ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν
μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ
ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
(Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΤΟ ΠΙΟ ΓΕΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
«Θεμέλιον ἄλλον
οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,
ὅς ἐστιν Ἰησοῦς
Χριστὸς»
«Θεοῦ οἰκοδομὴ»
ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν Ἐκκλησία. Ποῦ στηρίζεται ὅμως αὐτὴ
ἡ οἰκοδομή; Ποιὸ εἶναι τὸ ἀδιάσειστο θεμέλιό της ποὺ τὴν κρατᾶ ὄρθια
κι ἀμετακίνητη παρὰ τὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ποὺ δέχεται ἐδῶ καὶ
εἴκοσι αἰῶνες; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα: «Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,
ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός». Δηλαδή, τὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς οἰκοδομῆς
αὐτῆς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ κανεὶς ἀπολύτως δὲν ἔχει τὴ δύναμη
νὰ μετακινήσει τὸ αἰώνιο αὐτὸ θεμέλιο καὶ νὰ τὸ ἀντικαταστήσει μὲ
ἄλλο.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν
τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τί κίνδυνο διατρέχουμε ἂν Τὸν ἀπορρίψουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας.
1. Θεμέλιο ὁ Χριστὸς
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα
τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν·
«τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι». Δὲν εἶναι μόνο ὁ τέλειος καὶ ἀπαράμιλλος Διδάσκαλος
ἀλλὰ καὶ ὁ μοναδικὸς Σωτὴρ καὶ Λυτρωτής μας. Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ
ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας. Εἶναι
ὁ ἔνδοξος Νικητὴς τοῦ θανάτου ποὺ ἀναστήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴν αἰώνια
ζωή. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς εὐτυχίας μας. Τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ἡ
ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος· τὸ πᾶν στὴ ζωή μας!
Ἂν εἴμαστε
λοιπὸν Χριστιανοὶ ὄχι μόνο στὸ ὄνομα ἀλλὰ καὶ στὴν πράξη, τότε ὀφείλουμε
νὰ οἰκοδομοῦμε τὴ ζωή μας πάνω στὸ μοναδικὸ θεμέλιο: τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας κι ἐμεῖς ὡς μέλη τοῦ
Σώματός του καλούμαστε νὰ μένουμε ἑνωμένοι μαζί του διὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων.
Ἐπιπλέον ἐὰν
ἔχουμε θεμέλιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ στὴ ζωή μας ὀφείλουμε νὰ τηροῦμε
τὶς ἅγιες ἐντολές του. Πολὺ ἐκφραστικὸς εἶναι ὁ ὕμνος ποῦ ψάλλουμε
στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία: «Στερέωσον, Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντολῶν
σου σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μου...» (Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, Εἱρμὸς γ'
ὠδῆς). Τὴν καρδιά μου ποὺ ταλαντεύεται, στερέωσέ την, Κύριε, πάνω στὴν
ἀσάλευτη πέτρα τῶν ἐντολῶν σου. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἐφαρμόζει
τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ μὲ ἁγνότητα, τιμιότητα καὶ δικαιοσύνη, ἔχει
θέσει στὴ ζωή του γερὸ θεμέλιο καὶ κανεὶς πειρασμὸς ἢ δοκιμασία δὲν
θὰ μπορέσει νὰ τὸν νικήσει.
Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ ζήσουμε μὲ ἀσφάλεια
καὶ ἀληθινὴ εὐτυχία στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο ἀλλὰ καὶ νὰ κερδίσουμε
τὴν αἰωνιότητα, τότε ἡ καλύτερη ἐπιλογή μας εἶναι νὰ θέσουμε ὡς
θεμέλιό της ζωῆς μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση
διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο. Ποιὸς εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ κίνδυνος;
2. Κτίσματα πάνω
στὴν ἄμμο
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
παρομοίασε αὐτὸν ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους του καὶ δὲν ἀγωνίζεται νὰ
τοὺς ἐφαρμόσει, μὲ ἄνθρωπο ἀνόητο ποὺ κτίζει πάνω στὴν ἄμμο. Εἶναι
δυνατὸν ὅμως νὰ θεμελιωθεῖ σπίτι πάνω στὴν ἄμμο; Μὲ τὴν πρώτη βροχὴ
καὶ μ᾿ ἕνα φύσημα τοῦ ἀνέμου τὸ σπίτι αὐτὸ θὰ γκρεμιστεῖ (Ματθ. ζ'[7]
24-27).
Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς
ἔκανε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ κτίσει τὴ ζωή του ὄχι
πάνω στὸ ἀσφαλέστατο θεμέλιο, στὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀλλὰ πάνω σὲ ἄλλα
σαθρὰ θεμέλια: τὴν ὑπερφίαλη γνώση, τὸν παράνομο πλοῦτο, τὴν ἐκμετάλλευση
τῶν ἀδυνάτων. Καὶ ἐφαρμόστηκε ὁ προφητικὸς λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ: Εἶδα,
λέγει, τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκμάζει, νὰ ὑπερυψώνεται πανίσχυρος καὶ νὰ ἐξαπλώνει
τὴν ἐπιρροή του. «Καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν,
καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ». Δὲν πέρασε παρὰ ἐλάχιστος χρόνος, ὥστε
μόλις πρόφθασα νὰ περάσω ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν καὶ αὐτὸς ἤδη εἶχε ἐξαφανιστεῖ
(Ψαλ. λϚ΄[36] 35-36).
Αὐτὴ εἶναι ἡ
πραγματικότητα. Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω μας κι ἂς ἀναρωτηθοῦμε:
Γιατί ναυαγοῦν τόσες καὶ τόσες οἰκογένειες καὶ καταλήγουν στὸ διαζύγιο;...
Γιατί οἱ νέοι καταφεύγουν στὴ βία καὶ τὰ ναρκωτικά;... Γιατί ἡ πατρίδα
μας ὑποφέρει ἀπὸ τὴν κρίση σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα;... Δὲν εἶναι δύσκολο
νὰ βροῦμε τὴν ἀπάντηση. Ὅταν λείπει ὁ Χριστός, τὰ πάντα γκρεμίζονται.
Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπορρίπτει τὸν Κύριο ὡς ἄχρηστο τάχα θεμέλιο
καὶ νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ κτίσει χωρὶς Αὐτὸν τὴ ζωή του. Εἶναι σὰν νὰ
κτίζει στὴν ἄμμο!
«Θεμέλιον
ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὃς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός».
Ἂς ἀκούσουμε τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου κι ἂς συνειδητοποιήσουμε
βαθιὰ ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀκατάλυτο
θεμέλιο. Σ᾿ Αὐτὸν ἂς ἐμπιστευθοῦμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μας. Αὐτὸν
ἂς βάλουμε θεμέλιο στὴν οἰκογένεια, στὸ σχολεῖο, στὴν κοινωνία, στὸ
Ἔθνος μας. Σ᾿ Αὐτὸν ἂς στηρίξουμε τὴ ζωή μας καὶ τότε θὰ εἴμαστε πραγματικὰ
καὶ αἰώνια ἀσφαλεῖς.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι
ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ·
Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων
αὐτῶν
εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κι ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ μὴν
παρασυρθοῦν οἱ μαθητές του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους πού ἤθελε
νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά, τοὺς ἀνάγκασε νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν
πρὶν ἀπ' αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ
διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε
στὸ βουνὸ
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος του. Κι
ὅταν βράδιασε καλά, ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο ὅμως εἶχε προχωρήσει πλέον στὴ μέση
τῆς λίμνης καὶ συνταρασσόταν ἀπὸ
τὰ κύματα.
Διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καὶ στὸ τελευταῖο
τρίωρο τῆς νύχτας, ὅταν τὸ τέταρτο
τμῆμα τῶν σκοπῶν παραλαμβάνει τὴ στρατιωτικὴ
φρουρά, ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ' τὸ βουνὸ
καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς
περπατώντας πάνω στὴ θάλασσα, σὰν νὰ ἦταν ἡ θάλασσα στεριά. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάει
πάνω στὴ θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ὅτι αὐτὸ
πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἀπ’ τόν
φόβο τους ἔβγαλαν κραυγή. Ἀμέσως ὅμως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: Ἔχετε θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μὴ φοβάστε. Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε
ὁ Πέτρος:
Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ
νὰ ἔλθω κοντά σου περπατώντας πάνω στὰ νερά. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ἔλα. Καὶ τότε
ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε
πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθει κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε τὸν ἀέρα πόσο δυνατὸς ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του
καὶ φοβήθηκε, καὶ καθὼς ἄρχισε νὰ βουλιάζει, φώναξε δυνατά:
Κύριε, σῶσε με, διότι κινδυνεύω νὰ πνιγῶ. Ἀμέσως
ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε
καί τοῦ εἶπε: Ὀλιγόπιστε, γιατί
δείλιασες; Κι ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος μπῆκαν στὸ πλοῖο,
ἡσύχασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι
ἦταν ἤδη στὸ πλοῖο
ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν
μὲ πολλὴ εὐλάβεια λέγοντας: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέρασαν ἀπ' τὸ ἕνα μέρος
τῆς λίμνης στὸ ἄλλο, ἦλθαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου