Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020)

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ἡ­μᾶς τος ἀ­πο­στό­λους ἐ­σχά­τους ἀ­πέ­δει­ξεν, ς ἐ­πι­θα­να­τί­ους, ὅ­τι θέ­α­τρον ἐ­γε­νή­θη­μεν τ κό­σμῳ, κα ἀγ­γέ­λοις κα ἀν­θρώ­ποις. ἡ­μεῖς μω­ροὶ δι­ὰ Χρι­στόν, ὑ­μεῖς δ φρό­νι­μοι ν Χρι­στῷ· ἡ­μεῖς ἀ­σθε­νεῖς, ὑ­μεῖς δ ἰ­σχυ­ροί· ὑ­μεῖς ἔν­δο­ξοι, ἡ­μεῖς δ ἄ­τι­μοι. ἄ­χρι τς ἄρ­τι ὥ­ρας κα πει­νῶ­μεν κα δι­ψῶ­μεν κα γυ­μνη­τε­ύ­ο­μεν κα κο­λα­φι­ζό­με­θα κα ἀ­στα­τοῦ­μεν κα κο­πι­ῶ­μεν ἐρ­γα­ζό­με­νοι τας ἰ­δί­αις χερσ· λοι­δο­ρο­ύ­με­νοι εὐ­λο­γοῦ­μεν, δι­ω­κό­με­νοι ἀ­νε­χό­με­θα, βλα­σφη­μο­ύ­με­νοι πα­ρα­κα­λοῦ­μεν· ς πε­ρι­κα­θάρ­μα­τα το κό­σμου ἐ­γε­νή­θη­μεν, πάν­των πε­ρί­ψη­μα ἕ­ως ἄρ­τι. Οκ ἐν­τρέ­πων ὑ­μᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλ­λ' ὡς τέ­κνα μου ἀ­γα­πη­τὰ νου­θε­τῶ· ἐ­ὰν γρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλ­λ' ο πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ὰ το εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα. πα­ρα­κα­λῶ ον ὑ­μᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε.                         

                                                   (Α΄ Κορ. δ΄ 9 – 16 )

 

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

«Ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα»

Μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ συγ­γέ­νεια μᾶς πα­ρου­σιά­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Μὲ πα­τρι­κὴ στορ­γὴ συμ­βου­λεύ­ει καὶ νου­θε­τεῖ τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Κο­ρίν­θου κι ἔ­πει­τα ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἐ­ὰν μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ἐν γὰρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ διὰ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα».

Ἐ­ὰν ἔ­χε­τε πά­ρα πολ­λοὺς παι­δα­γω­γοὺς καὶ δι­δα­σκά­λους ἐν Χρι­στῷ, δὲν ἔ­χε­τε ὅ­μως πολ­λοὺς πα­τέ­ρες. Δι­ό­τι ἐ­γὼ μὲ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου σᾶς γέν­νη­σα πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ χά­ρη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἡ κοι­νω­νί­α καὶ ἡ σχέ­ση μου μὲ τὸν Χρι­στό.

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἦ­ταν ὁ πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας γιὰ τοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Κο­ρίν­θου. Αὐ­τὸς ποὺ τοὺς ἀ­να­γέν­νη­σε πνευ­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ πνευ­μα­τι­κὴ συγ­γέ­νεια μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με πρῶ­τον ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα καὶ δεύ­τε­ρον ποι­ὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ δι­κή μας στά­ση ἀ­πέ­ναν­τί του.

1. T­ὸ ἔρ­γο τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ

Πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας σύμ­φω­να μὲ τὸν λό­γο τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος, εἴ­τε ἱ­ε­ρέ­ας εἴ­τε μο­να­χὸς ἢ λα­ϊ­κός, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἔ­φε­ρε κον­τά μας σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς μας γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴ συ­νει­δη­τὴ πί­στη καὶ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας θε­ω­ρεῖ­ται ὁ ἱ­ε­ρέ­ας στὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας ἀλ­λὰ καὶ κα­τα­φεύ­γου­με γιὰ νὰ λά­βου­με κα­τάλ­λη­λες συμ­βου­λὲς καὶ κα­θο­δή­γη­ση στὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γώ­να.

Τὸ ἔρ­γο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα, ὅ­πως μὲ θαυ­μά­σιο τρό­πο ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, εἶ­ναι τὸ «ψυ­χὴν πτε­ρῶ­σαι, ἀρ­πά­σαι κό­σμου καὶ δοῦ­ναι Θε­ῷ». Νὰ δώ­σει δη­λα­δὴ πνευ­μα­τι­κὰ φτε­ρὰ στὴν ψυ­χὴ τοῦ πι­στοῦ, νὰ τὴν ἁρ­πά­ξει ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου καὶ νὰ τὴν ἀ­σφα­λί­σει κον­τὰ στὸν Θε­ό. Ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­παι­τοῦν πολ­λὲς φρον­τί­δες, νου­θε­σί­ες καὶ προ­σευ­χές. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τὸ ἐ­ξαί­ρε­το πρό­τυ­πο πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τρός, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν ἔ­παυ­ε «με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον» (Πράξ. κ'[20] 31) «ἄ­χρις οὗ μορ­φω­θῇ Χρι­στὸς» στὶς ψυ­χὲς τῶν πι­στῶν (Γαλ. δ'[4] 19).

Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες πα­ρο­μοιά­ζουν τὸν Πνευ­μα­τι­κὸ μὲ ἰα­τρό. Ὅ­πως ἀ­να­ζη­τοῦ­με ἕ­ναν κα­λὸ προ­σω­πι­κὸ για­τρὸ καὶ τοῦ ἐκ­θέ­του­με τὸ ἱ­στο­ρι­κό μας καὶ ὅ­λα τὰ συμ­πτώ­μα­τα ἀ­σθε­νεί­ας ποὺ τυ­χὸν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, προ­κει­μέ­νου νὰ μᾶς δώ­σει τὸ κα­τάλ­λη­λο φάρ­μα­κο, έ­τσι ὀ­φεί­λου­με νὰ βροῦ­με κι ἕ­ναν κα­λὸ Πνευ­μα­τι­κὸ γιὰ νὰ ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς μας.

Ὀ­νο­μά­ζουν ἐ­πί­σης τὸν Πνευ­μα­τι­κὸ καὶ «ἀ­λεί­πτη», δη­λα­δὴ προ­πο­νη­τή, ἐ­πει­δὴ στοὺς ἀρ­χαί­ους ἀ­γῶ­νες πά­λης ἄ­λει­φαν τοὺς ἀ­θλη­τὲς μὲ λά­δι γιὰ νὰ ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τὶς λα­βὲς τοῦ ἀν­τι­πά­λου. Πα­ρο­μοί­ως καὶ ὁ Πνευ­μα­τι­κὸς μὲ τὶς κα­τάλ­λη­λες ὁ­δη­γί­ες καὶ πα­ραι­νέ­σεις συμ­πα­ρα­στέ­κε­ται ὡς κα­λὸς προ­πο­νη­τὴς κον­τὰ σὲ κά­θε Χρι­στια­νὸ ποὺ κα­λεῖ­ται ν᾿ ἀ­γω­νί­ζε­ται πνευ­μα­τι­κὰ καὶ τὸν βο­η­θᾶ γιὰ νὰ γλι­στρᾶ καὶ νὰ ξε­φεύ­γει ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ παγ­κά­κου δι­α­βό­λου.

2. Ὁ Πνευ­μα­τι­κός μας κι ἐ­μεῖς

Ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη λοι­πὸν ὅ­λοι ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα.

Τί ὀ­φεί­λου­με ὅ­μως ἐ­μεῖς νὰ κά­νου­με;

Αὐ­τὸ ποὺ ὀ­φεί­λου­με κυ­ρί­ως εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή μας. Ὁ Πνευ­μα­τι­κὸς μᾶς δί­νει ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με ἢ τί νὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Ἂς τὸν ἀ­κοῦ­με, δι­ό­τι δὲν ὁ­μι­λεῖ μὲ προ­σω­πι­κὰ κρι­τή­ρια καὶ ἰ­δι­ο­τέ­λεια ἀλ­λὰ μὲ φό­βο Θε­οῦ καὶ συ­ναί­σθη­ση εὐ­θύ­νης γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει νὰ δι­α­κρί­νου­με ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Σι­να­ϊ­της λέ­γει ὅ­τι «αὐ­τὸς ποὺ ἄλ­λο­τε ὑ­πα­κού­ει κι ἄλ­λο­τε πα­ρα­κού­ει στὸν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα μοιά­ζει μὲ ἄν­θρω­πο ποὺ βά­ζει στὰ μά­τια του ἄλ­λο­τε κολ­λύ­ριο κι ἄλ­λο­τε ἀ­σβέ­στη. Ποι­ὸ τὸ ὄ­φε­λος;» (Κλῖ­μαξ, Λό­γος Δ΄). Ἂς πά­ρου­με λοι­πὸν ἀ­πό­φα­ση νὰ κά­νου­με τε­λεί­α ὑ­πα­κο­ὴ στὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­σφά­λεια γιὰ μᾶς καὶ χα­ρὰ γιὰ τὸν ἴ­διο ποὺ θὰ βλέ­πει τὴν πνευ­μα­τι­κή μας προ­κο­πή. Ὁ ἀ­πό­στο­λος καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης γρά­φει: «Πο­λὺ με­γά­λη χα­ρὰ δο­κί­μα­σα, δι­ό­τι βρῆ­κα ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὰ παι­διά σου νὰ πο­ρεύ­ον­ται σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Β' Ἴ­ω. 4). Ἂς δί­νου­με κι ἐ­μεῖς χα­ρὰ στὸν Πνευ­μα­τι­κὸ μὲ τὴν ὑ­πα­κο­ή μας!

Τί εὐ­λο­γί­α νὰ ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα! Πό­σους ἀ­γῶ­νες καὶ προ­σευ­χές, πό­σες θυ­σί­ες καὶ κό­πους κα­τα­βάλ­λει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός, γιὰ νὰ μᾶς πε­ρά­σει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν τρι­κυ­μι­σμέ­νη θά­λασ­σα τοῦ κό­σμου στὸ λι­μά­νι τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ! Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν ἅ­γιο Θε­ὸ νὰ μᾶς χα­ρί­ζει πάν­το­τε πνευ­μα­τι­κό μας πα­τέ­ρα ἄ­ξιο ὁ­δη­γὸ στὴν πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­α πρὸς τὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α.

(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄν­θρω­πός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τὸν κα λέ­γων· Κριε, ἐ­λέ­η­σόν μου τν υἱ­όν, ὅ­τι σε­λη­νι­ά­ζε­ται κα κα­κῶς πά­σχει· πολ­λά­κις γρ πί­πτει ες τ πρ κα πολ­λά­κις ες τ ὕ­δωρ. κα προ­σή­νεγ­κα αὐ­τὸν τος μα­θη­ταῖς σου, κα οκ ἠ­δυνή­θη­σαν αὐ­τὸν θε­ρα­πεῦ­σαι. ἀ­πο­κρι­θεὶς δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος κα δι­ε­στραμ­μέ­νη! ἕ­ως πό­τε ἔ­σο­μαι με­θ' ὑ­μῶν; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τέ μοι αὐ­τὸν ὧ­δε. κα ἐ­πε­τί­μη­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς, κα ἐ­ξῆλ­θεν ἀ­π' αὐ­τοῦ τ δαι­μό­νι­ον κα ἐ­θε­ρα­πε­ύ­θη ὁ πας ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης. Ττε προ­σελ­θόν­τες ο μα­θη­ταὶ τ Ἰ­η­σοῦ κα­τ' ἰ­δί­αν εἶ­πον· Δι­α­τί ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Δι­ὰ τν ἀ­πι­στί­αν ὑ­μῶν. ἀ­μὴν γρ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν ἔ­χη­τε πί­στιν ς κόκ­κον σι­νά­πε­ως, ἐ­ρεῖ­τε τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ, με­τά­βη­θι ἐν­τεῦ­θεν ἐ­κεῖ, κα με­τα­βή­σε­ται· κα οὐ­δὲν ἀ­δυ­να­τή­σει ὑ­μῖν. τοῦ­το δ τ γέ­νος οκ ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Ἀ­να­στρε­φο­μέ­νων δ αὐ­τῶν ες τν Γα­λι­λα­ί­αν εἶ­πεν αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Μλλει υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­γερ­θή­σε­ται.

