Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020)

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· ἕ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­ί­με­νον, ς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ἡ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ὅ­τι ἐν πυ­ρὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον ὁ­ποῖ­όν ἐ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ὰ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ὑ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­ί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ἅ­γι­ός ἐ­στιν, οἵ­τι­νές ἐ­στε ὑ­μεῖς.     

         (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΤΟ ΠΙΟ ΓΕΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

«Θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον,

ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς»

«Θε­ο­ῦ οἰ­κο­δο­μὴ» ὀ­νο­μά­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Πα­ῦ­λος τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ποῦ στη­ρί­ζε­ται ὅ­μως αὐ­τὴ ἡ οἰ­κο­δο­μή; Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­δι­ά­σει­στο θε­μέ­λιό της ποὺ τὴν κρα­τᾶ ὄρ­θια κι ἀ­με­τα­κί­νη­τη πα­ρὰ τὶς λυσ­σα­λέ­ες ἐ­πι­θέ­σεις ποὺ δέ­χε­ται ἐ­δῶ καὶ εἴ­κο­σι αἰ­ῶ­νες; Τὴν ἀ­πάν­τη­ση μᾶς τὴ δί­νει τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Θε­μέ­λιον ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τὸν κεί­με­νον, ὅς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός». Δη­λα­δή, τὸ ἀ­σά­λευ­το θε­μέ­λιο τῆς οἰ­κο­δο­μῆς αὐ­τῆς εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ κα­νεὶς ἀ­πο­λύ­τως δὲν ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ με­τα­κι­νή­σει τὸ αἰ­ώ­νιο αὐ­τὸ θε­μέ­λιο καὶ νὰ τὸ ἀν­τι­κα­τα­στή­σει μὲ ἄλ­λο.

Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν τί ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ θε­μέ­λιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τί κίν­δυ­νο δι­α­τρέ­χου­με ἂν Τὸν ἀ­πορ­ρί­ψου­με ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας.

1. Θε­μέ­λιο ὁ Χρι­στὸς

Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ θε­μέ­λιο πά­νω στὸ ὁποῖο στη­ρί­ζε­ται ὅ­λο τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιὰ ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς Χρι­στια­νοὺς ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ πᾶν· «τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι». Δὲν εἶ­ναι μό­νο ὁ τέ­λει­ος καὶ ἀ­πα­ρά­μιλ­λος Δι­δά­σκα­λος ἀλλὰ καὶ ὁ μο­να­δι­κὸς Σω­τὴρ καὶ Λυ­τρω­τής μας. Εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καὶ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ χά­ρη τῆς δικῆς μας σω­τη­ρί­ας. Εἶ­ναι ὁ ἔν­δο­ξος Νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του ποὺ ἀ­να­στή­θη­κε καὶ μᾶς χά­ρι­σε τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς ἐλ­πί­δας καὶ τῆς εὐ­τυ­χί­ας μας. Τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέ­λος· τὸ πᾶν στὴ ζω­ή μας!

Ἂν εἴ­μα­στε λοι­πὸν Χρι­στια­νοὶ ὄ­χι μό­νο στὸ ὄ­νο­μα ἀλλὰ καὶ στὴν πρά­ξη, τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ οἰ­κο­δο­μοῦ­με τὴ ζω­ή μας πά­νω στὸ μο­να­δι­κὸ θε­μέ­λιο: τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κι ἐμεῖς ὡς μέ­λη τοῦ Σώματός του κα­λού­μα­στε νὰ μέ­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του διὰ τῶν ἁ­γί­ων Μυ­στη­ρί­ων.

Ἐ­πι­πλέ­ον ἐ­ὰν ἔ­χου­με θε­μέ­λιο τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ στὴ ζωή μας ὀ­φεί­λου­με νὰ τη­ροῦ­με τὶς ἅ­γι­ες ἐν­το­λές του. Πο­λὺ ἐκ­φρα­στι­κὸς εἶ­ναι ὁ ὕ­μνος ποῦ ψάλ­λου­με στὴν ἁγία μας Ἐκ­κλη­σί­α: «Στε­ρέ­ω­σον, Κύ­ρι­ε, ἐ­πὶ τὴν πέ­τραν τῶν ἐν­το­λῶν σου σα­λευ­θεῖ­σαν τὴν καρ­δί­αν μου...» (Κυ­ρια­κὴ τῆς Ἀ­πό­κρε­ω, Εἱρ­μὸς γ' ὠ­δῆς). Τὴν καρ­διά μου ποὺ τα­λαν­τεύ­ε­ται, στερέωσέ την, Κύ­ρι­ε, πά­νω στὴν ἀ­σά­λευ­τη πέ­τρα τῶν ἐν­το­λῶν σου. Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ καὶ ζεῖ μὲ ἁ­γνό­τη­τα, τι­μι­ό­τη­τα καὶ δι­και­ο­σύ­νη, ἔ­χει θέ­σει στὴ ζωή του γε­ρὸ θε­μέ­λιο καὶ κα­νεὶς πει­ρα­σμὸς ἢ δο­κι­μα­σί­α δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ τὸν νι­κή­σει.

Ἂν θέ­λου­με λοι­πὸν νὰ ζή­σου­με μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ ἀ­λη­θι­νὴ εὐ­τυ­χί­α στὸν πρό­σκαι­ρο αὐ­τὸ κό­σμο ἀλλὰ καὶ νὰ κερ­δί­σου­με τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, τό­τε ἡ κα­λύ­τε­ρη ἐ­πι­λο­γή μας εἶ­ναι νὰ θέ­σου­με ὡς θε­μέ­λιό της ζω­ῆς μας τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Σὲ κά­θε ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση δι­α­τρέ­χου­με με­γά­λο κίν­δυ­νο. Ποι­ὸς εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ κίν­δυ­νος;

2. Κτί­σμα­τα πάνω στὴν ἄμμο

Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος πα­ρο­μοί­α­σε αὐ­τὸν ποὺ ἀ­κού­ει τοὺς λό­γους του καὶ δὲν ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τοὺς ἐ­φαρ­μό­σει, μὲ ἄν­θρω­πο ἀ­νό­η­το ποὺ κτί­ζει πά­νω στὴν ἄμ­μο. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὅ­μως νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ σπί­τι πά­νω στὴν ἄμ­μο; Μὲ τὴν πρώ­τη βρο­χὴ καὶ μ᾿ ἕ­να φύση­μα τοῦ ἀνέμου τὸ σπί­τι αὐ­τὸ θὰ γκρε­μι­στεῖ (Ματθ. ζ'[7] 24-27).

Ὅ­μως αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος θέ­λη­σε νὰ κτί­σει τὴ ζω­ή του ὄ­χι πά­νω στὸ ἀ­σφα­λέ­στα­το θε­μέ­λιο, στὴν πί­στη στὸν Χρι­στό, ἀλλὰ πά­νω σὲ ἄλ­λα σα­θρὰ θε­μέ­λια: τὴν ὑ­περ­φί­α­λη γνώ­ση, τὸν πα­ρά­νο­μο πλοῦ­το, τὴν ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τῶν ἀ­δυ­νά­των. Καὶ ἐ­φαρ­μό­στη­κε ὁ προ­φη­τι­κὸς λό­γος τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ: Εἶ­δα, λέ­γει, τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκ­μά­ζει, νὰ ὑ­πε­ρυ­ψώ­νε­ται πα­νί­σχυ­ρος καὶ νὰ ἐ­ξα­πλώ­νει τὴν ἐ­πιρ­ρο­ή του. «Καὶ πα­ρῆλ­θον, καὶ ἰ­δοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐ­ζή­τη­σα αὐ­τόν, καὶ οὐχ εὑ­ρέ­θη ὁ τό­πος αὐτοῦ». Δὲν πέ­ρα­σε πα­ρὰ ἐ­λά­χι­στος χρό­νος, ὥ­στε μό­λις πρόφθασα νὰ πε­ρά­σω ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅ­που βρι­σκό­ταν καὶ αὐ­τὸς ἤ­δη εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ (Ψαλ. λϚ΄[36] 35-36).

Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἂς ρί­ξου­με μιὰ μα­τιὰ γύ­ρω μας κι ἂς ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με: Για­τί ναυα­γοῦν τό­σες καὶ τό­σες οἰ­κο­γέ­νει­ες καὶ κα­τα­λή­γουν στὸ δι­α­ζύ­γιο;... Για­τί οἱ νέ­οι κα­τα­φεύ­γουν στὴ βί­α καὶ τὰ ναρ­κω­τι­κά;... Για­τί ἡ πα­τρί­δα μας ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴν κρί­ση σὲ ὅ­λα τὰ ἐ­πί­πε­δα;... Δὲν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ βροῦ­με τὴν ἀ­πάν­τη­ση. Ὅ­ταν λεί­πει ὁ Χρι­στός, τὰ πάν­τα γκρε­μί­ζον­ται. Ἀ­λί­μο­νο στὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἀ­πορ­ρί­πτει τὸν Κύ­ριο ὡς ἄ­χρη­στο τά­χα θε­μέ­λιο καὶ νο­μί­ζει ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ κτί­σει χω­ρὶς Αὐ­τὸν τὴ ζω­ή του. Εἶ­ναι σὰν νὰ κτί­ζει στὴν ἄμ­μο!

«Θε­μέ­λιον ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θε­ῖ­ναι πα­ρὰ τὸν κεί­με­νον, ὃς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός». Ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν θε­ό­πνευ­στο λό­γο τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου κι ἂς συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με βα­θιὰ ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ καὶ ἀ­κα­τά­λυ­το θε­μέ­λιο. Σ᾿ Αὐ­τὸν ἂς ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸ πα­ρὸν καὶ τὸ μέλ­λον μας. Αὐ­τὸν ἂς βά­λου­με θε­μέ­λιο στὴν οἰ­κο­γέ­νεια, στὸ σχο­λεῖ­ο, στὴν κοι­νω­νί­α, στὸ Ἔ­θνος μας. Σ᾿ Αὐ­τὸν ἂς στη­ρί­ξου­με τὴ ζω­ή μας καὶ τό­τε θὰ εἴ­μα­στε πραγ­μα­τι­κὰ καὶ αἰ­ώ­νια ἀ­σφα­λεῖς.   

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

               Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν ­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ δι­έ­λυ­σε τ πλή­θη, ἀ­νέ­βη­κε στ βου­νὸ γι ν προ­σευ­χη­θεῖ μό­νος του. Κι ὅ­ταν βράδιασε κα­λά, ἦ­ταν μό­νος του ἐκεῖ. Τ πλοῖο ὅ­μως εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στ μέ­ση τῆς λί­μνης κα συν­τα­ρασ­σό­ταν ἀ­πὸ τ κύ­μα­τα. Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος ὁ ἄ­νε­μος. Κα στ τε­λευ­ταῖ­ο τρί­ω­ρο τῆς νύ­χτας, ὅ­ταν τ τέ­ταρ­το τμῆ­μα τν σκο­πῶν πα­ρα­λαμ­βά­νει τ στρα­τι­ω­τι­κὴ φρου­ρά, ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φυ­γε ἀ­π' τ βου­νὸ κα ἦλ­θε πρς αὐ­τοὺς περ­πα­τών­τας πά­νω στ θά­λασ­σα, σν ν ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα στε­ριά. Ὅ­ταν λοι­πὸν τν εἶ­δαν οἱ μα­θη­τὲς ν περ­πα­τά­ει πά­νω στ θά­λασ­σα, τα­ρά­χθη­καν λέ­γον­τας ὅ­τι αὐ­τὸ πού ἔ­βλε­παν εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Κι ἀπ’ τόν φόβο τους ἔ­βγα­λαν κραυ­γή. Ἀ­μέ­σως ὅ­μως τος μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς κα τος εἶ­πε: Ἔ­χε­τε θάρ­ρος, ἐγώ εἶ­μαι, μ φο­βά­στε. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­ὰν εἶ­σαι ἐσύ, δῶ­σε μου ἐν­το­λὴ ν ἔλ­θω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πά­νω στ νε­ρά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἔ­λα. Κα τό­τε ὁ Πέ­τρος κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τ πλοῖ­ο κα περ­πά­τη­σε πά­νω στ νε­ρὰ γι ν ἔλ­θει κον­τὰ στν Ἰ­ησοῦ. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν εἶ­δε τν ἀ­έ­ρα πό­σο δυ­να­τὸς ἦ­ταν, κλο­νί­στη­κε ἡ πί­στη του κα φο­βή­θη­κε, κα κα­θὼς ἄρ­χι­σε ν βου­λιά­ζει, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κύ­ρι­ε, σῶ­σε με, δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ω ν πνι­γῶ. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς ἅ­πλω­σε τ χέ­ρι του, τν ἔπιασε καί τοῦ εἶ­πε: Ὀ­λι­γό­πι­στε, για­τί δείλιασες; Κι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς κα ὁ Πέ­τρος μπῆ­καν στ πλοῖ­ο, ἡ­σύ­χα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τό­τε ὅ­σοι ἦ­ταν ἤ­δη στ πλοῖ­ο ἦλ­θαν κα τν προ­σκύ­νη­σαν μ πολ­λὴ εὐ­λά­βεια λέ­γον­τας: Ἀ­λη­θι­νά, εἶ­σαι Υἱ­ὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­π' τ ἕ­να μέ­ρος τς λί­μνης στ ἄλ­λο, ἦλ­θαν στ χώ­ρα Γεν­νη­σα­ρέτ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου