Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

«ΥΠΕΡ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΣΧΕΙΝ»



Στοὺς ὑ­πο­το­νι­κοὺς και­ρούς μας λεί­πει τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ φρό­νη­μα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι δὲν θέ­λουν οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σουν γιὰ σταυ­ρό, γιὰ ἀ­πό­φα­ση θα­νά­του, γιὰ μαρ­τύ­ριο. Στὶς με­τα­ξὺ μας σχέ­σεις κυ­ρια­ρχοῦν ὁ ἀ­το­μι­σμός, τὸ συμ­φέ­ρον, ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση. Θυ­σι­ά­ζου­με τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ ζή­σου­με ἐ­μεῖς. Αἱ­μα­το­κυ­λί­ζου­με ἄ­μα­χο πλη­θυ­σμό, για­τί θί­γον­ται τὰ συμ­φέ­ρον­τά μας.

Δὲν ὑ­πάρ­χει ὅ­μως ὡ­ραι­ό­τε­ρο πράγ­μα ἀ­πὸ τὸ νὰ πά­σχου­με ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν πά­σχου­με γιὰ ἀν­θρώ­πους ἢ γιὰ κά­τι ἄλ­λο βι­ο­τι­κό, ἀλ­λὰ γιὰ τὸν Βα­σι­λέ­α τῶν ὅ­λων. «Οὐ γὰρ δι᾿ ἀν­θρώ­πους, οὐ­δὲ δι᾿ ἄλ­λο τι βι­ο­τι­κὸν ταῦ­τα πά­σχο­μεν, ἀλ­λὰ διὰ τὸν τῶν ὅ­λων βα­σι­λέ­α». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ γνή­σιον πνεῦ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Νὰ ἔ­χου­με πνεῦ­μα θυ­σί­ας, ἀ­πό­φα­ση θα­νά­του, πό­θο νὰ ὑ­πο­στοῦ­με ἀ­κό­μη καὶ μαρ­τύ­ριο γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. «Τὸν Χρι­στόν μου πα­ρα­κα­λῶ νὰ μὲ ἀ­ξί­ω­σει νὰ χύ­σω τὸ αἷ­μα μου διὰ τὴν ἀ­γά­πην του», ἔ­λε­γε ὃ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός.

Δὲν εἶ­ναι ὑ­πο­τι­μη­τι­κὸ ἀλ­λὰ τι­μη­τι­κὸ νὰ πά­σχου­με ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν τι­μοῦ­με ἐ­μεῖς τὸν Θε­ό, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­νεν­δε­ής, δὲν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νὰ τι­μᾶ­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λὰ τι­μό­με­θα ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὅ­ταν ἀ­ξι­ω­νό­μα­στε νὰ πά­θου­με ὑ­πὲρ τοῦ ἁ­γί­ου ὀ­νό­μα­τός του. Τὸ «ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ πά­σχειν» εἶ­ναι προ­νό­μιο τῶν Χρι­στια­νῶν. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὸ ὀ­νο­μά­ζει χά­ρι­σμα. «Ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τὸ ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον τὸ εἰς αὐ­τὸν πι­στεύ­ειν, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὑ­πὲρ αὐ­τοῦ πά­σχειν» (Φι­λιπ. α΄[1] 29). Ὅ­πως δὲν εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους ἡ πί­στη – «οὐ γὰρ πάν­των ἡ πί­στις» (Β' Θεσ. γ'[3] 2) – ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους καὶ τὰ πα­θή­μα­τα ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Βε­βαί­ως κα­νεὶς δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ ἀ­πὸ τὰ πα­θή­μα­τα, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται ὅ­λοι μὲ τὴν ἴ­δια προ­θυ­μί­α οὔ­τε στὴν πί­στη οὔ­τε στὰ πα­θή­μα­τα. Δὲν ἐκ­δη­λώ­νουν ὅ­λοι τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ γί­νουν μέ­το­χοι στὸ πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ. Δὲν προ­σφέ­ρον­ται ὅ­λοι νὰ πά­θουν ὑ­πὲρ τοῦ ἁ­γί­ου ὀ­νό­μα­τός του, νὰ βα­στά­σουν τὸ ὄ­νο­μά του «ἐ­νώ­πιον ἐ­θνῶν καὶ βα­σι­λέ­ων υἱ­ῶν τε Ἰσ­ρα­ὴλ» (Πραξ. θ'[9] 15-16). Σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ προ­σφέ­ρον­ται νὰ πά­θουν γιὰ τὸν Χρι­στό, σ᾿ αὐ­τοὺς χα­ρί­ζε­ται ὡς δῶ­ρο, ὡς βρα­βεῖ­ο τῆς κα­λῆς δι­α­θέ­σε­ώς τους τὸ «ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ πά­σχειν». Σ᾿ αὐ­τοὺς ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­ε­ται πλού­σια ἡ θεί­α Χά­ρις νὰ ὑ­πο­μεί­νουν «πολ­λὴν ἄ­θλη­σιν πα­θη­μά­των» (Ἑ­βρ. ι΄[10] 32). Ἄ­ρα χρει­ά­ζε­ται καὶ ἡ δι­κή μας ὁ­λο­πρό­θυ­μη δι­ά­θε­ση. «Ἀμ­φο­τέ­ρων γὰρ χρεί­α, καὶ τῆς ἡ­με­τέ­ρας προ­θυ­μί­ας καὶ τῆς θεί­ας ἐ­πι­κου­ρί­ας», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος.

Με­ρι­κοὶ νο­μί­ζουν ὅ­τι «ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ πά­σχειν» λο­γί­ζε­ται μό­νο τὸ τε­λι­κὸ μαρ­τύ­ριο. Ἀλ­λὰ δὲν λο­γί­ζε­ται μό­νο αὐ­τό. Λο­γί­ζε­ται καὶ κά­θε λο­γῆς μι­κρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο ποὺ τὸ ὑ­πο­μέ­νει κα­θη­με­ρι­νῶς ὁ πι­στὸς ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Μάρ­τυ­ρας δὲν εἶ­ναι μό­νον αὐ­τὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ­ται στὸ μαρ­τύ­ριο, ἀλ­λὰ «καὶ ὁ ὑ­πὲρ ἐ­λατ­τό­νων σφα­γείς, μάρ­τυς ἐ­στὶν ἀ­πηρ­τι­σμέ­νος». Ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς ἀν­τα­μεί­βει ὄ­χι μό­νο τὴν τε­λι­κὴ πρά­ξη ἀλ­λὰ καὶ τὴν πρό­θε­ση καὶ τὰ ἐ­λα­τή­ρια καὶ τὶς κα­θη­με­ρι­νὲς μι­κρό­τε­ρες θυ­σί­ες ποὺ γί­νον­ται γιὰ τὴν ἀ­γά­πη του.

Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Κἂν τῇ φύ­σει κε­κλη­μέ­νον ἢ μό­νον ἅ­παξ ἀ­πο­θα­νεῖν, τῇ προ­αι­ρέ­σει τὸ καθ᾿ ἡ­μέ­ραν τοῦ­το πά­σχειν, εἰ βου­λη­θεί­η­μεν, ἔ­δω­κεν ὁ Θε­ὸς» (ΕΠΕ 17, 258). Ποὺ ση­μαί­νει μὲ ἁ­πλού­στε­ρα λό­για ὅ­τι κλῆ­ρος τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι νὰ πε­θά­νου­με σω­μα­τι­κῶς μί­α φο­ρά. Ἀλ­λὰ ὡς πρὸς τὴν προ­αί­ρε­ση ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς μᾶς ἔ­δω­σε τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ πε­θαί­νου­με μυ­ριά­δες φο­ρὲς τὴν ἡ­μέ­ρα. «Ἕ­νε­κά σου θα­να­τού­με­θα ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν» (Ρωμ. η'[8] 36). Μπο­ροῦ­με κά­θε στιγ­μὴ καὶ ὥ­ρα τῆς ζω­ῆς μας νὰ θυ­σι­α­ζό­μα­στε στῆς ἀ­γά­πης τὸν βω­μό. Ἀρ­κεῖ νὰ τὸ θέ­λου­με.

Ἴ­σως νὰ ἀν­τι­λέ­ξει κα­νεὶς ὅ­τι ἔ­τσι ζοῦ­σαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι. Ὄν­τως ὁ γνή­σιος ἀ­πο­στο­λι­κὸς βί­ος εἶ­ναι βί­ος θυ­σι­ῶν. Ἀλ­λὰ κα­τὰ τὸ μέ­τρο τοῦ δυ­να­τοῦ ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ κα­λού­με­θα νὰ ἔ­χου­με πνεῦ­μα θυ­σί­ας. Νὰ ἔ­χου­με ἀ­πό­φα­ση θα­νά­του. Νὰ ση­κώ­νου­με μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τὸν σταυ­ρό μας καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­με τὸν Κύ­ριο «ὅ­που ἂν ὐ­πά­γῃ» (Ἀ­ποκ. ι­δ'[14] 4).

Μέ­σα στὴν βι­ο­πά­λη χαί­ρε­ται κα­νεὶς ὅ­ταν συ­ναν­τᾶ σταυ­ρο­φό­ρους ὅ­λων τῶν ἡ­λι­κι­ῶν καὶ σ᾿ ὅ­λα τὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σφέ­ρον­ται νὰ κά­νουν κά­ποι­ες μι­κρὲς θυ­σί­ες γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ! Κι ὅ­σο πιὸ πο­λὺ προ­σφέ­ρον­ται νὰ γί­νουν θυ­σί­α γιὰ τοὺς ἄλ­λους, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τοὺς χα­ρι­τώ­νει ὁ Θε­ὸς νὰ κά­νουν κι ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρες θυ­σί­ες. Ἂν τὶς ὑ­πο­μεί­νουν καὶ αὐ­τές, τοὺς ἀ­ξι­ώ­νει νὰ ὑ­πο­μεί­νουν κι ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρες. Τοὺς ἀ­ξι­ώ­νει τῆς ὕ­ψι­στης τι­μῆς νὰ «ἀν­τα­να­πλη­ρώ­νουν τὰ ὑ­στε­ρή­μα­τα τῶν θλί­ψε­ων τοῦ Χρι­στοῦ» (Κο­λασ. α'[1] 24) πά­σχον­τας ὑ­πὲρ τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λα­δὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Χρι­στὸς θυ­σι­ά­στη­κε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἔ­χυ­σε τὸ Αἷ­μα του γιὰ χά­ρη μας, ἀλ­λὰ καὶ «με­τὰ ταῦ­τα μυ­ρί­α ποι­εῖ». Μό­νο ποὺ με­τὰ τὴ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α του «ἃ ἔ­δει ἐ­κεῖ­νον πα­θεῖν», ὅ­σα ἔ­πρε­πε Ἐ­κεῖ­νος νὰ πά­θει, τὰ πα­θαί­νει ἀντ᾿ Αὐ­τοῦ τὸ σῶ­μα του, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­πα­θε ἡ κε­φα­λή, ὁ Χρι­στός. Πά­σχει καὶ τὸ σῶ­μα του, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τὰ πα­θή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τὰ ὑ­φί­σταν­ται οἱ πι­στοί, ἀλ­λὰ λο­γί­ζον­ται τοῦ Χρι­στοῦ πα­θή­μα­τα. Στὸ πρό­σω­πό τους ὁ Χρι­στὸς δι­ώ­κε­ται. Γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­πε στὸν δι­ώ­κτη Σαῦ­λο: «Σα­οὺλ Σα­ούλ, τί μὲ δι­ώ­κεις;» (Πράξ. θ'[9] 4). Δὲν τοῦ εἶ­πε: Σα­οὺλ Σα­ούλ, Για­τί δι­ώ­κεις τοὺς Χρι­στια­νούς; Ἀλ­λὰ εἶ­πε: Σα­οὺλ Σα­ούλ, Για­τί μὲ δι­ώ­κεις; Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει στὴν πρὸς Γα­λα­τὰς ἐ­πι­στο­λή του: «Τοῦ λοι­ποῦ κό­πους μοι μη­δεὶς πα­ρε­χέ­τω· ἐ­γὼ γὰρ τὰ στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω» (Γαλ. ς'[6] 17).

Ὑ­πάρ­χει τι­μη­τι­κό­τε­ρο ἀ­πὸ τοῦ νὰ φέ­ρου­με κι ἐ­μεῖς στὸ σῶ­μα μας κά­ποι­α στίγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ; Ὑ­πάρ­χει τι­μη­τι­κώ­τε­ρο ἀ­πὸ τοῦ νὰ «ἀν­τα­να­πλη­ρώ­νου­με τὰ ὑ­στε­ρή­μα­τα τῶν θλί­ψε­ών» του; Ὅ­σο μπο­ροῦ­με, νὰ προ­σφε­ρό­με­θα γιὰ τέ­τοι­ες θυ­σί­ες.  

(Ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»

 


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου