή­μα­τος ἀν­δρὸς, ἀλ­λ' ἐκ Θε­οῦ ἐ­γεν­νή­θη­σαν. Κα Λγος σρξ ἐ­γέ­νε­το κα ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, κα ἐ­θε­α­σά­με­θα τν δό­ξαν αὐ­τοῦ, δό­ξαν ς μο­νο­γε­νοῦς πα­ρὰ πα­τρός, πλή­ρης χά­ρι­τος κα ἀ­λη­θε­ί­ας. Ἰ­ω­άν­νης μαρ­τυ­ρεῖ πε­ρὶ αὐ­τοῦ κα κέ­κρα­γεν λέ­γων· Οὗ­τος ν ν εἶ­πον, ὀ­πί­σω μου ἐρ­χό­με­νος ἔμ­προ­σθέν μου γέ­γο­νεν, ὅ­τι πρῶ­τός μου ν. Κα κ το πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡ­μεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν, κα χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος· ὅ­τι ὁ νό­μος δι­ὰ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­δό­θη, χά­ρις κα ἀ­λή­θει­α δι­ὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το.         
                        (Ἰωάν. a΄[1] 1 – 17 )

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τὴ μέ­ρα τοῦ Πά­σχα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λού­ζε­ται στὸ φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Δὲν εἶ­ναι μό­νο τὸ φῶς τῶν πο­λυ­ε­λαί­ων καὶ τῶν λαμ­πά­δων, ποὺ κά­νει τὰ πρό­σω­πα τῶν πι­στῶν νὰ λάμ­πουν, ἀλ­λὰ εἶ­ναι κυ­ρί­ως τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ νι­κη­τοῦ τοῦ θα­νά­του, ποὺ τὰ φω­τί­ζει ἀ­πὸ μέ­σα καὶ τὰ με­τα­βάλ­λει σὲ ἐκ­θαμ­βω­τι­κοὺς προ­βο­λεῖς τῆς με­γά­λης χα­ρᾶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως.
Ὅ­λα αὐ­τὴ τὴ μέ­ρα ἀλ­λά­ζουν. Τὸ τυ­πι­κὸ τῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν γί­νε­ται ἀ­γνώ­ρι­στο. Ὁ χρό­νος ὑ­περ­βαί­νε­ται. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Δι­α­και­νή­σι­μος, ὅ­πως λέ­γε­ται ἡ ἑ­βδο­μά­δα ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ, θε­ω­ρεῖ­ται σὰν μί­α μό­νο μέ­ρα. Τὸ πλέ­ον πα­ρά­δο­ξο: Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς μέ­ρας εἶ­ναι παρ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­που με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων κά­νει λό­γο καὶ γιὰ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­νῶ θὰ φαι­νό­ταν φυ­σι­κώ­τε­ρο νὰ ἐ­λαμ­βα­νό­ταν ἀ­πὸ τὸ τέ­λος του, ὅ­που μι­λᾶ γιὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Μο­λα­ταῦ­τα δὲν ὑ­πάρ­χει κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο κεί­με­νο ἀ­πὸ αὐ­τὸ γιὰ τὴ μέ­ρα τοῦ Πά­σχα. Τὸ για­τί θὰ τὸ δοῦ­με εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως.
1. ΛΟΥΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟ ΦΩΣ!
Ὑ­πέρ­πυ­κνα καὶ βα­θύ­τα­τα θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα πε­ρι­κλεί­ον­ται σ᾿ αὐ­τοὺς τοὺς πρώ­τους στί­χους τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Κα­τὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας ὅ­λης της κτί­σε­ως, μᾶς λέ­γει, ὑ­πῆρ­χε ὁ Λό­γος, ὁ Υἱ­ὸς δη­λα­δὴ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ γεν­νή­θη­κε πρὸ πάν­των τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ὡς ἄ­πει­ρος καὶ ζων­τα­νὸς Λό­γος ἀ­πὸ ἄ­πει­ρο καὶ πάν­σο­φο Νοῦ. Καὶ ὁ Λό­γος, ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δη­λα­δή, ὡς τὸ δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ, ἦ­ταν πάν­το­τε κον­τὰ στὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ ἦ­ταν τέ­λει­ος Θε­ός, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα πάν­το­τε καὶ κα­τὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα ἔ­γι­ναν διὰ τῆς συ­νερ­γα­σί­ας Του μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ χω­ρὶς Αὐ­τὸν δὲν ἔ­γι­νε τί­πο­τε ἀ­πὸ ὅ­σα ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γη­θεῖ. «Ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν»! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἠ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς καὶ εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ ἀλ­λὰ καὶ τὸ φῶς ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τὸ τὸ φῶς λάμ­πει ἀ­κό­μη καὶ με­τα­ξὺ τῶν σκο­τι­σμέ­νων ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι δὲν τὸ δέ­χθη­σαν οὔ­τε ὅ­μως καὶ μπό­ρε­σαν νὰ τὸ σβή­σουν.
Τώ­ρα, συ­νε­χί­ζει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ ἔ­χουν, ὅ­σοι θέ­λουν, τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ γνω­ρί­σουν τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, ἐμ­φα­νί­στη­κε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Εἶ­ναι ὁ Πρό­δρο­μος καὶ Βα­πτι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος κύ­ριο ἔρ­γο του εἶ­χε τὸ νὰ δώ­σει μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸ φῶς, γιὰ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ δη­λα­δή, ὥ­στε νὰ πι­στεύ­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι διὰ τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του εἰς Αὐ­τόν. Δὲν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­ω­άν­νης τὸ φῶς, ἀλ­λὰ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Θε­οῦ γιὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους πρὸς τὸ φῶς, τὸν Χρι­στό. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στός, ὡς Θε­ός, ἦ­ταν πάν­το­τε τὸ τέ­λει­ο φῶς, τὸ ὁ­ποῖ­ο φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο, ποὺ ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο.
ΛΟΥΣΜΕΝΟΙ κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὸ φῶς εἶ­ναι οἱ ἐν­νέ­α αὐ­τοὶ στί­χοι, τοὺς ὁ­ποί­ους ἤ­δη ἑρ­μη­νεύ­σα­με. Πό­σο ται­ρια­στοὶ ἀ­λή­θεια μὲ τὴν ἀ­να­στά­σι­μη ἀ­τμό­σφαι­ρα! Ἀλ­λὰ καὶ πό­σο κα­θο­δη­γη­τι­κοί! Δι­ό­τι μᾶς βο­η­θοῦν νὰ δοῦ­με μὲ ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βλέμ­μα αὐ­τὸ τὸ πλού­σιο φῶς, ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει τοὺς να­ούς μας τὸ βρά­δυ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Νὰ τὸ δοῦ­με δη­λα­δὴ ὡς σύμ­βο­λο τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ φω­τός, ποὺ εἶ­ναι ὁ Ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριός μας.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Νὰ μὴ μέ­νου­με στὴν ἐ­πι­φά­νεια. Κα­λὲς εἶ­ναι καὶ οἱ κα­λές μας λαμ­πά­δες, ἀλ­λὰ τὴν ὥ­ρα, ποὺ τὶς κρα­τᾶ­με στὰ χέ­ρια μας, θὰ πρέ­πει νὰ σκε­πτό­μα­στε: Ἰ­δοὺ ἡ λαμ­πά­δα μου καί­ει καὶ φω­τί­ζει! Ἀλ­λὰ τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς, ποὺ εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, φω­τί­ζει ἄ­ρα­γε τὴν καρ­διά μου; Φω­τί­ζει τὴ σκέ­ψη μου, τὴ δι­ά­νοι­ά μου;
Καὶ πρα­κτι­κό­τε­ρα ἀ­κό­μη: Ἰ­δού, στὰ δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα, ποὺ μὲ ἀ­πα­σχο­λοῦν, πρέ­πει νὰ ψά­χνω νὰ φω­τι­σθῶ ὄ­χι ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πι­να φῶ­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α μᾶλ­λον μὲ σκο­τί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ ἴ­διο καὶ γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μου καὶ τὸν προ­ο­ρι­σμό μου, δὲν θὰ πρέ­πει νὰ πι­στεύ­ω τὶς τό­σες γε­λοι­ό­τη­τες τῶν σκο­τι­σμέ­νων ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ νὰ ἐμ­πνέ­ο­μαι καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νο­μαι ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ Ἀ­να­στάν­τος Κυ­ρί­ου. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν θὰ πρέ­πει νὰ βρί­σκουν χῶ­ρο στὴν καρ­διά μου σκο­τει­νὰ αἰ­σθή­μα­τα, ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς νύ­χτας, μί­ση καὶ ἀν­τι­πά­θει­ες καὶ ὑ­πε­ρη­φά­νει­ες, ποὺ εἶ­ναι τὸ πιὸ πυ­κνὸ δαι­μο­νι­κὸ σκο­τά­δι, ἀλ­λὰ νὰ γε­μί­ζει ἡ ὕ­παρ­ξή μου ὅ­λη ἀ­πὸ τὰ ἅ­για αἰ­σθή­μα­τα, τοὺς οὐ­ρά­νιους πό­θους καὶ τὶς παμ­φώ­τει­νες ἀ­ρε­τές, ποὺ πή­γα­σαν ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ.
Εὐ­λο­γη­μέ­νες ἑ­πο­μέ­νως οἱ ψυ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ὅ­ταν ἀ­κοῦ­νε ἀ­πό τους ἱ­ε­ρεῖς τό: «Δεῦ­τε λά­βε­τε φῶς!», τρέ­χουν μὲν νὰ ἀ­νά­ψουν τὶς λαμ­πά­δες τους, προ­σέ­χουν ὅ­μως καὶ αὐ­τό, ποὺ λέ­γει στὴ συ­νέ­χεια ὁ ὕ­μνος, δη­λα­δὴ τὸ «ἐκ τοῦ ἀ­νε­σπέ­ρου φω­τός»! Ἐ­λᾶ­τε νὰ πά­ρε­τε φῶς, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ φῶς ποὺ δὲν δύ­ει, δὲν σβή­νει πο­τέ! Εὐ­λο­γη­μέ­νες, ὄ­χι ἁ­πλῶς ἂν προ­σέ­χουν τὰ λό­για του ὕ­μνου, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ἂν ἀ­γω­νί­ζον­ται αὐ­τὸ τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο, τὸ ὑ­περ­κό­σμιο καὶ ἄ­κτι­στο φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, τὸν ἴ­διο δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, νὰ Τὸν ἔ­χουν πάν­το­τε μέ­σα στὴν καρ­διά τους!
2. ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ!
Πι­κρὴ ἡ ἀ­λή­θεια, ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τώ­ρα στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Ἐ­νῶ, λέ­γει, αὐ­τὸ τὸ φῶς, ὁ Χρι­στός, ἦ­ταν πάν­το­τε στὸν κό­σμο, ἀ­φοῦ Αὐ­τὸς τὸν δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ τὸν κυ­βερ­νᾶ, ἐν τού­τοις, ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, ὁ κό­σμος δὲν Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὡς δη­μι­ουρ­γό Του. Ἦλ­θε στοὺς δι­κούς Του, τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες Του καὶ ἐ­κεῖ­νοι δὲν Τὸν δέ­χθη­καν. Σὲ ὅ­σους ὅ­μως, συ­νε­χί­ζει, Τὸν δέ­χθη­καν ὡς σω­τή­ρα καὶ λυ­τρω­τή τους, σ᾿ αὐ­τοὺς ἔ­δω­σε Ἐ­κεῖ­νος τὸ ὕ­ψι­στο καὶ μέ­γι­στο ὅ­λων τῶν προ­νο­μί­ων: τὴν τι­μὴ δη­λα­δή, τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ γί­νουν παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ! Αὐ­τοί, οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ πι­στοί Του, δὲν εἶ­ναι πλέ­ον ἄν­θρω­ποι σὰν ὅ­λους τους ἄλ­λους. Ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ σὲ μιὰ νέ­α ζω­ὴ καὶ ἡ ὕ­παρ­ξή τους δὲν προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ σαρ­κι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, ἀλλὰ ἔ­χουν γεν­νη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι γνή­σια παι­διά Του.
Μυ­στή­ριο μυ­στη­ρί­ων! Γι᾿ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν λό­γο, βε­βαι­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ ἔ­μει­νε μα­ζί μας. Καὶ Τὸν εἴ­δα­με, ση­μει­ώ­νει, εἴ­δα­με τὴν θε­ϊ­κή Του δό­ξα, τὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα, ποὺ εἶ­χε ὡς Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς γε­μά­τος ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ Χά­ρη καὶ τὴν ἀ­λή­θεια.
Πε­ρὶ Αὐ­τοῦ ἀ­κρι­βῶς μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Πρό­δρο­μος Ἰ­ω­άν­νης, λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Μαρ­τυ­ρεῖ δη­λα­δὴ καὶ βε­βαι­ώ­νει πὼς νά! Αὐ­τὸς εἶ­ναι, ποὺ σᾶς ἔ­λε­γα ὅ­τι θὰ ἔλ­θει με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­μέ­να, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μέ­να ὡς προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἀ­πὸ τὸν ἀ­νε­ξάν­τλη­το πλοῦ­το τῆς Χά­ρι­τος καὶ τῶν δω­ρε­ῶν Του πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς χά­ρη ἐ­πά­νω στὴν χά­ρη. Εἶ­ναι δὲ ἀ­σύλ­λη­πτης ἀ­ξί­ας αὐ­τὰ ποὺ παίρ­νου­με. Δὲν εἶ­ναι σὰν αὐ­τὰ ποὺ ἔ­δι­νε ὁ Νό­μος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ Νό­μος δό­θη­κε διὰ μέ­σου ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, τοῦ προ­φή­του Μω­υ­σέ­ως. Ἡ Χά­ρις ὅ­μως καὶ ἡ ἀ­λή­θεια μᾶς δό­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Υἱ­ὸ καὶ Λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ Θε­ό.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ πὼς εἶ­ναι κου­ρα­στι­κὴ ἀ­κό­μη καὶ ἡ ἁ­πλὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν με­γά­λων καὶ τό­σο πυ­κνῶν ἀ­λη­θει­ῶν τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἀλ­λὰ τί ὑ­πέ­ρο­χα νο­ή­μα­τα κρύ­βον­ται ἐ­δῶ! Ἰ­δι­αι­τέ­ρως αὐ­τὸ ποὺ λέ­γει ὅ­τι, ὅ­σοι δέ­χθη­καν τὸν Κύ­ριο ὡς σω­τή­ρα τους, αὐ­τοὶ ἔ­λα­βαν αὐ­τὸ τὸ ἀ­σύλ­λη­πτο προ­νό­μιο, «τὴν ἐ­ξου­σί­αν», ὅ­πως τὸ λέ­γει, νὰ γί­νουν «τέ­κνα Θε­οῦ»!
Ἰ­δοὺ ὅ­τι εἰ­σήλ­θα­με τώ­ρα στὸν πυ­ρή­να τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Πά­σχα! Δι­ό­τι τὸ βα­θύ­τα­το θε­ο­λο­γι­κὸ νό­η­μα τῆς με­γά­λης αὐ­τῆς ἑ­ορ­τῆς συμ­πυ­κνώ­νε­ται ἀ­κρι­βῶς στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἤ­δη ὑ­πο­γραμ­μί­σα­με. Στὸ ὅ­τι δη­λα­δὴ ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων νὰ γί­νου­με καὶ ἐ­μεῖς τέ­κνα Θε­οῦ!
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Γι᾿ αὐ­τὸ λάμ­πουν ὅ­λα κα­τὰ τὴν λαμ­πρὴ ἐ­τού­τη ἑ­ορ­τή. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς οἱ ὀρ­φα­νοὶ καὶ ἀ­πο­στα­τη­μέ­νοι μπο­ροῦ­με τώ­ρα νὰ ἔ­χου­με Πα­τέ­ρα, νὰ εἴ­μα­στε υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­πα­θε καὶ ἀ­πέ­θα­νε καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ὁ Κύ­ριός μας, γιὰ νὰ μᾶς κά­νει ὅ,τι εἶ­ναι καὶ Ἐ­κεῖ­νος. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Υἱ­οὺς Θε­οῦ λοι­πὸν μᾶς ἀ­να­δει­κνύ­ει καὶ ἐ­μᾶς. Μὲ μό­νη τὴν δι­α­φο­ρὰ ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι κα­τὰ φύ­ση καὶ Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς γι­νό­μα­στε κα­τὰ Χά­ρη υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες, παι­διὰ τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός. Πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­μως παι­διὰ μὲ πλή­ρη κλη­ρο­νο­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα! Πρό­κει­ται, ὅ­πως τὸ ὀ­νό­μα­σε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, γιὰ ἐ­ξου­σί­α! Τὴ με­γα­λύ­τε­ρη ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ ἄν­θρω­πος πο­τὲ νὰ ἀ­πο­κτή­σει! Κα­τα­λα­βαί­νου­με τί ση­μαί­νει αὐ­τό;
Ση­μαί­νει ὅ­τι γι­νό­μα­στε πρίγ­κι­πες, ἀ­δελ­φοί, βα­σι­λό­που­λα τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λέ­ως. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα, ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος διὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς Του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τώ­ρα καὶ πάν­το­τε καὶ μὲ τὴν καρ­διὰ καὶ μὲ τὰ χεί­λη ἂς ἀ­να­φω­νοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς καὶ μί­α καὶ μυ­ριά­δες φο­ρὲς τὸν πιὸ γλυ­κὺ χαι­ρε­τι­σμό μας. Αὐ­τὸν ποὺ οἱ Χρι­στια­νοὶ ἐ­πὶ 40 μέ­ρες με­τὰ τὸ Πά­σχα τὸν χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἀν­τὶ γιὰ κα­λη­μέ­ρα καὶ κα­λη­σπέ­ρα καὶ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο χαι­ρε­τι­σμό. Τὸ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Ναί! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ, ἀ­δελ­φοί!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ πάν­το­τε· πά­λιν ἐ­ρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐ­πι­ει­κὲς ὑ­μῶν γνω­σθή­τω πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις. ὁ Κύ­ριος ἐγ­γύς. μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε, ἀλ­λ' ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δε­ή­σει με­τὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑ­πε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐ­μά­θε­τε καὶ πα­ρε­λά­βε­τε καὶ ἠ­κού­σα­τε καὶ εἴ­δε­τε ἐν ἐ­μοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης ἔ­σται με­θ' ὑ­μῶν.   
                           (Φι­λιπ. δ΄[4] 4-9)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, νὰ χαί­ρε­στε πάν­το­τε μὲ τὴ χα­ρὰ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Κύ­ριο. Πά­λι θὰ πῶ, νὰ χαί­ρε­στε. Ἡ ἐ­πι­εί­κειά σας καὶ ἡ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ἂς γί­νει γνω­στὴ σ' ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καὶ σ' αὐ­τοὺς ἀ­κό­μη τοὺς ἀ­πί­στους. Ὁ Κύ­ριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλ­θει, καὶ αὐ­τὸς θὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν κα­θέ­να ὅ,τι τοῦ ἀ­νή­κει. Μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πό ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά γιὰ κά­θε τι πού σᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, νὰ κά­νε­τε γνω­στά τά αἰ­τή­μα­τά σας στό Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καί τή δέ­η­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες πρέ­πει νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται καὶ μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α γιά ὅ­σα ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­δω­σε. Κι ἔ­τσι, ὅ­ταν δι­ώ­χνε­τε κά­θε μέ­ρι­μνα καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὴ θεί­α Πρό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη πού ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴν με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καὶ τώ­ρα ἀ­πο­μέ­νει, ἀ­δελ­φοί μου, νὰ σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω καὶ μί­α ἄλ­λη προ­τρο­πή: Ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, ὅ­σα εἶ­ναι σε­μνά καί σε­βα­στά, ὅ­σα εἶ­ναι δί­και­α, ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­μό­λυν­τα καὶ ἁ­γνά, ὅ­σα εἶ­ναι προ­σφι­λῆ στὸ Θε­ὸ καὶ στοὺς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους, ὅ­σα ἔ­χουν κα­λὴ φή­μη κα­θὼς καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λὸ ἔρ­γο πού εἶ­ναι ἄ­ξιο ἐ­παί­νου, αὐ­τὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­στε καὶ νὰ προ­σέ­χε­τε, γιὰ νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζε­τε καὶ στὴ ζω­ή σας. Αὐ­τὰ πού μά­θα­τε καὶ πα­ρα­λά­βα­τε καὶ ἀ­κού­σα­τε μὲ τὴν προ­φο­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, κα­θὼς καὶ αὐ­τὰ πού εἴ­δα­τε σ' ὅ­λη τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὴ δι­α­γω­γή μου, αὐ­τὰ νὰ κά­νε­τε. Καὶ τό­τε ὁ Θε­ός, πού εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γός τῆς εἰ­ρή­νης, θὰ εἶ­ναι μα­ζί σας.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­πο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βα­ΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὄ­χλος, ὅ­τι ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τ ση­μεῖ­ον.                                                
       (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἡ Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­γα­πη­τὴ σὲ ὅ­λους μας. Μί­α μέ­ρα ποὺ μᾶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ ἱ­ε­ρὲς συγ­κι­νή­σεις. Κρα­τών­τας στὰ χέ­ρια μας κλω­νά­ρια δάφ­νης θυ­μού­μα­στε τὰ βα­ΐ­α, τοὺς κλά­δους δη­λα­δὴ τῶν φοι­νί­κων, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πο­δέ­χθη­σαν τό­τε οἱ Ἑ­βραῖ­οι τὸν Κύ­ριο, κα­τὰ τὴν εἴ­σο­δό Του στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ψάλ­λον­τας, ὅ­πως ψάλ­λου­με καὶ ἐ­μεῖς μὲ ἄλ­λο πλέ­ον νό­η­μα: «Ὡ­σαν­νά, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου».
Ταυ­το­χρό­νως γνω­ρί­ζου­με πὼς εὑ­ρι­σκό­μα­στε ἤ­δη στὸ κα­τώ­φλι τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος καὶ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας στρέ­φον­ται τώ­ρα πρὸς τὸ Πά­θος.
1. Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Πρὶν ἀ­πὸ λί­γο μό­λις δι­ά­στη­μα ὁ Κύ­ριος εἶ­χε κά­νει στὴ μι­κρὴ πό­λη Βη­θα­νί­α τὸ μέ­γι­στο ὅ­λων τῶν θαυ­μά­των Του, τὴν ἀ­νά­στα­ση – τέσ­σε­ρις ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες με­τὰ τὴν τα­φὴ – τοῦ φί­λου του Λα­ζά­ρου. Τώ­ρα, κα­θὼς πλη­σιά­ζει ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα, ὁ Κύ­ριος ἀρ­χί­ζει νὰ βα­δί­ζει πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἕ­ξη ἡ­μέ­ρες πρὸ τῆς ἑ­ορ­τῆς ἔ­φθα­σε καὶ πά­λι στὴ Βη­θα­νί­α. Ἐ­κεῖ οἱ συγ­γε­νεῖς τοῦ Λα­ζά­ρου γε­μά­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη Τοῦ ἑ­τοί­μα­σαν τρα­πέ­ζι, στὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­με­τεῖ­χε καὶ ὁ Λά­ζα­ρος, ἡ δὲ Μάρ­θα εἶ­χε ὅ­λη τὴ φρον­τί­δα τῆς ἑ­τοι­μα­σί­ας του. Τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ἡ ἀ­δελ­φή της ἡ Μα­ρί­α ἔ­δει­χνε τὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης της μὲ ἄλ­λο τρό­πο. Ἀ­γό­ρα­σε μί­α λί­τρα (325 πε­ρί­που γραμ­μά­ρια) ἀ­πὸ ἕ­να πα­νά­κρι­βο ἁ­γνὸ μύ­ρο, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ φυ­τὸ Νάρ­δος (μιὰ ποι­κι­λί­α τῆς Βα­λε­ριά­νας) καὶ μὲ αὐ­τὸ ἄ­λει­ψε τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ πολ­λὴ τα­πεί­νω­ση τὰ σκού­πι­σε κα­τό­πιν μὲ τὰ μαλ­λιά της, ἐ­νῶ ὅ­λο τὸ σπί­τι γέ­μι­ζε ἀ­πὸ τὴν εὐ­ω­δί­α τοῦ μύ­ρου.
Ἀλ­λὰ τί πε­ρί­ερ­γο! Ἡ πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας, ποὺ συ­νε­κί­νη­σε ὅ­λους, δυ­σα­ρέ­στη­σε τὸν Ἰ­ού­δα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κρί­νον­τας τὴν κί­νη­σή της εἶ­πε: Για­τί νὰ μὴ που­λη­θεῖ αὐ­τὸ τὸ μύ­ρο γιὰ 300 δη­νά­ρια καὶ νὰ δο­θοῦν στοὺς φτω­χούς; Δὲν τὸν ἐν­δι­έ­φε­ραν βέ­βαι­α τὸν προ­δό­τη οἱ φτω­χοί, ἀλ­λὰ ἤ­θε­λε νὰ ἁρ­πά­ξει ὁ ἴ­διος αὐ­τὰ τὰ χρή­μα­τα, ὅ­πως ἔ­κλε­βε καὶ ἄλ­λα ἀ­πὸ τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο, ποὺ τὸ εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει σὲ κεῖ­νον. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­παν­τᾶ: Ἄ­φη­σε τὴ Μα­ρί­α ἥ­συ­χη. Μὲ τὴν πρά­ξη της οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν ἔ­κα­νε τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸ σῶ­μα Μου γιὰ τὴν τα­φή. Τοὺς φτω­χοὺς θὰ τοὺς ἔ­χε­τε πάν­το­τε μα­ζί σας, ἐ­μέ­να ὅ­μως ὄ­χι, δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.
ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ στὰ λό­για του Κυ­ρί­ου μας ἐ­δῶ: Τὸ ὅ­τι συν­δέ­ει τὴν πρά­ξη τῆς Μα­ρί­ας μὲ τὸν θά­να­το καὶ τὴν τα­φή Του. «Ἡ Μα­ρί­α μὲ ἑ­τοί­μα­σε γιὰ τὴν τα­φή», αὐ­τὸ ση­μαί­νουν τὰ λό­για Του, πα­ρό­λο ποὺ ἡ Μα­ρί­α δὲν εἶ­χε σκε­φθεῖ κά­τι τέ­τοι­ο.
Οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ Κύ­ριος ἀ­νοί­γει ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρα­θυ­ρά­κι γιὰ νὰ δοῦ­με λί­γο τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό Του. Καὶ τί βλέ­που­με; Βλέ­που­με πὼς ἡ ψυ­χή Του εἶ­ναι στραμ­μέ­νη διαρκῶς πρὸς τὰ πα­θή­μα­τα, τὸν θά­να­το καὶ τὴν τα­φή Του. Ὅ­λη ἡ ὕ­παρ­ξή Του εἶ­ναι πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα! Γε­γο­νό­τα ἐ­νῶ ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χουν συμ­βεῖ; Ναί! Δι­ό­τι, ὁ Κύ­ριος ἔ­τσι τὰ ζεῖ.
Αὐ­τὸ πά­λι ση­μαί­νει πὼς τὸ Πά­θος δὲν ἦ­ταν ὑ­πό­θε­ση 2 ἡ­με­ρῶν γιὰ τὸν Κύ­ριο. Ὄ­χι! Τὸ Πά­θος συ­νεῖ­χε δια­ρκῶς τὴν ἁ­γί­α ψυ­χή Του. Χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λὴ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με πὼς ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ Του ἦ­ταν μί­α συ­νε­χὴς βί­ω­ση τοῦ Πά­θους Του. Γι᾿ αὐ­τὸ καί, ἀ­κό­μη καὶ ἄ­σχε­τες ἐ­νέρ­γει­ες, ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας, Ἐ­κεῖ­νος τὶς συ­νέ­δε­ε μὲ αὐ­τὸ ποὺ Τὸν εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φή­σει: τὸ Πά­θος! Σκε­πτό­ταν τὸ φρι­κτὸ βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των τοῦ κό­σμου, ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ τὰ ση­κώ­σει ὁ Ἴ­διος. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­μως καὶ ἁ­γί­α χα­ρὰ γιὰ τὴ λύ­τρω­ση, ποὺ κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο θὰ χά­ρι­ζε στοὺς πι­στούς Του. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το ἐ­δῶ νὰ εἰσ­δύ­σου­με βα­θύ­τε­ρα.
Ἂς μᾶς συγ­κι­νή­σει ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί, αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα. Καὶ ἂς γί­νει καὶ γιὰ τὸν κα­θέ­να μας τὸ σω­τή­ριο Πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου ὄ­χι ὑ­πό­θε­ση ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν ἢ μιᾶς μέ­ρας ἢ ἔ­στω τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος, ἀλ­λὰ ἀ­κρι­βῶς: ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ! Αὐ­τὸ δη­λα­δή, ποὺ θὰ δε­σπό­ζει στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πε­ρι­στρέ­φε­ται ὅ­λη ἡ ζω­ή μας.
Οἱ εἰ­δή­σεις γιὰ τὰ ποι­κί­λα γε­γο­νό­τα τοῦ κό­σμου τού­του, οἱ πο­λι­τι­κὲς ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις, οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις καὶ τὰ ἄλ­λα ζη­τή­μα­τα ἂς παύ­σουν πλέ­ον νὰ ἀ­πορ­ρο­φοῦν τό­σο πο­λὺ τὴν καρ­διά μας. Καὶ ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ στραμ­μέ­νη πρὸς τὸν Λυ­τρω­τή μας καὶ τὸ σω­τή­ριο Πά­θος Του. Γιὰ νὰ μὴ ζοῦ­με μὲ ψέ­μα­τα καὶ ψευ­δαι­σθή­σεις, προ­σπα­θών­τας νὰ ξε­δι­ψά­σου­με μὲ ζω­γρα­φι­σμέ­να νε­ρά, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­χου­με στὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Κύ­ριος καὶ Θε­ός μας.
2. «ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ»
Ἡ εἴ­δη­ση ὅ­τι ὁ Κύ­ριος βρί­σκε­ται στὴ Βη­θα­νί­α δι­α­δό­θη­κε σὰν ἀ­στρα­πὴ καὶ κό­σμος πο­λὺς ἄρ­χι­σε νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται ἐ­κεῖ. Αὐ­τὸ ὅ­μως ἐ­ξε­ρέ­θι­σε τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ποὺ σκέ­φθη­καν νὰ σκο­τώ­σουν ὄ­χι μό­νο τὸν Κύ­ριο ἀλ­λὰ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, ποὺ γι­νό­ταν ἀ­φορ­μὴ νὰ πι­στεύ­ουν πολ­λοὶ στὸν Ἰ­η­σοῦ.
Τὴν ἄλ­λη τώ­ρα μέ­ρα, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ξε­κί­νη­σε γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τοῦ λα­οῦ ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πε­ρί­γρα­πτος. Ἔ­κο­βαν ὅ­λοι κλα­διὰ ἀ­πὸ φοί­νι­κες καὶ ἔ­τρε­χαν νὰ Τὸν προ­ϋ­παν­τή­σουν φω­νά­ζον­τας: «Ὡ­σαν­νά, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ»· Τὸν ὑ­πο­δέ­χον­ταν σὰν βα­σι­λέ­α, Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἔ­φθα­σε στὴν πό­λη «κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου», ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ εἶ­χε προ­εί­πει ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας γρά­φον­τας: «Μὴ φο­βᾶ­σαι Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄ­ρους Σι­ὼν νὰ ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος, ἀλ­λὰ πρά­ος καὶ τα­πει­νός κα­θι­σμέ­νος ἐ­πά­νω σὲ γα­ϊ­δου­ρά­κι». Ἐκ­πλη­κτι­κὴ προ­φη­τεί­α, ποὺ οἱ μα­θη­τὲς δὲν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ὅ­τι ἐ­πραγ­μα­το­ποι­εῖ­το ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα. Ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ὄν­τως εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο.
Με­γά­λω­νε ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τοῦ πλή­θους κα­θὼς οἱ αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες βε­βαί­ω­ναν τὴν ἀ­λή­θεια πε­ρὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Λα­ζά­ρου. Αὐ­τὸς δὲ ὁ αὐ­ξα­νό­με­νος ἐν­θου­σια­σμὸς ἦ­ταν ποὺ συ­νε­τέ­λε­σε νὰ γί­νει μιὰ τό­σο θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ὑ­πο­δο­χὴ στὸν Κύ­ριο.
ΤΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ὅ­μως! Οἱ Ἑ­βραῖ­οι νό­μι­ζαν πὼς ὁ Κύ­ριος θὰ γί­νει βα­σι­λιὰς τοῦ ἔ­θνους των, θὰ συν­τρί­ψει τοὺς Ρω­μαί­ους καὶ θὰ κα­τα­κτή­σει ὅ­λη τὴ γῆ. Πό­σο μα­κριά Του εὑ­ρί­σκον­το! Τοὺς ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ δε­χθοῦν ὅ­τι ἡ βα­σι­λεί­α Του ἦ­ταν βα­σι­λεί­α πνευ­μα­τι­κὴ καἱ ἑ­πο­μέ­νως αἰ­ώ­νια!
Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει; Βε­βαί­ως ὅ­λοι μας κα­τα­λα­βαί­νου­με καὶ δε­χό­μα­στε πὼς ὁ Κύ­ριός μας δὲν εἶ­ναι ἐ­πί­γει­ος βα­σι­λιάς. Σύμ­φω­νοι. Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­μως τί βα­σι­λιὰς εἶ­ναι; Ὅ­τι δη­λα­δὴ θέ­λει νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει ὄ­χι χῶ­ρες καὶ ἄ­βου­λα πλή­θη, ἀλ­λὰ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν ὑ­πη­κό­ων Του; Καὶ θέ­λει νὰ τὶς ἐ­ξου­σιά­ζει ὄ­χι βέ­βαι­α γιὰ νὰ τὶς κα­τα­πι­έ­ζει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τὶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὰ Οὐ­ρά­νια δῶ­ρα Του.
Κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­κό­μη! Ὁ Κύ­ριος θέ­λει νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὶς καρ­δι­ές μας γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει νὰ με­τά­σχου­με στὴν Αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α Του. Δι­ό­τι δὲν πρέ­πει νὰ τὸ ξε­χνᾶ­με πο­τέ, ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καὶ ὁ Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, καὶ θὰ ἔλ­θει κά­ποι­α μέ­ρα, ἡ μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ ἐ­κεί­νη μέ­ρα τῆς Δευ­τέ­ρας Του Πα­ρου­σί­ας, ποὺ ἡ Βα­σι­λεί­α Του θὰ ἐμ­φα­νι­σθεῖ μὲ ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ δό­ξα καὶ μο­να­δι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα.
Κα­θὼς λοι­πὸν θὰ ἀν­τι­κρύ­σου­με αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες, ἀ­δελ­φοί, τὸν Κύ­ριο πο­ρευ­ό­με­νο πρὸς τὸ Πά­θος, ἀ­νερ­χό­με­νο ἐ­πὶ τοῦ Σταυ­ροῦ, συν­τρί­βον­τα τὸν θά­να­το, συγ­χρό­νως ἂς ἀ­τε­νί­ζου­με καὶ τὸ ἔν­δο­ξο τέρ­μα! Τὴ με­γά­λη ἐ­κεί­νη μέ­ρα τῆς Πα­ρου­σί­ας Του, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λου­με νὰ κα­τευ­θυ­νό­μα­στε ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ψάλ­λον­τας ὁ­λό­ψυ­χα: Εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος Βα­σι­λεὺς καὶ Κύ­ριος τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἀ­μήν.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)