Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΦΕ­ΒΡΟΥ­Α­ΡΙ­ΟΥ 2020


Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ


Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΠ.ΠΑΥ­ΛΟΥ και ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
      Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΦΕ­ΒΡΟΥ­Α­ΡΙ­ΟΥ 2020
   



1 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Προ­ε­όρ­τια τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυρ. Ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, Τρύ­φω­νος μάρ­τυ­ρος
2 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ  Η Υ­ΠΑ­ΠΑΝ­ΤΗ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ Η­ΜΩΝ ΙΗ­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ
6 ΠΕΜΠΤΗ Μεγάλου Φω­τί­ου Πα­τρ. Κων­/πό­λε­ως
8 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Θε­ο­δώ­ρου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Στρα­τη­λά­του, Μα­κα­ρί­ου Ἐ­πι­σκό­που Πά­φου
9 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΕΛΩΝΟΥ  ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. ΕΝΑΡΞΙΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ. Ἀ­πό­στ. (Β΄ Τιμ.γ΄[3] 10 – 15), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ιη΄[18]  10 - 14). Ἡ ἀ­πό­δο­σις τῆς Ἑ­ορ­τῆς τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Νι­κη­φό­ρου μάρ­τυρος
Κα­τὰ τὴν πα­ροῦ­σαν ἑ­βδο­μά­δα γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις εἰς πάν­τα
10 ΔΕΥΤΕΡΑ Χα­ρα­λάμ­πους Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Ζή­νω­νος ὁσ. τοῦ Τα­χυ­δρό­μου
11 ΤΡΙΤΗ. Βλα­σί­ου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Θε­ο­δώ­ρας βα­σι­λίσ­σης
16 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥ­ΚΑ (ΤΟΥ Α­ΣΩ­ΤΟΥ). Ἀ­πό­στ. (Α΄ Κορ. Ϛ΄[6] 12 – 20), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ι­ε΄[15]  11 - 32). Παμ­φί­λου μάρ­τυ­ρος, Φλα­βια­νοῦ ὁ­σί­ου
17 ΔΕΥΤΕΡΑ. Θε­ο­δώ­ρου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τ­οῦ Τή­ρω­νος, Μαριά­μνης ἰ­σα­πο­στό­λου, Μαρ­κια­νοῦ κ­αί Πουλ­χε­ρί­ας τῶν εὐ­σε­βῶν βα­σι­λέ­ων, Αὐ­ξι­βί­ου
ἐ­πι­σκόπου Σό­λων
22 ΣΑΒΒΑΤΟΝ. Ψυ­χο­σάβ­βα­τον. Μνή­μην ἐ­πι­τε­λοῦ­μεν πάν­των τ­ῶν ἀ­π’ αἰ­ῶ­νος κε­κοι­μη­μέ­νων Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στια­νῶν, πα­τέ­ρων καί ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν.
Ἀ­ρί­στω­νος ἐ­πι­σκό­που Ἀρ­σι­νό­ης. Εὕ­ρε­σις τῶν λει­ψά­νων τῶν Ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων τῶν ἐν τοῖς Εὐ­γε­νί­ου. Άν­θού­σης μάρ­τυ­ρος
23 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΤΗΣ  ΑΠΟΚΡΕΩ. Μνεί­αν ποι­ού­με­θα τῆς Β΄  καί ἀ­δε­κά­στου πα­ρου­σί­ας τοῦ Κ.Η.Ι. Χρι­στοῦ. Ἀ­πό­στ. (Α΄ Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2), Εὐ­αγγ. (Ματθ. κ­ε΄[25]  31 - 46). Πο­λυ­κάρ­που ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης. Κλή­μεν­τος μάρ­τυ­ρος
Κα­τά τ­ήν Ἑ­βδο­μά­δα τ­ῆς Τυ­ρο­φά­γου γί­νε­ται ἀ­πο­χή κρέ­α­τος κ­αί κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος, τυ­ροῦ κ­αί ὠ­ῶν (λευ­κή νη­στεί­α)
24 ΔΕΥΤΕΡΑ Α΄ καί Β΄ εὕ­ρε­σις τῆς  τι­μί­ας κά­ρας τοῦ Τι­μί­ου Ἐν­δό­ξου Προ­φή­του Προ­δρό­μου καί Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου
29 ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. Πάν­των τ­ῶν ἐν ἀ­σκή­σει λαμ­ψάν­των Ὁ­σί­ων κ­αί Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν.
Κασ­σια­νοῦ ὁ­σί­ου τοῦ Ρω­μαί­ου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ

Ω­ΡΑ­ΡΙ­Ο
Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ:
4.30 Μ.Μ.
ΟΡ­ΘΡΟΣ:
6.30 Π.Μ.


Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἀ­δελ­φοί, χω­ρὶς πά­σης ἀν­τι­λο­γί­ας τὸ ἔ­λατ­τον ὑ­πὸ τοῦ κρε­ίτ­το­νος εὐ­λο­γεῖ­ται. Καὶ ὧ­δε μὲν δε­κά­τας ἀ­πο­θνῄ­σκον­τες ἄν­θρω­ποι λαμ­βά­νου­σιν, ἐ­κεῖ δὲ μαρ­τυ­ρο­ύ­με­νος ὅ­τι ζῇ. Καὶ ὡς ἔ­πος εἰ­πεῖν, δι᾽ ᾽Α­βρα­ὰμ καὶ Λευ­ΐ ὁ δε­κά­τας λαμ­βά­νων δε­δε­κά­τω­ται, ἔ­τι γὰρ ἐν τῇ ὀ­σφύ­ϊ τοῦ πα­τρὸς ἦν ὅ­τε συ­νήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὁ Μελ­χι­σε­δέκ. Εἰ μὲν οὖν τε­λε­ί­ω­σις διὰ τῆς Λευ­ϊ­τι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης ἦν, (ὁ λα­ὸς γὰρ ἐπ᾽ αὐ­τῇ νε­νο­μο­θέ­τη­το), τίς ἔ­τι χρε­ί­α κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ ἕ­τε­ρον ἀ­νί­στα­σθαι ἱ­ε­ρέ­α καὶ οὐ κα­τὰ τὴν τά­ξιν ᾽Α­α­ρὼν λέ­γε­σθαι; Με­τα­τι­θε­μέ­νης γὰρ τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης ἐξ ἀ­νάγ­κης καὶ νό­μου με­τά­θε­σις γί­νε­ται. Ἐφ᾽ ὃν γὰρ λέ­γε­ται ταῦ­τα φυ­λῆς ἑ­τέ­ρας με­τέ­σχη­κεν, ἀφ᾽ ἧς οὐ­δεὶς προ­σέ­σχη­κε τῷ θυ­σι­α­στη­ρί­ῳ· Πρό­δη­λον γὰρ ὅ­τι ἐξ ᾽Ι­ο­ύ­δα ἀ­να­τέ­ταλ­κεν ὁ Κύριος ἡ­μῶν, εἰς ἣν φυ­λὴν οὐ­δὲν πε­ρὶ ἱ­ε­ρω­σύ­νης Μω­ϋ­σῆς ἐ­λά­λη­σεν. Καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρον ἔ­τι κα­τά­δη­λόν ἐ­στιν, εἰ κα­τὰ τὴν ὁ­μοι­ό­τη­τα Μελ­χι­σε­δὲκ ἀ­νί­στα­ται ἱ­ε­ρεὺς ἕ­τε­ρος, ὃς οὐ κα­τὰ νό­μον ἐν­το­λῆς σαρ­κι­κῆς γέ­γο­νεν, ἀλ­λὰ κα­τὰ δύ­να­μιν ζω­ῆς ἀ­κα­τα­λύ­του, μαρ­τυ­ρεῖ γὰρ, ὅ­τι σὺ ἱ­ε­ρεὺς εἰς τὸν αἰ­ῶ­να κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ.
(Ἑβρ. ζ΄ [7] 7 – 17)

ΣΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
1. Ἡ εὐ­λο­γί­α, τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου
Ἡ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρια­κὴ συμ­πί­πτει μὲ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Στὴ Δε­σπο­τι­κὴ καὶ Θε­ο­μη­το­ρι­κὴ αὐ­τὴ ἑ­ορ­τὴ ἑ­ορ­τά­ζου­με τὴν ὑ­πο­δο­χὴ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν γέ­ρον­τα Συ­με­ών, ὅ­ταν ἡ Θε­ο­τό­κος Μα­ρί­α καὶ ὁ δί­και­ος Ἰ­ω­σὴφ ἔ­φε­ραν τὸν νε­ο­γέν­νη­το Χρι­στό, ὡς βρέ­φος σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν, στὸν να­ὸ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος.
