Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ πάν­το­τε· πά­λιν ἐ­ρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐ­πι­ει­κὲς ὑ­μῶν γνω­σθή­τω πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις. ὁ Κύ­ριος ἐγ­γύς. μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε, ἀλ­λ' ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δε­ή­σει με­τὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑ­πε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐ­μά­θε­τε καὶ πα­ρε­λά­βε­τε καὶ ἠ­κού­σα­τε καὶ εἴ­δε­τε ἐν ἐ­μοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης ἔ­σται με­θ' ὑ­μῶν.   
                           (Φι­λιπ. δ΄[4] 4-9)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, νὰ χαί­ρε­στε πάν­το­τε μὲ τὴ χα­ρὰ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Κύ­ριο. Πά­λι θὰ πῶ, νὰ χαί­ρε­στε. Ἡ ἐ­πι­εί­κειά σας καὶ ἡ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ἂς γί­νει γνω­στὴ σ' ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καὶ σ' αὐ­τοὺς ἀ­κό­μη τοὺς ἀ­πί­στους. Ὁ Κύ­ριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλ­θει, καὶ αὐ­τὸς θὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν κα­θέ­να ὅ,τι τοῦ ἀ­νή­κει. Μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πό ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά γιὰ κά­θε τι πού σᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, νὰ κά­νε­τε γνω­στά τά αἰ­τή­μα­τά σας στό Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καί τή δέ­η­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες πρέ­πει νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται καὶ μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α γιά ὅ­σα ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­δω­σε. Κι ἔ­τσι, ὅ­ταν δι­ώ­χνε­τε κά­θε μέ­ρι­μνα καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὴ θεί­α Πρό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη πού ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴν με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καὶ τώ­ρα ἀ­πο­μέ­νει, ἀ­δελ­φοί μου, νὰ σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω καὶ μί­α ἄλ­λη προ­τρο­πή: Ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, ὅ­σα εἶ­ναι σε­μνά καί σε­βα­στά, ὅ­σα εἶ­ναι δί­και­α, ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­μό­λυν­τα καὶ ἁ­γνά, ὅ­σα εἶ­ναι προ­σφι­λῆ στὸ Θε­ὸ καὶ στοὺς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους, ὅ­σα ἔ­χουν κα­λὴ φή­μη κα­θὼς καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λὸ ἔρ­γο πού εἶ­ναι ἄ­ξιο ἐ­παί­νου, αὐ­τὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­στε καὶ νὰ προ­σέ­χε­τε, γιὰ νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζε­τε καὶ στὴ ζω­ή σας. Αὐ­τὰ πού μά­θα­τε καὶ πα­ρα­λά­βα­τε καὶ ἀ­κού­σα­τε μὲ τὴν προ­φο­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, κα­θὼς καὶ αὐ­τὰ πού εἴ­δα­τε σ' ὅ­λη τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὴ δι­α­γω­γή μου, αὐ­τὰ νὰ κά­νε­τε. Καὶ τό­τε ὁ Θε­ός, πού εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γός τῆς εἰ­ρή­νης, θὰ εἶ­ναι μα­ζί σας.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­πο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βα­ΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὄ­χλος, ὅ­τι ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τ ση­μεῖ­ον.                                                
       (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἡ Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­γα­πη­τὴ σὲ ὅ­λους μας. Μί­α μέ­ρα ποὺ μᾶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ ἱ­ε­ρὲς συγ­κι­νή­σεις. Κρα­τών­τας στὰ χέ­ρια μας κλω­νά­ρια δάφ­νης θυ­μού­μα­στε τὰ βα­ΐ­α, τοὺς κλά­δους δη­λα­δὴ τῶν φοι­νί­κων, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πο­δέ­χθη­σαν τό­τε οἱ Ἑ­βραῖ­οι τὸν Κύ­ριο, κα­τὰ τὴν εἴ­σο­δό Του στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ψάλ­λον­τας, ὅ­πως ψάλ­λου­με καὶ ἐ­μεῖς μὲ ἄλ­λο πλέ­ον νό­η­μα: «Ὡ­σαν­νά, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου».
Ταυ­το­χρό­νως γνω­ρί­ζου­με πὼς εὑ­ρι­σκό­μα­στε ἤ­δη στὸ κα­τώ­φλι τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος καὶ τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας στρέ­φον­ται τώ­ρα πρὸς τὸ Πά­θος.
1. Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Πρὶν ἀ­πὸ λί­γο μό­λις δι­ά­στη­μα ὁ Κύ­ριος εἶ­χε κά­νει στὴ μι­κρὴ πό­λη Βη­θα­νί­α τὸ μέ­γι­στο ὅ­λων τῶν θαυ­μά­των Του, τὴν ἀ­νά­στα­ση – τέσ­σε­ρις ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες με­τὰ τὴν τα­φὴ – τοῦ φί­λου του Λα­ζά­ρου. Τώ­ρα, κα­θὼς πλη­σιά­ζει ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα, ὁ Κύ­ριος ἀρ­χί­ζει νὰ βα­δί­ζει πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ ἕ­ξη ἡ­μέ­ρες πρὸ τῆς ἑ­ορ­τῆς ἔ­φθα­σε καὶ πά­λι στὴ Βη­θα­νί­α. Ἐ­κεῖ οἱ συγ­γε­νεῖς τοῦ Λα­ζά­ρου γε­μά­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη Τοῦ ἑ­τοί­μα­σαν τρα­πέ­ζι, στὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­με­τεῖ­χε καὶ ὁ Λά­ζα­ρος, ἡ δὲ Μάρ­θα εἶ­χε ὅ­λη τὴ φρον­τί­δα τῆς ἑ­τοι­μα­σί­ας του. Τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ἡ ἀ­δελ­φή της ἡ Μα­ρί­α ἔ­δει­χνε τὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης της μὲ ἄλ­λο τρό­πο. Ἀ­γό­ρα­σε μί­α λί­τρα (325 πε­ρί­που γραμ­μά­ρια) ἀ­πὸ ἕ­να πα­νά­κρι­βο ἁ­γνὸ μύ­ρο, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ φυ­τὸ Νάρ­δος (μιὰ ποι­κι­λί­α τῆς Βα­λε­ριά­νας) καὶ μὲ αὐ­τὸ ἄ­λει­ψε τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ πολ­λὴ τα­πεί­νω­ση τὰ σκού­πι­σε κα­τό­πιν μὲ τὰ μαλ­λιά της, ἐ­νῶ ὅ­λο τὸ σπί­τι γέ­μι­ζε ἀ­πὸ τὴν εὐ­ω­δί­α τοῦ μύ­ρου.
Ἀλ­λὰ τί πε­ρί­ερ­γο! Ἡ πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας, ποὺ συ­νε­κί­νη­σε ὅ­λους, δυ­σα­ρέ­στη­σε τὸν Ἰ­ού­δα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­κρί­νον­τας τὴν κί­νη­σή της εἶ­πε: Για­τί νὰ μὴ που­λη­θεῖ αὐ­τὸ τὸ μύ­ρο γιὰ 300 δη­νά­ρια καὶ νὰ δο­θοῦν στοὺς φτω­χούς; Δὲν τὸν ἐν­δι­έ­φε­ραν βέ­βαι­α τὸν προ­δό­τη οἱ φτω­χοί, ἀλ­λὰ ἤ­θε­λε νὰ ἁρ­πά­ξει ὁ ἴ­διος αὐ­τὰ τὰ χρή­μα­τα, ὅ­πως ἔ­κλε­βε καὶ ἄλ­λα ἀ­πὸ τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο, ποὺ τὸ εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει σὲ κεῖ­νον. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­παν­τᾶ: Ἄ­φη­σε τὴ Μα­ρί­α ἥ­συ­χη. Μὲ τὴν πρά­ξη της οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν ἔ­κα­νε τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸ σῶ­μα Μου γιὰ τὴν τα­φή. Τοὺς φτω­χοὺς θὰ τοὺς ἔ­χε­τε πάν­το­τε μα­ζί σας, ἐ­μέ­να ὅ­μως ὄ­χι, δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.
ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ στὰ λό­για του Κυ­ρί­ου μας ἐ­δῶ: Τὸ ὅ­τι συν­δέ­ει τὴν πρά­ξη τῆς Μα­ρί­ας μὲ τὸν θά­να­το καὶ τὴν τα­φή Του. «Ἡ Μα­ρί­α μὲ ἑ­τοί­μα­σε γιὰ τὴν τα­φή», αὐ­τὸ ση­μαί­νουν τὰ λό­για Του, πα­ρό­λο ποὺ ἡ Μα­ρί­α δὲν εἶ­χε σκε­φθεῖ κά­τι τέ­τοι­ο.
Οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ Κύ­ριος ἀ­νοί­γει ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρα­θυ­ρά­κι γιὰ νὰ δοῦ­με λί­γο τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό Του. Καὶ τί βλέ­που­με; Βλέ­που­με πὼς ἡ ψυ­χή Του εἶ­ναι στραμ­μέ­νη διαρκῶς πρὸς τὰ πα­θή­μα­τα, τὸν θά­να­το καὶ τὴν τα­φή Του. Ὅ­λη ἡ ὕ­παρ­ξή Του εἶ­ναι πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα! Γε­γο­νό­τα ἐ­νῶ ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χουν συμ­βεῖ; Ναί! Δι­ό­τι, ὁ Κύ­ριος ἔ­τσι τὰ ζεῖ.