                                     (Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23 )

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ, τόν πλη­σί­α­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού γο­νά­τι­σε μπρο­στά του κι ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε, λυ­πή­σου καί σπλα­χνί­σου τό παι­δί μου, δι­ό­τι σε­λη­νι­ά­ζε­ται καί ὑ­πο­φέ­ρει ἄ­σχη­μα, ἀλ­λά καί κιν­δυ­νεύ­ει τόν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο. Δι­ό­τι πολ­λές φο­ρές πέ­φτει στή φω­τιά, καί πολ­λές φο­ρές στό νε­ρό, καί κιν­δυ­νεύ­ει ἔ­τσι νά κα­εῖ ἤ νά πνι­γεῖ. Καί τόν ἔ­φε­ρα στούς μα­θη­τές σου, ἀλ­λά αὐ­τοί δέν μπό­ρε­σαν νά τόν θε­ρα­πεύ­σουν.  ­η­σοῦς τό­τε ­πο­κρί­θη­κε: γε­νιά πού τό­σα θαύ­μα­τα εἶ­δες καί εἶ­σαι ­κό­μη ­πι­στη, κι ­π᾿ τήν κα­κί­α σου εἶ­σαι δι­ε­στραμ­μέ­νη! Ἕ­ως πό­τε θά εἶ­μαι μα­ζί σας; Ἕ­ως πό­τε θά σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι; Φέρ­τε τόν μου ἐ­δῶ. Τό­τε τόν ­πέ­πλη­ξε ­η­σοῦς καί βγῆ­κε ­π᾿ αὐ­τόν τό δαι­μό­νιο καί θε­ρα­πεύ­θη­κε τό παι­δί ­π᾿ τήν ­ρα ­κεί­νη. Τό­τε οἱ μα­θη­τὲς πλη­σί­α­σαν ­δι­αι­τέ­ρως τὸν ­η­σοῦ καὶ τοῦ εἶ­παν: Για­τί ­μεῖς δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ βγά­λου­με τὸ δαι­μό­νιο αὐ­τό; Καὶ Κύ­ριος τοὺς εἶ­πε: ­πει­δὴ σᾶς λεί­πει πί­στη. Δι­ό­τι ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω, ­ὰν ­χε­τε πί­στη θερ­μὴ καὶ δυ­να­τὴ σὰν τὸ μι­κρὸ σπό­ρο τοῦ σι­να­πιοῦ, θὰ πεῖ­τε στὸ βου­νὸ αὐ­τό, πή­γαι­νε ­πὸ ­δῶ ­κεῖ, καὶ θὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Καὶ τί­πο­τε δὲν θὰ εἶ­ναι ­δύ­να­το σὲ σᾶς. Αὐ­τὸ ­μως τὸ εἶ­δος τῶν δαι­μό­νων δὲν βγαί­νει ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ­χει κα­τα­λη­φθεῖ ­πὸ αὐ­τό, πα­ρὰ μό­νο μὲ προ­σευ­χὴ ποὺ συ­νο­δεύ­ε­ται καὶ μὲ νη­στεί­α, ­στε προ­σευ­χὴ νὰ γί­νε­ται μὲ δι­ά­νοι­α ­σο δυ­να­τὸν ­λα­φρό­τε­ρη καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στὸν Θε­ό. Κι ­νῶ αὐ­τοὶ πε­ρι­ό­δευ­αν στὴ Γα­λι­λαί­α, τοὺς εἶ­πε ­η­σοῦς: υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πρό­κει­ται νὰ πα­ρα­δο­θεῖ πο­λὺ σύν­το­μα σὲ χέ­ρια ἀν­θρώ­πων, καὶ θὰ τὸν θα­να­τώ­σουν, καὶ τὴν τρί­τη ­μέ­ρα ­πὸ τὸν θά­να­τό του θὰ ­να­στη­θεῖ. Καὶ οἱ μα­θη­τὲς λυ­πή­θη­καν πά­ρα πο­λύ.

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου