Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.
                                               (Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι θὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό του ὁ Θε­ὸς νὰ ὁρ­κι­στεῖ σ' αὐ­τόν, ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ εἶ­πε: Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἀ­λη­θι­νὰ ὅ­τι θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω πο­λὺ πλού­σια καὶ θὰ πλη­θύ­νω πά­ρα πο­λύ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Ἔ­τσι πῆ­ρε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τὴν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ πολ­λὰ χρό­νια, πέ­τυ­χε τήν ἐκπλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν ἐ­πί­γεια ζωή του. Ἀπέκτησε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴ Σάρ­ρα παι­δί, ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­τριά­ρχη κι ἔγιναν ἕνα με­γά­λο ἔ­θνος. Ὁ Θε­ὸς ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ ἄνθρωποι βέ­βαι­α ὁρ­κί­ζον­ται στὸ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀ­π' ὅ­λους. Καὶ δί­νουν ὅρ­κο οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καὶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια τῶν λόγων τους. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μὲ τὸν ὅρ­κο ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε ἀμφιβολία καὶ ἐ­πει­δή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα σ' ἐ­κεί­νους πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη καί ἀ­με­τά­θε­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τὰ ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γι' αὐ­τὸ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ ἄ­κρα συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα νὰ με­σο­λα­βή­σει ὅρ­κος στὰ λόγια του. Καὶ δέ­χθη­κε τὴ με­σο­λά­βη­ση τοῦ ὅρ­κου, ὥ­στε μὲ δύ­ο πράγ­μα­τα στε­ρε­ὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα, δη­λα­δὴ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ μὲ τὸν ὅρ­κο του, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δύ­να­το νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ὁ Θε­ός, νὰ ἔ­χου­με ἐμεῖς πού κα­τα­φύ­γα­με σ' αὐ­τὸν με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ προ­τρο­πὴ καὶ στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου vά κρα­τή­σου­με τὴν ἐλ­πί­δα πού βρί­σκε­ται μπροστά μας. Αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα τὴν ἔ­χου­με σὰν ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς. Αὐτή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους καὶ εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ὁποῖο εἰ­κο­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς τό­πος τῆς σκη­νῆς καὶ τοῦ να­οῦ πού ἐ­κτει­νό­ταν πιὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κα­τα­πέ­τασμα καί λεγόταν Ἅ­για Ἁ­γί­ων. Ἐκεῖ, στὸν οὐ­ρα­νό, ὡς πρό­δρο­μος μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς πρὶν ἀ­πό μᾶς καὶ γιὰ χά­ρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸ δρό­μο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Καὶ ἔ­τσι ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ὄ­χι προ­σω­ρι­νὸς ἀλλά αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξη Μελ­χι­σε­δέκ».

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.                
                           (Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ζοῦσαν τὶς πιὸ μεγαλειώδεις στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, καθὼς ἀντίκρυζαν τὸ ἐκπληκτικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Τὴν ἴδια ὥρα στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα μαθηταὶ περνοῦσαν στιγμὲς κρίσιμες. Γιὰ πρώτη φορά, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κύριος τοὺς εἶχε δώσει τὴ δύναμη νὰ θαυματουργοῦν καὶ νὰ νικοῦν τοὺς δαίμονες, χάνουν τὴ μάχη! Τὸ δαιμόνιο, ποὺ προσπαθοῦν νὰ διώξουν ἀπὸ ἕνα δαιμονισμένο νέο, δὲν ὑποτάσσεται στὸ χάρισμά τους. Ἡ ἀγωνία τους κορυφώνεται, καθὼς οἱ κακόψυχοι γραμματεῖς ἀρχίζουν νὰ τοὺς εἰρωνεύονται καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα νὰ γίνεται πολὺ βαρειά. Ἀλλὰ νά, ὁ Κύριος ἐπιτέλους ἐμφανίζεται, πλησιάζει. Ἀνακούφιση καὶ χαρὰ γεμίζει τὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο ἀκριβῶς αὐτὸ ἀρχίζει ἡ περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελικοῦ μας ἀναγνώσματος τῆς τετάρτης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

1. Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΑΠΟΝΕΙΤΑΙ!
Πικραμμένος ἀφάνταστα ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ γονατίζοντας ἐνώπιόν Του δίνει τὶς ἐξηγήσεις, ποὺ ζητάει ὁ Κύριος: Ἔφερα τὸ παιδί μου σὲ Σένα, Κύριε, λέγει, διότι ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ δαιμόνιο, ποὺ τοῦ πῆρε καὶ τὴν λαλιά του ἀκόμη. Καὶ ὅπου τὸ πιάσει, τὸ ρίχνει κάτω καὶ τὸ κάνει νὰ ἀφρίζει καὶ νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ νὰ μένει ξερό, ἀναίσθητο. Καὶ εἶπα στοὺς μαθητὲς Σου νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσαν.
– Ὦ γενεὰ ἄπιστη!, ἀναφωνεῖ ὁ Κύριος ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ πατέρα, μέχρι πότε θὰ εἶμαι ἀκόμη μαζί σας; Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;
ΜΕΧΡΙ πότε, Κύριε, θὰ μᾶς ἀνέχεσαι; Καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ ἡ σύγχρονή Σου ἐκείνη γενεὰ καὶ ὁ ὀλιγόπιστος πατέρας τοῦ βασανισμένου παιδιοῦ, εἴμαστε πράγματι ἄπιστοι σχεδόν. Ἄπιστοι! Δηλαδὴ ὀλιγόπιστοι. Δὲν Σὲ ἀρνούμεθα ἐντελῶς, ὄχι! Οὔτε καταπατοῦμε ἐν ψυχρῷ τὰ προστάγματά Σου, οὔτε πολεμοῦμε μὲ ἀσέβεια τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου Σου. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἀποφασίζουμε νὰ παραδοθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου σὲ Σένα.
Ἐρχόμαστε κοντά Σου, ἀλλὰ μὲ δισταγμούς!
Σὲ πλησιάζουμε, ἀλλὰ μὲ ἀμφιβολίες!
Κάνουμε νὰ Σοῦ παραδώσουμε τὴ ζωή μας, κρατᾶμε ὅμως καὶ κρατούμενα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑποφέρουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βασανιζόμαστε. Καὶ οἱ ταλαιπωρίες μᾶς πνίγουν. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ παραπονεῖσαι, Κύριε, γιὰ μᾶς; Πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ καὶ τὴ γενεὰ ἐκείνη τῶν ἀπίστων Ἑβραίων! Διότι ἐκεῖνοι ἀκόμη δὲν γνώριζαν Ποιὸς εἶσαι. Ἴσως νὰ νόμιζαν πὼς εἶσαι κάποιος μεγάλος προφήτης – αὐτὸ μόνον!
Ἐμεῖς ὅμως; Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ Χριστιανοί Σου, ποὺ γνωρίζουμε ὅτι εἶσαι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ἐμεῖς, ποὺ γνωρίζουμε ὅτι γιὰ χάρη μας ἔγινες ἄνθρωπος καὶ ἔχυσες γιὰ μᾶς τὸ Αἷμα Σου. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀναστάσεώς Σου, ποὺ εἴμαστε λουσμένοι στὴ φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐμεῖς, οἱ πνιγμένοι στὸν ὠκεανὸ τῶν ἀπείρων εὐεργεσιῶν Σου. Οἱ βαπτισμένοι, οἱ μυρωμένοι, οἱ κοινωνοὶ τοῦ Μυστικοῦ Σου Δείπνου, οἱ γεννημένοι πρίγκιπες στὴν ἐπὶ γῆς Βασιλεία Σου, τὴν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς, λοιπόν, νὰ διστάζουμε; Νὰ Σὲ λυποῦμε τόσο πολύ;
Πῶς νὰ μὴ παραπονεῖσαι ἑπομένως, Κύριε, γιὰ μᾶς; Αὐτοὶ εἴμαστε καὶ χειρότεροι μᾶλλον. Ὅμως μὴ μᾶς ξεσυνερίζεσαι. Δός μας λίγο καιρὸ ἀκόμη. Καὶ τὴν πολλή Σου Χάρη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεος τῆς ἄπειρης ἀγάπης Σου. Ἴσως οἱ πέτρες τῶν καρδιῶν μας κάποτε ἔτσι μπορεῖ νὰ ραγίσουν...
2. ΟΤΑΝ Η ΦΛΟΓΑ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ
Πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαγχνος ὁ Κύριος, παρόλο ποὺ παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ταλαιπωρημένου ἐκείνου πατέρα, δὲν ἐγκαταλείπει τὸ πλάσμα Του, ἀλλὰ ζητάει νὰ φέρουν κοντά Του τὸ δαιμονισμένο παιδί. Καὶ τί τρομερό! Μόλις τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶδε τὸν Κύριο, ἀμέσως «ἐσπάραξεν αὐτόν», ἐτάραξε μὲ φοβεροὺς σπασμοὺς τὸν νέο, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κάτω καὶ στριφογύριζε βγάζοντας ἀπὸ τὸ στόμα του ἀφρούς.
«Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε, ποὺ ἔπαθε αὐτὸ τὸ πράγμα;», ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τὸν πατέρα, καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «παιδιόθεν», ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ ἦταν μικρὸ παιδί. Καὶ σ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα πολλὲς φορὲς τὸ ἔρριξε καὶ σὲ φωτιὰ καὶ σὲ νερά, γιὰ νὰ τὸ θανατώσει. Ἀλλὰ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας, ψιθύρισε ὁ ἀπογοητευμένος πατέρας. Παράκληση μὲ πολὺ πόνο, ἀλλὰ μὲ λίγη πίστη. Αὐτὸ τὸ «εἲ τι δύνασαι», ἂν μπορεῖς, δείχνει ἀκριβῶς τὴν λίγη πίστη τοῦ πατέρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Ἂν μπορεῖς νὰ πιστεύσεις, ὅλα εἶναι κατορθωτὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως, σὰν τότε μόλις νὰ ξύπνησε, φώναξε μὲ δάκρυα ὁ δύστυχος πατέρας: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, ἀλλὰ ἡ πίστη μου εἶναι ἀδύνατη ἀκόμη· βοήθησέ με Ἐσύ, Κύριε, νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία μου.
Καὶ βέβαια ὁ ἐλεήμων Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὴν ἱκεσία τοῦ πατέρα καὶ ὅταν μὲ τὸ παντοδύναμο πρόσταγμά Του διέταξε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ φύγει καὶ νὰ μὴ ξαναεισέλθει σ᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, ἐκεῖνο κράζοντας καὶ σπαράζοντας ἐξαφανίστηκε, ἀφήνοντας σχεδὸν νεκρὸ τὸ παλληκάρι. Ὅμως ὁ Κύριος ἦταν κοντά του, ἐγγύηση ζωῆς καὶ σωτηρίας, καὶ πιάνοντας τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ τὸ σήκωσε ὄρθιο γεμάτο ὑγεία καὶ δύναμη.
Ἕνα ἐκπληκτικὸ θαῦμα, ποὺ εἶχε ὡστόσο ἀφήσει ἀπορία στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ρώτησαν ἰδιαιτέρως τὸν Κύριο, γιὰ ποιὸ λόγο οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ διαμόνιο αὐτά. Ἐκεῖνος τότε τοὺς ἐξήγησε πὼς αὐτὸ εἰδικά τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ μὲ νηστεία.
ΑΛΗΘΕΙΑ, πόσο ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχος εἶναι ὁ Κύριος! Καλάμι μισοτσακισμένο δὲν τὸ σπάζει ποτὲ ἐντελῶς καὶ φυτίλι, ποὺ ἐλάχιστα καπνίζει, δὲν τὸ σβήνει. Ὅταν ἡ φλόγα τῆς πίστεως τρέμει, Ἐκεῖνος προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν δυναμώσει. Γιατί δὲν ἦρθε νὰ τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ θεραπεύσει.
Νὰ θεραπεύσει! Γνωρίζει τὶς δυσκολίες μας, τοὺς φόβους, τὶς ἀμφιβολίες μας. Γνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας, τὴ λύπη, τὴν ἀπόγνωση, ποὺ συχνὰ κυριεύει τὴν ψυχὴ μας. Ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀπορρίπτει. Προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς ἐνισχύσει, νὰ μᾶς ἑλκύσει κοντά Του. Δὲν ἀπαιτεῖ ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουμε τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσουμε. Μακάρι νὰ τὴν εἴχαμε, αὐτὸ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς τὸ ἄριστο.  Ἐκεῖνος ὅμως καὶ ἔτσι, ποὺ εἴμαστε, μᾶς δέχεται. Ἀρκεῖ βέβαια νὰ καταφεύγουμε κοντά Του.
Λοιπόν, ἀκόμη κι ὅταν νιώθουμε πὼς οἱ ἀμφιβολίες μᾶς πνίγουν, κι ὅταν ἀκόμη ἡ ψυχὴ μας παραδέρνει στοὺς πέντε ἀνέμους, ὅταν δὲν βρίσκουμε δύναμη οὔτε δύο λόγια προσευχῆς νὰ ψιθυρίσουμε, νὰ μὴ τὰ χάνουμε καὶ τότε ἀκόμη! Διότι Ἐκεῖνος καὶ τότε ἀκόμη μᾶς δέχεται. Ἤ μᾶλλον μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια Του μᾶς περιμένει.
Ὅσο ἀδύναμοι καὶ ἄδειοι ἐὰν νιώθουμε, ὅσο χαμηλὰ κι ἂν βλέπουμε πὼς εἴμαστε πεσμένοι, ἀδελφοί, αὐτὸ τουλάχιστον μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε· νὰ στρέψουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας πρὸς Ἐκεῖνον κι αὐτὸ μονάχα νὰ Τοῦ ποῦμε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»!
Ἰδοὺ ὅτι Ἐκεῖνος πορεύεται πρὸς τὸ Πάθος. Στοὺς τελευταίους στίχους τοῦ κειμένου μας μάλιστα ἀκούσαμε νὰ τὸ προλέγει στοὺς μαθητὲς Του. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὸν Σταυρό, στὸν Γολγοθᾶ: γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σώζει τοὺς ναυαγούς της ζωῆς καὶ τοὺς ἀπελπισμένους! Αὐτὸ ποτὲ νὰ μὴ τὸ λησμονοῦμε, ἀδελφοί!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου