Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

(7 ΜΑΪΟΥ 2023)




ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα΄ καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς΄ καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς΄ οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς΄ Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποὶ; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν ΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ΄ ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν΄ ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλὰ γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ' οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον΄ αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς΄ Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν , λέγοντες΄ Μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ' αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν΄ καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους΄ Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ’ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ’ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ’ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λο­ύ­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον. 

                                                                                 (Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΤΑΒΙΘΑ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ταβιθά, ἀνάστηθι»

Στὴν πόλη Ἰόππη κατοικοῦσε ἡ πολὺ εὐσεβὴς Χριστιανὴ μαθήτρια Ταβιθά. «Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν». Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἀπέθανε. Μεγάλη ἦταν ἡ θλίψη ὅλων τῶν κατοίκων τῆς πόλεως γιὰ τὴν ἀκούραστη μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ. Ἀπέστειλαν λοιπὸν δύο ἄνδρες πρὸς τὸν Πέτρον «παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν». Καὶ πράγματι ὁ Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στὴν πρόσκληση καὶ «συνῆλθεν αὐτοῖς». Τότε, ἐκεῖ στὸ δωμάτιο ποὺ ἦταν ἡ νεκρή, «θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο». Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὸ νεκρὸ σῶμα καὶ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμη τῆς πίστεώς του εἶπε «Ταβιθά, ἀνάστηθι»! Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἂς δοῦμε λοιπὸν γιατί ὁ Κύριος διὰ τοῦ Πέτρου ἔκαμε τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ ποιὰ σημασία ἔχει γιὰ τὴ ζωή μας.

1. ΘΑΥΜΑ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΕΩΣ

Τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς ἀναστάσεως τῆς Ταβιθὰ ἦταν μιὰ ἐπιβράβευση ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν ἀφοσιωμένη του μαθήτρια. Διότι ἡ Ταβιθὰ δὲν ἦταν ἁπλῶς μία πιστὴ μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἦταν ὑπόδειγμα ἀγάπης, ἐργάτιδος καλῶν ἔργων καὶ φιλανθρωπίας. Καὶ τὸ ἑβραϊκὸ ὄνομα τῆς Ταβιθά, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σημαίνει «Δορκάς», δηλαδὴ ζαρκάδι, φανερώνει τὸν χαρακτῆρα τῆς Ταβιθά, ἡ ὁποία ἦταν ταχύτατη καὶ ἔξυπνη σὰν τὸ ζαρκάδι στὴν ἐπιτέλεση ἱερῶν ἔργων. «Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει». Ἔκανε πολλὲς ἐλεημοσύνες καὶ ἄλλα καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα τῆς τὰ ἐνέπνεε ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀκούραστη νὰ εὐεργετεῖ ἰδιαιτέρως τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες.

Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀρετὴ καὶ τὰ καλὰ ἔργα τῆς Ταβιθὰ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως κατὰ τὸν θάνατό της. Ἔτρεξαν ὅλοι οἱ γνωστοί της μπροστὰ στὸ σκῆνος της μὲ θλίψη μεγάλη. Διότι δὲν θρηνοῦσαν ἁπλῶς ἕνα γνώριμο πρόσωπο ἀλλὰ μία ἀκούραστη μαθήτρια τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν γενικὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγίας της ζωῆς καὶ τῆς πολλῆς της ἀγάπης διεπίστωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος, μόλις ἐπῆγε στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ «παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι» κλαίοντας για τὸν θάνατό της. Οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῆς πόλεως ἔδειχναν στὸν Πέτρο τοὺς «χιτῶνας καὶ τὰ ἱμάτια», τὰ ὁποῖα κατεσκεύαζε ἡ Ταβιθὰ γιὰ χάρη τους καὶ τὰ θέρμαινε μὲ τὴν πνοὴ τῆς ἀγάπης της. Αὐτὴ τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς συμβούλευε, τοὺς ἀνακούφιζε στὸν πόνο τους.

Ἄπο αὐτὴν τὴν ἀρετὴ τῆς γυναίκας συγκινημένος ὁ Πέτρος, μὲ ὅλη τὴν θερμότητα τῆς καρδιᾶς του «θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο». Ἴσως στὴν προσευχή του αὐτὰ τὰ δάκρυα τῶν εὐεργετημένων ἀνθρώπων νὰ ἐπικαλέστηκε ὁ Πέτρος, ἀλλὰ καὶ τὴν μεγάλη φιλανθρωπία της. Καὶ ὁ Κύριος μας ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ Πέτρου ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας βραβεύοντας τὴν ἀφοσιωμένη του μαθήτρια, τὴν κόρη τῆς ἀγάπης καὶ τῶν καλῶν ἔργων, τὴν Ταβιθά. Ἡ ἀνάστασή της ἀποτελοῦσε μόνον τὴν ἀρχὴ τῶν ἀμοιβῶν ποὺ θὰ τῆς χάριζε ὁ Κύριος καὶ σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν αἰώνια Βασιλεία. Διότι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ἰδιαιτέρως ἐπὶ τοὺς ἐλεήμονες καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγάπης, οἱ ὁποῖοι ἑλκύουν πολλὴ τὴν Χάρη του.

2. ΜΙΜΗΤΕΣ ΤΗΣ

Ἡ ἁγία Ταβιθὰ μὲ τὸ παράδειγμά της ἐμπνέει κι ἐμᾶς νὰ γίνουμε σήμερα ταπεινοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἀθόρυβα, ταπεινὰ καὶ ἀνιδιοτελῶς, μὲ κίνητρο μόνο τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ προσφέρουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη στοὺς γύρω μας· νὰ στηρίζουμε τοὺς ἀδυνάτους· νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ὀλιγοψύχους· νὰ εὐεργετοῦμε τοὺς ἐνδεεῖς· νὰ παρέχουμε βάλσαμο παρηγοριᾶς στοὺς πονεμένους. Ἐὰν ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸ πραγματικά, θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ ἀποδεικνύουμε στὴ ζωή μας μὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας. Μὲ πράξεις ἐλεημοσύνης καὶ προσφορᾶς πρὸς τοὺς πάσχοντας, τοὺς πεφορτισμένους. τοὺς ἐνδεεῖς ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θλίβονται καὶ πονοῦν.

Νὰ προσφέρουμε ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μας καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημα τῶν ἀγαθῶν μας ἀκόμη στοὺς ἄλλους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη τροφές, ροῦχα καὶ χρήματα. Νὰ διακονοῦμε ἰδιαιτέρως στὸ ὀργανωμένο φιλανθρωπικὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα. Εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστο τὸ φιλανθρωπικὸ αὐτὸ ἔργο, στὸ ὁποῖο συμμετέχουν ἰδιαιτέρως γυναῖκες. Καὶ μᾶς ἐμπνέουν κι αὐτὲς μὲ τὴν αὐτοθυσία τους καὶ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν προσφορά τους νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι διακονίας, ὄχι μόνο μὲ τὴ δική μας πρωτοβουλία καὶ ἔμπνευση, ἀλλὰ καὶ συμμετέχοντας στὴ συντονισμένη φιλανθρωπικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας μας: στὸ φιλόπτωχο ταμεῖο, στὰ συσσίτια ποὺ ὀργανώνουν πολλὲς ἐνορίες, στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας, στὸν τομέα τῆς προνοίας, στοὺς ἐράνους τῆς ἀγάπης, στὰ νοσοκομεῖα, στὰ γηροκομεῖα ἢ ἄλλα ἱδρύματα, στὶς φυλακές, στὰ κοιμητήρια, στοὺς ἀρρώστους, στὶς κατασκηνώσεις, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη.

Ἀδελφοί, ὁ Κύριος μᾶς ἐβεβαίωσε ὅτι στοὺς ἀνθρώπους τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἀγάπης θὰ χαρίσει μισθὸ πολὺ καὶ θὰ τοὺς ἀναδείξει υἱοὺς τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐμπράκτου χριστιανικῆς ἀγάπης, κάθε ὑλικῆς καὶ πνευματικὴς προσφορᾶς πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τα­ράσ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.                                       

 (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὕ­στε­ρα ἀπ’ αὐ­τὰ ἦ­ταν ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, πι­θα­νό­τα­τα ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Που­ρίμ, πού ἔ­πε­φτε πε­ρί­που ἕ­να μή­να πρὶν τὸ Πά­σχα. Κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ ἀ­νέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κον­τὰ στὴν προ­βα­τι­κὴ πύ­λη τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α λί­μνη στὴν ὁποία κο­λυμ­ποῦ­σαν, καὶ ἡ ὁ­ποί­α στὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴ γλώσ­σα ὀ­νο­μα­ζό­ταν Βη­θεσ­δά. Ἡ κο­λυμ­βή­θρα αὐ­τὴ εἶ­χε τριγύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα. Σ' αὐ­τὰ τὰ θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξα­πλω­μένοι πά­ρα πολ­λοὶ ἄρ­ρω­στοι, τυ­φλοί, κου­τσοί, ἄν­θρω­ποι μὲ κά­ποι­ο μέ­λος πι­α­σμέ­νο καὶ ἀ­ναί­σθη­το ἢ ἀ­τρο­φι­κὸ· κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ πε­ρί­με­ναν νὰ κι­νη­θεῖ τὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμβή­θρας. Δι­ό­τι ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ ἕ­νας ἄγ­γε­λος κα­τέ­βαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα καὶ ἀ­να­τά­ρα­ζε τὰ νε­ρά της. Καὶ ὅ­ποι­ος ἔμ­παι­νε πρῶ­τος σ' αὐ­τὴ με­τὰ τὴν ἀ­να­τά­ρα­ξη τοῦ νε­ροῦ, γι­νό­ταν ὑ­γι­ής, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κι ἂν ἦ­ταν ἡ ἀρ­ρώ­στια πού εἶ­χε. Ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν ἐκεῖ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος τῶν ἀρρώ­στων καὶ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος τριά­ντα ὀ­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νος κά­τω καὶ μὲ τὸ θεῖ­ο Του βλέμ­μα δι­έ­κρι­νε ὅ­τι ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶχε αὐ­τὴν τὴν ἀ­σθέ­νεια, τοῦ εἶ­πε: Θέ­λεις νὰ γί­νεις ὑ­γι­ής; Καὶ μὲ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος ἔ­δι­νε ἀ­φορ­μὴ στὸν πα­ρά­λυ­το νὰ ζη­τή­σει τὴ βο­ή­θειά Του. Πράγ­μα­τι λοι­πὸν ὁ ἄρ­ρω­στος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χω ἄν­θρω­πο νὰ μὲ ρί­ξει στὴν κο­λυμ­βή­θρα ἀ­μέ­σως μό­λις ἀ­να­τα­ρα­χθοῦν τὰ νε­ρά της. Κι ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ πλη­σιά­σω ἐγώ μό­νος μου, προ­λα­βαί­νει ἄλ­λος καὶ κα­τε­βαί­νει στὸ νε­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου στὸν ὦ­μο σου καὶ περ­πάτα. Κι ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­λά, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­λεύ­θε­ρα.

Ἦ­ταν ὅ­μως Σάβ­βα­το ἡ ἡμέρα πού ἔ­γι­νε αὐ­τό. Ἔ­λε­γαν λοι­πὸν οἱ πρό­κρι­τοι Ἰ­ου­δαῖ­οι στὸν θε­ρα­πευ­μέ­νο: Σή­με­ρα εἶ­ναι Σάβ­βα­το. Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ση­κώ­νεις καὶ νὰ με­τα­φέ­ρεις τὸ κρε­βά­τι σου. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­κε: Ἐ­κεῖ­νος πού μὲ ἔ­κα­νε κα­λὰ μὲ θαῦμα καὶ θε­ϊ­κὴ δύ­να­μη, αὐ­τὸς μοῦ εἶ­πε, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ τὸν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πού σοῦ εἶπε πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ὁ θε­ρα­πευ­μέ­νος ὅ­μως πα­ρά­λυ­τος δὲν ἤ­ξε­ρε ποι­ὸς εἶ­ναι· δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς εἶ­χε φύ­γει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος καί εἶχε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Καὶ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, δι­ό­τι ὑπῆρ­χε πο­λὺς λα­ὸς στὸν τό­πο πού ἔ­γι­νε τὸ θαῦ­μα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ τὸν βρῆ­κε ὁ Ἰησοῦς στό ἱ­ε­ρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Βλέ­πεις, τώ­ρα ἔ­χεις γί­νει ὑ­γι­ής. Πρόσεξε λοι­πὸν ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα νὰ μὴν ἁ­μαρ­τά­νεις πιά γιὰ νὰ μὴ πά­θεις τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶ­χες, καὶ ἡ ὁ­ποί­α σοῦ συ­νέ­βη ἀ­πὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρό­σε­ξε μὴν πά­θεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χά­σεις μα­ζὶ μὲ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυ­χή σου. Ἔ­φυ­γε τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καί, ἀφοῦ συνάν­τη­σε τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, τοὺς ἀ­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς ἦ­ταν αὐ­τὸς πού τὸν γι­ά­τρε­ψε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου