Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(3 ΜΑΪΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λού­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον. 
                                                                                  (Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κα­θὼς ὁ Πέ­τρος πε­ρι­ό­δευ­ε σ' ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη, κά­ποι­α μέ­ρα κα­τέ­βη­κε καὶ στοὺς Χρι­στια­νοὺς πού κατοικοῦσαν στὴ Λύδ­δα. Ἐ­κεῖ συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο πού λε­γό­ταν Αἰνέας καὶ ἦ­ταν ὀ­κτὼ χρό­νια κα­τά­κοι­τος πά­νω σ' ἕ­να κρεβάτι, δι­ό­τι ἦ­ταν πα­ρά­λυ­τος. Κι ὁ Πέ­τρος τοῦ εἶ­πε: Αἰνέα, ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού εἶ­ναι ὁ χρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Μεσ­σί­ας, σὲ γι­α­τρεύ­ει ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λυ­σί­α σου. Σή­κω καὶ στρῶ­σε μό­νος σου τὸ κρε­βά­τι σου. Κι αὐ­τὸς ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε. Καὶ τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­σαν στὴ Λύδ­δα καὶ στὴν πε­διά­δα τοῦ Σά­ρω­να. Κι ἔ­τσι, κα­θο­δη­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ θαῦμα αὐ­τό, ἐ­πέ­στρε­ψαν στὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ἀφοῦ τὸν πί­στε­ψαν καὶ τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν Θε­ὸ καὶ Σω­τή­ρα τους.
Στὴν Ἰόππη πά­λι ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α μα­θή­τρια τοῦ Κυρίου πού λε­γό­ταν Τα­βι­θά. Τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ με­τα­φρά­ζεται μὲ τὴ λέ­ξη Δορ­κά­δα, δη­λα­δὴ ζαρ­κά­δι. Αὐ­τὴ ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πού ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς. Τὶς ἡμέρες ἐ­κεῖ­νες ὅ­μως συ­νέ­βη νὰ ἀρ­ρω­στή­σει καὶ νὰ πε­θά­νει. Κι ἀ­φοῦ τὴν ἔ­λου­σαν καὶ τὴν ἑ­τοί­μα­σαν, τὴν ἔ­βα­λαν στὸ πά­νω δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς οἰ­κί­ας. Κα­θὼς λοι­πὸν ἡ πό­λη Λύδ­δα ἦ­ταν κον­τὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄ­κου­σαν οἱ μα­θη­τὲς ὅ­τι ὁ Πέ­τρος εἶ­ναι στὴν πό­λη αὐ­τή, τοῦ ἔ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρες καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ πά­ει σ' αὐ­τοὺς ὅ­σο γί­νε­ται πιὸ γρή­γο­ρα. Πράγ­μα­τι ὁ Πέ­τρος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε μα­ζὶ μὲ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους. Μό­λις ἔ­φτα­σε στὴν Ἰόππη, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στὸ ἀ­νώ­γει­ο. Κι ἐκεῖ πα­ρου­σι­ά­στη­καν μπρο­στά του ὅ­λες οἱ χῆ­ρες κλαί­γον­τας γιὰ τὸ θά­να­το αὐ­τῆς πού τὶς προ­στά­τευ­ε. Καὶ ὡς δείγ­μα­τα τῆς προ­στα­σί­ας της ἔ­δει­χναν στὸν Πέ­τρο τοὺς χι­τῶ­νες καὶ τὰ πα­νω­φό­ρια πού εἶχε φτιά­ξει γι' αὐ­τοὺς ἡ Δορ­κά­δα ὅ­σο ζοῦ­σε μα­ζί τους. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ὁ Πέ­τρος τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ἀ­νώ­γει­ο πού ἦ­ταν ἡ νε­κρή, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε. Κα­τό­πιν στρά­φη­κε στὸ νε­κρὸ σῶ­μα καὶ εἶπε: Τα­βιθά, σή­κω ἐ­πά­νω. Κι αὐ­τὴ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια της, κι ὅ­ταν εἶ­δε τὸν Πέ­τρο, ὅ­πως ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη, ἀ­να­ση­κώ­θη­κε κα­θι­στὴ στὸ κρε­βά­τι της. Τό­τε τῆς ἔ­δω­σε ὁ Πέ­τρος τὸ χέ­ρι του καὶ τὴν σή­κω­σε ὄρ­θια. Ὕ­στε­ρα φώ­να­ξε τοὺς Χρι­στια­νοὺς καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὶς χῆ­ρες καὶ τοὺς τὴν πα­ρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ ἔ­γι­νε γνω­στὸ σ' ὅ­λη τὴν πό­λη τῆς Ἰόππης, καὶ πολ­λοὶ πί­στε­ψαν στὸν Κύ­ριο.
 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
      Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τα­ράσ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.
                                                       (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15 )
Η ΑΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    
ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ λαμβάνει χώραν τ περιστατικὸ του σημερινο Εαγγελίου. Τυφλοί, κουτσο κα ἡμιπαράλυτοι ἄνθρωποι, πλθος πολύ, βρίσκονται συγκεντρωμένοι γύρω ἀπό μιά θαυματουργική δεξαμενή, λιμνούλα, τν Βηθεσδά, κα περιμένουν. Τί περιμένουν; Περιμένουν ν ταραχθοῦν κάποια στιγμ τ νερ ἀπό να γγελο — πράγμα πο συνέβαινε κατ διαστήματα — καί ν πέσουν μέσα σ’ ατά, διότι ὁ πρτος πο ἔπεφτε στ ταραγμένα νερὰ γινόταν ὑγιής, ἀπό ποιαδήποτε ἀσθένεια καί ἄν ἔπασχε.
Ἐκεῖ, σ’ αὐτό τν χρο τοῦ πόνου καί τῆς γωνίας, συνάντησε ὁ Κύριος τόν παράλυτο τοῦ σημερινο Εὐαγγελίου. να ἄνθρωπο φάνταστα βασανισμένο, ἀφοῦ εχε τριανταοκτώ λόκληρα χρόνια καθηλωμένος στ κρεββάτι παράλυτος. — «Θέλεις γις γενέσθαι;»· θέλεις ν γίνεις καλά; ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τν βασανισμένο ἄνθρωπο. Κα κενος μ παράπονο ἀπαντᾶ: Κύριε, δν χω ἄνθρωπο γι ν μ ρίξει στ νερά, ὅταν ατ ταραχθοῦν. Καί ἐνῶ προσπαθ ν πέσω ἐγώ, λλος κατεβαίνει πρν ἀπό μένα.
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ μεγάλος, ἀλλά καί ἡ νέργεια τοῦ Κυρίου μεση κα δραστική. Σήκω, τοῦ λέγει, πάρε τ κρεββάτι σου κα προχώρα. Τ ποτέλεσμα, θαυμαστό! Ὁ ἄνθρωπος σηκώθηκε, φορτώθηκε τ κρεββάτι του κα βάδισε τσι φορτωμένος.
ΕΔΩ ΟΜΩΣ δημιουργήθηκε στ συνέχεια τό πρόβλημα. ταν, μς πληροφορεερς Εαγγελιστής, Σάββατο ἡ μέρα κείνη, κα οἱ βραοι, βλέποντας τν θεραπευμένο παράλυτο, τν ποπῆραν λέγοντάς του ὅτι λόγω τς ργίας το Σαββάτου δν τοῦ ἐπιτρεπόταν νά  μεταφέρει τ κρεββάτι του. Ὁ ἄνθρωπος τος πήντησε ὅτι σηκώνει τ κρεββάτι του κατ τν παραγγελία πού τοῦ ἔδωσε κενος ὁ ὁποῖος τόν θεράπευσε. Ποιός ὅμως ταν ατς πο τοῦ δωσε ατ τὴ ὁδηγία; Ὁ θεραπευμένος παράλυτος στ ρώτημα ατ δὲν μποροσε ν παντήσει, διότι ὁ Κύριος ἐν τῷ μεταξύ, ποφεύγοντας τν θόρυβο, εἶχε ἐξαφανισθεῖ μέσα στ πλθος τν νθρώπων. Ἐξαφανίσθηκε, λλ δ λησμόνησε τν παράλυτο. ργότερα τν βρῆκε στν Να τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ πρώην παράλυτος πγε προφανς νά εὐχαριστήσει τν Θε γι τ θεραπεία του, κα τοῦ επε: Πρόσεξε, γινες καλά. Φρόντισε τώρα ν μή ἁμαρτάνεις πλέον, γι ν μή σοῦ συμβεῖ κάτι χειρότερο ἀπό τήν ἀσθένεια πο πέρασες.
ΗΤΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ πο ὁ ἄνθρωπος νακάλυψε τν εεργέτη του. Ατν δ τν πληροφορία τν μετέφερε κα στος ουδαίους ρχοντες, πο εἶχαν σπεύσει ν τν παρατηρήσουν, ὅταν τόν εἶδαν νά μεταφέρει τ κρεββάτι του μέρα Σάββατο, μέρα ργίας γιά λους τος βραίους.
Η ΑΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Οἱ στενοκέφαλοι βραοι πιτιμοσαν τν θεραπευμένο παράλυτο, διότι κατ τ γνώμη τους παραβίαζε τν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τν ντολ πο ἐπέβαλλε ἀργία ἀπό κάθε ργασία κατ τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου.
Βεβαίως ὁ παράλυτος δν κανε κερδοσκοπική λλου εδους παγορευμένη ργασία μεταφέροντας τ κρεββάτι του. Μ κανένα τρόπο ἡ νέργειά του κείνη δν θ μποροσε ν θεωρηθεῖ παραβίαση τς ντολς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἐπί τριανταοκτώ χρόνια ἀργία λόγω τς σθένειας, κα τώρα πλς μετέφερε τ κρεββάτι του στ σπίτι του. Ἦταν ἡ κακοψυχία τν βραίων ρχόντων, πού βλεπε παραβίαση τῆς ντολς τοῦ Θεοῦ σέ μιά ναγκαία ἐνέργεια.
ν οἱ ουδαοι εἶχαν ἀληθινό σεβασμό τν ντολν τοῦ Θεοῦ, θ ἔπρεπε ν τρέξουν κα ν βοηθήσουν τν ἄνθρωπο γιά νά μεταφέρει τ κρεββάτι του. λλ ατο εἶχαν πρ πολλοῦ καταργήσει τς ντολς τοῦ Κυρίου. Τηροῦσαν δθεν τν ἀργία τοῦ Σαββάτου, τν ὥρα πο καταπατοσαν τν κορυφαία ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τν ἐντολή τῆς γάπης. Τριανταοκτώ χρόνια ὁ παράλυτος φώναζε: «ἄνθρωπον οὐκ χω», κα ατο ψυχρο καί διάφοροι συνέχιζαν τόν δρόμο τους. Τώρα περασπίζονται δθεν τ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. ποκρισία κα ναισθησία κα θράσος!
Οἱ λαο διαφέρουν, οἱ γενις μεταβάλλονται, ἀλλά ἡ φαρισαϊκ νοοτροπία συχν μένει ἠ δια. κόμη κα σήμερα, πιστο Χριστιανο πλέον, συχν κάνουμε τ ἴδιο λάθος. Μ ἐξαιρετική εὐκολία μπορε ν κατηγορομε διάφορους συνανθρώπους μας ὡς σεβες κα παραβάτες τν ντολν τοῦ Θεοῦ, τν ρα πο ἐμεῖς ἐξ σου προκλητικ μπορε ν διαφορομε γι τν πόνο, τ δυστυχία κα τν νέχεια ποικίλων συνανθρώπων γύρω μας. Ἀγωνιζόμαστε γι τν «ἀργία τοῦ Σαββάτου» — τς Κυριακς — κα σκομε «ἀργία» στν ἐντολή τῆς γάπης.
Τριανταοκτώ χρόνια... «ἄνθρωπον οὐκ χω»!
Θες ν μς φωτίζει ν κρίνουμε ὀρθά κα ν μς λεήσει λους μας.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου