Τρίτη 30 Μαΐου 2023

ἀληθινὴ ἱστορία Μέσα στήν Ἁγια-Σοφιά

 



 

Nωρίς χήρεψε κυρα-νθή μεγάλωσε μόνη της καί τά τέσσερα ἀγόρια της. Τά μεγάλα τῆς στάθηκαν ἀρκετά, τὴ βοήθησαν, ὅσο μποροῦσαν, μέσα στην οικογένεια. 

Μὰ ὁ μικρότερος, ὁ Γιάννης, τη δυσκόλεψε πολύ. Ὅσο ἦταν μικρός, τήν ἄκουγε, τὴν ὑπάκουε, τὴ βοηθοῦσε. Δὲν ἔλειπε ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία· τὸν καμάρωνε κυρα-νθή. Στὴν ἐφηβεία του ὅμως τὴν κούρασε, τήν πόνεσε μὲ τὶς ἀντιδράσεις του, τίς ἀμφισβητήσεις του γιά τόν Θεό, τις ποικίλες ἀνυπακοές του. Νά ᾿φταιγε ἡ ὀρφάνια; ἡ ἀπουσία τοῦ πατέρα; Τά ξέχασε ὅλα ὁ Γιάννης. Ἀντίθετος σ᾿ ὅλα. Ὅ,τι τοῦ θύμιζε κκλησία, τ᾿ ἀποστρεφόταν. Όποιες συμβουλές κι ἂν τοῦ ἔδινε ἡ μητέρα του, τὸ ἀντίθετο ἔκανε αὐτός. φηβος μὲ τὰ ὅλα του. 

Ἔγινε φοιτητής, πέρασε καὶ στὸ πανεπιστήμιο. Κι ἐκεῖ συνέχιζε τὴν ἀντίδρασή του, τήν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Παράλληλα με τίς σπουδές του στη Νομική ἔστρεψε τό ἐνδιαφέρον του στή μουσική. Παρακολουθοῦσε σεμινάρια γιά τήν παραδοσιακή μουσική καὶ ἰδιαίτερα τον συνάρπαζε μουσική τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτὸ ταξίδευε συχνά στην Προύσα, ὅπου μαθήτευε σέ καλούς δασκάλους, μάθαινε ἀπό τήν τεχνική τους. Στα ταξίδια του αὐτὰ περνοῦσε καὶ ἀπὸ τὴν Πόλη. Τὴν ἀγαποῦσε πολύ την Πόλη ὁ Γιάννης. Τὸν μεθοῦσε τὸ ἄρωμά της· ὅλοι οἱ πολιτισμοί θαρρεῖς σέ μιά Πόλη! Κάθε φορά που πήγαινε, χαιρόταν τ ̓ ἀξιοθέατά της, χανόταν στους δρόμους της, φανταζόταν ὅ,τι εἶχε ἀκούσει σὲ ἱστορίες. Ἡ ἀντίδρασή του στόσο πρὸς τὸν Θεὸ συνεχιζόταν. 

Πέρασε κάποιο διάστημα καὶ ὁ Γιάννης βρέθηκε ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την Προύσα, στην Πόλη τῶν ὀνείρων. «Στοῦ Βοσπόρου τ᾿ ἁγιονέρια, κάτω ἀπ᾿ τὴν Ἁγια-Σοφιά», ποὺ λέει καὶ τὸ τραγούδι. Περιπλανιόταν μὲ τὴν παρέα του καὶ πάλι στούς δρόμους της καί χαιρόταν. Μά κάτι περίεργο αὐτή τή φορά τὸν τραβοῦσε πρὸς τὴν Ἁγια-Σοφιά. Ἤθελε πολὺ νὰ βρεθεῖ ἐκεῖ μόνος. Τά κατάφερε. Μπῆκε μέσα... δεν χόρταινε νὰ βλέπει, σάν νά ᾿μπαινε γιά πρώτη του φορά. Κοίταζε τοὺς τρούλους, τὰ ἐλάχιστα ἐπιβλητικά ψηφιδωτά καί θαύμαζε. Μά ξαφνικά κάτι νιωσε μέσα του, κάτι συγκλονιστικό, σάν κάποιος νὰ τὸν καλοῦσε. Ἡ καρδιά του ζεσταινόταν μὲ κάτι ἔντονο... Τὸν ἔπιασαν τά κλάματα. Γιά ὥρα πολλή ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε;

ταν ρέμησε, ὅλα τά σύννεφα τῆς ἀμφισβητήσεως, τῆς ἀρνήσεώς του γιά τόν Θεὸ εἶχαν ξαφανισθεῖ. Μέσα στήν ψυχή του εχε πλωθεῖ μιά πέραντη γαλήνη, μιὰ χαρὰ ποὺ δὲν μποροῦσε μὲ λόγια νὰ περιγράψει, μιά ζεστασιά, μιὰ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἑρμηνεύσει. 

Δὲν ἄργησε νά πιστρέψει στὴν Ἑλλάδα. Μὲ τὴν πρώτη εκαιρία κατέφυγε στόν Πνευματικό τῶν παιδικῶν του χρόνων. Ἐξομολογήθηκε ὅλο τό παρελθόν του, τίς ἀμφισβητήσεις, τίς ντιδράσεις του, τά λάθη καί τά πάθη του. Ἄκουγε με προσοχή και συμπάθεια ὁ σοφὸς Γέροντας. Τὸν βοήθησε νὰ ἐμβαθύνει σ᾿ αυτό τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ: 

-Κάτι μεγάλο θέλει ό Θεός, παιδί μου, ἀπὸ σένα... Σκέψου το... 

Ἡ μητέρα του, κυρα-Ανθή, κατάλαβε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ παιδιοῦ της. Δὲν τοῦ εἶπε τίποτε. Μόνο προσευχόταν, τὸν ἔβλεπε καὶ χαιρόταν. Ὕστερα ἀπὸ ἡμέρες, ὅταν ὁ Γιάννης τῆς ἐξηγοῦσε τὴν ἀλλαγὴ ἐκείνη ποὺ ἔζησε μέσα στην Αγια-Σοφιά, δακρυσμένη ἄκουγε, σταυροκοπιόταν καί χαιρόταν βαθιά. 

Ὁ Γιάννης ἀνταποκρίθηκε στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Σήμερα εἶναι ἕνας ἄξιος κληρικός, πού χαίρεται τὴν ἱερωσύνη του καί διηγεῖται μέ συγκίνηση τό θαυμαστό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ. Δὲν παραλείπει πότε-πότε νὰ ἐπισκέπτεται την Πόλη, μὲ εὐλάβεια νά προσκυνεῖ στην για-Σοφιά καί μ᾿ εὐγνωμοσύνη νά δοξάζει τόν ἅγιο Θεό, τόν Καλό του Ποιμένα, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀναζήτησε καί τόν κάλεσε κοντά Του, στην ποίμνη τῆς ἁγίας του κκλησίας.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΡΙΘΜ. 2288,1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2023

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)



(28 ΜΑΪΟΥ 2023)

ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

(Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                               

   (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

 

ΠΡΟΒΑΤΟΣΧΗΜΟΙ ΛΥΚΟΙ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου»

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ τὴν Μίλητο ἀποχαιρετᾶ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου καὶ τοὺς δίνει τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες. Ἀλλὰ καὶ τοὺς προειδοποιεῖ γιὰ ἕνα μεγάλο κίνδυνο: «Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ», τοὺς λέγει. Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας καὶ ὅλο τὸ πνευματικό σας ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ ἔκαμε κτῆμα του μὲ τὸ ἴδιό του τὸ αἷμα. Προσέχετε, διότι μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου θὰ εἰσέλθουν μεταξύ σας «λύκοι βαρεῖς», αἱρετικοὶ ψευδοδιδάσκαλοι, ποὺ σὰν ἄλλοι ἄγριοι λύκοι ἀλύπητα θὰ διαρπάζουν τὸ ποίμνιο ἀφανίζοντας τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τοὺς αἱρετικοὺς «λύκους βαρεῖς» καὶ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀντιμετώπισή τους.

 

1. ΑΓΡΙΟΙ ΛΥΚΟΙ

Γιατί λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τοὺς αἱρετικοὺς λύκους βαρεῖς; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι λύκοι βαρεῖς, διότι ἔχουν ἔνδυμα προβάτων ἐνῶ εἶναι λύκοι ἅρπαγες. Τὰ λόγια τους εἶναι γλυκά, ἀλλὰ ἡ καρδιά τους εἶναι γεμάτη μὲ χολὴ καὶ πικρία. Φοροῦν ροῦχα ταπεινὰ καὶ σεμνά, ἐνῶ εἶναι μαθηταὶ τοῦ διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ τὰ δικά του ζιζάνια σπείρουν. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει σχετικῶς: Εἶναι οἱ αἱρετικοὶ λύκοι βαρεῖς διότι μὲ ἔνδυμα προβάτου κρύβουν τὴν δολιότητά τους καὶ διαλύουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Καταφρονοῦν τὰ δόγματα τῶν Πατέρων, ἐξουθενώνουν τὶς ἀποστολικὲς Παραδόσεις καὶ πολιτεύονται μὲ σύγχρονα ἐφευρήματα καὶ νεωτερισμούς. Φιλοσοφοῦν καὶ δὲν θεολογοῦν. Κυριαρχεῖ σ' αὐτοὺς ἡ σοφία τοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι λύκοι βαρεῖς, διότι ἐξαπολύουν σκληρὸ πόλεμο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὡς λύκοι εἶναι καὶ οἱ ἴδιοι πολὺ σκληροί, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο διότι δὲν πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς ξένοι ἐχθροί, ἀλλὰ ὡς ἐχθροὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ σπλάγχνα της. Διότι ὅταν κάποιος πολεμᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ἔξω, πολὺ εὔκολα μποροῦμε νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε. Ὅταν ὅμως μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο μας τὸ σῶμα ἀναφύεται τὸ ἕλκος, τὸ κακὸ δύσκολα θεραπεύεται.

Ἐπιπλέον οἱ αἱρετικοὶ ὡς λύκοι εἶναι βαρεῖς, φοβεροὶ καὶ ἀδυσώπητοι, διότι, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁ ἴδιος θὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, τότε οἱ λύκοι θὰ ἔλθουν στὸ κοπάδι. Ὅταν θὰ λείπει ὁ διδάσκαλος, θὰ ἔλθουν οἱ διαφθορεῖς. Ἔχουν λοιπὸν οἱ αἱρετικοὶ τὴν κακουργία τῶν θηρίων καὶ τὴν πονηρή τους τακτική. Περιμένουν νὰ φύγει ὁ διδάσκαλος γιὰ νὰ εἰσορμήσουν στὴν ποίμνη καὶ νὰ κατασπαράξουν τὸ ποίμνιο.

2. ΑΓΡΥΠΝΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

Ποιὰ λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν τῶν σκληρῶν καὶ ὕπουλων; Μᾶς τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, λέγει. Δὲν τοὺς εἶπε, ἐγκαταλεῖψτε τὰ πρόβατα καὶ φύγετε ἔξω. Ἀλλά, μείνετε ἄγρυπνοι φύλακες τοῦ ποιμνίου χωρὶς φόβο καὶ δειλία. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος Παῦλος ἐφόβισε τοὺς πρεσβυτέρους καθὼς τοὺς προειδοποίησε γιὰ τὴν ἔλευση τῶν λύκων, τοὺς δίνει καὶ τὴν παρηγοριά, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ὁδηγήσει σὲ ἀπογοήτευση. Τοὺς λέγει ὅτι πλέον τοὺς ἐμπιστεύεται στὸν Θεὸ καὶ στὸν λόγο τῆς χάριτός του. Διότι διαφορετικὰ θὰ τοὺς κατελάμβανε δειλία, ἡ ὁποία θὰ κατέβαλλε τὸ φρόνημά τους, θὰ παρέλυε τὶς δυνάμεις τους. Γι' αὐτὸ καὶ πρωτύτερα τοὺς εἶπε: Τὸ Ἃγιον Πνεῦμα σᾶς ἔθεσε ποιμένες καὶ ἐπισκόπους. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ ἀναχωρήσει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ εἶναι παρόν. Ἔτσι τοὺς ἀνεπτέρωσε τὶς ψυχές. Δύο ὅπλα τοὺς ἔδωσε: τὸ θάρρος καὶ τὸν φόβο. Τοὺς ὑπενθύμισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γιὰ νὰ τοὺς ἐκδιώξει τὸν φόβο. Καὶ τοὺς προειδοποίησε γιὰ τοὺς λύκους, γιὰ νὰ τοὺς ἐκδιώξει τὴν ραθυμία. Οὔτε λοιπὸν ἐφησυχασμὸς χρειάζεται ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς, οὔτε ὅμως δειλία. Ἀλλὰ σύνεση καὶ ἐγρήγορση.

Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «Μὲ κάθε φροντίδα νὰ προφυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἀποφεύγετε τὴν συναναστροφὴ μαζί τους. Μὴ κάθεστε μαζί τους σὲ συνέδριο ματαιότητος ἰχνηλατώντας τὸ δρόμο τῆς σκέψεώς τους. Διότι εἶναι προτιμότερο νὰ συνοικήσεις μὲ δαίμονα παρὰ μὲ ἄνδρα αἱρετικὸ καὶ παράνομο. Διότι ὅταν ἐξορκίσεις τὸν δαίμονα, θὰ φύγει ντροπιασμένος μὴ μπορώντας νὰ μείνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ Χριστός. Ἐνῶ ἐὰν συναναστρέφεσαι μὲ τὸν αἱρετικό, ὅσο κι ἂν τὸν ἐξορκίσεις, δὲν πρόκειται οὔτε νὰ φύγει οὔτε νὰ ὑποχωρήσει ἀπό τὴν μανία του».

Ἀδελφοί, λύκος βαρὺς ἦταν καὶ ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος, ὁ ὁποῖος ὑποβίβαζε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ κτίσμα, ἀρνούμενος τὴν θεότητά του. Αὐτὸν τὸν προβατόσχημο λύκο κατετρόπωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοὺς ὁποίους τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀλλὰ καὶ κάθε ὕπουλο αἱρετικὸ μέσα στὴν ἱστορία ἀντιμετώπισαν ὄχι τόσο κάποιοι διανοηταὶ θεολόγοι ἀλλὰ οἱ μεγάλοι ἅγιοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἔτσι ἐνίκησαν ὄχι μόνο μὲ τὴν δύναμη τῆς ἀληθείας τοῦ θείου λόγου ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους. Καὶ μᾶς διδάσκουν ἔτσι νὰ εἴμαστε ὀρθόδοξοι ὄχι μόνο στὴν πίστη μας ἀλλὰ ὀρθόδοξοι ἅγιοι καὶ στὴν ζωή μας.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.   

                                    (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ’ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

 

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ - ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ  ΙΟΥΝΙΟΥ




3 ΣΑΒ­ΒΑ­ΤΟΝ Πρὸ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς (Ψυ­χο­σάβ­βα­τον)

4 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝ­ΤΗ­ΚΟ­ΣΤΗΣ. Ἀπό­στ. Πράξ. β΄[2] 1–11, Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω.ζ΄[7] 37 - 52, η΄[8] 12).Μητροφάνους ἀρχ. Κωνσταντινουπόλεως, Μάρθας καὶ Μαρίας ἀδελφῶν τοῦ Λαζάρου, Ἰωάννου ἡγουμένου τῆς μονῆς Μοναγρίου. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ (πρώτῃ Κυριακῇ τοῦ μηνὸς Ἰουνίου) μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν 150 θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν συνελθόντων ἐν τῇ Δευτέρᾳ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ, συγκροτηθείσῃ  ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει τπα΄ (381) ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. 

5 ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΑ ΤΟΥ Α­ΓΙΟΥ ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΟΣ. Δωροθέου ἐπισκόπου Τύρου, Νικάνδρου, Γοργίου καὶ Ἀπόλλωνος καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς, Μάρκου νεομάρτυρος τοῦ έκ Σμύρνης καταγομένου καὶ ἐν Χίῳ ἀθλήσαντος.

11 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΩΝ Α­ΓΙ­ΩΝ ΠΑΝ­ΤΩΝ. Ἀ­πόστ. (Ε­βρ.ι­α΄[11] 33 – ιβ΄[12] 2), Εὐ­αγγ. (Ματθ. ι΄[10] 32 – 33, 37 – 38, ιθ΄[19] 27 – 30).  Βαρ­νά­βα Ἀ­πο­στό­λου  (ἐκ τῶν Ο΄) ἱ­δρυ­τοῦ καὶ προ­στά­του τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου καί Ἁ­γί­ου Λου­κᾶ Συμφερουπόλεως τοῦ ἰατροῦ. Βαρθολομαίου ἀποστόλου (ἐκ τῶν ΙΒ΄), Βαρ-νάβα ὁσίου τοῦ ἐν Βάσῃ, Ζαφειρίου νεομάρτυρος, ἡ σύναξις τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τοῦ ἐν τῷ Ἄδειν (Ἄξιόν ἐστιν), ἁγίων Κινέζων μαρτύρων.

12 ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΑ Ἀπὸ σήμερον ἄρχεται ἡ νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (Ημέραι 17)

18 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Ἀ­πό­στ. (Ρωμ. β΄[2] 10 – 16), Εὐ­αγγ. (Ματθ. δ'[4] 18 - 23), Λεοντίου μάρτυρος καὶ τῶν σὺν αὐτῷ. Αἰθερίου μάρτυρος. Λεοντίου ἐπισκόπου Νεαπόλεως Κύπρου, Ὑπατίου καὶ Θεοδούλου, Λεοντίου ὁσίου τοῦ Διονυσιάτου.

24 ΣΑΒ­ΒΑ­ΤΟΝ Γε­νέ­σιον τοῦ Τι­μί­ου ἐν­δό­ξου Προ­φή­του Προ­δρό­μου καὶ Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, Πα­να­γι­ώ­του νε­ο­μάρ­τυ­ρος, Ἀθανασίου τοῦ Παρίου

25 ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Ἀ­πό­στ. (Ρωμ. ε’[5] 1 – 10), Εὐ­αγγ. (Ματθ. Ϛ'[6] 22 - 33), Φε­βρω­νί­ας Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος.

29 ΠΕΜΠΤΗ Πέ­τρου καὶ Παύ­λου τῶν Πρω­το­κο­ρυ­φαί­ων Ἀ­πο­στό­λων.

 

Ω­ΡΑ­ΡΙΟ Ι­ΟΥ­ΝΙΟΥ

Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ: 6.00 Μ.Μ.

ΟΡ­ΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΤΩΝ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ)

(21 ΜΑΪΟΥ 2023)



ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ) 

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ἐκτείνας τὴν χεῖρα. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ' ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, Βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους. Πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν, ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι· ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ· ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.        

     (Πράξ. Ἀποστ. κστ΄[26] 1, 12-20)

 

ΤΑ ΔΥΟ ΟΡΑΜΑΤΑ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα»

Bασιλικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἡ σημερινή ἑορτή, ἑορτὴ τῶν ἁγίων θεοστέπτων βασιλέων καὶ ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς μεγάλους αὐτοὺς Ἁγίους μας, τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴν ἁγία Ἑλένη. Ἀναφέρεται στὴ μεγάλη κλήση τῆς Δαμασκοῦ ποὺ ἔγινε στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὴν κλήση ποὺ ἔκαμε ὁ Θεὸς στὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ τὴν ἀνταπόκρισή τους ἀντιστοίχως. 

1. ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ

Δημόσια εξομολόγηση κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μᾶς λέγει ὅτι ἦταν κάποτε διώκτης τῶν Χριστιανῶν καὶ κάποια ἡμέρα ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴ Δαμασκὸ μὲ φονικὰ σχέδια συλλήψεως και τιμωρίας τῶν Χριστιανῶν, κάποιος οὐράνιος κυνηγὸς τὸν περίμενε στὸν δρόμο του. Ἦταν μεσημέρι κι ἐνῶ πλησίαζε νὰ φθάσει στὴν πόλη, ξαφνικὰ ἕνα φῶς οὐράνιο καὶ θεῖο ἄστραψε ὁλόγυρά του. Κι ἄκουσε φωνὴ ἐπιβλητικὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τοῦ λέγει:

—Σαούλ, Σαούλ ! Τί με διώκεις;

—Ποιός εἶσαι, Κύριε; ρώτησε μὲ ἔκπληξη.

—Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ καταδιώκεις! Σήκω ἐπάνω καὶ στάσου στὰ πόδια σου. Ἦρθε γιὰ σένα τώρα ἡ ὥρα τῆς χάριτος, Σαῦλε. Σοῦ φανερώθηκα γιὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτη, μάρτυρα, Ἀπόστολο. Σὲ ἀποστέλλω σὲ Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς, νὰ τοὺς ἀνοίξεις τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς πίστεως. 

Τί ὑψηλὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ τοῦ Παύλου! Διότι ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ὕψιστος Θεὸς τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητής του καὶ Ἀπόστολος! 

Ἀλλὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, σὲ διάφορες ἐποχές. Ἐπαναλήφθηκε καὶ στὸν εἰδωλολάτρη βασιλέα Κωνσταντῖνο. Στὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια μέσα στὴν ἀπάνθρωπη αὐλὴ τοῦ αἱμοσταγοῦς διώκτου Διοκλητιανοῦ καὶ κατόπιν μέσα στὸ εἰδωλολατρικό περιβάλλον τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. 

Ἦρθε ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς του. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶναι ἤδη τετράρχης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Καίσαρ τῆς Δύσεως Μαξέντιος ἐκστρατεύει ἐναντίον του. Ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου μικρὸς καὶ οἱ δυνάμεις του λίγες. Στη δύσκολη αὐτὴ κατάσταση, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συγκλονιστικότερες στιγμὲς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ὁ Κωνσταντῖνος βλέπει ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα». Ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καλεῖ τὸν εἰδωλολάτρη Κωνσταντίνο νὰ ἀποβεῖ ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Χριστιανῶν, ἀπόστολος καὶ ἅγιος καὶ στῦλος τῆς Ἐκκλησίας. 

2. Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

Δὲν ἀρνεῖται τὸ θεῖο κάλεσμα τῆς οὐράνιας ὀπτασίας ὁ διώκτης Σαούλ. Ἀμέσως λέει τὸ ναί, ὑπακούει, μετανοεῖ καὶ βαπτίζεται. Καὶ ἀναλαμβάνει τὸ κοπιῶδες ἀλλὰ καὶ πανένδοξο ἔργο τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ. Τίποτε πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἀναχαιτίσει τὸν διδάσκαλο τῶν ἐθνῶν στὸν καινούργιο του δρόμο. Οὔτε οἱ ἀνυπέρβλητες δυσκολίες, οὔτε τὸ φοβερὸ κρύο καὶ ὁ καύσωνας, οὔτε οἱ συκοφαντίες καὶ οἱ διωγμοί, οὔτε οἱ ραβδισμοὶ καὶ τὰ ξίφη. Κάθε μέρα πεθαίνει γιὰ τὸν Χριστό, βαστάζοντας πάνω του τὰ στίγματα ἀπὸ τὶς πληγές γιὰ τὸν Κύριο. Καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του στεφανώνεται μὲ τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ ἀναδεικνύεται κορυφαῖος Ἀπόστολος, ἀνακαινιστής τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ οὐρανοπολίτης.  

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο δὲν κάνει καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος; Ἀνταποκρίνεται ἀμέσως στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ ὑψωμένο στὰ χέρια του κατατροπώνει ὁλοσχερῶς τὸν Μαξέντιο καὶ χαρίζει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία. Κατόπιν μὲ τὴν ἴδια πίστη νικᾷ καὶ τὸν Λικίνιο καὶ γίνεται μονοκράτωρ. Μὲ βασιλικό διάταγμα παύει τοὺς σκληρούς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν· ἐξέρχονται ἀπὸ τὶς κατακόμβες οἱ πιστοί, περίλαμπροι ναοὶ κτίζονται, νέα χριστιανικὴ αὐτοκρατορία οἰκοδομεῖται θεμελιωμένη στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται ὁ ὑπέρμαχος καὶ προστάτης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ βοηθὸς τῆς ἱεραποστολῆς σὲ γειτονικὰ ἔθνη· ὁ πρόεδρος τῆς πρώτης καὶ ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του βαπτίζεται Χριστιανὸς καὶ μέχρι τὸν θάνατό του δὲν ἀποχωρίζεται ποτὲ τὸν ὁλόλευκο χιτῶνα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

Ἀδελφοί, στὰ δύσκολα χρόνια τῆς ἱστορίας ὁ πάνσοφος Θεὸς ἔχει τὸ ἐκλεκτό του «λεῖμμα», τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Αὐτοὶ ἀθόρυβα καὶ μυστικὰ ζυμώνουν τὴν κοινωνία, ἀλλάζουν τὸ ρεῦμα, συνεργοῦν στὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό. Στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ καὶ σήμερα ζοῦμε, ὁ Κύριος μὲ τοὺς δικούς του ανθρώπους θὰ ἀναστρέψει τὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴ τὸ ἀρνηθοῦμε.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γων ὁ Ἰησοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν ἐκ γε­νε­τῆς· καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τίς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ἢ οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· Οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλ­λ' ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ ἐν αὐ­τῷ. ἐ­μὲ δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τοῦ πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νὺξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. ὅ­ταν ἐν τῷ κό­σμῳ ὦ, φῶς εἰ­μι τοῦ κό­σμου. ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ καὶ ἐ­πο­ί­η­σε πη­λὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐ­πέ­χρι­σε τὸν πη­λὸν ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ὕ­πα­γε νί­ψαι εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­άμ, ὃ ἑρ­μη­νε­ύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. ἀ­πῆλ­θεν οὖν καὶ ἐ­νί­ψα­το, καὶ ἦλ­θε βλέ­πων. Οἱ οὖν γε­ί­το­νες καὶ οἱ θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τὸ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν, ἔ­λε­γον· Οὐχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος καὶ προ­σαι­τῶν; ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δὲ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. ἔ­λε­γον οὖν αὐ­τῷ· Πῶς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου οἱ ὀ­φθαλ­μοί; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σε καὶ ἐ­πέ­χρι­σέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς καὶ εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δὲ καὶ νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. εἶ­πον οὖν αὐ­τῷ· Ποῦ ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; λέ­γει· Οὐκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρὸς τοὺς Φα­ρι­σα­ί­ους, τόν πο­τε τυ­φλόν. ἦν δὲ σάβ­βα­τον ὅ­τε τὸν πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς. πά­λιν οὖν ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι πῶς ἀ­νέ­βλε­ψεν. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς, καὶ ἐ­νι­ψά­μην, καὶ βλέ­πω. ἔ­λε­γον οὖν ἐκ τῶν Φα­ρι­σα­ί­ων τι­νές· Οὗ­τος ὁ ἄν­θρω­πος οὐκ ἔ­στι πα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι τὸ σάβ­βα­τον οὐ τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Πῶς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοι­αῦ­τα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐ­τοῖς. λέ­γου­σι τῷ τυ­φλῷ πά­λιν· Σὺ τί λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς; ὁ δὲ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. οὐκ ἐ­πί­στευ­σαν οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τοὺς γο­νεῖς αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­να­βλέ­ψαν­τος καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ὃν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; πῶς οὖν ἄρ­τι βλέ­πει; ἀ­πε­κρί­θη­σαν δὲ αὐ­τοῖς οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ καὶ εἶ­πον· Οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν καὶ ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πῶς δὲ νῦν βλέ­πει οὐκ οἴ­δα­μεν, ἢ τίς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. ταῦ­τα εἶ­πον οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τοὺς Ἰ­ου­δα­ί­ους· ἤ­δη γὰρ συ­νε­τέ­θειν­το οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐτόν  ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γένη­ται. δι­ὰ τοῦ­το οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν οὖν ἐκ δευ­τέ­ρου τὸν ἄν­θρω­πον ὃς ἦν τυ­φλὸς, καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δὸς δό­ξαν τῷ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. ἀ­πε­κρί­θη οὖν ἐ­κεῖ­νος  καὶ εἶ­πεν· Εἰ ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν  οὐκ  οἶ­δα· ἓν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ὢν ἄρ­τι βλέ­πω. εἶ­πον δὲ αὐ­τῷ πά­λιν· τί ἐ­πο­ί­η­σέ σοι; πῶς ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· Εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, καὶ οὐκ ἠ­κού­σα­τε· τί πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κο­ύ­ειν; μὴ καὶ ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν καὶ εἶ­πον· Σὺ εἶ μα­θη­τὴς ἐ­κε­ί­νου· ἡ­μεῖς δὲ τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν ὁ Θε­ός· τοῦ­τον δὲ οὐκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐν γὰρ το­ύ­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μο­ύς. οἴ­δα­μεν δὲ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οὐκ ἀ­κο­ύ­ει, ἀλλ' ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς ᾖ καὶ τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, το­ύ­του ἀ­κο­ύ­ει. ἐκ τοῦ αἰ­ῶ­νος οὐκ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· εἰ μὴ ἦν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οὐκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. ἀ­πε­κρί­θη­σαν καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Ἐν ἁ­μαρ­τί­αις σὺ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, καὶ σὺ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; καὶ ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· Σὺ πι­στε­ύ­εις εἰς τὸν υἱ­ὸν τοῦ Θε­οῦ; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πε· Καὶ τίς ἐ­στι, Κύριε, ἵ­να πι­στε­ύ­σω εἰς αὐ­τόν; εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Καὶ ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν καὶ ὁ λα­λῶν με­τὰ σοῦ ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. ὁ δὲ ἔ­φη· Πι­στε­ύ­ω, Κύριε· καὶ προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.                                                         

(Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θς ησος  περ­νο­σε ­π τ κέν­τρο τς πό­λε­ως, ε­δε ­ναν ν­θρω­πο πού ε­χε γεν­νη­θε τυ­φλός. Τό­τε ο μα­θη­τς του τν ρώ­τη­σαν: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ς ­μάρ­τη­σε γι ν γεν­νη­θε ν­θρω­πος α­τς τυ­φλός; ­μάρ­τη­σε ­διος, ­ταν ­ταν ­κό­μη μέ­σα στὴν κοιλιὰ τῆς μη­τέ­ρας του, ἢ ἁ­μάρ­τη­σαν οἱ γο­νεῖς του καὶ τι­μω­ρεῖ­ται αὐ­τὸς γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Οὔ­τε αὐ­τὸς ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε οἱ γο­νεῖς του. Ἀλ­λὰ γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸς γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θοῦν μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῶν μα­τι­ῶν του τὰ ἔρ­γα πού ἐ­πι­τε­λεῖ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα το­ῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ὅ­σο ζῶ στὴ ζω­ὴ αὐ­τή, πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔρ­γα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή, καὶ ὅ­πως στὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας στα­μα­τοῦν τὰ ἔρ­γα τους οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι καὶ τό­τε κα­νεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν οὔ­τε στιγ­μὴ νὰ χά­νω. Ἐ­φό­σον εἶ­μαι στὸν κό­σμο, εἶ­μαι φῶς τοῦ κό­σμου μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὰ θαύμα­τά μου. Κι ἀφοῦ εἶ­πε αὐ­τά, ἔ­φτυ­σε κά­τω καὶ ἔ­κα­νε πη­λό, καί ἔ­χρι­σε μ' αὐ­τὸν τὰ μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ. Καί δο­κι­μά­ζον­τας τὴν πί­στη τοῦ τυ­φλοῦ τοῦ εἶ­πε: Πήγαινε, νί­ψου στὴ στέρ­να τοῦ Σι­λω­άμ, ὄ­νο­μα ἑβραϊκό πού με­τα­φρά­ζε­ται «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὕ­στε­ρα λοιπόν ἀ­πὸ τὴν ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ πῆ­γε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλ­θε στὸ σπί­τι του μὲ μά­τια ὑ­γι­ῆ. Τό­τε οἱ γεί­το­νες κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν προ­η­γουμένως ὅ­τι ἦ­ταν τυ­φλός, ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶναι αὐ­τὸς πού καθόταν καὶ ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τους δι­α­βά­τες ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Με­ρι­κοὶ ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι. Ἄλ­λοι ὅ­μως ἔ­λε­γαν ὅτι δέν εἶναι αὐ­τός, ἀλλά κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­γώ εἶ­μαι ὁ τυ­φλὸς πού παλιότερα ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ βε­βαί­ω­ση αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ τόν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Πῶς θε­ρα­πεύ­θη­καν τὰ μά­τια σου; Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε πη­λὸ καὶ μοῦ ἄ­λει­ψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πή­γαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψου. Πῆ­γα λοι­πὸν ἐκεῖ καὶ νί­φτη­κα, καί βρῆκα τὸ φῶς μου.

Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τὴ τοῦ τυφλοῦ πού εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ τοῦ εἶ­παν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι: Ποῦ εἶ­ναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέ­ρω, τοὺς ἀ­πάν­τη­σε. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν τό­τε στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, αὐ­τὸν πού ἦ­ταν κά­πο­τε τυ­φλὸς καὶ εἶ­χε ἤ­δη θε­ρα­πευ­θεῖ ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μά­λι­στα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πη­λὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ μά­τια ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν ὁ­δή­γη­σαν στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἄρ­χι­σαν κι αὐ­τοὶ νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν καὶ νὰ τὸν ρω­τοῦν πά­λι πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε καὶ βρῆ­κε τὸ φῶς του. Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς εἶ­πε: Αὐ­τὸς πού μὲ θε­ρά­πευ­σε μοῦ ἔ­βα­λε πη­λὸ πά­νω στὰ μά­τια μου καὶ με­τὰ ἐγώ πλύ­θη­κα καὶ βλέ­πω. Με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους Φα­ρι­σαί­ους ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δὲν τη­ρεῖ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βάτου. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς νὰ κά­νει τέ­τοι­α ἀ­πο­δει­κτι­κὰ καὶ ση­μα­δια­κὰ θαύ­μα­τα; Καὶ δι­α­φω­νοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Κι ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­φω­νί­α τους συ­νε­χι­ζό­ταν, ἄρ­χι­σαν πά­λι νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν τὸν τυ­φλό, καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό; Πρέ­πει νὰ ἀ­κου­στεῖ καὶ ἡ δι­κή σου γνώ­μη· δι­ό­τι τὰ δι­κά σου μά­τια θε­ρά­πευ­σε ἐ­κεῖ­νος κι ἐσύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον γνω­ρί­ζεις τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας σου. Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­γὼ λέ­ω ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ αὐ­τὸ πού ἔ­δω­σε γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ τυ­φλὸς πού θε­ρα­πεύ­θη­κε, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δυ­σα­ρε­στή­θη­καν. Δὲν ἐν­νο­οῦ­σαν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ φῶς του· ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ κα­λέ­σουν τοὺς γο­νεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀ­πέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώ­τη­σαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός σας, πού ἐ­πι­μέ­νε­τε νὰ βε­βαι­ώ­νε­τε ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός; Πῶς λοι­πόν, ἀφοῦ γεν­νή­θη­κε τυ­φλός, τώ­ρα βλέ­πει; Οἱ γο­νεῖς του τό­τε τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός μας καὶ ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός. Πῶς ὅ­μως τώ­ρα βλέ­πει δὲν ξέ­ρου­με. Ἢ ποι­ὸς τοῦ θε­ρά­πευ­σε καὶ τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ παι­δί, ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, καὶ συ­νε­πῶς ἀν­τι­λή­φθη­κε πῶς καὶ ἀ­πὸ ποι­ὸν ἔ­γι­νε ἡ θε­ρα­πεί­α του. Αὐ­τὸν λοι­πὸν ρω­τῆ­στε, αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συ­νέ­βη. Καὶ μί­λη­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ οἱ γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φο­βοῦν­ταν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἄρ­χον­τες, διότι αὐτοί πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀ­φο­ρι­σθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συ­να­γω­γὴ ὅ­ποι­ος θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν φο­βοῦν­ταν οἱ  γονεῖς του μήπως ἀποδιωχθοῦν κι αὐ­τοὶ ἀ­πὸ τὴ συ­να­γω­γή, γι' αὐ­τὸ εἶ­παν ὅτι ἔχει ὥριμη ἡλικία ὁ γιός μας, αὐ­τὸν ρω­τῆ­στε.

 Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πληροφορηθοῦν τί­πο­τε ἀ­πό τούς γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θε­ρα­πεί­α του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τον  Ἰ­η­σοῦ, κά­λε­σαν γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν τυ­φλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε τόν Θεό ὁμολογώντας ὅ­τι πλα­νή­θη­κες καὶ ἀ­ναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐ­τὸν πού σὲ θε­ρά­πευ­σε. Ἐ­μεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέ­ρου­με κα­λὰ ὅ­τι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τὸς πού κα­τα­λύ­ει τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς δὲν τὸ ξέ­ρω, καὶ γι' αὐ­τὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκ­φρά­σω γνώ­μη γι' αὐ­τό. Ξέ­ρω ὅ­μως καλά ἕνα πράγμα, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­νῶ λί­γο πιὸ πρὶν ἤ­μουν τυφλός τώρα βλέ­πω. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄ­ρε­σε, τοῦ εἶ­παν πά­λι: Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια;  Μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γο σᾶς τὸ εἶ­πα, τούς ἀπάντησε, καὶ δὲν θε­λή­σα­τε νὰ προ­σέ­ξε­τε καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶ­πα. Για­τί τώ­ρα θέ­λε­τε νὰ ἀ­κού­σετε πάλι τά ἴδια; Μή­πως θέ­λε­τε κι ἐσεῖς νὰ γί­νε­τε μα­θη­τές του; Τό­τε τοῦ μί­λη­σαν ὑ­βρι­στι­κὰ καὶ περιφρονητικά καί τοῦ εἶ­παν: Ἐ­σὺ εἶ­σαι μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου. ­Ἐ­με­ῖς ὅ­μως εἴμαστε μα­θη­τὲς τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­μεῖς, πού εἴ­μα­στε σπου­δα­σμέ­νοι καὶ ἀ­να­γνωρισμένοι ἄρ­χον­τες τοῦ ἔ­θνους, ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ Θεός ἔχει μι­λή­σει στὸ Μω­υ­σῆ καὶ σὲ κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Αὐ­τὸς μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος καὶ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι καὶ ἀπό ποῦ στάλ­θη­κε. Τό­τε αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ γε­γο­νὸς προ­κα­λεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ ἔκ­πλη­ξη! Ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐσεῖς δὲν ξέ­ρε­τε τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ἐ­ὰν ἔ­χει στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος σὲ σᾶς μοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια. Εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στὸ καὶ τὸ ξέ­ρου­με ὅ­λοι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­κού­ει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν κά­ποι­ος σέ­βε­ται τὸν Θε­ὸ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μά του, αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­κού­ει.  Ἀ­πὸ τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος δὲν ἀ­κού­στη­κε πο­τὲ νὰ ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει κα­νεὶς μά­τια ἀν­θρώ­που πού νὰ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­γι­νε τέ­τοι­ο θαῦ­μα, καὶ αὐ­τὸς πού τὸ ἔ­κα­νε πρέ­πει νὰ ἔ­χει θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τί­πο­τε, οὔτε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ θαῦ­μα. Τοῦ ἀποκρίθηκαν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι: Ἐ­σὺ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν τύ­φλω­ση πού εἶ­χες ἀ­π' τὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄ­θλιος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς κά­νεις τὸ δά­σκα­λο σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπου­δαγ­μέ­νοι ἀ­π' ὅ­λους τούς Ἰ­ου­δαί­ους; Καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω ἀ­π' τὸν τό­πο πού συ­νε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σουν καὶ νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σουν νὰ συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στὶς λα­τρευ­τι­κὲς τε­λε­τὲς τοῦ να­οῦ.

Στὸ με­τα­ξὺ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω γιὰ τὴν παρρησία μὲ τὴν ὁποία δι­ε­κή­ρυτ­τε τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα μὲ τοὺς ἄ­πι­στους Ἰ­ου­δαί­ους, πι­στεύ­εις στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ; Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός, Κύ­ρι­ε, γιὰ νὰ τὸν πι­στέ­ψω; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Μὰ τὸν ἔ­χεις κι­ό­λας δεῖ μὲ τὰ μά­τια σου. Αὐ­τὸς πού μι­λά­ει αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μα­ζί σου, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε. Καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύ­ριο.