Αὐ­τὸ πά­λι ση­μαί­νει πὼς τὸ Πά­θος δὲν ἦ­ταν ὑ­πό­θε­ση 2 ἡ­με­ρῶν γιὰ τὸν Κύ­ριο. Ὄ­χι! Τὸ Πά­θος συ­νεῖ­χε δια­ρκῶς τὴν ἁ­γί­α ψυ­χή Του. Χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λὴ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με πὼς ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ Του ἦ­ταν μί­α συ­νε­χὴς βί­ω­ση τοῦ Πά­θους Του. Γι᾿ αὐ­τὸ καί, ἀ­κό­μη καὶ ἄ­σχε­τες ἐ­νέρ­γει­ες, ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας, Ἐ­κεῖ­νος τὶς συ­νέ­δε­ε μὲ αὐ­τὸ ποὺ Τὸν εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φή­σει: τὸ Πά­θος! Σκε­πτό­ταν τὸ φρι­κτὸ βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των τοῦ κό­σμου, ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ τὰ ση­κώ­σει ὁ Ἴ­διος. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­μως καὶ ἁ­γί­α χα­ρὰ γιὰ τὴ λύ­τρω­ση, ποὺ κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο θὰ χά­ρι­ζε στοὺς πι­στούς Του. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το ἐ­δῶ νὰ εἰσ­δύ­σου­με βα­θύ­τε­ρα.
Ἂς μᾶς συγ­κι­νή­σει ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί, αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα. Καὶ ἂς γί­νει καὶ γιὰ τὸν κα­θέ­να μας τὸ σω­τή­ριο Πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου ὄ­χι ὑ­πό­θε­ση ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν ἢ μιᾶς μέ­ρας ἢ ἔ­στω τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος, ἀλ­λὰ ἀ­κρι­βῶς: ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ! Αὐ­τὸ δη­λα­δή, ποὺ θὰ δε­σπό­ζει στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πε­ρι­στρέ­φε­ται ὅ­λη ἡ ζω­ή μας.
Οἱ εἰ­δή­σεις γιὰ τὰ ποι­κί­λα γε­γο­νό­τα τοῦ κό­σμου τού­του, οἱ πο­λι­τι­κὲς ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις, οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις καὶ τὰ ἄλ­λα ζη­τή­μα­τα ἂς παύ­σουν πλέ­ον νὰ ἀ­πορ­ρο­φοῦν τό­σο πο­λὺ τὴν καρ­διά μας. Καὶ ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ στραμ­μέ­νη πρὸς τὸν Λυ­τρω­τή μας καὶ τὸ σω­τή­ριο Πά­θος Του. Γιὰ νὰ μὴ ζοῦ­με μὲ ψέ­μα­τα καὶ ψευ­δαι­σθή­σεις, προ­σπα­θών­τας νὰ ξε­δι­ψά­σου­με μὲ ζω­γρα­φι­σμέ­να νε­ρά, ἀλ­λὰ νὰ τρέ­χου­με στὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Κύ­ριος καὶ Θε­ός μας.
2. «ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ»
Ἡ εἴ­δη­ση ὅ­τι ὁ Κύ­ριος βρί­σκε­ται στὴ Βη­θα­νί­α δι­α­δό­θη­κε σὰν ἀ­στρα­πὴ καὶ κό­σμος πο­λὺς ἄρ­χι­σε νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται ἐ­κεῖ. Αὐ­τὸ ὅ­μως ἐ­ξε­ρέ­θι­σε τοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ποὺ σκέ­φθη­καν νὰ σκο­τώ­σουν ὄ­χι μό­νο τὸν Κύ­ριο ἀλ­λὰ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, ποὺ γι­νό­ταν ἀ­φορ­μὴ νὰ πι­στεύ­ουν πολ­λοὶ στὸν Ἰ­η­σοῦ.
Τὴν ἄλ­λη τώ­ρα μέ­ρα, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ξε­κί­νη­σε γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τοῦ λα­οῦ ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πε­ρί­γρα­πτος. Ἔ­κο­βαν ὅ­λοι κλα­διὰ ἀ­πὸ φοί­νι­κες καὶ ἔ­τρε­χαν νὰ Τὸν προ­ϋ­παν­τή­σουν φω­νά­ζον­τας: «Ὡ­σαν­νά, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ»· Τὸν ὑ­πο­δέ­χον­ταν σὰν βα­σι­λέ­α, Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἔ­φθα­σε στὴν πό­λη «κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου», ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ εἶ­χε προ­εί­πει ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας γρά­φον­τας: «Μὴ φο­βᾶ­σαι Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄ­ρους Σι­ὼν νὰ ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος, ἀλ­λὰ πρά­ος καὶ τα­πει­νός κα­θι­σμέ­νος ἐ­πά­νω σὲ γα­ϊ­δου­ρά­κι». Ἐκ­πλη­κτι­κὴ προ­φη­τεί­α, ποὺ οἱ μα­θη­τὲς δὲν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ὅ­τι ἐ­πραγ­μα­το­ποι­εῖ­το ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα. Ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ὄν­τως εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο.
Με­γά­λω­νε ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τοῦ πλή­θους κα­θὼς οἱ αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες βε­βαί­ω­ναν τὴν ἀ­λή­θεια πε­ρὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Λα­ζά­ρου. Αὐ­τὸς δὲ ὁ αὐ­ξα­νό­με­νος ἐν­θου­σια­σμὸς ἦ­ταν ποὺ συ­νε­τέ­λε­σε νὰ γί­νει μιὰ τό­σο θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ὑ­πο­δο­χὴ στὸν Κύ­ριο.
ΤΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ὅ­μως! Οἱ Ἑ­βραῖ­οι νό­μι­ζαν πὼς ὁ Κύ­ριος θὰ γί­νει βα­σι­λιὰς τοῦ ἔ­θνους των, θὰ συν­τρί­ψει τοὺς Ρω­μαί­ους καὶ θὰ κα­τα­κτή­σει ὅ­λη τὴ γῆ. Πό­σο μα­κριά Του εὑ­ρί­σκον­το! Τοὺς ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ δε­χθοῦν ὅ­τι ἡ βα­σι­λεί­α Του ἦ­ταν βα­σι­λεί­α πνευ­μα­τι­κὴ καἱ ἑ­πο­μέ­νως αἰ­ώ­νια!
Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­μεῖς τὸ ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει; Βε­βαί­ως ὅ­λοι μας κα­τα­λα­βαί­νου­με καὶ δε­χό­μα­στε πὼς ὁ Κύ­ριός μας δὲν εἶ­ναι ἐ­πί­γει­ος βα­σι­λιάς. Σύμ­φω­νοι. Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­μως τί βα­σι­λιὰς εἶ­ναι; Ὅ­τι δη­λα­δὴ θέ­λει νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει ὄ­χι χῶ­ρες καὶ ἄ­βου­λα πλή­θη, ἀλ­λὰ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν ὑ­πη­κό­ων Του; Καὶ θέ­λει νὰ τὶς ἐ­ξου­σιά­ζει ὄ­χι βέ­βαι­α γιὰ νὰ τὶς κα­τα­πι­έ­ζει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ τὶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὰ Οὐ­ρά­νια δῶ­ρα Του.
Κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­κό­μη! Ὁ Κύ­ριος θέ­λει νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὶς καρ­δι­ές μας γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­ζει νὰ με­τά­σχου­με στὴν Αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α Του. Δι­ό­τι δὲν πρέ­πει νὰ τὸ ξε­χνᾶ­με πο­τέ, ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καὶ ὁ Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, καὶ θὰ ἔλ­θει κά­ποι­α μέ­ρα, ἡ μί­α καὶ μο­να­δι­κὴ ἐ­κεί­νη μέ­ρα τῆς Δευ­τέ­ρας Του Πα­ρου­σί­ας, ποὺ ἡ Βα­σι­λεί­α Του θὰ ἐμ­φα­νι­σθεῖ μὲ ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ δό­ξα καὶ μο­να­δι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα.
Κα­θὼς λοι­πὸν θὰ ἀν­τι­κρύ­σου­με αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες, ἀ­δελ­φοί, τὸν Κύ­ριο πο­ρευ­ό­με­νο πρὸς τὸ Πά­θος, ἀ­νερ­χό­με­νο ἐ­πὶ τοῦ Σταυ­ροῦ, συν­τρί­βον­τα τὸν θά­να­το, συγ­χρό­νως ἂς ἀ­τε­νί­ζου­με καὶ τὸ ἔν­δο­ξο τέρ­μα! Τὴ με­γά­λη ἐ­κεί­νη μέ­ρα τῆς Πα­ρου­σί­ας Του, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λου­με νὰ κα­τευ­θυ­νό­μα­στε ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ψάλ­λον­τας ὁ­λό­ψυ­χα: Εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος Βα­σι­λεὺς καὶ Κύ­ριος τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἀ­μήν.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου