Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΪΟΥ

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 


 

 Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΪΟΥ


5 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἀγ. Εἰ­ρή­νης με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος καὶ Ἐ­φραὶμ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τοῦ Νε­ο­φα­νοῦς

7 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΠΑ­ΡΑ­ΛΥ­ΤΟΥ. Ἀπόστ. (Πράξ. θ΄[9] 32–42), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. ε΄[5] 1-15).  Ἀνάμνησις τοῦ ἐν οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κυρίλλου ἀρχιεπ. Ἱεροσολύμων, Ἀκακίου, Κοδράτου, Μαξίμου μαρτύρων, Νείλου, Ταρασίου καὶ Παχωμίου ὁσίων.

10 ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕ­ΣΟ­ΠΕΝ­ΤΗ­ΚΟ­ΣΤΗΣ. Σίμωνος Ἀποστόλου τοῦ Ζηλωτοῦ, Ἐράσμου τοῦ Ρωμαίου. Λαυρεντίου ὁσίου τοῦ ἐν Πηλίῳ. Κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος

13 ΣΑΒ­ΒΑ­ΤΟΝ Γλυκερίας μάρτυρος, Σεργίου ὁμολογητοῦ καὶ Παυσικάκου Συνάδων, Ἰωάννου, Εὐθυμίου καὶ Γεωργίου κτητόρων Μονῆς Ἰβήρων  

 Λ­Ε­Ι­Τ­Ο­Υ­Ρ­Γ­ΙΑ Υ­Π­ΕΡ Τ­ΩΝ Τ­Ε­Λ­Ε­Ι­Ο­ΦΟΙ­ΤΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ Μ­Α­Θ­Η­Τ­ΏΝ

14 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ ΣΑ­ΜΑ­ΡΕΊ­ΤΙ­ΔΟΣ.  

Ἀ­πό­στ. (Πράξ. ι­α΄[11] 19–30), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. δ΄[4] 5-42). Ἰσιδώρου μάρτ., Θεράποντος Ἱερομάρτυρος.

21 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΟΥ ΤΥ­ΦΛΟΥ. Κων­σταν­τί­νου καὶ Ἑ­λέ­νης τῶν Θε­ο­στέ­πτων Βα­σι­λέ­ων καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λων. Ἀ­πό­στ. (Πράξ. κϚ΄[26] 1, 12–20), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. θ΄[9] 1-38).

24 ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ. Συμεὼν τοῦ ἐν τῷ θαυμαστῷ ὄρει. Κυριακοῦ ὁσίου τοῦ παρὰ τὴν Εὐρύχου

Σή­με­ρον γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος

25 ΠΕΜΠΤΗ Η Α­ΝΑ­ΛΗ­ΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ Η­ΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ.

28 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΩν Α­ΓΙ­ΩΝ 318 ΘΕ­Ο­ΦΟ­ΡΩΝ ΠΑ­ΤΕ­ΡΩΝ τΗς Εν ΝΙ­ΚΑΙ­Α Α΄ ΟΙ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΚΗΣ ΣΥ­ΝΟ­ΔΟΥ. Ἀ­πό­στ. Πράξ. κ΄[20] 16–18, 28-36 Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. ιζ΄[17] 1–13). Εὐτυχοῦς ἱερομάρτυρος ἐπισκόπου Μελιτινῆς

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 (30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023)

 

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

 

  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.     

  (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  

 

ΟΙ ΕΠΤΑ ΔΙΑΚΟΝΟΙ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἐπισκέψασθε ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνέυματος Ἁγίου καὶ σοφίας»

Τς πρτες ἡμέρες τς ζως τς κκλησίας, μς ναφέρει τ βιβλίο τν Πράξεων, οἱ Ἑλληνιστές, οἱ βραοι δηλαδ πο μιλοσαν τν λληνικ γλῶσσα, ρχισαν ν παραπονονται, διότι οἱ χρες ατν παραμελονταν κατ τν καθημεριν διανομ τροφν κα ἐλεημοσυνῶν. Οἱ ἅγιοι πόστολοι κατενόησαν ὅτι μι νέα νάγκη δημιουργεται, ατή τῆς διακονίας τν τραπεζν. Γι᾿ ατ συγκέντρωσαν τ πλθος τν πιστν καί τοὺς εἶπαν: ξετάστε προσεκτικ κα ἐκλέξτε ἀπὸ σς τος διους ἑπτὰ ἄνδρες, τος ποίους θ γκαταστήσουμε διακόνους στ διακονία τν τραπεζν. Τ κριτήρια τς κλογς τῶν ἑπτὰ διακόνων ἦσαν νὰ χουν τν καλ μαρτυρία ἀπὸ τοὺς πιστος καὶ ν εναι πλήρεις Πνεύματος κα σοφίας. Ατ θ δομε στν συνέχεια.

1. Η ΕΞΩΘΕΝ ΚΑΛΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Οἱ γιοι πόστολοι, ὅταν νεκοίνωσαν στος πιστος τν νάγκη τς κλογς τν ἑπτὰ διακόνων, θεσαν σ᾿ ατος κα τ κριτήρια τ ὁποῖα θ ἔπρεπε ν πληρον οἱ ἑπτὰ ατο ἄνδρες. ζήτησαν ἀπὸ τοὺς πιστος ν κλέξουν «ἄνδρας μαρτυρουμένους ἑπτά». Τ πρτο λοιπν κριτήριο γι τν κλογ τν ἑπτὰ διακόνων ταν ν χουν τν καλ μαρτυρία ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἔπρεπε ν κλέξουν διακόνους πο ν εναι ποδεκτο κα γαπητο ἀπὸ τοὺς πιστούς. Λέγει χαρακτηριστικερς Χρυσόστομος: «ν θ μποροσαν οἱ γιοι πόστολοι ν κλέξουν μόνοι τοὺς ἑπτὰ διακόνους, κινούμενοι ἀπὸ τν πνο το γίου Πνεύματος, ζητον ἀπὸ τ πλήθη τν πιστν νὰ τος δώσουν τν μαρτυρία τους». Κι ατ κριβς δείχνει πόσο μεγάλη σημασία χει ἡ καλ μαρτυρία κα ποδοχ τν διακόνων π τος πιστούς. Ατ τ στοιχεο ποτελοσε ναγκαία προϋπόθεση κα γιὰ κάθε λειτουργ τς κκλησίας. Φαίνεται ατ κα στν περίπτωση τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος «ἐμαρτυρεῖτο π τν ἐν Λύστροις καὶ Ἰκονίῳ δελφν» (Πράξ. ις'[16] 2).

Κάθε λειτουργς λοιπν τς κκλησίας θ πρέπει νὰ εναι ἄνδρας ξιόπιστος κα κέραιος, ν μν χει δώσει καμμίαν φορμ σκανδάλου. Ὄχι μόνον ν εναι λεύθερος ἀπὸ κάθε κατηγορία, ἀλλὰ κα ν πιβεβαιώνουν οἱ πιστο ὅτι εναι νάρετος. Ὅσοι λοιπν θέλουν ν διακονήσουν στν κκλησία θ πρέπει ν χουν ζω νεπίληπτη καὶ χαρακτήρα λαμπρό. Ατ κριβς τονίζει καπόστολος Παλος, ὅταν λέγει ὅτι οἱ διάκονοι θ πρέπει ν εναι σεμνο κα γκρατες κα χι διπρόσωποι ασχροκερδες, ν χουν ζω ἄμεμπτη κα συνείδηση καθαρή· ν ἐξετάζονται κα ν ποδεικνύονται ἀνέγκλητοι, κατηγόρητοι κα μεμπτοι (βλ. Α΄ Τιμ.γ'[3] 8-10).

2. ΠΛΗΡΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

δεύτερη προϋπόθεση, τν ποία ἔπρεπε ν χουν οἱ πτ διάκονοι, ταν ὅτι θ ἔπρεπε ν εναι «πλήρεις Πνεύματος γίου κα σοφίας». Ν χουν τ διοικητικ κα τ γιαστικ χαρίσματα τοῦ γίου Πνεύματος. Ν μν εναι ἁπλς πνευματικο ἄνθρωποι, ἀλλὰ ν εναι πλήρεις Πνεύματος, σοφίας κα συνέσεως. Ν πλημμυρίζει τν ψυχή τους κα τν ζωή τους ἡ παρουσία το γίου Πνεύματος. τσι φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ ατ ὅτι ἡ ατία πο τος κατέστησε διακόνους δν ταν μία ἁπλή πνευματικ ζωή, ἀλλὰ μι πνευματικ ζω πλήρης κα γνήσια. Λέγει ὁ ερς Χρυσόστομος: «Μ νομίζεις, ἐπειδ οἱ διάκονοι ρχικς δν διακονοσαν στ κήρυγμα ἀλλὰ στ διακονία τν τραπεζν, ὅτι δὲν εἶχαν νάγκη τοῦ φωτισμοῦ τοῦ γίου Πνεύματος, τς σοφίας κα συνέσεως· κάθε λλο». Οἱ πτ διάκονοι ἀλλὰ κα λοι οἱ λειτουργο τς κκλησίας πρέπει νὰ εναι τίμιοι στν διαχείριση τν οκονομικν ἀλλὰ κα φρόνιμοι κα συνετοί, ὥστε ν προλαμβάνουν τ δίκαια παράπονα κα ν διανέμουν τ λικ γαθ νάλογα μ τς πραγματικς νάγκες τν πιστν. Θ πρέπει ν χουν χι ἁπλς σύνεση νθρώπινη ἀλλὰ σύνεση πνευματικ κα γία, πο δίνει τ γιον Πνεῦμα. Κα ν ἐκζητοῦν διαρκς τν φωτισμ τοῦ γίου Πνεύματος, γιὰ νὰ πιτελον τ ερ λειτούργημά τους μ φόβο Θεοῦ καὶ σύνεση ερή.

δελφοί, σ μία ποχ τόσο μεγάλης ποστασίας, ἡ κοινωνία μας χει διαίτερη νάγκη ἀπὸ κληρικος κα γενικότερα ἀπὸ ἐργάτες τῆς κκλησίας κασυνεργάτες τν κληρικν μας ἄμεμπτους, πνευματέμφορους κα συνετούς. Ἡ κκλησία μς καλε καθημεριν νδεόμαστε «πρ τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τς ἐν Χριστῷ διακονίας, παντς το κλήρου κα τοῦ λαοῦ». ς προσευχόμαστε λοιπν θερμ στν γιο Θεν ναδείξει διαιτέρως σήμερα γίους λειτουργος κα ἐργάτες τῆς κκλησίας μας. Ἀλλὰ κα ν δώσει τν νεύση κα τν ελογία του στος πιστος καὶ ἐνάρετους γονες πο χουν κάποιο παιδ μ τέτοια ερ κλίση ν τ προετοιμάζουν μέσα σ περιβάλλον ἁγνότητος κα γιότητος, ὥστε νὰ τ δον κάποια ἡμέρα ν καθίσταται ξιος καὶ ἅγιος ερουργς τοῦ Κυρίου. Γι νδομε λοι μας καιρος ναψύξεως στν κκλησία μας κα στν λλάδα μας.  

               (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

    

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευκήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.

(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­π᾿ τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μαθαί­α, ἕ­να σε­βα­στὸ καὶ ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ συνε­δρί­ου, πού εἶ­χε πι­στέ­ψει κι αὐ­τὸς στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θεοῦ καὶ πε­ρί­με­νε τὴ βα­σιλεί­α αὐ­τὴ χω­ρὶς νὰ κλο­νι­σθεῖ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πὸ τὸν θάνα­το τοῦ Ἰησοῦ· αὐ­τὸς λοι­πὸν τόλ­μη­σε καὶ πα­ρου­σιάστη­κε στὸν Πι­λά­το καὶ ζή­τη­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πι­λά­τος μά­λι­στα ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος κι ἀ­πό­ρη­σε πού τό­σο γρή­γο­ρα εἶ­χε κι­ό­λας πε­θά­νει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο, τὸν ρώ­τη­σε ἐ­ὰν εἶ­χε ὥ­ρα πολ­λὴ πού πέ­θα­νε. Κι ὅ­ταν ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρι­σε τὸ σῶ­μα του στὸν Ἰ­ω­σήφ. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε και­νούρ­γιο καὶ ἀ­με­τα­χείρι­στο σεν­τό­νι καὶ κα­τέ­βα­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τύ­λι­ξε τὸ σῶ­μα του στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔ­βα­λε κά­τω σ᾿ ἕ­να μνη­μεῖ­ο, τὸ ὁποῖο ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο μέ­σα στὸν βράχο· καὶ κύ­λι­σε ἕ­να με­γά­λο λί­θο πά­νω στὸ στό­μιο τοῦ μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α τοῦ Ἰωσῆ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν προ­σε­κτι­κὰ καὶ μὲ πο­λὺ ἐν­διαφέ­ρον ποῦ το­πο­θε­τή­θη­κε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ πέ­ρα­σε τὸ Σάβ­βα­το, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ ἡ Σα­λώ­μη ἀ­γό­ρα­σαν τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­ρώ­μα­τα, γιὰ νὰ ἔλ­θουν τὸ πρω­ὶ στὸν τά­φο καὶ νὰ ἀ­λεί­ψουν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁ­ρί­ζον­τα. Κι ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴ με­γάλη πέ­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Μό­λις ὅ­μως ἔ­στρε­ψαν τὰ μά­τια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶ­δαν ὅ­τι εἶ­χε με­τα­το­πι­σθεῖ ἡ πέ­τρα μα­κριὰ ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔ­λε­γαν αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους, δι­ό­τι ἡ πέ­τρα αὐ­τὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη καὶ δὲν ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνη­μεῖ­ο, εἶ­δαν ἕ­να νέ­ο πού καθόταν στὰ δε­ξιὰ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ λευκή στο­λή, καὶ γέ­μι­σαν μὲ τρό­μο καὶ κα­τά­πλη­ξη. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν τρο­μά­ζε­τε καὶ μὴ φο­βάστε. Ξέ­ρω ποι­ὸν ζη­τᾶ­τε. Ζη­τᾶ­τε τὸν Ἰησοῦ τὸν Να­ζα­ρηνὸ τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶναι ἐ­δῶ. Νά, εἶ­ναι ἀ­δεια­νὸ τὸ μέ­ρος πού τὸν ἔ­βα­λαν. Ἀλ­λὰ πη­γαί­νε­τε καὶ πέ­στε στοὺς μα­θη­τές του καὶ ἰ­διαι­τέ­ρως στὸν Πέ­τρο, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ βε­βαι­ώ­σε­ως ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή του, ὅ­τι πη­γαί­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς στὴ Γα­λι­λαί­α καὶ σᾶς πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ. Ἐ­κεῖ θὰ τὸν δεῖ­τε, ὅ­πως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐ­κεῖ­νες τό­τε βγῆ­καν κι ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση. Δὲν εἶ­παν ὅ­μως τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να, δι­ό­τι ἦ­ταν φο­βι­σμέ­νες.