ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(3 ΜΑΪΟΥ 2015)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ
πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους
τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ
ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν
ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί
σε Ἰησοῦς
ὁ Χριστός· ἀνάστηθι
καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν
ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι
Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται
Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν
ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν
ὧν ἐποίει. ἐγένετο
δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν
ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς
δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες
ὅτι Πέτρος ἐστὶν
ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν
δύο ἄνδρας
πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες
μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως
αὐτῶν. ἀναστὰς
δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον
εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι
αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι
χιτῶνας καὶ ἱμάτια
ὅσα ἐποίει μετ' αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν
δὲ ἔξω
πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο,
καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε
τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα
τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν
αὐτήν, φωνήσας
δὲ τοὺς ἁγίους
καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν
ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο
καθ' ὅλης
τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν
ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ.
Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καθὼς ὁ Πέτρος περιόδευε σ'
ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, κάποια μέρα κατέβηκε καὶ στοὺς Χριστιανοὺς πού
κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. Ἐκεῖ συνάντησε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν
Αἰνέας καὶ ἦταν ὀκτὼ χρόνια κατάκοιτος πάνω σ' ἕνα κρεβάτι, διότι ἦταν
παράλυτος. Κι ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: Αἰνέα,
ὁ Ἰησοῦς, πού εἶναι ὁ χρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Μεσσίας, σὲ γιατρεύει ἀπὸ
τὴν παραλυσία σου. Σήκω καὶ στρῶσε μόνος σου τὸ κρεβάτι σου. Κι αὐτὸς
ἀμέσως σηκώθηκε. Καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα
καὶ στὴν πεδιάδα τοῦ Σάρωνα. Κι ἔτσι, καθοδηγημένοι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό,
ἐπέστρεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἀφοῦ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀναγνώρισαν
Θεὸ καὶ Σωτήρα τους.
Στὴν Ἰόππη πάλι ὑπῆρχε κάποια
μαθήτρια τοῦ Κυρίου πού λεγόταν Ταβιθά. Τὸ ὄνομα αὐτὸ μεταφράζεται μὲ τὴ λέξη Δορκάδα,
δηλαδὴ ζαρκάδι. Αὐτὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες
πού ἔκανε συνεχῶς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὅμως συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει.
Κι ἀφοῦ τὴν ἔλουσαν καὶ τὴν ἑτοίμασαν, τὴν ἔβαλαν στὸ πάνω διαμέρισμα
τῆς οἰκίας. Καθὼς λοιπὸν ἡ πόλη Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄκουσαν
οἱ μαθητὲς ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι στὴν πόλη αὐτή, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες
καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ πάει σ' αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Πράγματι
ὁ Πέτρος σηκώθηκε καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀπεσταλμένους.
Μόλις ἔφτασε στὴν Ἰόππη, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο. Κι ἐκεῖ παρουσιάστηκαν
μπροστά του ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας γιὰ τὸ θάνατο αὐτῆς πού τὶς προστάτευε.
Καὶ ὡς δείγματα τῆς προστασίας της ἔδειχναν στὸν Πέτρο τοὺς χιτῶνες
καὶ τὰ πανωφόρια πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε μαζί
τους. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Πέτρος τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνώγειο πού
ἦταν ἡ νεκρή, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στὸ νεκρὸ
σῶμα καὶ εἶπε: Ταβιθά, σήκω ἐπάνω.
Κι αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο, ὅπως ἦταν ξαπλωμένη,
ἀνασηκώθηκε καθιστὴ στὸ κρεβάτι της. Τότε τῆς ἔδωσε ὁ Πέτρος τὸ χέρι
του καὶ τὴν σήκωσε ὄρθια. Ὕστερα φώναξε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἰδιαιτέρως
τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ
σ' ὅλη τὴν πόλη τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι
δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα,
ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο
πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν,
ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος
κίνησιν. ἄγγελος
γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν
ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε
τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς
μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος
ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος
ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ
ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ
αὐτοῦ. τοῦτον
ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι
πολὺν ἤδη
χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς
γενέσθαι; ἀπεκρίθη
αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω, ἵνα
ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι
ἐγώ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ
καταβαίνει.
λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον
τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο
ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε
τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί
σοι ἆραι
τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη
αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός
μοι εἶπεν· ἆρον
τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν
οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν
ὁ ἄνθρωπος
ὁ εἰπών σοι,
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς
οὐκ ᾔδει
τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς
ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει
αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς
ἐν τῷ ἱερῷ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε
ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα
μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν
ὁ ἄνθρωπος
καὶ ἀνήγγειλε
τοῖς Ἰουδαίοις
ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15 )
Η ΑΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ λαμβάνει χώραν τὸ περιστατικὸ του σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τυφλοί, κουτσοὶ καὶ ἡμιπαράλυτοι ἄνθρωποι, πλῆθος πολύ, βρίσκονται συγκεντρωμένοι γύρω ἀπό μιά
θαυματουργική δεξαμενή, λιμνούλα, τὴν Βηθεσδά, καὶ περιμένουν. Τί περιμένουν; Περιμένουν νὰ ταραχθοῦν κάποια στιγμὴ τὰ νερὰ ἀπό ἕνα ἄγγελο — πράγμα ποὺ συνέβαινε κατὰ διαστήματα — καί νὰ πέσουν μέσα σ’ αὐτά, διότι ὁ πρῶτος ποὺ ἔπεφτε στὰ ταραγμένα νερὰ γινόταν ὑγιής, ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια καί ἄν ἔπασχε.
Ἐκεῖ, σ’ αὐτό τὸν χῶρο τοῦ πόνου καί τῆς ἀγωνίας, συνάντησε ὁ Κύριος τόν παράλυτο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἕνα ἄνθρωπο ἀφάνταστα βασανισμένο, ἀφοῦ εἶχε τριανταοκτώ ὁλόκληρα χρόνια καθηλωμένος στὸ κρεββάτι παράλυτος. — «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;»· θέλεις νὰ γίνεις καλά; ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τὸν βασανισμένο ἄνθρωπο. Καὶ ἐκεῖνος μὲ παράπονο ἀπαντᾶ: Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο γιὰ νὰ μὲ ρίξει στὰ νερά, ὅταν αὐτὰ ταραχθοῦν. Καί ἐνῶ προσπαθῶ νὰ πέσω ἐγώ, ἄλλος κατεβαίνει πρὶν ἀπό μένα.
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ μεγάλος, ἀλλά καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου ἄμεση καὶ δραστική. Σήκω, τοῦ λέγει, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ προχώρα. Τὸ ἀποτέλεσμα, θαυμαστό! Ὁ ἄνθρωπος σηκώθηκε, φορτώθηκε τὸ κρεββάτι του καὶ βάδισε ἔτσι φορτωμένος.
ΕΔΩ ΟΜΩΣ
δημιουργήθηκε στὴ
συνέχεια τό πρόβλημα. Ἦταν,
μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, Σάββατο ἡ μέρα ἐκείνη, καὶ οἱ Ἑβραῖοι, βλέποντας τὸν θεραπευμένο παράλυτο, τὸν ἀποπῆραν λέγοντάς του ὅτι λόγω τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νά
μεταφέρει τὸ
κρεββάτι του. Ὁ ἄνθρωπος τοὺς ἀπήντησε ὅτι σηκώνει τὸ κρεββάτι του κατὰ τὴν παραγγελία πού τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τόν θεράπευσε. Ποιός ὅμως ἦταν αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ ὁδηγία; Ὁ θεραπευμένος παράλυτος στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει, διότι ὁ Κύριος ἐν τῷ μεταξύ, ἀποφεύγοντας τὸν θόρυβο, εἶχε ἐξαφανισθεῖ μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων. Ἐξαφανίσθηκε, ἀλλὰ δὲ λησμόνησε τὸν παράλυτο. Ἀργότερα τὸν βρῆκε στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ πρώην παράλυτος πῆγε προφανῶς νά εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θεραπεία του, καὶ τοῦ εἶπε: Πρόσεξε, ἔγινες καλά. Φρόντισε τώρα νὰ μή ἁμαρτάνεις πλέον, γιὰ νὰ μή σοῦ συμβεῖ κάτι χειρότερο ἀπό τήν ἀσθένεια ποὺ πέρασες.
ΗΤΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ποὺ ὁ
ἄνθρωπος ἀνακάλυψε
τὸν εὐεργέτη του. Αὐτὴν δὲ τὴν πληροφορία τὴν μετέφερε καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντες, ποὺ εἶχαν σπεύσει νὰ τὸν παρατηρήσουν, ὅταν τόν εἶδαν νά μεταφέρει τὸ κρεββάτι του μέρα Σάββατο, μέρα ἀργίας γιά ὅλους τοὺς Ἑβραίους.
Η ΑΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Οἱ στενοκέφαλοι Ἑβραῖοι ἐπιτιμοῦσαν τὸν θεραπευμένο παράλυτο, διότι κατὰ τὴ γνώμη τους παραβίαζε τὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐντολὴ ποὺ ἐπέβαλλε ἀργία ἀπό κάθε ἐργασία κατὰ τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου.
Βεβαίως ὁ παράλυτος δὲν ἔκανε κερδοσκοπική ἢ ἄλλου εἴδους ἀπαγορευμένη ἐργασία μεταφέροντας τὸ κρεββάτι του. Μὲ κανένα τρόπο ἡ ἐνέργειά του ἐκείνη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ παραβίαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἐπί τριανταοκτώ χρόνια ἀργία λόγω τῆς ἀσθένειας, καὶ τώρα ἀπλῶς μετέφερε τὸ κρεββάτι του στὸ σπίτι του. Ἦταν ἡ κακοψυχία τῶν Ἑβραίων ἀρχόντων, πού ἔβλεπε παραβίαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ σέ μιά ἀναγκαία ἐνέργεια.
Ἂν οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἀληθινό σεβασμό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ τρέξουν καὶ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο γιά νά μεταφέρει τὸ κρεββάτι του. Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶχαν πρὸ πολλοῦ καταργήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Τηροῦσαν δῆθεν τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, τὴν ὥρα ποὺ καταπατοῦσαν τὴν κορυφαία ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Τριανταοκτώ χρόνια ὁ παράλυτος φώναζε: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», καὶ αὐτοὶ ψυχροὶ καί ἀδιάφοροι συνέχιζαν τόν δρόμο τους. Τώρα ὑπερασπίζονται δῆθεν τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ὑποκρισία καὶ ἀναισθησία καὶ θράσος!
Οἱ λαοὶ
διαφέρουν, οἱ γενιὲς
μεταβάλλονται, ἀλλά ἡ φαρισαϊκὴ νοοτροπία συχνὰ μένει ἠ ἴδια. Ἀκόμη καὶ σήμερα, πιστοὶ Χριστιανοὶ πλέον, συχνὰ κάνουμε τὸ ἴδιο λάθος. Μὲ ἐξαιρετική εὐκολία μπορεῖ νὰ κατηγοροῦμε διάφορους συνανθρώπους μας ὡς ἀσεβεῖς καὶ παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὤρα ποὺ ἐμεῖς ἐξ ἴσου προκλητικὰ μπορεῖ νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸν πόνο, τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀνέχεια ποικίλων συνανθρώπων γύρω μας. Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν «ἀργία τοῦ
Σαββάτου» — τῆς
Κυριακῆς —
καὶ ἀσκοῦμε «ἀργία»
στὴν ἐντολή τῆς ἀγάπης.
Τριανταοκτώ χρόνια... «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»!
Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίζει νὰ κρίνουμε ὀρθά καὶ νὰ μᾶς ἐλεήσει ὅλους μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου