Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)
(ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί,  Χρι­στὸς πα­ρα­γε­νό­με­νος ἀρ­χι­ε­ρεὺς τν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν δι τς με­ί­ζο­νος κα τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ο χει­ρο­ποι­ή­του, τοῦ­τ' ἔ­στιν ο τα­ύ­της τς κτί­σε­ως, οὐ­δὲ δι' αἵ­μα­τος τρά­γων κα μό­σχων, δι δ το ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος εἰ­σῆλ­θεν ἐ­φά­παξ ες τ Ἅ­για, αἰ­ω­νί­αν λύ­τρω­σιν εὑ­ρά­με­νος. Ε γρ τ αἷ­μα ταύ­ρων κα τρά­γων κα σπο­δὸς δα­μά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τος κε­κοι­νω­μέ­νους ἁ­γι­ά­ζει πρς τν τς σαρ­κὸς κα­θα­ρό­τη­τα, πό­σῳ μᾶλ­λον τ αἷ­μα το Χρι­στοῦ, ς δι Πνε­ύ­μα­τος αἰ­ω­νί­ου ἑ­αυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄ­μω­μον τ Θε­ῷ, κα­θα­ρι­εῖ τν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων ες τ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι;               
   (Ἑβρ. θ΄[9] 11 - 14)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς ἦλ­θε ὡς ἀρ­χι­ε­ρεὺς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν, τῶν ἀ­γα­θῶν δη­λα­δὴ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Καὶ εἰ­σῆλ­θε στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για τῶν Ἅ­γί­ων μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη σκη­νή, πού δὲν κα­τα­σκευ­ά­στη­κε ἀ­πὸ χέ­ρια ἀν­θρώ­πων. Δη­λα­δὴ δὲν εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­γεια σκη­νή, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ Σκη­νή τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ἀλ­λά δε­δο­μέ­νου ὅ­τι τὸ σῶ­μα του ἦ­ταν ἡ σκη­νή καὶ κα­τοι­κί­α τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη, εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ σκη­νὴ αὐ­τὴ τοῦ σώ­μα­τός του. Ἀ­κρι­βῶς μά­λι­στα τὸ σῶ­μα του αὐ­τό, ἐ­πει­δή συ­νε­λή­φθη ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, δὲν προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ τὴν κτί­ση αὐ­τή, ἀλ­λά ἀ­πὸ νέ­α πνευ­μα­τι­κὴ κτί­ση. Οὔ­τε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Χρι­στὸς ὡς θυ­σί­α τὸ αἷ­μα τρά­γων καὶ μό­σχων, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀλ­λά μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα μπῆ­κε μιὰ γιὰ πάν­τα στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για καὶ ἐ­ξα­σφά­λι­σε γιὰ μᾶς ἀ­πο­λύ­τρω­ση ὄ­χι προ­σω­ρι­νὴ ἀλλά αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν τὸ αἷ­μα τῶν ταύ­ρων καὶ τῶν τρά­γων καὶ τὸ ράν­τι­σμα μὲ τὸ νε­ρὸ καὶ τὴ στά­χτη τοῦ δα­μα­λιοῦ πού κα­τα­και­γό­ταν στὸ θυ­σι­α­στή­ριο δί­νει στοὺς θρη­σκευ­τι­κὰ μο­λυ­σμέ­νους καὶ ἀ­κά­θαρ­τους ἕ­ναν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ κα­θαρ­μὸ καὶ ἐ­ξα­γνί­ζει τὸ σῶ­μα τους, προ­κει­μέ­νου νὰ μπο­ροῦν νά με­τέ­χουν στὴ λα­τρεί­α, πό­σο μᾶλ­λον τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τό αἰ­ώ­νιο Πνεῦ­μα πού κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα του πρό­σφε­ρε στό Θε­ό ὡς θυ­σί­α τόν ἑ­αυ­τό του ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά κα­θα­ρό καί ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πό κά­θε ρύ­πο ἁ­μαρ­τί­ας, θά κα­θα­ρί­σει τή συ­νεί­δη­σή σας ἀ­πό τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού φέρ­νουν στήν ψυ­χή νέ­κρω­ση, καί θά σᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά λα­τρεύ­ε­τε ἀ­ξί­ως τόν ζων­τα­νό Θε­ό;

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς δώ­δε­κα μα­θη­τάς αὐ­τοῦ καί  ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βα­ί­νειν.  Ὅτι ἰ­δοὺ ἀ­να­βα­ί­νο­μεν ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θή­σε­ται τος ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι κα γραμ­μα­τεῦ­σι, κα κα­τα­κρι­νοῦ­σιν αὐ­τὸν θα­νά­τῳ κα πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐ­τὸν τος ἔ­θνε­σι, κα ἐμ­πα­ί­ξου­σιν αὐ­τῷ κα μα­στι­γώ­σου­σιν αὐ­τὸν κα ἐμ­πτύ­σου­σιν αὐ­τῷ κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τὸν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται. Κα προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐ­τῷ Ἰάκωβος κα Ἰ­ω­άν­νης υἱ­οὶ Ζε­βε­δα­ί­ου λέ­γον­τες· Δι­δά­σκα­λε, θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑ­μῖν; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δς ἡ­μῖν ἵ­να ες κ δε­ξι­ῶν κα ες ξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θί­σω­μεν ν τ δό­ξῃ σου. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Οκ οἴ­δα­τε τ αἰ­τεῖ­σθε. δύ­να­σθε πι­εῖν τ πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθῆ­ναι; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δυ­νά­με­θα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ μν πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω πί­ε­σθε, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθή­σε­σθε· τ δ κα­θί­σαι κ δε­ξι­ῶν μου κα ξ εὐ­ω­νύ­μων οκ ἔ­στιν ἐ­μὸν δοῦ­ναι, ἀλ­λ' ος ἡ­το­ί­μα­σται. κα ἀ­κο­ύ­σαν­τες ο δέ­κα ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου κα Ἰ­ω­άν­νου. δ Ἰ­η­σοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τοὺς λέ­γει αὐ­τοῖς· Οἴ­δα­τε ὅ­τι ο δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν τν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­ε­ύ­ου­σιν αὐ­τῶν κα ο με­γά­λοι αὐ­τῶν κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. οχ οὕ­τω δ ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν, ἀλ­λ' ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ γε­νέ­σθαι μέ­γας ν ὑ­μῖν, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, κα ς ἐ­ὰν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­σται πάν­των δοῦ­λος· κα γρ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που οκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι κα δοῦ­ναι τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν.                                        
 (Μάρκ. ι΄[10] 32  - 45)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ὁ Κύ­ριος πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἡ κρί­σι­μη ὥ­ρα πλη­σιά­ζει. Τὸ ἐ­πι­κεί­με­νο Πά­θος τὸν συ­νέ­χει. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ Τὸν κα­τα­βά­λει, τὸν κά­νει – πράγ­μα πα­ρά­δο­ξο! – νὰ ἐ­πι­τα­χὺ­νει τὸ βῆ­μα Του σπεύ­δον­τας πρὸς αὐ­τό. Οἱ μα­θη­τές Του Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦν μὲ θάμ­βος καὶ φό­βο.
1. ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ!
Ἰ­δοὺ λοι­πὸν ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἀ­να­κό­πτει σὲ μί­α στιγ­μὴ τὸν γρή­γο­ρο βη­μα­τι­σμό Του καί, παίρ­νον­τας ἰ­δι­αί­τε­ρα τοὺς 12 μα­θη­τές Του, τοὺς προ­λέ­γει τὰ ὅ­σα πρό­κει­ται νὰ Τοῦ συμ­βοῦν. Ὅ­τι δη­λα­δὴ τώ­ρα, ποὺ θὰ φτά­σουν στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, θὰ πα­ρα­δο­θεῖ ὁ Ἴ­διος στὰ χέ­ρια τῶν ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καὶ τῶν γραμ­μα­τέ­ων, ποὺ θὰ Τὸν κα­τα­δι­κά­σουν σὲ θά­να­το καὶ θὰ Τὸν πα­ρα­δώ­σουν στοὺς Ρω­μαί­ους στρα­τι­ῶ­τες. Καὶ αὐ­τοὶ θὰ Τὸν πε­ρι­γε­λά­σουν καὶ θὰ Τὸν μα­στι­γώ­σουν καὶ θὰ Τὸν φτύ­σουν καὶ θὰ Τὸν θα­να­τώ­σουν. Ἀλ­λὰ Ἐ­κεῖ­νος τὴν τρί­τη μέ­ρα ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό Του θὰ ἀ­να­στη­θεῖ.
Ὅ­μως οἱ μα­θη­τές – φαί­νε­ται – κι­νοῦν­ται σὲ ἄλ­λον κό­σμο. Ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριος τοὺς ὁ­μι­λεῖ γιὰ Πά­θος καὶ θά­να­το, ἐ­κεῖ­νοι ὀ­νει­ρεύ­ον­ται τι­μὲς καὶ δό­ξες. Ὀ­νει­ρεύ­ον­ται μό­νον; Δύ­ο ἀ­πὸ αὐ­τοὺς Τοῦ τὸ ζη­τοῦν κι­ό­λας. Ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης Τὸν πλη­σιά­ζουν καὶ Τὸν πα­ρα­κα­λοῦν νὰ τοὺς βά­λει δε­ξιά Του καὶ ἀ­ρι­στε­ρά Του, μό­λις ἀ­νέ­βη στὸν θρό­νο – ἔ­τσι νό­μι­ζαν – τῆς Βα­σι­λεί­ας Του στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.
«Οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε», δὲν γνω­ρί­ζε­τε τί ζη­τᾶ­τε, τοὺς λέ­γει ὁ Κύ­ριος. Μπο­ρεῖ­τε νὰ πι­εῖ­τε «τὸ πο­τή­ριον» ποὺ θὰ πι­ῶ ἐ­γὼ καὶ νὰ βα­πτι­σθεῖ­τε τὸ βά­πτι­σμα ποὺ θὰ βα­πτι­σθῶ ἐ­γώ; Μπο­ροῦ­με, ἀ­παν­τοῦν καὶ οἱ δύ­ο, χω­ρὶς νὰ ἔ­χουν ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶ σή­μαι­ναν αὐ­τὰ τὰ λό­για. Καὶ ὁ Κύ­ριος: Τὸ μὲν «πο­τή­ριον» τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, ποὺ πί­νω τώ­ρα ἐ­γώ, θὰ τὸ πι­εῖ­τε ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ἐ­σεῖς, καὶ τὸ βά­πτι­σμα τῶν πα­θη­μά­των, στὸ ὁ­ποῖ­ο βα­πτί­ζο­μαι ἐ­γώ, θὰ τὸ δε­χθεῖ­τε καὶ ἐ­σεῖς· τὸ νὰ κα­θή­σε­τε ὅ­μως στὰ δε­ξιά μου ἢ στὰ ἀ­ρι­στε­ρά μου, δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ ἐ­μέ­να νὰ σᾶς τὸ δώ­σω, ἀλ­λὰ θὰ δο­θεῖ σ᾿ αὐ­τοὺς γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ἔ­χει ἑ­τοι­μα­σθεῖ ἀ­πὸ τὸν δι­και­ο­κρί­τη Θε­ό.
ΒΕΒΑΙΩΣ μᾶς ἐκ­πλήτ­τει ἐ­δῶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι, ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριος ὁ­μι­λεῖ γιὰ πά­θη καὶ θά­να­το, οἱ μα­θη­τὲς φαν­τά­ζον­ται με­γα­λεῖ­α καὶ θρό­νους. Εἶ­ναι τό­σο κον­τά Του, καὶ ὅ­μως δὲν Τὸν κα­τα­νο­οῦν, μέ­νουν ξέ­νοι πρὸς Αὐ­τὸν καὶ οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἀ­φή­νουν νὰ βα­δί­ζει πρὸς τὸ Πά­θος μό­νος.
Μό­νος! Ἀ­κό­μη καὶ οἱ πιὸ κον­τι­νοί Του σω­μα­τι­κὰ μό­νον εὑ­ρί­σκον­ται κον­τά Του, πνευ­μα­τι­κὰ κι­νοῦν­ται σὲ ἄλ­λες κα­τευ­θύν­σεις. Δὲν εἶ­ναι ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τοι ἀ­σφα­λῶς, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν ἀ­κό­μη λά­βει τὸν φω­τι­σμὸ καὶ τὴν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα πάν­τως εἶ­ναι πὼς ὁ Κύ­ριος, βα­δί­ζον­τας πρὸς τὸ Πά­θος, εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κὰ μό­νος! Τί τρο­με­ρὸ αἴ­σθη­μα θὰ πρέ­πει νὰ ἦ­ταν αὐ­τό!
Δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­πὸ τό­τε, δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται. Τὸ ὄ­νο­μα βε­βαί­ως τοῦ Χρι­στια­νοῦ τὸ φέ­ρου­με σή­με­ρα ἑ­κα­τον­τά­δες ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀν­θρώ­πων. Πό­σοι ὅ­μως πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­με τὸν Κύ­ριο; Πό­σοι κα­τα­λα­βαί­νου­με τὸ πνεῦ­μα Του; Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­χνὰ τὸν ἀ­φή­νου­με μό­νο.
Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ση­μαί­νει ὅ­τι τυ­πι­κὰ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ μό­νο εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς ἁ­γί­ας Του Ἐκ­κλη­σί­ας. Οὐ­σι­α­στι­κὰ ζοῦ­με σὲ ἄλ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα. Οἱ πό­θοι μας, οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τὰ ὁ­ρά­μα­τά μας δὲν δι­α­φέ­ρουν καὶ πο­λὺ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν. Ζη­τᾶ­με ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον καὶ ἐ­μεῖς ἐ­πί­γει­ες δό­ξες, κο­σμι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες, χα­ρὲς γή­ι­νες. Ὅ­μως ἔ­τσι ἀ­φή­νου­με τὸν Κύ­ριο νὰ πο­ρεύ­ε­ται μό­νος καὶ ἐ­μεῖς ὑ­πο­φέ­ρου­με καὶ βα­σα­νι­ζό­μα­στε μα­κριά Του. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ Τοῦ προ­ξε­νεῖ τὸν μέ­γι­στο πό­νο: ἡ δι­κή μας τα­λαι­πω­ρί­α. Δι­ό­τι θέ­λει νὰ μᾶς ἔ­χει κον­τά Του στὸν δρό­μο πρὸς τὸν Γολ­γο­θά, γιὰ νὰ φθά­σου­με στὴ με­γά­λη χα­ρὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πράγ­μα ποὺ ἐ­μεῖς ζη­τών­τας ἐ­πί­γει­ες δό­ξες τὸ ἀρ­νού­μα­στε. Καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη τρα­γω­δί­α ἀ­πὸ αὐ­τήν!
Πι­κρή, πι­κρό­τα­τη ἀ­λή­θεια: Ὅ­σο πιὸ κον­τὰ στὸν Χρι­στό, τό­σο οἱ συ­νο­δοι­πό­ροι λι­γο­στεύ­ουν! Οἱ πολ­λοὶ ἀ­γα­ποῦν τὸ χῶ­μα. Τὸν ἀ­φή­νουν μό­νον! Δη­λα­δὴ μέ­νουν μό­νοι!

2. Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
    Ἀλ­λὰ ἡ ἱ­στο­ρί­α ἔ­χει καὶ συ­νέ­χεια. Ἡ κί­νη­ση τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ τοῦ Ἰ­ω­άννου προ­κά­λε­σε τὴν ἀ­γα­νά­κτη­ση τῶν ὑ­πο­λοί­πων μα­θη­τῶν, ποὺ αἰ­σθάν­θη­καν πα­ρα­με­ρι­σμέ­νοι. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος τὸ ἀν­τε­λή­φθη αὐ­τό, τοὺς κά­λε­σε ὅ­λους κον­τά Του καὶ τοὺς εἶ­πε: Γνω­ρί­ζε­τε βέ­βαι­α πὼς ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ἄρ­χον­τες τῶν ἐ­θνῶν, τὰ κα­τα­δυ­να­στεύ­ουν καὶ οἱ με­γά­λοι ἄν­δρες τους τὰ κα­τα­πι­έ­ζουν. Με­τα­ξύ σας ὅ­μως δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται αὐ­τὸ τὸ πνεῦ­μα. Ἀλ­λὰ ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ γί­νει με­γά­λος ἀ­νά­με­σά σας, ἂς εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της σας. Καὶ ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ εἶ­ναι πρῶ­τος ἀ­πὸ σᾶς, ἂς γί­νει δοῦ­λος ὅ­λων. Δι­ό­τι ἄλ­λω­στε καὶ ἐ­γώ, ποὺ ἔ­γι­να ἄν­θρω­πος γιὰ χά­ρη σας, δὲν ἦλ­θα νὰ ὑ­πη­ρε­τη­θῶ, ἀλ­λὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σω καὶ νὰ προ­σφέ­ρω τὴ ζω­ή μου λύ­τρο, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐ­ξα­γο­ρα­σθοῦν καὶ θὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸν θά­να­το πολ­λοί.
ΙΔΟΥ ὅ­τι κά­τι και­νούρ­γιο εἰ­σά­γε­ται πλέ­ον στὸν κό­σμο. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μας κα­θι­ε­ρώ­νει τὴ μό­νη ὄν­τως νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των ἐ­πὶ τῆς γῆς: πρῶ­τος εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος, με­γά­λος εἶ­ναι ὁ ὑ­πη­ρέ­της, ὁ δοῦ­λος τῶν ἄλ­λων.
Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος θε­ρα­πεύ­ει ρι­ζι­κὰ ὅ­λες τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ες τῶν ἀν­θρώ­πων. ΟΛΕΣ! Κον­τά Του δὲν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον κα­τα­πι­ε­σμέ­νοι, ἀ­δι­κη­μέ­νοι, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι, πλη­γω­μέ­νοι. Δι­ό­τι πῶς νὰ πλη­γω­θεῖ π.χ. κά­ποι­ος, ὅ­ταν τὸν πα­ρα­με­ρί­ζουν ἢ τὸν ὑ­πο­βι­βά­ζουν στὴν τε­λευ­ταία θέ­ση, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἴ­διος – ἐ­φό­σον ἔ­χει ἐγ­κολ­πω­θεῖ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ – αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση ἐ­πι­θυ­μεῖ; Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ὁ ἄν­θρω­πος κον­τὰ στὸν Χρι­στό, εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη – ἀ­πεί­ρων, θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, δι­α­στά­σε­ων – ὥ­στε οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς συν­θή­κες ὅ­σο πι­ε­στι­κὲς καὶ βά­ναυ­σες καὶ ἂν εἶ­ναι δὲν μπο­ροῦν πο­τὲ οὔ­τε κἂν νὰ τὸν ἐγ­γί­σουν. Πο­τέ!
Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­λο τὸ θέ­μα γιὰ ὅ­λους μας εὑ­ρί­σκε­ται σ᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς: στὸ νὰ ἀ­γα­πή­σου­με τὴν τε­λευ­ταί­α θέ­ση. Αὐ­τήν, ποὺ ἐ­πέ­λε­ξε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό Του, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­γά­πη­σε ἡ Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του, ἐ­πι­δί­ω­ξαν οἱ ἅ­γιοί μας, θαυ­μά­ζει ὅ­λος ὁ κό­σμος τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ.
Ἀ­δελ­φοί, ὅ­λα αὐ­τά, ποὺ μοιά­ζουν μιὰ ὡ­ραί­α θε­ω­ρί­α, ἰ­δοὺ ὅ­τι ὁ Κύ­ριός μας τὰ φα­νε­ρώ­νει ἐ­πά­νω στὴν πρά­ξη. Τὸν βλέ­που­με· ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή Του ὑ­πῆρ­ξε ζω­ὴ ἀ­φά­νειας, δι­α­κο­νί­ας καὶ τα­πεί­νω­σης. Καὶ τώ­ρα νά! Πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὸ Πά­θος, στὴν «ἄ­κραν τα­πεί­νω­σιν».
Ἂς τὸ σκε­φθοῦ­με αὐ­τὸ μιὰ στιγ­μή: Ὁ ἄ­πει­ρος καὶ προ­αι­ώ­νιος Θε­ός, ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς καὶ Κυ­βερ­νή­της τοῦ Σύμ­παν­τος νὰ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος καὶ νὰ ὑ­φί­στα­ται τό­σους ἐ­ξευ­τε­λι­σμοὺς καὶ τό­σα μαρ­τύ­ρια ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια τὰ πλά­σμα­τά Του! Καὶ τέ­λος νὰ κρε­μᾶ­ται ἐ­πί του σταυ­ροῦ γυ­μνὸς ἐ­νώ­πιον τῆς ἁ­γί­ας Μη­τρός Του, τῶν εὐ­σε­βῶν μα­θη­τρι­ῶν Του καὶ τό­σου πλή­θους ἀν­θρώ­πων!
Λοι­πόν. Ἀμ­φι­βάλ­λει τώ­ρα κα­νείς;
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου