Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΜΕ ΔΥΟ ΦΤΕΡΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΥ

 




Ὅλα ξεκίνησαν στὸ πρῶτο διάλειμμα, ὅταν θέλησα νὰ μπῶ τερματοφύλακας.

-Ἒ, ὄχι βέβαια ὁ Τάσος, θὰ φάει ὅλα τὰ γκόλ, εἶπε ὁ Παναγιώτης. Δὲν ἔφαγε χτὲς ἕνα γκὸλ τοῦ Κώστα; Ἐγὼ θὰ μπῶ!

-Νομίζεις! Εἶπα θυμωμένος. Κι ὅσο γιὰ τὸ χτεσινό, εἶχε χτυπήσει τὸ κουδούνι, τὸ γκὸλ τοῦ Κώστα δὲν μετροῦσε.

-Παιδιά, θὰ χάσουμε ὅλο τὸ διάλειμμα! Ἂς μπεῖ ὁ Παναγιώτης τώρα, κι ἐσύ, Τάσο, στὸ ἄλλο διάλειμμα, ἐπενέβη ὁ Γιῶργος καὶ τὸ παιχνίδι ξεκίνησε.

Ποῦ εἶναι ἡ μπάλα; Ἄ, ἐμεῖς τὴν ἔχουμε. Ὁ Γιάννης τὴ στέλνει στὸν Γιῶργο, πολὺ κοντὰ στὴν περιοχή, μὰ ὁ Σπύρος τοῦ τὴν κλέβει. Δίνει πάσα στὸν Ἀντώνη, αὐτὸς σουτάρει, προσπαθεῖ ὁ Παναγιώτης νὰ ἀποκρούσει, μὰ πέφτει κάτω. Ἡ μπάλα στὰ δίχτυα καὶ μαζὶ χτυπᾶ τὸ κουδούνι.

1-0, χάνουμε.

-Εἶσαι ἄσχετος, ἄμπαλος! ἀκούγεται νὰ λέει θυμωμένος ὁ Μιχάλης στὸν Παναγιώτη, κι ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος νὰ πῶ τὰ ἴδια, μὰ βλέπω τὴ δασκάλα μας νὰ πλησιάζει καὶ σταματῶ. Καθόλου δὲν τῆς ἀρέσουν οἱ ἄσχημες λέξεις καὶ οἱ τσακωμοί.

Ἀνεβαίνουμε στὴν τάξη ἀναψοκοκκινισμένοι. Μὰ ποῦ εἶναι τὰ κορίτσια; Αὐτὲς δὲν καθυστεροῦν ποτέ. Νά τες, φτάνουν. Κάτι κρατοῦν στὰ χέρια τους.

-Κυρία, κυρία, κοιτάξτε! Ἕνα μικρὸ χελιδόνι!

-Ἕνα χελιδόνι! λέμε ὅλοι καὶ τρέχουμε κοντά.

-Κυρία, ἐκεῖ ποὺ παίζαμε κρυφτὸ τὸ βρήκαμε, πεσμένο κάτω. Ἔχει πληγωμένη τὴ φτερούγα του. Τὸ πήγαμε στὸν ἐπιστάτη καὶ τὸ περιποιήθηκε.

-Φαίνεται φοβισμένο!

-Φοβᾶται, φαίνεται, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει.

-Δὲν μπορεῖ;

-Ἔ, πῶς νὰ πετάξει μὲ μία φτερούγα;

-Κυρία, θὰ μπορέσει νὰ ξαναπετάξει;

-Μὰ βέβαια! Θὰ γίνει καλὰ καὶ θὰ πετάξει πάλι, μὴν ἀνησυχεῖτε. Ὁ κύριος Κώστας, ὁ ἐπιστάτης μας, θὰ τὸ φροντίσει, καὶ ὅλοι φυσικά! Πάντως αὐτὸ τὸ χελιδόνι ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ, δὲν νομίζετε; λέει ἡ δασκάλα μας αἰνιγματικά.

-Νὰ προσέχουμε ὅταν παίζουμε; ρωτᾶ ἡ Μαργαρίτα.

-Νὰ μὴν κάνουμε ἐπικίνδυνα παιχνίδια; λέει ὁ Γιῶργος.

-Νὰ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο ὅταν χτυπάει; συμπληρώνει ὁ Σπύρος.

-Ὅλα ὅσα λέτε εἶναι πολὺ σωστὰ καὶ ὡραῖα. Ὅμως, εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ βρήκατε. Κάποτε ἕνας ἅγιος παπούλης, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, περνοῦσε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ μιλοῦσε στοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους, γιὰ τὴν πίστη, τὴν πατρίδα, τὰ γράμματα. Ἦταν στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φαίνεται πὼς κάποια φορά, ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε, πέρασε ἕνα σμῆνος ἀπὸ χελιδόνια. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς τὰ εἶδε καὶ εἶπε:

«Νὰ ἕνα χελιδόνι! Πόσες φτεροῦγες χρειάζεται γιὰ νὰ πετᾶ;».

«Δύο, Γέροντα», τοῦ ἀπάντησαν οἱ ἄνθρωποι.

«Ἒ λοιπόν, εἶπε ὁ Ἅγιος, ὅπως ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο φτεροῦγες γιὰ νὰ πετᾶ, ἔτσι κι ἐμεῖς χρειαζόμαστε δύο ἀγάπες γιὰ νὰ σωθοῦμε· τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὸν διπλανό μας. Καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ μᾶς χαροποιεῖ καὶ ζοῦμε ἀπὸ ἐδῶ τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου».

«Καὶ πῶς νὰ δείξουμε ἀγάπη, Γέροντα, στὸν διπλανό μας;», ρώτησαν οἱ ἄνθρωποι.

«Ἔχω ἔγω ἕνα ψωμὶ νὰ φάω κι ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μοῦ λέει, δῶσε καὶ στὸν ἀδερφό σου. Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σοῦ πῶ ψέματα. Ἡ ἀγάπη ὅμως κλείνει τὸ στόμα μου. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει».

Ἔτσι μίλησε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς κι ὅλοι κατάλαβαν.

-Κι ἐμεῖς καταλάβαμε! πετάχτηκε ὁ Φάνης.

-Τί μᾶς εἶπε λοιπὸν αὐτὸ τὸ χελιδόνι σήμερα! εἶπε ἡ Μαρία, ποὺ προηγουμένως εἶχε τσακωθεῖ μὲ τὴ Δήμητρα γιὰ μία γόμα.

-Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς! διόρθωσε ὁ Γιῶργος.

-Ἂν θέλουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, παιδιά, νὰ πετᾶμε ψηλά, εἶπε ἡ δασκάλα μας, ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὰ δυὸ φτερὰ τοῦ χελιδονιοῦ. Γυρίζω καὶ κοιτάζω τὸν Παναγιώτη. Ὄχι, δὲν εἶμαι θυμωμένος μαζί του πιά.

-Χτύπησες πολὺ ὅταν ἔπεσες; τὸν ρωτάω. Μὲ κοιτάζει ξαφνιασμένος.

-Μὴ στενοχωριέσαι γιὰ τὸ γκόλ. Θὰ τοὺς βάλουμε ἐμεῖς στὸ ἄλλο διάλειμμα, λέω, καὶ μέσα μου ἡ καρδιά μου πετᾶ. Μὲ δυὸ φτερὰ χελιδονιοῦ.

Μυρόπη

(ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ". ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019) 

 






Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ IΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ IΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί,  γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, ἀ­δελ­φοί, τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον ὃ εὐ­ηγ­γε­λι­σά­μην ὑ­μῖν, ὃ καὶ πα­ρε­λά­βε­τε, ἐν ᾧ καὶ ἑ­στή­κα­τε, δι᾿ οὗ καὶ σῴ­ζε­σθε, τί­νι λό­γῳ εὐ­ηγ­γε­λι­σά­μην ὑ­μῖν εἰ κα­τέ­χε­τε, ἐ­κτὸς εἰ μὴ εἰ­κῇ ἐ­πι­στε­ύ­σα­τε. Πα­ρέ­δω­κα γὰρ ὑ­μῖν ἐν πρώ­τοις ὃ καὶ πα­ρέ­λα­βον, ὅ­τι Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν ὑ­πὲρ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἡ­μῶν κα­τὰ τὰς γρα­φάς, καὶ ὅ­τι ἐ­τά­φη, καὶ ὅ­τι ἐ­γή­γερ­ται τῇ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ κα­τὰ τὰς γρα­φάς, καὶ ὅ­τι ὤ­φθη Κη­φᾷ, εἶ­τα τοῖς δώ­δε­κα· ἔ­πει­τα ὤ­φθη ἐ­πά­νω πεν­τα­κο­σί­οις ἀ­δελ­φοῖς ἐ­φά­παξ, ἐξ ὧν οἱ πλε­ί­ους μέ­νου­σιν ἕ­ως ἄρ­τι, τι­νὲς δὲ καὶ ἐ­κοι­μή­θη­σαν· ἔ­πει­τα ὤ­φθη ᾿Ι­α­κώ­βῳ, εἶ­τα τοῖς ἀ­πο­στό­λοις πᾶ­σιν· ἔ­σχα­τον δὲ πάν­των ὡ­σπε­ρεὶ τῷ ἐ­κτρώ­μα­τι ὤ­φθη κἀ­μοί. Ἐ­γὼ γάρ εἰ­μι ὁ ἐ­λά­χι­στος τῶν ἀ­πο­στό­λων, ὃς οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κα­λεῖ­σθαι ἀ­πό­στο­λος, δι­ό­τι ἐ­δί­ω­ξα τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ· χά­ρι­τι δὲ Θε­οῦ εἰ­μι ὅ εἰ­μι· καὶ ἡ χά­ρις αὐ­τοῦ ἡ εἰς ἐ­μὲ οὐ κε­νὴ ἐ­γε­νή­θη, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρον αὐ­τῶν πάν­των ἐ­κο­πί­α­σα, οὐκ ἐ­γὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σὺν ἐ­μοί. Εἴ­τε οὖν ἐ­γὼ εἴ­τε ἐ­κεῖ­νοι, οὕ­τω κη­ρύσ­σο­μεν καὶ οὕ­τως ἐ­πι­στεύ­σα­τε.      

  (Α΄ Κορ. ιε΄[15] 1 –11)

 

Ο  ΑΓΩΝΑΣ  ΚΑΙ  Η  ΕΥΛΟΓΙΑ  ΤΗΣ  ΧΑΡΙΤΟΣ.

Δὲν ὑ­πάρ­χει πι­στὸς ποὺ νὰ ἀ­γνο­εῖ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Ὅ­σο μά­λι­στα κα­νεὶς με­λε­τᾶ τὶς θε­ό­πνευ­στες ἐ­πι­στο­λὲς καὶ τὴν ἀ­πο­στο­λι­κή του δρά­ση καὶ ζω­ὴ ποὺ ἀ­να­δύ­ε­ται­  μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ἱ­ε­ρὰ κεί­με­να, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θαυ­μά­ζει μὰ καὶ ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν μο­να­δι­κὴ αὐ­τὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Μα­ζὶ δὲ μὲ τὸν Ἀπ. Πέ­τρο ἀ­πο­τε­λοῦν τοὺς πρω­το­κο­ρυ­φαί­ους τοῦ Ἀ­πο­στο­λι­κοῦ χο­ροῦ.

Ἀλ­λὰ ὁ πρώ­ην δι­ώ­κτης, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶς κα­τα­γρά­φει, «πε­ρισ­σό­τε­ρον αὐ­τῶν πάν­των» ἐ­κο­πί­α­σε, «οὐκ ἐ­γὼ δὲ ἀλλ᾿ ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σὺν ἐ­μοί». Ὄν­τως, ἀ­λή­θεια με­γά­λη ποὺ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὸ νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με στὸ θέ­μα τῆς χά­ρι­τος. Ἄλ­λω­στε γιὰ τὸν κά­θε πι­στό, ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νε­ται προ­κο­πὴ στὴν ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ἰ­σχύ­ει ὁ παύ­λει­ος λό­γος «χά­ρι­τι Θε­οῦ εἰ­μὶ ὁ εἰ­μὶ» (Α' Κορ. ι­ε'[15] 10).

Ἡ χά­ρις ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν δω­ρε­ὰ τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ στὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται τὴν πί­στη καὶ τὴν θε­ϊ­κὴ ἀ­γά­πη. Εἶ­ναι ἡ εὐ­λο­γί­α διὰ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, στὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λε­ται ὅ,τι κα­λὸ ἔ­χου­με στὴν ὕ­παρ­ξή μας καὶ στὸν βί­ον μας. Αὐ­τὴ ἡ χά­ρις ὄ­χι ἁ­πλῶς μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καὶ μᾶς συν­τη­ρεῖ στὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ μᾶς το­νώ­νει καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει δια­ρκῶς πρὸς κα­ταρ­τι­σμὸν καὶ πρὸς τὴν πο­ρεί­α τοῦ καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ τὸν σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς μας.

Σὰν ἄλ­λο ὀ­ξυ­γό­νο ἀ­να­νε­ώ­νει καὶ ζω­ο­γο­νεῖ τὸ εἶ­ναι μας καὶ δι­α­τη­ρεῖ πάν­το­τε μέ­σα μας τὴν ἀ­κα­ταί­σχυν­τον ἐλ­πί­δα ποὺ ἐ­κτρέ­φε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ φυ­σι­κὰ ἡ ἐ­νί­σχυ­σις αὐ­τὴ ποὺ δω­ρί­ζει ἡ χά­ρις ποὺ ἀ­πέρ­ρευ­σε ἀ­πὸ τὸν αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νο Σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πο­κύ­η­μα τῆς φαν­τα­σί­ας καὶ οὐ­το­πί­α. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κό­της. Εἶ­ναι βί­ω­μα ποὺ τὸ ἔ­ζη­σαν καὶ τὸ ζοῦν ὅ­λοι οἱ ἅ­γιοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος «τὴν σάρ­κα ἐ­σταύ­ρω­σαν σὺν τοῖς πα­θή­μα­σι καὶ ταῖς ἐ­πι­θυ­μί­αις» (Γαλ. ε'[5] 24) καὶ ἔ­ζη­σαν «ἐν και­νό­τη­τι ζω­ῆς» (Ρωμ. στ'[6] 4).

Φυ­σι­κὰ ὁ κά­θε πι­στὸς ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πρό­σω­πο ποὺ ἔ­χει λά­βει διὰ τοῦ βα­πτί­σμα­τος τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα δῶ­ρα τῆς χά­ρι­τος καὶ τὰ ἰ­δι­κά του τά­λαν­τα. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ τῶν ἄλ­λων, ἀλ­λὰ ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς ἰ­δί­ας τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τος ἐν Χρι­στῷ.

Καὶ ὅ­πως πο­λὺ ὡ­ραῖ­α ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος αὐ­τοῦ ἐκ­φρά­ζον­ται οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­πως τὸ ἴ­διο νε­ρὸ πο­τί­ζει τὰ δέν­δρα καὶ τὰ ἄν­θη, τὸ κα­θέ­να ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τὰ πα­ρά­γει τὸν ἰ­δι­αί­τε­ρο καρ­πό του καὶ τὸ ὀ­μορ­φο­στό­λι­στο λου­λού­δι, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς καὶ ἡ κοι­νὴ Τρι­α­δι­κὴ ἄ­κτι­στος χά­ρις προ­σφέ­ρει τὴν ποι­κι­λί­α τῶν χα­ρι­σμά­των στὴν κο­ρω­νί­δα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, τὸν ἄν­θρω­πο καὶ μά­λι­στα τὸ συ­νει­δη­τὸ μέ­λος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Βε­βαί­ως ἡ ἐ­νί­σχυ­σις αὐ­τὴ τῆς Χά­ρι­τος οὐ­δέ­πο­τε ἕ­ως τὸ τέ­λος τῶν αἰ­ώ­νων θὰ παύ­σει νὰ κά­μει αἰ­σθη­τὴ τὴν πα­ρου­σί­α της στὰ πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων. Τὸ βλέ­που­με ἄλ­λω­στε ὅ­λοι μας σ᾿ αὐ­τὴ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Μό­νο ὅ­σοι ὁ­πλί­ζον­ται διὰ τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων, τῆς ἀ­κα­τα­παύ­στου νο­ε­ρᾶς-καρ­δια­κῆς προ­σευ­χῆς καὶ ὅ­σοι ἀ­πο­λαμ­βά­νουν τὸν εὐ­λο­γη­μέ­νο ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ δι­α­βό­λου, τοῦ κό­σμου καὶ τοῦ κα­κοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους, αἰ­σθά­νον­ται τὴν πα­ρου­σί­α τῆς χά­ρι­τος. Βι­ώ­νουν μέ­σα τοὺς τὴν τό­νω­ση ποὺ χα­ρί­ζει Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἐν­θαρ­ρί­νει τοὺς δι­κούς Του: «Θαρ­σεῖ­τε, ἐ­γὼ νε­νί­κη­κα τὸν κό­σμον» (Ἰ­ω­άν. ι­στ'[16] 33).

Ἐξ᾿ ἀν­τι­θέ­του τώ­ρα, δυ­νά­με­θα νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί αἰ­σθά­νον­ται μέ­σα στὴν ὕ­παρ­ξή τους ὅ­σοι ἀ­γνο­οῦν, ὅ­σοι ἔρ­χον­ται σὲ ἀν­τί­θε­ση καὶ ὅ­σοι, ἀλ­λοί­μο­νο, δι­ώ­κουν συ­νει­δη­τὰ τὴν δω­ρε­ὰ τῆς χά­ρι­τος. Ὑ­πάρ­χει ἀ­λή­θεια με­γα­λύ­τε­ρος καρ­δια­κὸς πό­νος καὶ βα­θύ­τε­ρο ὑ­παρ­ξια­κὸ κε­νὸ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ζοῦν ὅ­σοι ἀρ­νοῦν­ται τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ; Ὑ­φί­στα­ται με­γα­λυ­τέ­ρα κό­λα­σις, ξε­κι­νών­τας ἀπ᾿ αὐ­τὴ τὴν ζω­ή, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη ποὺ ζοῦν ὅ­σοι διὰ τῆς ἀ­πι­στί­ας κα­ταν­τοῦν χει­ρό­τε­ροι τῶν φρι­κτῶν δαι­μό­νων καὶ διὰ τῆς σαρ­κι­κῆς δι­α­στρο­φῆς κα­τώ­τε­ροι καὶ αὐ­τῶν τῶν ἀ­λό­γων κτη­νῶν; Ἀ­ναμ­φι­βό­λως οὐ­δε­μί­α ἀρ­νη­τι­κὴ κα­τά­στα­σις μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν πί­κρα, τὴν δυ­στυ­χί­α, τὸν πα­ρα­λο­γι­σμὸ καὶ τὸν δαι­μο­νι­σμὸ ποὺ βι­ώ­νουν ὅ­σοι τό­σο αἰ­σχρῶς ἀ­πο­μα­κρύ­νουν διὰ τῶν ἐ­πι­λο­γῶν τους τὴν χά­ρη, ὅ­πως καὶ οἱ ἴ­διοι ἐν τα­πει­νώ­σει μαρ­τυ­ροῦν ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους συ­νέλ­θουν καὶ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὸν δρό­μο τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ ξε­δι­ψά­σουν ἀ­πὸ τὰ γάρ­γα­ρα νε­ρὰ τῆς χά­ρι­τος. Τί νὰ πεῖ τώ­ρα κα­νεὶς γιὰ ὅ­σους ἐκ τῶν ἰ­θυ­νόν­των ὑ­πο­δαυ­λί­ζουν, χρη­μα­το­δο­τοῦν καὶ ἀ­νε­ρυ­θριά­στως χαι­ρε­τοῦν τὰ πα­ραρ­τή­μα­τα αὐ­τὰ τῆς κο­λά­σε­ως (βλέ­πε πα­ρέ­λα­ση δι­ε­στραμ­μέ­νων κ.τ.λ.);

Γι᾿ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸ Ἔ­θνος μας καὶ φυ­σι­κὰ γιὰ τὸ παγ­κό­σμιο κα­τάν­τη­μα, ἐ­ὰν ἔ­χου­με δά­κρυ­α, ἂς τὰ προ­σφέ­ρου­με μή­πως καὶ ὡς ἄλ­λοι Νι­νευ­ί­τες σω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν δι­καί­α ὀρ­γὴ τῆς Θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης ποὺ ἐ­πέρ­χε­ται «ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θεί­ας» καὶ φυ­σι­κὰ μα­ζὶ μὲ αὐ­τοὺς σὲ ὅ­σους ἀ­νέ­χον­ται τὴν βλα­σφη­μί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Θε­οῦ καὶ τὰ ἔρ­γα τῆς σαρ­κός.  

Πό­τε ἀ­λή­θεια οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ ἐν­νο­ή­σου­με ὅ­τι ἡ χα­ρά, ἡ εὐ­τυ­χί­α, ἡ εὐ­δαι­μο­νί­α ὑ­πάρ­χουν μό­νο στὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι μα­κριὰ Αὐ­τοῦ; Πό­τε ἐ­πι­τέ­λους θὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ μά­τια τῆς ψυ­χῆς μας ὥ­στε νὰ δοῦ­με ποῦ θὰ βροῦ­με ἐ­κεῖ­να ποὺ μὲ ὅ­λη μας τὴν ὕ­παρ­ξη πο­θοῦ­με;

Μέ­σα στὸ λει­τουρ­γι­κὸ σῶ­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας, δι­α­σαλ­πί­ζει πρὸς τὸν κα­θέ­να μας ὁ με­γά­λος Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν: «Ἀ­γω­νί­ζου τὸν κα­λὸν ἀ­γώ­να»! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ εὐ­λο­γη­μέ­νο σύν­θη­μα πρὸς ὅ­λους καὶ ἐφ᾿ ὅ­ρου ζω­ῆς. Μᾶς βε­βαι­ώ­νει μά­λι­στα ὁ κή­ρυ­κας τῆς Οἰ­κου­μέ­νης στὰ τέ­λη τοῦ βί­ου του ὅ­τι ἡ ὅ­λη του ζω­ὴ ὑ­πῆρ­ξε εὐ­λο­γη­μέ­νη προ­σπά­θεια καὶ ἱ­ε­ρὸς ἀ­γώ­νας, καὶ ὅ­τι τὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸν τὸν ἔ­φε­ρε εἰς αἴ­σιον πέ­ρας.

Ἂς τὸ ὁ­μο­λο­γή­σου­με. Εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί. Μπο­ροῦ­με ὅ­μως ἐ­ὰν τὸ θε­λή­σου­με νὰ κα­τα­κτή­σου­με τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα. Μπο­ροῦ­με νὰ ξε­κι­νή­σου­με τὸν ἀ­γώ­να τῆς κα­θάρ­σε­ως καὶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὰ ἐ­πί­πε­δά του φω­τι­σμοῦ. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μπο­ροῦ­με νὰ τὰ κα­τορ­θώ­σου­με ὅ­ταν ἔ­χου­με πλου­σί­α τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Στὸ χέ­ρι μας εἶ­ναι λοι­πὸν εἴ­τε ὁ ξε­πε­σμός, εἴ­τε ἡ χα­ρὰ καὶ ἡ εὐ­λο­γί­α ποὺ ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ περ­νοῦν στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.

Καὶ ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με­  πο­τὲ πὼς ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς κα­τέ­χει τὴν πρώ­τη θέ­ση στὴ ζω­ή μας, τό­τε ὅ­λα τ᾿ ἄλ­λα βρί­σκουν τὴ σω­στή τους θέ­ση. Ἀ­μήν.

 

ΠΗΓΗ: http://kirigmata.blogspot.com/2015/08/blog-post_22.html#more

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ­κεί­ν, νε­α­ν­σκος τις προ­σλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σο, γο­νυ­πε­τν α­τ, κα λέ­γων· Δι­δ­σκα­λε ­γα­θ, τ ­γα­θν ποι­­σω ­να ­χω ζω­ν α­­νιον; δ ε­πεν α­τ· Τ με λ­γεις ­γα­θν; ο­δες ­γα­θς, ε μ ες Θε­ς. Ε δ θ­λεις ε­σελ­θεν ες τν ζω­ν, τ­ρη­σον τς ν­το­λς. Λγει α­τ· Πο­­ας; δ ᾿Ι­η­σος ε­πε· Τ· Ο φο­νε­­σεις· Ο μοι­χε­­σεις· Ο κλ­ψεις· Ο ψευ­δο­μαρ­τυ­ρ­σεις· Τμα τν πα­τ­ρα σου κα τν μη­τ­ρα· κα· ­γα­π­σεις τν πλη­σ­ον σου ς σε­αυ­τν. Λγει α­τ νε­α­ν­σκος· Πντα τα­τα ­φυ­λα­ξ­μην κ νε­­τη­τς μου· τ ­τι ­στε­ρ;  ­φη α­τ ᾿Ι­η­σος· Ε θ­λεις τ­λει­ος ε­ναι, ­πα­γε, π­λη­σν σου τ ­πρ­χον­τα, κα δς πτω­χος· κα ­ξεις θη­σαυ­ρν ν ο­ρα­ν· κα δε­ρο, ­κο­λο­­θει μοι. ­κο­­σας δ νε­α­ν­σκος τν λ­γον, ­πλ­θε λυ­πο­­με­νος· ν γρ ­χων κτ­μα­τα πολ­λ. Ο δ Ι­η­σος ε­πε τος Μα­θη­τας α­το· ­μν λ­γω ­μν, ­τι πλο­­σιος δυ­σκ­λως ε­σε­λε­­σε­ται ες τν βα­σι­λε­­αν τν ο­ρα­νν. Πλιν δ λ­γω ­μν, ε­κο­π­τε­ρν ­στι κ­μη­λον δι τρυ­π­μα­τος α­φ­δος δι­ελ­θεν πλο­­σιον ες τν βα­σι­λε­­αν το Θε­ο ε­σελ­θεν. ­κο­σαν­τες δ ο Μα­θη­τα α­το, ­ξε­πλσ­σον­το σφ­δρα, λ­γον­τες· Τς ­ρα δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ἐμ­βλέ­ψας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις τοῦ­το ἀ­δύ­να­τόν ἐ­στι, πα­ρὰ δὲ Θε­ῷ πάν­τα δυ­να­τά ἐ­στι.                                     

                                        (Ματθ. ιθ΄[19] 16 – 26)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸν, κάποιος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καί το επε: Διδάσκαλε γαθέ, τί καλό νά κάνω γιά νά ποκτήσω τήν αώνια ζωή;  Κι Κύριος το επε: φο πευθύνεσαι σέ μένα θεωρώντας τι εμαι νας πλός νθρωπος, γιατί μέ ­νο­μάζεις γαθό; Κανείς δέν εναι πό τόν αυτό του πραγ­ματικά γαθός παρά μόνο νας, Θεός. άν ­μως θέλεις νά μπες στήν αώνια καί μακάρια ζωή, τήρησε σ’ λη τή ζωή σου τίς ντολές. Το λέει νέος: Ποιές ντολές; Κι ησος το επε: Τό νά μή σκοτώσεις, νά μή μοιχεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα καί τή μητέρα, καί νά γαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου σάν τόν αυτό σου. Το λέει νέος, ποος δέν εχε διδαχθε ποι­ά ε­­­ναι καί πς φαρμόζεται γά­πη πρός τόν συνάν­­­­θρω­πολα ατά τά φύλαξα πό τότε πού μουν νέ­­­ος. Τί λλο μο λείπει κόμη; Κι ησος το επε: άν θέλεις νά εσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τά πάρχοντά σου καί μοίρασέ τα στούς φτωχούς, καί θά χεις θησαυρό στούς ορανούς. Κι λα νά μέ κολουθήσεις. Μόλις μως νέος κουσε τόν λόγο ατό, φυγε λυπημένος· διότι εχε πολλά κτήματα, καί καρδιά του ταν κολλημένη σ’ ατά. Τότε ησος επε στούς μαθητές του: ληθινά σς λέω τι δύσκολα νας πλούσιος νθρωπος θά μπε στή βασιλεία τν ορανν. Πάλι σς λέω, εκολότερο εναι νά περάσει μιά καμήλα πό τήν τρύπα πού νοίγει βελόνα, παρά πλούσιος νά μπε στή βασιλεία το Θεο. λλά ταν ο μαθητές του τό κουσαν ατό, νιωσαν πολύ μεγάλη κπληξη καί επαν: Ποιός τάχα μπορε νά σωθε;  ησος τότε τούς κοίταξε κφραστικά καί τούς ε­πε: Στούς νθρώπους ατό εναι δύνατο, στό Θεό μως λα εναι δυνατά. Μπορε λοιπόν Θεός μέ τή χάρη του νά λύσει τούς δεσμούς τς καρδις κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου μέ τό χρμα καί νά τόν καταστήσει ξιο τς σωτηρίας.