ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(31 ΜΑΪΟΥ 2015)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν
τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν
ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο
ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος
ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν
ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν
καθήμενοι·
καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι
γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ
τε ἐφ'
ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν
ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο
λαλεῖν ἑτέραις
γλώσσαις καθὼς
τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν
δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ
κατοικοῦντες
Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ
παντὸς ἔθνους
τῶν ὑπὸ
τὸν οὐρανόν· γενομένης
δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε
τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι
ἤκουον εἷς ἕκαστος
τῇ ἰδίᾳ
διαλέκτῳ
λαλούντων αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον
λέγοντες
πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ
πάντες οὗτοί
εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς
ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ
διαλέκτῳ ἡμῶν
ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν
τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον
καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες
Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί
τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν
λαλούντων
αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις
γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τό
πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία
ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν
συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό
τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κινεῖται μὲ ὀρμή καὶ βιαιότητα.
Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου κάθονταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι
οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σ’ αὐτοὺς γλῶσσες
σὰν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, καὶ στὸν καθένα ἀπ' αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία
γλώσσα. Ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, κι ἄρχισαν
νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε
τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες
ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες. Στὴν Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν τότε Ἰουδαῖοι ἀπ'
ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ μόνιμα, ἦταν εὐλαβεῖς
καὶ σέβονταν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπὸν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, συγκεντρώθηκε
πλῆθος ἀπ' αὐτοὺς κι ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ κατάπληξη·
διότι ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μιλοῦν
στὴ δική του γλώσσα. Ἔμεναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγαν
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: Μά, ὅλοι αὐτοί πού μιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς
λοιπὸν ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας νὰ μιλοῦν στὴ δική μας μητρικὴ
γλώσσα, τὴν ὁποία μάθαμε καὶ μιλοῦμε ἀπὸ τότε πού γεννηθήκαμε; Ὅσοι
εἴμαστε Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅσοι κατοικοῦμε στὴ Μεσοποταμία
καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Καππαδοκία, στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία,
στὴ Φρυγία καὶ στὴν Παμφυλία, στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ μέρη τῆς Λιβύης
πού εἶναι κοντὰ στὴν Κυρήνη, καὶ οἱ Ρωμαῖοι πού διαμένουμε ἐδῶ, τόσο
αὐτοί πού λόγῳ τῆς καταγωγῆς μας εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ ἐθνικοὶ
πού προσελκυσθήκαμε στὴν ἰουδαϊκὴ πίστη καὶ γίναμε προσήλυτοι,
καθὼς καὶ ὅσοι καταγόμαστε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς
πού καταγόμαστε ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε
αὐτοὺς νὰ μιλοῦν καί νά διακηρύττουν στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καί θαυμαστὰ
ἔργα τοῦ Θεοῦ;
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς
εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἔκραξε
λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω
πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν
ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον
λαμβάνειν
οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι
Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου
ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν
ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν
ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι
ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ
Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου
ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ
ἐγένετο δι' αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον
ἐξ αὐτῶν πιάσαι
αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν
ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον
οὖν οἱ ὑπηρέται
πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε
αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν
ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν
οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς
πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων
ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’
ὁ ὄχλος
οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί
εἰσι! λέγει
Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν
νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν
κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν
μὴ ἀκούσῃ
παρ' αὐτοῦ
πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν
καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον
καὶ ἴδε
ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν
ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ'
ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
(Ἰωάν.
ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)
ΟΙ
ΖΩΟΓΟΝΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὰ Γενέθλιά της. Ἡ μεγάλη ἑορτή εἶναι ἡ
ζωογόνος ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Χωρὶς τὴν Πεντηκοστὴ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν
σῶμα χωρὶς ψυχή, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, τὸ ζωοποιὸ ἐμφύσημα τοῦ
Θεοῦ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ
ΛΟΓΟ στὸ Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ὁ Κύριος παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ
ποτάμι ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ περιβάλλον γύρω του. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ
ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἦταν ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ πανηγυρισμοῦ τῆς
ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας, τῆς τρίτης μεγάλης Ἑβραϊκῆς ἑορτῆς, μετά τὸ Πάσχα καὶ
τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Σκηνοπηγία ἦταν μιά ἀνάμνηση τῆς πορείας τῶν Ἑβραίων στὴν
ἔρημο. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο τὴν γιόρταζαν μένοντας ἐπί ἑπτά ἡμέρες σὲ σκηνές, ποὺ
κατεσκεύαζαν μὲ πράσινα κλωνάρια ὁπουδήποτε ὑπῆρχε ἐλεύθερος χῶρος. Τὴν ὄγδοη
μέρα γιόρταζαν πανηγυρικὰ τὴν εἴσοδό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, γι' αὐτὸ καὶ
οἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς μέρας ἦσαν μιά ἔκρηξη χαρᾶς καὶ θριάμβου. Οἱ ἱερεῖς
ράντιζαν τὸν Ναὸ μὲ νερὸ ἀπό τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, καὶ μὲ κρασί, ἐνῶ ὁ
λαὸς ἔψαλλε ἐνθουσιωδῶς μὲ τὴ συνοδεία σαλπίγγων καὶ κυμβάλων.
ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ
ΤΗ ΜΕΡΑ ὁ Κύριος στάθηκε ὄρθιος καὶ φώναξε δυνατά: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» ἐάν κάποιος αἰσθάνεται δίψα
πνευματική, ἂς ἔρχεται πρὸς Ἐμένα καί ἄς πίνει ἐλεύθερα. Ἀπό καθένα ποὺ
πιστεύει σέ Ἐμένα, λέγει στὴ συνέχεια ὁ Κύριος, θὰ πηγάσουν μέσα ἀπό τὴν καρδιά
του ποτάμια ὁλόκληρα, πού θὰ ζωογονοῦν τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους γύρω του. Ποιὰ
θὰ εἶναι αὐτὰ τὰ ποτάμια; Θὰ εἶναι, σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἡ παρουσία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν οἱ πιστοί. Διότι αὐτή ἡ
ἄφθονος καὶ πλούσια παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ὑπῆρχε τότε, ἀφοῦ ὁ Κύριος
δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος, τὴν Ἄνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ
ΔΙΧΑΣΜΟ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν Του. Ἄλλοι πίστευαν ὅτι εἶναι ὁ
ἀναμενόμενος μεγάλος Προφήτης καὶ ὁ Μεσσίας, ἄλλοι ὅμως δυσπιστοῦσαν. Ὁ
Χριστός, ἔλεγαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέρχεται ἀπό τὴν Γαλιλαία, ἀλλὰ ἀπό τὴν
Βηθλεέμ. Δὲν ἐγνώριζαν ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ εἶχε γεννηθεῖ στὴ Βηθλεὲμ καὶ
ἁπλῶς εἶχε μεγαλώσει στὴν πόλη Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ὁ διχασμὸς ὑπῆρξε ἔντονος,
μερικοὶ μάλιστα ἤθελαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλά στάθηκε κάτι τέτοιο
ἀδύνατο. Ἄπρακτοι δὲ ἐγύρισαν καί οἱ ὑπηρέτες, τοὺς ὁποίους εἶχαν στείλει
προηγουμένως οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο. Γιατί
δὲν τὸν φέρατε; τοὺς ρώτησαν. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἀπάντησαν: Κανείς ἄνθρωπος δέ
μίλησε ποτὲ ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Φυσικὰ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἔκανε τοὺς Φαρισαίους
νὰ ἐκνευριστοῦν περισσότερο. Μήπως πλανηθήκατε καὶ σεῖς; εἶπαν στοὺς ὑπηρέτες.
Κυττάξτε καὶ διαπιστῶστέ το μόνοι σας· πίστευσε μήπως στὸν Ἰησοῦ κάποιος ἀπό
τούς ἄρχοντες ἢ τοὺς Φαρισαίους;
Ὄχι! Μόνον
αὐτὸς ὁ καταραμένος ὄχλος, ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν
Ἰησοῦ.
Πόσον
τυφλωμένοι ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι! Τὰ θαύματα γίνονταν ἐνώπιόν τους, αὐτοὶ
ὅμως κρατοῦσαν τά μάτια τους κλειστά. Φανατισμός, πεῖσμα, ὑπερηφάνεια. Οἱ
μόνιμες παθήσεις τῶν περισσοτέρων ἀπίστων ἀνθρώπων.
ΤΟΣΟΝ ΥΠΗΡΞΕ
τὸ πεῖσμα τους, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη παρενέβη ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου
καὶ μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ὁ Νικόδημος, ἀντέδρασαν ἔντονα. Ὁ Νικόδημος
τοὺς ὑπενθύμισε μιάν ἁπλή ἀλήθεια, ὅτι βάσει τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ὅλοι
δέχονταν, κανείς ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ κριθεῖ ἀναπολόγητος. Ἡ ἀπάντησή
τους ὑπῆρξε προσβλητικὴ καὶ ὑβριστική: Μήπως καὶ ἐσύ κατάγεσαι ἀπό τὴν Γαλιλαία;
Τοῦ εἶπαν. Ἐρεύνησε καὶ δὲς ὅτι ποτὲ δὲ βγῆκε Προφήτης ἀπό τὴ Γαλιλαία.
ΚΑΙ ΤΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ κλείνει μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Κύριος ὀλίγον
ἀργότερα. Ἐγώ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, εἶπε. Ὅποιος ἀκολουθεῖ Ἐμένα δὲν θὰ
περπατήσει στὸ πνευματικὸ σκοτάδι, ἀλλά θά ἀποκτήσει τό ζωηφόρο φῶς τῆς θείας
Ζωῆς.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΞΗΡΑΣΙΑ
Ὁ πλανήτης μας ὁλόκληρος εἰσέρχεται σὲ μιά φάση
ξηρασίας. Οἱ ἐπιστήμονες ἐκπέμπουν σῆμα κινδύνου. Ὁ 21ος αἰώνας θὰ εἶναι αἰώνας
λειψυδρίας, ξηρασίας φρικτῆς.
Ἀλλά ἡ
μεγαλύτερη, ἡ πλέον φρικτὴ ξηρασία εἶναι ἡ πνευματικὴ ξηρασία. Δηλαδὴ ἡ ἀπουσία
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ δὲ ἡ ξηρασία ἔχει ἀπό καιρό
τώρα ἁπλωθεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Φοβερό! Ἀλλά
ὑπάρχει καὶ κάτι παρήγορο: Ὅτι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοί, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ
βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ μυρωμένοι μὲ τὸ βασιλικὸ Χρῖσμα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦμε νά γίνουμε ποτάμια ζωογόνα στὸν κατάξηρο κόσμο
μας.
Μποροῦμε.
Βεβαίως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ τὸ θελήσουμε. Ὅτι θὰ θελήσουμε δηλαδὴ νὰ
ζήσουμε ὡς πραγματικὰ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι νὰ ἔχουμε τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καὶ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ κινούμεθα ὅπως θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιο: Ὥς ἅγιοι! Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι ὄχι μόνο γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζεῖν — τοὺς
μισθοὺς καὶ τὶς συντάξεις — ἀλλά κυρίως
γιὰ τὴν ὄντως ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἂν αὐτὸ τὸ
κάνουμε, στὶς καρδιές μας θὰ τρέξουν ποτάμια ζωῆς, πού θὰ δροσίσουν καί μᾶς καὶ
τὸν διψασμένο κόσμο μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου