Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ Η ΦΩΦΩ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ. Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 30 ΜΑΪΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ


ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΤΗ ΦΩΦΩ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ

 


«ΔΙ­ΚΑΙ­ΩΝ ψυ­χαὶ ἐν χει­ρὶ Θε­οῦ, καὶ οὐ μὴ ἅ­ψη­ται αὐ­τῶν βά­σα­νος. ἔ­δο­ξαν ἐν ὀ­φθαλ­μοῖς ἀ­φρό­νων τε­θνά­ναι, καὶ ἐ­λο­γί­σθη κά­κω­σις ἡ ἔ­ξο­δος αὐ­τῶν καί ἡ ἀφ᾿ ἡ­μῶν πο­ρε­ί­α σύν­τριμ­μα, οἱ δέ εἰ­σιν ἐν εἰ­ρή­νῃ».

 (Σο­φί­α Σο­λο­μών­τος γ΄ [3] 1-3)

 

Η ζω­ή των δι­καί­ων βρί­σκε­ται κά­τω α­πό το παν­το­δύ­να­μο προ­στα­τευ­τι­κό χέ­ρι του Θε­ού, και κα­μιά θλί­ψη και βά­σα­νος δεν θα τους αγ­γί­σει, χω­ρίς ο Θε­ός να το ε­πι­τρέ­ψει. Στα μά­τια των α­φρό­νων ο θά­να­τός τους θε­ω­ρή­θη­κε ως α­φα­νι­σμός και μη­δέ­νι­ση και η έ­ξο­δός τους α­πό τον κό­σμο αυ­τό ως ο­δύ­νη και τι­μω­ρί­α· η α­να­χώ­ρη­σή τους α­πό τη ζω­ή αυ­τή ως ό­λε­θρος και α­πώ­λεια. Ε­κεί­νοι ό­μως υ­πάρ­χουν και ζουν εν ει­ρή­νη.

 

Δύσκολο το έργο να μιλήσεις στην αναχώρηση από τον κόσμο αυτό πολύ αγαπητού σου προσώπου, που το έζησες σε στιγμές χαράς και θλίψης και ιδιαίτερα πνευματικού σου τέκνου, που ζούσε μέσα στην Εκκλησία του Χριστού από τα παιδικά του χρόνια, με πολλή αφοσίωση στο θέλημα του Θεού. Ο Λόγος όμως του Θεού είναι πολύ βοηθητικός στο έργο αυτό, αφού για όλα τα θέματα που αντιμετωπίζουμε οι άνθρωποι δίνει τις καλύτερες απαντήσεις. Εν προκειμένω το Βιβλίο της Σοφίας Σολομώντος μας απαντά με κάθε σοφία στα ερωτηματικά που προβάλλουν εύκολα και αβίαστα και αδυσώπητα μπροστά στο θέμα ΘΑΝΑΤΟΣ. Και μάλιστα ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.

Μας λέει λοιπόν ότι Η ζω­ή των δι­καί­ων βρί­σκε­ται κά­τω α­πό το παν­το­δύ­να­μο προ­στα­τευ­τι­κό χέ­ρι του Θε­ού, και κα­μιά θλί­ψη και βά­σα­νος δεν θα τους αγ­γί­σει, χω­ρίς ο Θε­ός να το ε­πι­τρέ­ψει. Το τι συμβαίνει στον καθένα δεν είναι θέμα του τι αποφάσισε κάποιος ἄνθρωπος ή έστω ο εχθρός του ανθρώπου, ο διάβολος, να κάνει, αλλά αυτό που ο Θεός του επέτρεψε να κάνει. Και εδώ μπορεί κάποιος να διερωτηθεί: είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός να θέλει να βασανίζει τους ανθρώπους Του, εκείνους που Τον αγαπούν και αγωνίζονται να ζουν σύμφωνα με το θέλημά Του; Εἰναι ο Θεός σκληρός και ικανοποιείται με τον πόνο των αγαπητών Του; Ασφαλώς όχι. Ο Θεός είναι πάνω απ’ όλα φιλόστοργος Πατέρας που αγαπά τα παιδιά Του και θέλει όλα να μένουν για πάντα μαζί Του ενωμένα. «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Αυτός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και με την πίστη να γνωρίσουν βαθύτερα και πληρέστερα τήν αλήθεια.

 Όλες οι δυσκολίες της ζωής και τα βάσανα, στην Εκκλησιαστική ορολογία ονομάζονται δοκιμασίες της ζωής, μέσα από τις οποίες ο Θεός δίνει στον καθένα την ευκαιρία να δείξει την αρετή και τήν αγιότητά του. Είναι στο πλευρό του καθενός έτοιμος να επέμβει και να βοηθήσει, όταν το παιδί Του Τού το ζητήσει. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορινθ. ι΄[10] 13) Δὲν σᾶς κατέλαβε μέχρι τώρα πειρασμός μεγάλος, ἀλλά κάθε πειρασμός πού ἀντιμετωπίσατε ἦταν προσωρινὸς καὶ ἀνάλογος μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις σας. Κι ὅσο γιὰ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἐνδέχεται νὰ σᾶς βροῦν στὸ μέλλον, μὴν ξεχνᾶτε ὅτι εἶναι ἀπολύτως ἀξιόπιστος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις του δὲν θὰ σᾶς ἀφήσει νὰ πειρασθεῖτε παραπάνω ἀπό τὴ δύναμή σας  ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ θὰ φέρει καὶ τὸ τέλος του, ὥστε νά μπορεῖτε νά τὸν ἀντέξετε.

Η αδελφή μας Σοφία Παπασάββα, η Φωφώ μας, ήταν από τα παιδικά της χρόνια μέσα στην Εκκλησία. Όπως δε το πατρικό της σπίτι συνόρευε σχεδόν με την Ιερά Μητρόπολη Πάφου, συνεδέθηκε από πολύ ενωρίς με το έργο της Μητροπόλεως και έγινε συνεργάτις ως Ομαδάρχις και Κατηχήτρια και Στέλεχος των Κατασκηνώσεων, που αρχικά γίνονταν στον Κακομάλλη σε συνεργασία με την Μητρόπολη Κιτίου και στη συνέχεια στις Κατασκηνώσεις της Μητροπόλεως Πάφου στην Αγία Μονή. Ήταν απλή και ταπεινή, ενθουσιώδεις και ειλικιρινής με πολλή αγάπη και ανιδιοτέλεια, γιαυτό και μπορούσε να στηρίξει και να ενισχύσει τις έφηβες που είχε στην Ομάδα και στο Κατηχητικό της. Μπόρεσε να γίνει πραγματικό στήριγμα σε παιδιά που κλονίζονταν μεταξύ Ορθοδοξίας και αίρεσης και να τα κρατήσει στην Ορθοδοξία. Γι αυτό και ο Θεός την ευλόγησε να τελέσει γάμο με τον νεαρό τότε φλογερό Θεολόγο τον Χαράλαμπο Παπασάββα και τους χάρισε δύο θυγατέρες που τις μεγάλωσαν και μόρφωσαν μέσα στο Πνεύμα και τη νουθεσία του Κυρίου.

Τα τελευταία χρόνια μαζί με τις αδελφές και συνεργάτιδές της, αφού διέκοψε την λειτουργία του ο κύκλος Αγίου Θεοδώρου, ερχόντουσαν στον Άγιο Παύλο και συμμετείχε και στην Πρόνοια του Αποστόλου Παύλου. Κάθε φορά που θα έλεγε την γνώμη της στις συγκεντρώσεις μας φαίνονταν οι αρετές της. Η απλότητά της  η ταπείνωσή της  η αυτομεμψία  η σεμνότητά της. Ήταν ένας ευχάριστος άνθρωπος που είχε έντονο το πνεῦμα της ιεραποστολής. Στις επισκέψεις της Πρόνοιας στο Νοσοκομείο, όπου επισκεπτόταν με άλλες συνεργάτιδες τις ασθενείς για να τις εμψυχώσουν, να παρηγορήσουν, να προτρέψουν για εξομολόγηση και συμμετοχή στο Μυστήριο της ζωής το πρωί του Σαββάτου μετά την Θεία Λειτουργία στο Ναό της Θεραπεύτριας, συμμετείχε με προθυμία και χαρά. Αλλά και όταν βρισκόταν στον χώρο αναμονής στα εξωτερικά ιατρεία έδινε κι εκεί την μαρτυρία του Χριστού με τα έντυπα που διάβαζε και μοίραζε σε όσους έδειχναν ενδιαφέρον. Αγωνιζόταν να έχει Μυστηριακή Ζωή με συνέπεια και απλότητα, με ειλικρίνεια και αγάπη πολλή προς τον Κύριο και Θεό μας.

Ως άνθρωπος όμως πού ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν φυσικό να έχει και αυτή την επίσκεψη της παιδαγωγούσας και σώζουσας Χάριτος του Κυρίου μας. Οι ασθένειες άρχισαν τις επισκέψεις από ενωρίς μπορούμε να πούμε στη ζωή της. Υπέμενε αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα τη μία μετά την άλλη τις δοκιμασίες της υγείας της μέχρι την τελευταία, αρχές Φεβρουαρίου που ήταν θα λέγαμε ως κεραυνός, που έπεσε στην ίδια το καρδιακό επεσόδιο, και σ’ όλους εμας τους άλλους η σχετική είδηση. Από τότε η ίδια και η οικογένειά της, ο σύζυγος της Χαράλαμπος και οι δύο θυγατέρες της η Μαρίνα και η Μαρία ανέβαιναν τον Γολγοθά τους μέχρι το βράδυ της Πέμπτης που ο νυμφίος την κάλεσε κοντά Του. Πόνεσαν όλοι πολύ και βίωσαν δίπλα της τον πόνο και την δοκιμασία. Ασφαλώς τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Η Φωφώ τερμάτισε επιτυχώς τον προσωπικό της αγώνα. Μεταβέβηκε εκ του θανάτου εις την ζωήν. Αλλά και αναμένει με τους απ’ αιώνος νεκρούς την Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία «ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι»,  τότε που θα πραγματοποιηθεί η διακήρυξη στο Σύμβολο της Πίστεώς μας «προσδοκῶ Άνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Άγιος Θεός, που η Φωφώ Τον αγάπησε με όλη της την ψυχή καθ’ όλη τη διάρκεια της επί γης ζωής της, θα την δεχτεί με ανοιχτές αγκάλες στην Βασιλεία Του την επουράνια. Οι αγώνες της και οι προσπάθειές της, όπως και η υπομονή και καρτερία στην τελευταία δοκιμασία της την ετοίμασαν για να βρεθεί μεταξύ των δικαίων. Δεόμαστε δε ο Θεός να της συγχωρέσει «πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιον καί ἀκούσιον καί να την κατατάξῃ ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται».   

Τους αγαπητούς μας δε Χαράλαμπο, Μαρίνα και Μιχάλη,  και Μαρία, όπως και τους αδελφούς και λοιπούς συγγενείς και όλους τους εν Χριστώ αδελφούς, ο Άγιος Θεός να παρηγορήσει και ενισχύσει στον προσωπικό του αγώνα έκαστον.

Της αδελφής μας Φωφώς ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(31 ΜΑΪΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;                                          (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κι­νεῖ­ται μὲ ὀρμή καὶ βι­αι­ό­τη­τα. Καὶ ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ γέμισε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που κά­θον­ταν οἱ ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­λοι οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ δι­α­μοι­ρά­ζον­ται σ’ αὐ­τοὺς γλῶσ­σες σὰν τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς, καὶ στὸν κα­θέ­να ἀ­π' αὐ­τοὺς κά­θι­σε ἀ­πὸ μί­α γλώσ­σα. Ὅ­λοι τους τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, κι ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, ὅ­πως τὸ Πνεῦ­μα τοὺς ἐ­νέ­πνε­ε καὶ τοὺς ἔ­δι­νε τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κὰ καὶ οὐ­ρά­νια λό­για καὶ δι­δα­σκα­λί­ες ὑ­ψη­λὲς καὶ θε­ό­πνευ­στες. Στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὑ­πῆρ­χαν τό­τε Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου καὶ ἀ­π' ὅ­λα τὰ ἔ­θνη πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Αὐ­τοὶ εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐκεῖ μό­νι­μα, ἦ­ταν εὐ­λα­βεῖς καὶ σέ­βον­ταν τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ ἀνέμου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλῆ­θος ἀ­π' αὐ­τοὺς κι ὅ­λοι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη· δι­ό­τι ὁ κα­θέ­νας τους ἄ­κου­γε τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή του γλώσ­σα. Ἔ­με­ναν ὅ­λοι ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ μὲ θαυ­μα­σμὸ ἔ­λε­γαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: Μά, ὅ­λοι αὐτοί πού μι­λοῦν δὲν εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι; Πῶς λοι­πὸν ἐμεῖς τούς ἀ­κοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή μας μη­τρι­κὴ γλώσ­σα, τὴν ὁ­ποί­α μά­θα­με καὶ μι­λοῦ­με ἀ­πὸ τό­τε πού γεν­νη­θή­κα­με; Ὅ­σοι εἴ­μα­στε Πάρ­θοι καὶ Μῆ­δοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­με στὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καὶ στὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴν Καπ­πα­δο­κί­α, στὸν Πόν­το καὶ στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, στὴ Φρυ­γί­α καὶ στὴν Παμ­φυ­λί­α, στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ στὰ μέ­ρη τῆς Λι­βύ­ης πού εἶ­ναι κον­τὰ στὴν Κυ­ρή­νη, καὶ οἱ Ρω­μαῖ­οι πού δι­α­μέ­νου­με ἐ­δῶ, τό­σο αὐτοί πού λόγῳ τῆς κα­τα­γω­γῆς μας εἴ­μα­στε Ἰ­ου­δαῖ­οι, ὅ­σο καὶ οἱ ἐ­θνι­κοὶ πού προ­σελ­κυ­σθή­κα­με στὴν ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ πί­στη καὶ γί­να­με προ­σή­λυ­τοι, κα­θὼς καὶ ὅ­σοι κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὴν Κρή­τη καὶ οἱ Ἄ­ρα­βες, ὅ­λοι ἐμεῖς πού κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­ά­φο­ρα αὐ­τὰ μέ­ρη πῶς συμ­βαί­νει νὰ ἀ­κοῦ­με αὐ­τοὺς νὰ μιλοῦν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ μεγάλα καί θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ;
  ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.   
                                        (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΟΙ ΖΩΟΓΟΝΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὰ Γενέθλιά της. Ἡ μεγάλη ἑορτή εἶναι ἡ ζωογόνος ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Χωρὶς τὴν Πεντηκοστὴ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν σῶμα χωρὶς ψυχή, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, τὸ ζωοποιὸ ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ στὸ Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ὁ Κύριος παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ποτάμι ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ περιβάλλον γύρω του. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἦταν ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ πανηγυρισμοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας, τῆς τρίτης μεγάλης Ἑβραϊκῆς ἑορτῆς, μετά τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Σκηνοπηγία ἦταν μιά ἀνάμνηση τῆς πορείας τῶν Ἑβραίων στὴν ἔρημο. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο τὴν γιόρταζαν μένοντας ἐπί ἑπτά ἡμέρες σὲ σκηνές, ποὺ κατεσκεύαζαν μὲ πράσινα κλωνάρια ὁπουδήποτε ὑπῆρχε ἐλεύθερος χῶρος. Τὴν ὄγδοη μέρα γιόρταζαν πανηγυρικὰ τὴν εἴσοδό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς μέρας ἦσαν μιά ἔκρηξη χαρᾶς καὶ θριάμβου. Οἱ ἱερεῖς ράντιζαν τὸν Ναὸ μὲ νερὸ ἀπό τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, καὶ μὲ κρασί, ἐνῶ ὁ λαὸς ἔψαλλε ἐνθουσιωδῶς μὲ τὴ συνοδεία σαλπίγγων καὶ κυμβάλων.
ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗ ΜΕΡΑ ὁ Κύριος στάθηκε ὄρθιος καὶ φώναξε δυνατά: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»  ἐάν κάποιος αἰσθάνεται δίψα πνευματική, ἂς ἔρχεται πρὸς Ἐμένα καί ἄς πίνει ἐλεύθερα. Ἀπό καθένα ποὺ πιστεύει σέ Ἐμένα, λέγει στὴ συνέχεια ὁ Κύριος, θὰ πηγάσουν μέσα ἀπό τὴν καρδιά του ποτάμια ὁλόκληρα, πού θὰ ζωογονοῦν τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους γύρω του. Ποιὰ θὰ εἶναι αὐτὰ τὰ ποτάμια; Θὰ εἶναι, σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν οἱ πιστοί. Διότι αὐτή ἡ ἄφθονος καὶ πλούσια παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ὑπῆρχε τότε, ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος, τὴν Ἄνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΔΙΧΑΣΜΟ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν Του. Ἄλλοι πίστευαν ὅτι εἶναι ὁ ἀναμενόμενος μεγάλος Προφήτης καὶ ὁ Μεσσίας, ἄλλοι ὅμως δυσπιστοῦσαν. Ὁ Χριστός, ἔλεγαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέρχεται ἀπό τὴν Γαλιλαία, ἀλλὰ ἀπό τὴν Βηθλεέμ. Δὲν ἐγνώριζαν ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ εἶχε γεννηθεῖ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἁπλῶς εἶχε μεγαλώσει στὴν πόλη Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ὁ διχασμὸς ὑπῆρξε ἔντονος, μερικοὶ μάλιστα ἤθελαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλά στάθηκε κάτι τέτοιο ἀδύνατο. Ἄπρακτοι δὲ ἐγύρισαν καί οἱ ὑπηρέτες, τοὺς ὁποίους εἶχαν στείλει προηγουμένως οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο. Γιατί δὲν τὸν φέρατε; τοὺς ρώτησαν. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἀπάντησαν: Κανείς ἄνθρωπος δέ μίλησε ποτὲ ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Φυσικὰ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἔκανε τοὺς Φαρισαίους νὰ ἐκνευριστοῦν περισσότερο. Μήπως πλανηθήκατε καὶ σεῖς; εἶπαν στοὺς ὑπηρέτες. Κυττάξτε καὶ διαπιστῶστέ το μόνοι σας· πίστευσε μήπως στὸν Ἰησοῦ κάποιος ἀπό τούς ἄρχοντες ἢ τοὺς Φαρισαίους;
Ὄχι! Μόνον αὐτὸς ὁ καταραμένος ὄχλος, ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Πόσον τυφλωμένοι ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι! Τὰ θαύματα γίνονταν ἐνώπιόν τους, αὐτοὶ ὅμως κρατοῦσαν τά μάτια τους κλειστά. Φανατισμός, πεῖσμα, ὑπερηφάνεια. Οἱ μόνιμες παθήσεις τῶν περισσοτέρων ἀπίστων ἀνθρώπων.
ΤΟΣΟΝ ΥΠΗΡΞΕ τὸ πεῖσμα τους, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη παρενέβη ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ὁ Νικόδημος, ἀντέδρασαν ἔντονα. Ὁ Νικόδημος τοὺς ὑπενθύμισε μιάν ἁπλή ἀλήθεια, ὅτι βάσει τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ὅλοι δέχονταν, κανείς ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ κριθεῖ ἀναπολόγητος. Ἡ ἀπάντησή τους ὑπῆρξε προσβλητικὴ καὶ ὑβριστική: Μήπως καὶ ἐσύ κατάγεσαι ἀπό τὴν Γαλιλαία; Τοῦ εἶπαν. Ἐρεύνησε καὶ δὲς ὅτι ποτὲ δὲ βγῆκε Προφήτης ἀπό τὴ Γαλιλαία.
ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ κλείνει μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Κύριος ὀλίγον ἀργότερα. Ἐγώ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, εἶπε. Ὅποιος ἀκολουθεῖ Ἐμένα δὲν θὰ περπατήσει στὸ πνευματικὸ σκοτάδι, ἀλλά θά ἀποκτήσει τό ζωηφόρο φῶς τῆς θείας Ζωῆς.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΞΗΡΑΣΙΑ
πλανήτης μας ὁλόκληρος εἰσέρχεται σὲ μιά φάση ξηρασίας. Οἱ ἐπιστήμονες ἐκπέμπουν σῆμα κινδύνου. Ὁ 21ος αἰώνας θὰ εἶναι αἰώνας λειψυδρίας, ξηρασίας φρικτῆς.
Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη, ἡ πλέον φρικτὴ ξηρασία εἶναι ἡ πνευματικὴ ξηρασία. Δηλαδὴ ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ δὲ ἡ ξηρασία ἔχει ἀπό καιρό τώρα ἁπλωθεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Φοβερό! Ἀλλά ὑπάρχει καὶ κάτι παρήγορο: Ὅτι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοί, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ μυρωμένοι μὲ τὸ βασιλικὸ Χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦμε νά γίνουμε ποτάμια ζωογόνα στὸν κατάξηρο κόσμο μας.
Μποροῦμε. Βεβαίως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ τὸ θελήσουμε. Ὅτι θὰ θελήσουμε δηλαδὴ νὰ ζήσουμε ὡς πραγματικὰ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι νὰ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καὶ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ κινούμεθα ὅπως θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο: Ὥς ἅγιοι! Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι ὄχι μόνο γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζεῖν — τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς συντάξεις — ἀλλά  κυρίως γιὰ τὴν ὄντως ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἂν αὐτὸ τὸ κάνουμε, στὶς καρδιές μας θὰ τρέξουν ποτάμια ζωῆς, πού θὰ δροσίσουν καί μᾶς καὶ τὸν διψασμένο κόσμο μας.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(24 ΜΑΪΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νεύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.
                                (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
   Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Παῦλος ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πα­ρα­κάμ­ψει μὲ τὸ πλοῖ­ο τήν Ἔ­φε­σο καὶ νὰ μὴν ἀ­πο­βι­βα­σθεῖ σ' αὐ­τήν, γιὰ νὰ μὴν το­ῦ συμ­βεῖ ν' ἀρ­γο­πο­ρή­σει στὴν Ἀ­σί­α. Δι­ό­τι βι­α­ζό­ταν νὰ εἶ­ναι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­ὰν τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τὴ Μί­λη­το λοι­πὸν ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους στὴν Ἔφεσο καὶ κά­λε­σε τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἔλ­θουν νὰ τὸν συ­ναντή­σουν. Κι ὅ­ταν ἦλ­θαν κον­τά του, τοὺς εἶ­πε:
Ἐ­σεῖς γνω­ρί­ζε­τε κα­λὰ πῶς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα ἀ­πέ­ναν­τί σας ὅ­λο τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἐ­δῶ πα­ρα­μο­νῆς μου ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη μέ­ρα πού πά­τη­σα τὸ πό­δι μου στὴν Ἀ­σί­α. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σας, πῶς θὰ συμπερι­φέ­ρε­σθε καὶ τί θὰ δι­δά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε καὶ ὅ­λο τὸ πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Ἅ­γιον Πνεῦμα σᾶς το­πο­θέ­τη­σε ἐ­πι­σκό­πους γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύ­ριος ἔ­σω­σε καὶ κατέστησε κτῆ­μα του μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα. Προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι ἐγώ τὸ γνω­ρί­ζω, με­τὰ τὴν ἀ­ναχώρησή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σά σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλά­νοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι πού θά δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀφανίζοντας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των. Ἀ­κό­μη κι ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ἄνθρω­ποι πού θὰ δι­δά­σκουν δι­δα­σκα­λί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὸν εὐ­θὺ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας, νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δούς τους. Γι' αὐ­τὸ νὰ προ­σέ­χε­τε καὶ νὰ εἶ­στε ἄ­γρυ­πνοι, ἔ­χον­τας ὡς πα­ρά­δειγ­μα ἐ­μέ­να· καὶ νὰ θυ­μᾶ­στε ὅ­τι γιὰ μιὰ τρι­ε­τί­α συ­νε­χῶς νύ­χτα καὶ μέ­ρα δὲν στα­μά­τη­σα νὰ νου­θε­τῶ μὲ δά­κρυ­α τὸν κα­θέ­να σας ξε­χω­ρι­στά. Καὶ τώ­ρα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι, ἀ­δελ­φοί, στὸ Θε­ὸ καὶ στὸ λό­γο πού ἡ χά­ρη Του μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος του θὰ σᾶς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καὶ δι­α­στρο­φή. Σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στὸ Θε­ό, ὁ ὁποῖος μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν οἰ­κο­δο­μή σας καὶ νὰ σᾶς δώ­σει κλη­ρο­νο­μιὰ τὸν οὐ­ρα­νὸ μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς πού προ­ό­δευ­σαν στὸν ἁ­για­σμὸ πού τοὺς χά­ρι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀ­σή­μι ἢ χρυ­σά­φι ἢ ρου­χι­σμό, τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἐ­πι­θύ­μη­σα. ­Ἐ­σεῖς οἱ ἴδιοι γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δι­κές μου καὶ γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες ἐ­κεί­νων πού ἦ­ταν μα­ζί μου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρια. Μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δω­σα τὸ πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔ­τσι σκλη­ρὰ γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἀ­δύ­να­μων ἀ­δελ­φῶν, καὶ νὰ τοὺς βο­η­θᾶ­τε νὰ γί­νουν δυ­να­τοὶ πνευ­μα­τι­κά. Ἀλλά καὶ νὰ θυ­μᾶστε τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ, πού εἶ­χε πεῖ: Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νὰ δί­νει κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ παίρ­νει, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν δι­και­οῦ­ται νὰ πά­ρει. Αὐ­τὸ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χῆ.
 Κι ἀφοῦ τὰ εἶ­πε αὐ­τά, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τούς.
                            
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
      Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς
                                       (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ 
Η Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ὑπῆρξε κορυφαῖο γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα πού ἡ βλάσφημη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ σάρωνε τὴν αὐτοκρατορία, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες ἔφθασαν ἐναγώνιοι στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί μὲ τὸν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος διέλυσαν τὴν πλάνη τοῦ Ἀρείου.
Ἡ Ἐκκλησία, εὐγνώμων για τὴν μεγάλη τους προσφορά, ἀφιέρωσε τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς στὴν ἱερή μνήμην τῶν 318 ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, ποὺ πρόταξαν τὰ στήθη τους στὴν ἐπιδρομή τῶν λύκων τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΜΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ εἶναι καί αὐτὸ ἐντεταγμένο στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς. Ἀποτελεῖ ἕνα τμῆμα τῆς λεγόμενης Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τῆς πλέον συγκλονιστικῆς προσευχῆς πού ἀπευθύνθηκε ποτὲ πρὸς τὸν Οὐρανό ἀπό τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς.
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ ἔχει πλέον τελειώσει. Ὁ προδότης ἔχει φύγει γιὰ νὰ φέρει σέ πέρας τὸ καταχθόνιο σχέδιό του. Ὁ Κύριος μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητές πορεύεται πρὸς τὸν τόπο τῆς μεγάλης ἀγωνίας, τὴν Γεθσημανή. Ἡ συγκλονιστικὴ προσευχὴ γίνεται σὲ κάποιο σημεῖο αὐτὴς τῆς διαδρομῆς. Ὁ Κύριος ὑψώνει τὰ μάτια του στὸν Οὐρανὸ καί λέγει:
«ΠΑΤΕΡ, ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ»  Πατέρα, ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα τῆς μεγάλης Θυσίας. Δόξασε τὸν Υἱό Σου μὲ αὐτὴ τὴν Θυσία, ὥστε καί ἐγώ, ὁ Υἱός Σου, νά δοξάσω Ἐσένα. Δόξασέ με, ἀφοῦ ἄλλωστε Ἐσύ στόν Υἱό Σου ἔδωσες ἐξουσία ἐπί ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νά χαρίσει αἰώνια ζωή σέ ὅλους τοὺς πιστούς, ὅσους τοῦ ἔδωσες. Αὐτὴ δὲ ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι τὸ νὰ γνωρίζουν Ἐσένα, τὸν ἀληθινό Θεό, καὶ αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἀπέστειλες στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐγώ, μὲ τὰ ὅσα ἐπιτέλεσα, Σὲ δόξασα ἐπί τῆς γῆς, τὸ ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες τὸ τελείωσα. Τώρα λοιπὸν δόξασέ με, Πατέρα, καὶ ὡς ἄνθρωπο κοντά Σου, μὲ τὴ δόξα τὴν ὁποία ὡς συναιώνιος Υἱός Σου καὶ Θεὸς εἶχα πλησίον Σου, πρὶν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος.
ΤΩΡΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ στρέφει τὸ ἐνδιαφέρον Του πρὸς τοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Μὲ μιά πράξη ἀπείρου ἀγάπης ἐναγκαλίζεται τοὺς δικούς Του καὶ τοὺς παραδίδει στὴ στοργικὴ πρόνοια τοῦ Οὐράνιου Πατέρα:
Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά Σου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ χάρισες ἀπό τὸν κόσμο δηλαδὴ φανέρωσα τὴν ἀλήθεια ὅτι εἶσαι πραγματικὸς Πατέρας στοὺς πιστούς, ποὺ Ἐσύ μοῦ ἔδωσες. Ἰδικοί Σου ἦσαν καὶ τοὺς πρόσφερες σέ μένα, καὶ τὸν λόγο Σου, πού τούς φανέρωσα, τόν δέχθηκαν καὶ τὸν ἐφάρμοσαν. Τώρα κατάλαβαν καλὰ ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ χάρισες προέρχονται ἀπό Ἐσένα. Τὸ κατάλαβαν, διότι ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ πρόσφερες τούς τά χάρισα, καί αὐτοί τά δέχτηκαν μὲ προθυμία καὶ κατάλαβαν πολὺ καλὰ ὅτι ἀπό Ἐσένα γεννήθηκα προαιωνίως καὶ πίστευσαν ὅτι Ἐσύ μὲ ἀπέστειλες στὸν κόσμο.
Λοιπόν, γι' αὐτοὺς τοὺς πιστούς μου τώρα Σὲ παρακαλῶ· δὲν Σὲ παρακαλῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀποστατημένου κόσμου, ἀλλά γι' αὐτοὺς ποὺ μοῦ χάρισες καί οἱ ὁποῖοι ἑξακολουθοῦν πάντοτε νὰ εἶναι δικοί Σου, ἀφοῦ ἄλλωστε ὅλα τά δικά μου εἶναι δικά Σου καὶ ὅλα τὰ δικά Σου εἶναι δικά μου  καὶ ἀκόμη διότι δι’ αὐτῶν τῶν πιστῶν ποὺ μοῦ χάρισες ἔχω δοξασθεῖ, ἐφόσον αὐτοί ἀναγνώρισαν τὴ θεία μου φύση καί ἀποστολή.
Ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη λόγο Σὲ παρακαλῶ τώρα γι' αὐτούς, τοὺς πιστοὺς μαθητές μου. Σὲ παρακαλῶ, διότι ἐγώ πιά δὲν θὰ εἶμαι μαζί τους στὸν κόσμο.
Αὐτοί θὰ παραμείνουν στὸν κόσμο, ἐνῶ ἐγώ ἔρχομαι πρὸς Ἐσένα. Λοιπόν, «Πάτερ ἅγιε», φύλαξέ τους «ἐν τῷ ὀνόματί σου», μὲ τὴν πατρική πρόνοια καί στοργή τῆς θεότητάς Σου, τὴν ὁποία ἄλλωστε ἔχεις χαρίσει καὶ σέ μένα. Φύλαξέ τους ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους ὡς ἕνα σῶμα. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, τοὺς προστάτευα ἐγώ μὲ τὴ δική Σου πατρικὴ προστασία. Ὅλους ὅσους μοῦ χάρισες τούς διαφύλαξα καί δὲν χάθηκε κανείς ἀπ' αὐτούς, παρὰ μόνον «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ὁ προδότης Ἰούδας, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγώ ἔρχομαι πρὸς Ἐσένα  καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ἐνόσω βρίσκομαι στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ μαθητές μου ὅτι θά τούς προστατεύεις Ἐσύ καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν μέσα τοὺς πλήρη καὶ τέλεια τὴ δική μου χαρά.
Η ΠΥΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ἡ φλογερότερη προσευχὴ τοῦ κόσμου. Μιὰ προσευχὴ γεμάτη ἁγία ἀγωνία γιὰ τοὺς πιστούς. Ἀγωνιᾶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του. Ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν πορεία της μέσα στὶς θύελλες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἀγωνιᾶ πολύ περισσότερο γιά τὴν ἑνότητά της· «ἵνα ὧσιν ἕν», δέεται  γιὰ νὰ εἶναι ἕνα σῶμα.
«Ἵνα ὧσιν ἕν»! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο τραῦμα γιά τήν Ἐκκλησία ἀπό τό τραῦμα κατὰ τῆς ἑνότητάς της. Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, καί ἁμαρτάνουμε πολύ. Ὅμως κανένα ἁμάρτημά μας δὲν μπορεῖ νὰ τραυματίσει, νὰ βλάψει τὴν Ἐκκλησία. Τὸ μόνο τραῦμα ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία βασανιστικὰ εἶναι ὁ τραυματισμὸς τῆς ἑνότητάς της: οἱ ἀποσκιρτήσεις, αἱρέσεις – τά σχίσματα! Γι' αὐτὸ καὶ ἡ εὐθύνη τῶν σχισματικῶν εἶναι φοβερή. Οἱ Ἄρειοι καὶ οἱ παντὸς εἴδους σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοὶ δήμιοι τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας παραδίδονται στὸ αἰώνιο ἀνάθεμα.
Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἂς προσέχουμε πολύ. Ὅλοι μας!
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)