Οἱ σκη­νὲς ποὺ ἐ­κτυ­λί­χθη­καν ἦ­ταν μο­να­δι­κὲς σὲ ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὲς ὡς πρὸς «τὸ ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νος ἀ­πό­κρυ­φον μυ­στή­ριον». Τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἑ­ορ­τῆς μᾶς φα­νε­ρώ­νει μί­α πτυ­χὴ αὐ­τοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Γρά­φει ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος: «Χω­ρὶς πά­σης ἀν­τι­λο­γί­ας τὸ ἔ­λατ­τον ὑ­πὸ τοῦ κρείτ­το­νος εὐ­λο­γεῖ­ται»· δη­λα­δὴ εἶ­ναι ἀ­ναν­τίρ­ρη­το καὶ ὁ­μο­λο­γη­μέ­νο ὅ­τι τὸ μι­κρό­τε­ρο καὶ κα­τώ­τε­ρο εὐ­λο­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο καὶ ἀ­νώ­τε­ρο.
Πράγ­μα­τι αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ σω­στὴ τά­ξη: ὁ ἀ­νώ­τε­ρος νὰ εὐ­λο­γεῖ τὸν κα­τώ­τε­ρο. Αὐ­τὴ ἡ τά­ξη ὅ­μως, ὅ­πως μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος, ἀ­νε­τρά­πη σὲ μιὰ πε­ρί­πτω­ση στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, ὅ­ταν ὁ πα­τριά­ρχης Ἀ­βρα­ὰμ δέ­χθη­κε νὰ τὸν εὐ­λο­γή­σει ὁ Μελ­χι­σε­δέκ. Γιὰ τὸν Μελ­χι­σε­δὲκ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ἦ­ταν βα­σι­λιὰς τῆς Σα­λὴμ καὶ ἱ­ε­ρέ­ας, χω­ρὶς νὰ ἀ­να­φέ­ρει οὔ­τε πό­τε γεν­νή­θη­κε, οὔ­τε πό­τε πέ­θα­νε, οὔ­τε ἀ­πὸ ποι­ὸν κα­τά­γε­ται. Τὸ πα­ρά­δο­ξο δέ, ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἐ­δῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος, τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ Μελ­χι­σε­δέκ, ἂν καὶ δέν ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας μὲ κα­τα­γω­γὴ ἀ­πὸ τὴν ἱ­ε­ρα­τι­κὴ φυ­λὴ τοῦ Λευ­ί, εὐ­λό­γη­σε τὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ. Ἔ­τσι ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἀ­νώ­τε­ρος ὁ Μελ­χι­σε­δὲκ ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τοὺς ἀ­πο­γό­νους του τῆς φυ­λῆς τοῦ Λευ­ί.
Πα­ρό­μοι­α ἀ­να­τρο­πὴ συ­νέ­βη καὶ στὸ γε­γο­νὸς ποὺ ἑ­ορ­τά­ζου­με σή­με­ρα. Δὲν εὐ­λό­γη­σε ὁ πρε­σβύ­της Συ­με­ὼν τὸν νε­ο­γέν­νη­το Χρι­στὸ ἀλ­λά, δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ό, δέ­χθη­κε ὁ ἴ­διος τὴν εὐ­λο­γί­α ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Βρέ­φος ποὺ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ κρα­τή­σει στὴν ἀγ­κα­λιά του. Ὅ­πως ψάλ­λου­με στὸ Κον­τά­κιο τῆς ἑ­ορ­τῆς, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι «ὁ χεῖ­ρας τοῦ Συ­με­ὼν εὐ­λο­γή­σας ὡς ἔ­πρε­πε». Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ πη­γὴ κά­θε εὐ­λο­γί­ας καὶ σ᾿ Αὐ­τὸν προ­στρέ­χου­με κι ἐ­μεῖς γιὰ νὰ λά­βου­με χά­ρη καὶ ἔ­λε­ος.
2. Ή συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Νο­μο­θέ­τη
Ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος δὲν εἶ­χε βέ­βαι­α κα­μί­α ἀ­νάγ­κη νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ στὸν Μω­σα­ϊ­κὸ Νό­μο, ποὺ προ­έ­βλε­πε τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση τῶν πρω­το­τό­κων στὸ Να­ὸ τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος, «οὐ κα­τὰ νό­μον ἐν­το­λῆς σαρ­κι­κῆς γέ­γο­νεν, ἀλ­λὰ κα­τὰ δύ­να­μιν ζω­ῆς ἀ­κα­τα­λύ­του». Δη­λα­δὴ ὁ Χρι­στὸς ἔ­γι­νε ἱ­ε­ρεὺς ὄ­χι σύμ­φω­να μὲ κά­ποι­ο νό­μο ποὺ οἱ ἐν­το­λές του ἀ­να­φέ­ρον­ται σὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ καὶ πρό­σκαι­ρα πράγ­μα­τα, καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴ σω­μα­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα· ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε ἱ­ε­ρεὺς μὲ τὴ θε­ϊ­κή Του δύ­να­μη. Καὶ ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ εἶ­ναι δύ­να­μη ζω­ῆς ποὺ δὲν κα­τα­λύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νια.
Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­μως ὅ­τι συμ­μορ­φώ­νε­ται ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος σὲ νο­μι­κὲς δι­α­τά­ξεις, ὅ­πως ἡ Πε­ρι­το­μὴ καὶ ἡ προ­σφο­ρά Του ὡς Βρέ­φους στὸ Να­ὸ μὲ τὴν κα­θο­ρι­σμέ­νη θυ­σί­α, φα­νε­ρώ­νει τὴν ἄ­φα­τη τα­πεί­νω­ση καὶ τὴν ἄ­πει­ρη συγ­κα­τά­βα­σή Του. Πράγ­μα­τι «ἀ­κα­τά­λη­πτόν ἐ­στι», ὅ­πως ψάλ­λει ὁ ἱ­ε­ρὸς ὑ­μνο­γρά­φος, τὸ ὅ­τι «ἀγ­κα­λί­ζε­ται χερ­σίν, ὁ Πρε­σβύ­της Συ­με­ών, τὸν τοῦ Νό­μου Ποι­η­τὴν καὶ Δε­σπό­την τοῦ παν­τός».
Ὅ­μως, ἂν ὁ Κύ­ριος ὑ­πῆρ­ξε ἀ­κρι­βὴς τη­ρη­τὴς τοῦ ἀ­τε­λοῦς Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε δο­θεῖ γιὰ τὴν παι­δα­γω­γί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κοὶ καὶ ἀ­κρι­βεῖς κα­λού­μα­στε νὰ εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς στὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ τέ­λει­ου Νό­μου ποὺ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε!
3. Ὁ αἰ­ώ­νιος Ἀρ­χι­ε­ρεύς
Τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἑ­ορ­τῆς κα­τα­λή­γει μὲ τὸν προ­φη­τι­κὸ λό­γο: «Σὺ ἱ­ε­ρεὺς εἰς τὸν αἰ­ῶ­να κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ». Ὁ λό­γος αὐ­τὸς εἶ­ναι μαρ­τυ­ρί­α ποὺ δί­νει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ γιὰ τὸν Χρι­στὸ ὅ­τι εἶ­ναι «ἱ­ε­ρεὺς αἰ­ώ­νιος κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ».
Ὅ­πως ἤ­δη ἀ­να­φέρ­θη­κε, μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὁ ἱ­ε­ρεὺς Μελ­χι­σε­δὲκ φαί­νε­ται σὰν νὰ ἦ­ταν ἀ­γέν­νη­τος καὶ ἀ­θά­να­τος, χω­ρὶς προ­γό­νους ἢ ἀ­πο­γό­νους κι ἑ­πο­μέ­νως αἰ­ώ­νιος ἱ­ε­ρεύς, ἀ­φοῦ δὲν με­τέ­δω­σε τὴν ἱ­ε­ρω­σύ­νη σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό­γο­νό του. Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ στοι­χεῖ­α τὸν κα­θι­στοῦν προ­τύ­πω­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὡς ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­πά­τωρ, δὲν ἔ­χει δη­λα­δὴ πα­τέ­ρα, ἐ­νῶ ὡς Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­μή­τωρ, χω­ρὶς μη­τέ­ρα, δι­ό­τι γεν­νή­θη­κε μό­νο ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα· καὶ εἶ­ναι ἀρ­χι­ε­ρέ­ας αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ», χω­ρὶς νὰ Τὸν δι­α­δε­χθεῖ κα­νείς.
Πράγ­μα­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἕ­νας καὶ μο­να­δι­κὸς Ἀρ­χι­ε­ρεύς, ὁ Ὁ­ποῖ­ος προ­σέ­φε­ρε μιὰ γιὰ πάν­τα τὴν ὑ­πέρ­τα­τη θυ­σί­α τοῦ Γολ­γο­θᾶ· καὶ με­τὰ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή Του ζεῖ στὸν αἰ­ώ­να καὶ με­σι­τεύ­ει γιὰ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν Θε­ό, δι­ό­τι ὡς Νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του εἶ­ναι Αὐ­τὸς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σώ­ζει ὅ­σους κα­τα­φεύ­γουν στὸ ἔ­λε­ός Του.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Τῷ  και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἀ­νή­γα­γον οἱ γο­νεῖς τὸ παι­δί­ον Ἰ­η­σοῦν ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πα­ρα­στῆ­σαι τ Κυ­ρί­ῳ, κα­θὼς γέ­γρα­πται ν νό­μῳ Κυ­ρί­ου ὅ­τι πν ἄρ­σεν δι­α­νοῖ­γον μή­τραν ἅ­γιον τ Κυ­ρί­ῳ κλη­θή­σε­ται, κα το δοῦ­ναι θυ­σί­αν κα­τὰ τ εἰ­ρη­μέ­νον ν νό­μῳ Κυ­ρί­ου, ζεῦ­γος τρυ­γό­νω­ν  δύ­ο νε­οσ­σοὺς πε­ρι­στε­ρῶν. Κα ἰ­δοὺ ἦν ἄν­θρω­πος ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ᾧ ὄ­νο­μα Συ­με­ών, κα ἄν­θρω­πος οὗ­τος δί­και­ος κα εὐ­λα­βής, προσ­δε­χό­με­νος πα­ρά­κλη­σιν το Ἰσ­ρα­ήλ, κα Πνεῦ­μα ν Ἅ­γιον ἐπ᾿ αὐ­τόν· κα ν αὐ­τῷ κε­χρη­μα­τι­σμέ­νον ὑ­πὸ το Πνεύ­μα­τος το Ἁ­γί­ου μ ἰ­δεῖν θά­να­τον πρν ἴ­δῃ τν Χρι­στὸν Κυ­ρί­ου. κα ἦλ­θεν ἐν τ Πνεύ­μα­τι ες τ ἱ­ε­ρόν· κα ν τ εἰ­σα­γα­γεῖν τος γο­νεῖς τ παι­δί­ον Ἰ­η­σοῦν το ποι­ῆ­σαι αὐ­τοὺς κα­τὰ τ εἰ­θι­σμέ­νον το νό­μου πε­ρὶ αὐ­τοῦ, κα αὐ­τὸς ἐ­δέ­ξα­το αὐ­τὸν ες τς ἀγ­κά­λας αὐ­τοῦ κα εὐ­λό­γη­σε τν Θε­ὸν κα εἶ­πε· νν ἀ­πο­λύ­εις τν δοῦ­λόν σου, δέ­σπο­τα, κα­τὰ τ ρῆ­μά σου ν εἰ­ρή­νῃ, ὅ­τι εἶ­δον ο ὀ­φθαλ­μοί μου τ σω­τή­ριόν σου,  ἡ­τοί­μα­σας κα­τὰ πρό­σω­πον πάν­των τν λα­ῶν, φς ες ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἐ­θνῶν κα δό­ξαν λα­οῦ σου Ἰσ­ρα­ήλ. κα ν Ἰ­ω­σὴφ κα μή­τηρ αὐ­τοῦ θαυ­μά­ζον­τες ἐ­πὶ τος λα­λου­μέ­νοις πε­ρὶ αὐ­τοῦ. κα εὐ­λό­γη­σεν αὐ­τοὺς Συ­με­ὼν κα εἶ­πε πρς Μα­ριὰμ τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ· ἰ­δοὺ οὗ­τος κεῖ­ται ες πτῶ­σιν κα ἀ­νά­στα­σιν πολ­λῶν ν τ Ἰσ­ρα­ὴλ κα ες ση­μεῖ­ον ἀν­τι­λε­γό­με­νον. κα σο δ αὐ­τῆς τν ψυ­χὴν δι­ε­λεύ­σε­ται ρομ­φαί­α, ὅ­πως ἂν ἀ­πο­κα­λυ­φθῶ­σιν ἐκ πολ­λῶν καρ­δι­ῶν δι­α­λο­γι­σμοί. Κα ν Ἄν­να προ­φῆ­τις, θυ­γά­τηρ Φα­νου­ήλ, κ φυ­λῆς Ἀ­σήρ· αὕ­τη προ­βε­βη­κυῖ­α ν ἡ­μέ­ραις πολ­λαῖς, ζή­σα­σα ἔ­τη με­τὰ ἀν­δρὸ­ς ἑ­πτὰ ἀ­πὸ τς παρ­θε­νί­ας αὐ­τῆς, κα αὐ­τὴ χή­ρα ς ἐ­τῶν ὀ­γδο­ή­κον­τα τεσ­σά­ρων,  οκ ἀ­φί­στα­το ἀ­πὸ το ἱ­ε­ροῦ νη­στεί­αις κα δε­ή­σε­σι λα­τρεύ­ου­σα νύ­κτα κα ἡ­μέ­ραν· κα αὕ­τη αὐ­τῇ τ ὥ­ρᾳ ἐ­πι­στᾶ­σα ἀν­θω­μο­λο­γεῖ­το τ Κυ­ρί­ῳ κα ἐ­λά­λει πε­ρὶ αὐ­τοῦ πᾶ­σι τος προσ­δε­χο­μέ­νοις λύ­τρω­σιν ν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Κα ς ἐ­τέ­λε­σαν ἅ­παν­τα τ κα­τὰ τν νό­μον Κυ­ρί­ου, ὑ­πέ­στρε­ψαν ες τν Γα­λι­λαί­αν ες τν πό­λιν ἑ­αυ­τῶν Να­ζα­ρέτ. Τ δ παι­δί­ον ηὔ­ξα­νε κα ἐ­κρα­ται­οῦ­το πνεύ­μα­τι πλη­ρού­με­νον σο­φί­ας, κα χά­ρις Θε­οῦ ν π᾿ αὐ­τό.
(Λουκ. β΄ [2] 22-40)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
      Ἐ­κεῖ­νο τον και­ρὸ, ἀ­νέ­βα­σαν οἱ γο­νεῖς τό παι­δί Ἰ­η­σοῦ στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, γιά νά τό πα­ρου­σιά­σουν καί νά τό ἀ­φι­ε­ρώ­σουν στόν Κύ­ριο. Καί πα­ρου­σί­α­ση καί ἀ­φι­έ­ρω­ση αὐ­τή γι­νό­ταν σύμ­φω­να μ’ ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε γρα­φεῖ στόν νό­μο το Κυ­ρί­ου, ὅ­τι κά­θε ἀρ­σε­νι­κό παι­δί πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἀ­νοί­γει τή μή­τρα τς μη­τέ­ρας του καί γεν­νι­έ­ται, δη­λα­δή κά­θε πρω­τό­το­κο καί πρω­το­γε­νές, πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται καί νά ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στόν Κύ­ριο. Ἀ­νέ­βη­καν ἀ­κό­μη στόν να­ό καί γιά νά προ­σφέ­ρουν ς θυ­σί­α γιά τόν κα­θα­ρι­σμό τους ἕ­να ζεῦ­γος τρυ­γό­νια δύ­ο μι­κρά πε­ρι­στέ­ρια, ὅ­πως ὅ­ρι­ζε ὁ νό­μος το Κυ­ρί­ου γιά τούς φτω­χούς, πού δέν εἶ­χαν τή δυ­να­τό­τη­τα νά προ­σφέ­ρουν γιά θυ­σί­α ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο ἀρ­νί. Καί ἰ­δού, ὑ­πῆρ­χε στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Συ­με­ών. Καί ἄν­θρω­πος αὐ­τός ἦ­ταν δί­και­ος καί εὐ­λα­βής, τη­ροῦ­σε δη­λα­δή τίς ἐν­το­λές το νό­μου καί εἶ­χε φό­βο Θε­οῦ. Αὐ­τός εἶ­χε φω­τι­σθεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό μέ τήν ἀ­νά­γνω­ση τν προ­φη­τι­κῶν βι­βλί­ων καί μέ δι­α­κα­ή πό­θο πε­ρί­με­νε νά ἔλ­θει στόν ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό μέ τήν ἔ­λευ­ση το Μεσ­σί­α πα­ρη­γο­ριά ἀ­πό τά κα­κά καί τίς θλί­ψεις πού ὑ­πέ­φε­ρε ἐ­ξαι­τί­ας τς ἁ­μαρ­τί­ας. Καί Πνεῦ­μα προ­φη­τι­κό Ἅ­γιο ἦ­ταν ἐ­πά­νω του. Καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα το εἶ­χε ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὅ­τι δέν θά πέ­θαι­νε προ­τοῦ νά δε ἐ­κεῖ­νον πού Κύ­ριος καί Θε­ός ἔ­χρι­σε βα­σι­λιά καί Σω­τή­ρα το κό­σμου. Ἦλ­θε λοι­πόν Συ­με­ών στό ἱ­ε­ρό με­τά ἀ­πό πα­ρα­κί­νη­ση καί ἔμ­πνευ­ση το Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Κι ὅ­ταν ο γο­νεῖς εἰ­σή­γα­γαν στό ἱ­ε­ρό τό παι­δί, τόν Ἰ­η­σοῦ, γιά νά κά­νουν γι’ αὐ­τό ,τι συ­νή­θι­ζαν νά κά­νουν στά πρω­τό­το­κα σύμ­φω­να μέ τίς δι­α­τά­ξεις το νό­μου, τό­τε κι Συ­με­ών δέ­χθη­κε τό παι­δί στήν ἀγ­κα­λιά του καί δό­ξα­σε τόν Θε­ό καί εἶ­πε: Τώ­ρα, ἀ­φοῦ πλέ­ον εἶ­δα τόν Λυ­τρω­τή το κό­σμου, ἐ­λευ­θε­ρώ­νεις ἀ­πό τά δε­σμά τς ἐ­πι­γεί­ου ζω­ῆς ἐ­μέ­να τόν δοῦ­λο σου, Δέ­σπο­τα, καί με­τά ἀ­πό λί­γο πε­θαί­νω σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο πού μο εἶ­πες, ὅ­τι δέν θά πε­θά­νω προ­τοῦ νά δ τόν Χρι­στό. Καί μέ ἐ­λευ­θε­ρώ­νεις εἰ­ρη­νι­κό καί χω­ρίς νά ἀ­νη­συ­χῶ πλέ­ον γιά τή λύ­τρω­ση το Ἰσ­ρα­ήλ, δι­ό­τι εἶ­δαν τά μά­τια μου τόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα Υἱ­ό σου, ὁ­ποῖ­ος θά φέ­ρει τή σω­τη­ρί­α, τήν ὁ­ποί­α ἑ­τοί­μα­σες γιά νά γί­νει φα­νε­ρή ἐ­νώ­πιον ὅ­λων τν λα­ῶν καί νά εὐ­ερ­γε­τη­θοῦν μ’ αὐ­τήν ὄ­χι μό­νο ο Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀλ­λά καί ο ἐ­θνι­κοί. Καί θά εἶ­ναι ἔ­τσι ὁ σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ός σου φς πνευ­μα­τι­κό, πού θά φα­νε­ρώ­σει καί θά ἀ­πο­κα­λύ­ψει στά ἔ­θνη τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό καί τήν ἀ­λη­θι­νή ὁ­δό τς σω­τη­ρί­ας· ἀλ­λά ὁ Υἱ­ός σου θά εἶ­ναι καί δό­ξα το λα­οῦ σου Ἰσ­ρα­ήλ, ἀ­φοῦ ἀ­πό τόν λα­ό αὐ­τό κα­τά­γε­ται ς ἄν­θρω­πος καί ἀ­φοῦ τε­λι­κά καί Ἰσ­ρα­ήλ ὡς σύ­νο­λο θά τόν ἐγ­κολ­πω­θεῖ ὡς σω­τή­ρα του. Καί Ἰ­ω­σήφ καί μη­τέ­ρα το παι­διοῦ βρί­σκον­ταν σέ συ­νε­χή θαυ­μα­σμό γιά ὅ­σα καί τώ­ρα καί πρω­τύ­τε­ρα ἔ­λε­γαν γι’ αὐ­τό καί Συ­με­ών καί ο ποι­μέ­νες καί ο ἄγ­γε­λοι. Καί Συ­με­ών τούς εὐ­λό­γη­σε καί εἶ­πε στή Μα­ρί­α τή μη­τέ­ρα του: Ἰ­δού, αὐ­τός εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νος νά γί­νει αἰ­τί­α πτώ­σε­ως καί ἀ­να­στά­σε­ως πολ­λῶν στόν Ἰσ­ρα­ήλ. Ὅ­σοι ἀ­πι­στή­σουν σ’ αὐ­τόν, θά πέ­σουν καί θά χα­θοῦν. Ὅ­σοι ὅ­μως πι­στέ­ψουν, θά ἀ­να­στη­θοῦν, θά ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α καί θά σω­θοῦν. Θά εἶ­ναι μά­λι­στα καί θαῦ­μα, ἀ­φοῦ στό πρό­σω­πό του θά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ ἕ­νω­ση τν δύ­ο φύ­σε­ων, τς θεί­ας καί τς ἀν­θρώ­πι­νης. Ἀλ­λά τό θαῦ­μα αὐ­τό θά ἀ­πο­τε­λεῖ αἰ­τί­α δι­α­φω­νί­ας γιά τούς ἀ­πί­στους. Κι ἐ­νῶ ο κα­λο­προ­αί­ρε­τοι θά ὁ­δη­γοῦν­ται μ’ αὐ­τό στήν πί­στη καί θά σώ­ζον­ται, ο ἀ­νει­λι­κρι­νεῖς καί ἐ­γω­ι­στές θά ἀ­πι­στοῦν καί θά κα­τα­κρί­νον­ται. Λό­γῳ μά­λι­στα τς ἀν­τι­λο­γί­ας αὐ­τῆς, ἐ­πει­δή εἶ­σαι μη­τέ­ρα του, θά δι­α­πε­ρά­σει τήν καρ­διά σου με­γά­λο καί ὀ­δυ­νη­ρό μα­χαί­ρι θλί­ψε­ως καί ὀ­δύ­νης, ὅ­ταν θά τόν δες νά σταυ­ρώ­νε­ται. Κι ἔ­τσι ἡ πτώ­ση καί ἀ­νά­στα­ση πολ­λῶν κα­θώς καί ἀν­τι­λο­γί­α γύ­ρω ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό θά γί­νον­ται γιά νά ξε­σκε­πα­σθοῦν ο δι­α­λο­γι­σμοί καί ο δι­α­θέ­σεις πολ­λῶ­ν καρ­δι­ῶν πού ἔ­με­ναν ἕ­ως τώ­ρα ἀ­πό­κρυ­φες, καί θά φα­νε­ρω­θοῦν μέ τήν ἀ­πόρ­ρι­ψη ἤ ἀ­πο­δο­χή το Μεσ­σί­α. Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ζοῦ­σε καί κά­ποι­α γυ­ναί­κα προ­φή­τι­δα πού λε­γό­ταν Ἄν­να. Αὐ­τή ἦ­ταν κό­ρη το Φα­νου­ήλ, ἀ­πό τή φυ­λή το Ἀ­σήρ, το ὄ­γδο­ου παι­διοῦ το Ἰ­α­κώβ πού γεν­νή­θη­κε ἀ­πό τή Λεί­α, καί βρι­σκό­ταν σέ πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α, ἔ­χον­τας ζή­σει μέ τόν ἄν­δρα της ἑ­πτά χρό­νια ἀ­πό τόν και­ρό πού ς παρ­θέ­νος τόν παν­τρεύ­τη­κε. Τώ­ρα ἦ­ταν χή­ρα ἡ­λι­κί­ας πε­ρί­που ὀ­γδόν­τα τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Κι ὅ­μως δέν ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρό πε­ρί­βο­λο το να­οῦ, ἀλ­λά πα­ρέ­με­νε σ’ αὐ­τόν καί τίς ὧ­ρες πού δέν γί­νον­ταν ἀ­κο­λου­θί­ες στό να­ό. Κι ἔ­τσι λά­τρευ­ε νύ­χτα καί μέ­ρα τόν Θε­ό μέ νη­στεῖ­ες καί προ­σευ­χές. Αὐ­τή λοι­πόν πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα, κι ἀ­φοῦ εἶ­δε τό παι­δί, εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί δο­ξο­λο­γοῦ­σε τόν Θε­ό καί μι­λοῦ­σε γι’ αὐ­τό σέ ὅ­λους ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί πε­ρί­με­ναν τή λύ­τρω­ση καί τή­ν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή τους ἀ­πό τά δει­νά καί ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. Κι ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σήφ καί Μα­ρί­α τε­λεί­ω­σαν ὅ­λα ὅ­σα ὁ νό­μος το Κυ­ρί­ου ὅ­ρι­ζε γιά τόν κα­θα­ρι­σμό καί τήν ἀ­φι­έ­ρω­ση το παι­διοῦ, γύ­ρι­σαν πί­σω στή Γα­λι­λαί­α, στήν πα­τρί­δα τους τή Να­ζα­ρέτ. Τό παι­δί στό με­τα­ξύ με­γά­λω­νε στό σῶ­μα. Καί θε­ό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νο, ἐ­νί­σχυ­ε τίς δι­α­νο­η­τι­κές καί πνευ­μα­τι­κές του δυ­νά­μεις. Καί κα­θώς ἡ­λι­κί­α του προ­χω­ροῦ­σε, ἐκ­δή­λω­νε στα­δια­κά τή σο­φί­α πού σέ τέ­λει­ο βαθ­μό το εἶ­χε με­τα­δώ­σει ἐ­ξαρ­χῆς ἡ θεί­α του φύ­ση. Καί ἦ­ταν πά­νω του χά­ρις το Θε­οῦ, ὁ­ποί­α τό ἐ­νί­σχυ­ε σ’ ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές καί τό φύ­λα­γε ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α, δι­ευ­θύ­νον­τας τήν ὁ­μα­λή καί ἀ­πρό­σκο­πτη ἀ­νά­πτυ­ξή του.