Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(31 ΜΑΪΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;                                          (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τό πρωΐ τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς (καθώς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτή ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς της) ὅλοι οἱ πιστοί μέ μιά καρδιά ἦταν συναγμένοι στό ἴδιο μέρος. Καί ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βοή σάν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου, πού κι­νεῖ­ται μὲ ὀρμή καὶ βι­αι­ό­τη­τα. Καὶ ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ γέμισε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που κά­θον­ταν οἱ ἀ­πό­στο­λοι καὶ ὅ­λοι οἱ μαθητές. Καὶ εἶδαν μέ τά μάτια τους νὰ δι­α­μοι­ρά­ζον­ται σ’ αὐ­τοὺς γλῶσ­σες σὰν τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς, καὶ στὸν κα­θέ­να ἀ­π' αὐ­τοὺς κά­θι­σε ἀ­πὸ μί­α γλώσ­σα. Ὅ­λοι τους τό­τε πλημ­μύ­ρι­σαν ἐ­σω­τε­ρι­κὰ μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον, κι ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες, ὅ­πως τὸ Πνεῦ­μα τοὺς ἐ­νέ­πνε­ε καὶ τοὺς ἔ­δι­νε τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ λέ­νε θε­ϊ­κὰ καὶ οὐ­ρά­νια λό­για καὶ δι­δα­σκα­λί­ες ὑ­ψη­λὲς καὶ θε­ό­πνευ­στες. Στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὑ­πῆρ­χαν τό­τε Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου καὶ ἀ­π' ὅ­λα τὰ ἔ­θνη πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Αὐ­τοὶ εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐκεῖ μό­νι­μα, ἦ­ταν εὐ­λα­βεῖς καὶ σέ­βον­ταν τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ ἀνέμου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλῆ­θος ἀ­π' αὐ­τοὺς κι ὅ­λοι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ σύγ­χυ­ση καὶ κα­τά­πλη­ξη· δι­ό­τι ὁ κα­θέ­νας τους ἄ­κου­γε τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή του γλώσ­σα. Ἔ­με­ναν ὅ­λοι ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ μὲ θαυ­μα­σμὸ ἔ­λε­γαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: Μά, ὅ­λοι αὐτοί πού μι­λοῦν δὲν εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι; Πῶς λοι­πὸν ἐμεῖς τούς ἀ­κοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή μας μη­τρι­κὴ γλώσ­σα, τὴν ὁ­ποί­α μά­θα­με καὶ μι­λοῦ­με ἀ­πὸ τό­τε πού γεν­νη­θή­κα­με; Ὅ­σοι εἴ­μα­στε Πάρ­θοι καὶ Μῆ­δοι καὶ Ἐλαμίτες, κι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­με στὴ Με­σο­πο­τα­μί­α καὶ στὴν Ἰ­ου­δαί­α καὶ στὴν Καπ­πα­δο­κί­α, στὸν Πόν­το καὶ στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, στὴ Φρυ­γί­α καὶ στὴν Παμ­φυ­λί­α, στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ στὰ μέ­ρη τῆς Λι­βύ­ης πού εἶ­ναι κον­τὰ στὴν Κυ­ρή­νη, καὶ οἱ Ρω­μαῖ­οι πού δι­α­μέ­νου­με ἐ­δῶ, τό­σο αὐτοί πού λόγῳ τῆς κα­τα­γω­γῆς μας εἴ­μα­στε Ἰ­ου­δαῖ­οι, ὅ­σο καὶ οἱ ἐ­θνι­κοὶ πού προ­σελ­κυ­σθή­κα­με στὴν ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ πί­στη καὶ γί­να­με προ­σή­λυ­τοι, κα­θὼς καὶ ὅ­σοι κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὴν Κρή­τη καὶ οἱ Ἄ­ρα­βες, ὅ­λοι ἐμεῖς πού κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­ά­φο­ρα αὐ­τὰ μέ­ρη πῶς συμ­βαί­νει νὰ ἀ­κοῦ­με αὐ­τοὺς νὰ μιλοῦν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ μεγάλα καί θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ;
  ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.   
                                        (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)

ΟΙ ΖΩΟΓΟΝΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὰ Γενέθλιά της. Ἡ μεγάλη ἑορτή εἶναι ἡ ζωογόνος ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Χωρὶς τὴν Πεντηκοστὴ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν σῶμα χωρὶς ψυχή, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, τὸ ζωοποιὸ ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ στὸ Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ὁ Κύριος παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ποτάμι ποὺ ζωογονεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ περιβάλλον γύρω του. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἦταν ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ πανηγυρισμοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας, τῆς τρίτης μεγάλης Ἑβραϊκῆς ἑορτῆς, μετά τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Σκηνοπηγία ἦταν μιά ἀνάμνηση τῆς πορείας τῶν Ἑβραίων στὴν ἔρημο. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο τὴν γιόρταζαν μένοντας ἐπί ἑπτά ἡμέρες σὲ σκηνές, ποὺ κατεσκεύαζαν μὲ πράσινα κλωνάρια ὁπουδήποτε ὑπῆρχε ἐλεύθερος χῶρος. Τὴν ὄγδοη μέρα γιόρταζαν πανηγυρικὰ τὴν εἴσοδό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς μέρας ἦσαν μιά ἔκρηξη χαρᾶς καὶ θριάμβου. Οἱ ἱερεῖς ράντιζαν τὸν Ναὸ μὲ νερὸ ἀπό τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, καὶ μὲ κρασί, ἐνῶ ὁ λαὸς ἔψαλλε ἐνθουσιωδῶς μὲ τὴ συνοδεία σαλπίγγων καὶ κυμβάλων.
ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗ ΜΕΡΑ ὁ Κύριος στάθηκε ὄρθιος καὶ φώναξε δυνατά: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»  ἐάν κάποιος αἰσθάνεται δίψα πνευματική, ἂς ἔρχεται πρὸς Ἐμένα καί ἄς πίνει ἐλεύθερα. Ἀπό καθένα ποὺ πιστεύει σέ Ἐμένα, λέγει στὴ συνέχεια ὁ Κύριος, θὰ πηγάσουν μέσα ἀπό τὴν καρδιά του ποτάμια ὁλόκληρα, πού θὰ ζωογονοῦν τὸν ἴδιο καὶ τοὺς ἄλλους γύρω του. Ποιὰ θὰ εἶναι αὐτὰ τὰ ποτάμια; Θὰ εἶναι, σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν οἱ πιστοί. Διότι αὐτή ἡ ἄφθονος καὶ πλούσια παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ὑπῆρχε τότε, ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος, τὴν Ἄνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΔΙΧΑΣΜΟ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν Του. Ἄλλοι πίστευαν ὅτι εἶναι ὁ ἀναμενόμενος μεγάλος Προφήτης καὶ ὁ Μεσσίας, ἄλλοι ὅμως δυσπιστοῦσαν. Ὁ Χριστός, ἔλεγαν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέρχεται ἀπό τὴν Γαλιλαία, ἀλλὰ ἀπό τὴν Βηθλεέμ. Δὲν ἐγνώριζαν ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ εἶχε γεννηθεῖ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἁπλῶς εἶχε μεγαλώσει στὴν πόλη Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ὁ διχασμὸς ὑπῆρξε ἔντονος, μερικοὶ μάλιστα ἤθελαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλά στάθηκε κάτι τέτοιο ἀδύνατο. Ἄπρακτοι δὲ ἐγύρισαν καί οἱ ὑπηρέτες, τοὺς ὁποίους εἶχαν στείλει προηγουμένως οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο. Γιατί δὲν τὸν φέρατε; τοὺς ρώτησαν. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἀπάντησαν: Κανείς ἄνθρωπος δέ μίλησε ποτὲ ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Φυσικὰ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἔκανε τοὺς Φαρισαίους νὰ ἐκνευριστοῦν περισσότερο. Μήπως πλανηθήκατε καὶ σεῖς; εἶπαν στοὺς ὑπηρέτες. Κυττάξτε καὶ διαπιστῶστέ το μόνοι σας· πίστευσε μήπως στὸν Ἰησοῦ κάποιος ἀπό τούς ἄρχοντες ἢ τοὺς Φαρισαίους;
Ὄχι! Μόνον αὐτὸς ὁ καταραμένος ὄχλος, ποὺ ἀγνοεῖ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Πόσον τυφλωμένοι ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι! Τὰ θαύματα γίνονταν ἐνώπιόν τους, αὐτοὶ ὅμως κρατοῦσαν τά μάτια τους κλειστά. Φανατισμός, πεῖσμα, ὑπερηφάνεια. Οἱ μόνιμες παθήσεις τῶν περισσοτέρων ἀπίστων ἀνθρώπων.
ΤΟΣΟΝ ΥΠΗΡΞΕ τὸ πεῖσμα τους, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη παρενέβη ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ὁ Νικόδημος, ἀντέδρασαν ἔντονα. Ὁ Νικόδημος τοὺς ὑπενθύμισε μιάν ἁπλή ἀλήθεια, ὅτι βάσει τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ὅλοι δέχονταν, κανείς ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ κριθεῖ ἀναπολόγητος. Ἡ ἀπάντησή τους ὑπῆρξε προσβλητικὴ καὶ ὑβριστική: Μήπως καὶ ἐσύ κατάγεσαι ἀπό τὴν Γαλιλαία; Τοῦ εἶπαν. Ἐρεύνησε καὶ δὲς ὅτι ποτὲ δὲ βγῆκε Προφήτης ἀπό τὴ Γαλιλαία.
ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ κλείνει μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Κύριος ὀλίγον ἀργότερα. Ἐγώ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, εἶπε. Ὅποιος ἀκολουθεῖ Ἐμένα δὲν θὰ περπατήσει στὸ πνευματικὸ σκοτάδι, ἀλλά θά ἀποκτήσει τό ζωηφόρο φῶς τῆς θείας Ζωῆς.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΞΗΡΑΣΙΑ
πλανήτης μας ὁλόκληρος εἰσέρχεται σὲ μιά φάση ξηρασίας. Οἱ ἐπιστήμονες ἐκπέμπουν σῆμα κινδύνου. Ὁ 21ος αἰώνας θὰ εἶναι αἰώνας λειψυδρίας, ξηρασίας φρικτῆς.
Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη, ἡ πλέον φρικτὴ ξηρασία εἶναι ἡ πνευματικὴ ξηρασία. Δηλαδὴ ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ δὲ ἡ ξηρασία ἔχει ἀπό καιρό τώρα ἁπλωθεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Φοβερό! Ἀλλά ὑπάρχει καὶ κάτι παρήγορο: Ὅτι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοί, οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ μυρωμένοι μὲ τὸ βασιλικὸ Χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦμε νά γίνουμε ποτάμια ζωογόνα στὸν κατάξηρο κόσμο μας.
Μποροῦμε. Βεβαίως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ τὸ θελήσουμε. Ὅτι θὰ θελήσουμε δηλαδὴ νὰ ζήσουμε ὡς πραγματικὰ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι νὰ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καὶ νὰ ζοῦμε καὶ νὰ κινούμεθα ὅπως θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο: Ὥς ἅγιοι! Ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι ὄχι μόνο γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζεῖν — τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς συντάξεις — ἀλλά  κυρίως γιὰ τὴν ὄντως ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.
Ἂν αὐτὸ τὸ κάνουμε, στὶς καρδιές μας θὰ τρέξουν ποτάμια ζωῆς, πού θὰ δροσίσουν καί μᾶς καὶ τὸν διψασμένο κόσμο μας.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου