Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

«Για­τὶ ἔ­κλα­ψες τό­σο;»




Tὸv ἤ­ξε­ρα γι πο­λὺ συγ­κρα­τη­μέ­νο τὸν πα­τέ­ρα μου στὰ συ­ναι­σθή­μα­τα. Ἄλ­λω­στε ἦ­ταν μα­θη­μα­τι­κός· τά ᾿βλε­πε γύ­ρω του ὅ­λα πιὸ πο­λὺ μὲ τὴ λο­γι­κὴ κι ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ φύ­ση του αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χη­μέ­νος. Γι᾿ αὐ­τὸ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ἑρ­μη­νεύ­σω τὰ πολ­λά του δά­κρυ­α – δί­πλα μου ἦ­ταν, τὸν ἔ­βλε­πα ποὺ τὰ σκού­πι­ζε – μπρο­στὰ στὸ νε­κρὸ σκή­νω­μα τῆς θεί­ας μας Μα­ρι­γῶς, ποὺ ᾿ταν δι­κή του κα­νο­νι­κὴ θεί­α καὶ γιὰ μᾶς, θὰ λέ­γα­με, για­γιά – θεί­α.
–Πα­τέ­ρα, τοῦ ᾿πα κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ποὺ κη­δέ­ψα­με τὴ θεί­α, οὔ­τε στὴ μά­να σου δὲν ἔ­κλα­ψες τό­σο.
Τὸν προ­κά­λε­σα καὶ τὴν ἴ­δια κι­ό­λας ὥ­ρα μοῦ ᾿λυ­σε τὴν ἀ­πο­ρί­α, ἐκ­μυ­στη­ρευ­ο­με­νος ἕ­να κομ­μά­τι τῆς ζω­ῆς του. Κον­τά μου ἦρ­θαν καὶ τὰ ἄλ­λα ἑ­πτὰ ἀ­δέλ­φια μου καὶ τὸν ἀ­κού­γα­με μὲ προ­σο­χή.
–Ποὺ λέ­τε, παι­διά, ὅ­ταν ἤ­μουν στὸ Δη­μο­τι­κό, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μὲ πε­ρι­μα­ζέ­ψει ἡ μά­να μου, ἡ για­γιά σας ἡ Ζω­ή. Ἤ­μουν τὸ ζω­η­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ 5 ἀ­δέλ­φια. Ἔ­τρε­χα δῶ καὶ ᾿κεῖ στὰ χω­ρά­φια, στὰ μπο­στά­νια, ἢ ἔ­παι­ζα στὴν πλα­τεί­α τοῦ χω­ριοῦ μας, στὴν Τε­γέ­α, πού ᾿ταν τό­τε με­γά­λο κε­φα­λο­χώ­ρι. Ὅ­σο γιὰ γράμ­μα­τα, κα­νέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἡ μά­να μου ὁ­λη­με­ρὶς στὸ πό­δι· νὰ μα­ζεύ­ει ἀ­πό τοὺς κή­πους πού ᾿χα­με στὸν κά­τω μα­χα­λὰ τὰ ὁ­λό­φρε­σκα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ καὶ νὰ τ᾿ ἀ­νε­βά­ζει μὲ τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι μας στὴν ἀ­γο­ρὰ τὴν πε­ρι­ζή­τη­τη, πού ᾿ρχον­ταν πλή­θη κό­σμου γιὰ νὰ τὰ ἀ­γο­ρά­σουν ἀ­πὸ τὰ γύ­ρω χω­ριά. Ὁ πα­τέ­ρας εἶ­χε τὸ μι­κρὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Δού­λευ­αν καὶ οἱ δυ­ὸ γο­νεῖς μας γιὰ τὰ πα­λιά μας χρέ­η. Ἀ­φοῦ εἶ­δε καὶ ἀ­πό­ει­δε ἀ­πὸ μέ­να ἡ μά­να μου, σὲ συ­νεν­νό­η­ση μὲ τὸν πα­τέ­ρα, τὸν παπ­ποῦ σας ἐν­νο­ῶ, γρά­φει γράμ­μα στὴν ἀ­δελ­φή της, τὴ θεί­α μας τὴ Μα­ρι­γώ, πού ᾿με­νε στὸ Αἴ­γιο, καὶ τῆς λέ­ει:
–Μα­ρι­γώ μου, δὲν τὸν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο τὸν Δῆ­μο. Παι­διὰ δὲν ἔ­χεις. Θρή­σκα εἶ­σαι. Χρό­νο ἔ­χεις. Γράμ­μα­τα ξέ­ρεις. Ἀ­γά­πη ἔ­χεις. Πά­ρε τὸ παι­δὶ νὰ τὸ μορ­φώ­σεις καὶ νὰ τὸ βά­λεις στὸν δρό­μο τοῦ σχο­λεί­ου καὶ τῆς κα­λο­σύ­νης τοῦ Χρι­στοῦ. Πρό­σε­ξε, δὲν σοῦ τὸ πε­τά­ω τὸ παι­δί. Σοῦ τὸ ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι. Νὰ μὲ ξα­λα­φρώ­σεις.
Ὤ! τί χα­ρὰ ἔ­κα­νε ἡ θεί­α! Μὲ πῆ­ρε ἀ­γρί­μι καὶ μὲ ἔ­κα­νε σω­στὸ ἀρ­νά­κι, ἤ­ρε­μο παι­δὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τού­τη ἡ γυ­ναί­κα εἶ­χε ἀ­γά­πη ποὺ δὲν πε­ρι­γρά­φε­ται. Σοῦ ᾿δει­χνε τὸ σω­στὸ μὲ τὴ ζω­ή της καὶ λι­γό­τε­ρο μὲ τὶς συμ­βου­λές της. Ἡ ἀ­γά­πη της δὲν ἦ­ταν χά­δια καὶ φι­λιά. Σοῦ ὁρ­μή­νευ­ε τὸ σω­στὸ μὲ στορ­γή. Σοῦ ᾿κα­νε πα­ρα­τη­ρή­σεις μὲ δί­και­ο τρό­πο, σοῦ ᾿φτια­χνε χα­ρα­κτή­ρα, σ᾿ ἔ­κα­νε προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ἀ­σφα­λῶς προ­σευ­χό­ταν πο­λὺ γι᾿ αὐ­τό. Μοῦ εἶ­χε μά­θει τὸ Ἀ­πό­δει­πνο καὶ τοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς. Μα­ζὶ τὰ λέ­γα­με ἀ­πέ­ξω κά­θε βρά­δυ. Τὸ πρω­ὶ τῆς Κυ­ρια­κῆς μὲ ξυ­πνοῦ­σε. Μὲ πή­γαι­νε στὴν ἐκ­κλη­σί­α· κι ἔ­λε­γα μπρο­στὰ στὴν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν».
Τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι μὲ γνώ­ρι­σε μὲ φη­μι­σμέ­νο Ἐ­ξο­μο­λό­γο τῆς πε­ρι­ο­χῆς, τὸν πα­τέ­ρα Δη­μή­τριο. Δὲν ζεῖ τώ­ρα. Σ᾿ αὐ­τὸν ἄρ­χι­σα νὰ λέ­ω τὶς πρῶ­τες μου σκαν­τα­λι­ὲς καὶ ὑ­στε­ρό­τε­ρα, κα­θὼς με­γά­λω­να, τὰ κρί­μα­τά μου τὰ βα­ρύ­τε­ρα. Μὲ κα­θο­δη­γοῦ­σε ὅ­πως ὁ Χρι­στός· καὶ τὸν ὑ­πά­κου­γα σ᾿ ὅ­λα.
Μὲ μά­θαι­νε κεῖ­νος ὁ φω­τι­σμέ­νος, ὁ αὐ­στη­ρὸς ἀλ­λὰ καὶ στορ­γι­κὸς Ἐ­ξο­μο­λό­γος νὰ μὴ χα­ϊ­δεύ­ω πά­θη καὶ ἀ­δυ­να­μί­ες. Ἔ­τσι με­γά­λω­σα μὲ βά­σεις καὶ ἀρ­χὲς σο­φές, ἀ­σά­λευ­τες, γε­ρές. Καὶ ἡ Θεί­α-Μα­ρι­γὼ ἀ­πὸ κον­τά. Ὅ­ταν πέ­ρα­σα στὸ Μα­θη­μα­τι­κὸ Πα­τρῶν – σ᾿ ἐ­κεί­νην ὀ­φεί­λω με­τὰ τὸν Θε­ὸ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α μου – ἐρ­χόν­ταν κι αὐ­τὴ ἐ­κεῖ στὴν Πά­τρα καὶ μὲ στή­ρι­ζε. Ἔ­τρε­χε καὶ ρω­τοῦ­σε καὶ μά­θαι­νε γιὰ τὶς σπου­δές μου ἀ­πό τους κα­θη­γη­τές. Μὲ κρα­τοῦ­σε ἡ φρον­τί­δα της αὐ­τὴ καὶ ἡ ἔ­γνοι­α της σὲ ἐ­γρή­γορ­ση καὶ τά­ξη. Στὴν πό­λη αὐ­τὴ τὴ νέ­α, τὴν Πά­τρα, ἡ θεί­α φρόν­τι­σε καὶ μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε τὸν Πνευ­μα­τι­κό, Ἐ­ξο­μο­λό­γο κι αὐ­τὸν σο­φό, ἄν­θρω­πο πολ­λῆς ἀ­γά­πης καὶ μο­να­δι­κό· μὲ φή­μη σ᾿ ὅ­λο τὸν Νο­μὸ ἁ­γί­ου ἀν­θρώ­που. Αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χου­με τώ­ρα ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Με­τὰ τὸ στρα­τι­ω­τι­κό, στὴν ἴ­δια πό­λη γνώ­ρι­σα, δη­λα­δὴ ἐ­δῶ ποὺ ζοῦ­με, καὶ τὴν κα­λή σας μη­τέ­ρα. Συμ­φω­νή­σα­με λοι­πὸν καὶ οἱ δυ­ὸ – ὅ­ταν πρὶν ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε χρό­νια χή­ρε­ψε ἡ θεί­α – καὶ τὴ δε­χθή­κα­με στὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξε­χρε­ώ­σου­με τὸ γραμ­μά­τιο τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης μου. Για­τί ἡ θεί­α μου ἡ Μα­ρι­γὼ καὶ δι­κιά σας για­γιὰ - θεί­α, νὰ τὸ θυ­μά­στε, παι­διά μου, ἔ­σω­σε τὸν πα­τέ­ρα σας. Ὅ­σο γιὰ τὴ συ­νέ­χεια, τὴν ξέ­ρε­τε, τὴ βλέ­πε­τε...
Τὰ παι­διὰ εἶ­χαν βουρ­κώ­σει. Τὴν ἀ­γα­ποῦ­σαν ὅ­λα τό­σο πο­λύ.
Θυ­μή­θη­καν πό­σα!... τὴν ὥ­ρα αὐ­τὴ γιὰ τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη θεί­α τους τὴ Μα­ρι­γώ, καὶ ἔ­λε­γαν τό­σα γι᾿ αὐ­τήν.
Θυ­μή­θη­καν ποὺ δὲν ἤ­θε­λε νὰ γί­νε­ται βά­ρος σὲ κα­νέ­ναν. Ἔ­τσι ἐ­πέ­με­νε καὶ ἔ­πλε­νε τὰ πιά­τα ὅ­λων κά­θε μέ­ρα. Ἀλ­λὰ καὶ τὰ ροῦ­χα ὅ­λων τά ᾿πλε­νε καὶ τὰ σι­δέ­ρω­νε μὲ τέ­χνη πε­ρισ­σή. Καὶ ἡ μα­μὰ τὴν ἄ­φη­νε γιὰ νὰ μὴν τῆς στε­ρή­σει, ὅ­πως ἔ­λε­γε, τὴ χα­ρά της. Θυ­μή­θη­καν ποὺ τὴν ἔ­βλε­παν κυρ­τω­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ βά­ρη τῶν χρό­νων, ὅ­λο ἀ­γά­πη στὸν Χρι­στό, νὰ ἔρ­χε­ται κά­θε βρά­δυ καὶ νὰ ζη­τά­ει συγ­γνώ­μη γιὰ τὰ λά­θη της ἀ­πό τους γο­νεῖς καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κεῖ­να λέ­γον­τας σ᾿ ὅ­λους τους:
–Δῆ­μο μου, Κα­τί­να μου, κι ἐ­σεῖς, χρυ­σά μου παι­δά­κια ὅ­λα συγ­χω­ρέ­στε μου τὰ λά­θη τῆς μέ­ρας.
Θυ­μή­θη­καν ποὺ στὶς μι­κρο­α­δι­α­θε­σί­ες τους τά ᾿παιρ­νε κον­τά της. Τὰ σταύ­ρω­νε στὸ μέ­τω­πο βά­ζον­τας στὴν ἄ­κρη τοῦ δα­κτύ­λου της ἁ­για­σμό. Καὶ τό ᾿κα­νε μὲ τό­σο με­γά­λη πί­στη, ποὺ γί­νον­ταν ἀ­μέ­σως κα­λά. Τό ᾿ξε­ραν αὐ­τὸ πάν­τα. Ἡ πί­στη τῆς θεί­ας ἦ­ταν τὸ πιὸ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὸ φάρ­μα­κο. Καὶ ὅ­ταν τὴν πεί­ρα­ζαν μὲ ἀ­θῶ­α πει­ράγ­μα­τα, ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας ἔ­λε­γε πάν­τα τὸ αὐ­το­σχέ­διό της τρα­γου­δά­κι: «Δὲν μὲ νοιά­ζει ὅ,τι καὶ ἂν λέ­τε· τὴν ψυ­χού­λα σας χα­λᾶ­τε καὶ ἐ­μέ­να μ᾿ ἀ­νε­βά­ζε­τε ᾿κεῖ ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, στὸν Χρι­στού­λη μου κον­τά». Ξυ­πνοῦ­σε ὁ­λο­χρο­νὶς κά­θε πρω­ὶ μὲ τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη» στὰ χεί­λη. Καὶ ὅ­λη τὴ μέ­ρα μο­νο­λο­γοῦ­σε: «Χί­λι­ες δό­ξες νά ᾿χεις, Χρι­στέ μου! Ἀ­ξί­ζω ἐ­γὼ τὴν τό­ση ἀ­γά­πη Σου;»
Ἀλ­λὰ καἰ ὁ θά­να­τός της πό­σο ἤ­ρε­μος! Προ­χθὲς ἡ­μέ­ρα Κυ­ρια­κὴ τὸ πρω­ὶ κοι­νώ­νη­σε. Ἦ­ταν μέ­σα στὴ χα­ρὰ καὶ στὸ φῶς. Τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς ἴ­διας μέ­ρας, τὴν ὥ­ρα ποὺ μὲ στορ­γὴ τὴν τά­ι­ζε ἥ­συ­χα ὁ πα­τέ­ρας, τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­γώ, Δῆ­μο, τώ­ρα θὰ φύ­γω. Φεύ­γω, Δῆ­μο... φεύ­γω...». Ἔ­τσι πέ­τα­ξε ἤ­ρε­μη στὸν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ ἡ θεί­α Μα­ρι­γώ. Μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τὸν θά­να­τό της ὁ Πνευ­μα­τι­κός της, μᾶς πα­ρη­γό­ρη­σε μὲ ἕ­να μό­νο λό­γο: «Αὐ­τὴ ἡ ἁ­γί­α γυ­ναί­κα κέρ­δι­σε τὸν Πα­ρά­δει­σο. Για­τί στὸ πρό­σω­πό της βρῆ­κε ἐ­φαρ­μο­γὴ ὁ μα­κα­ρι­σμὸς τοῦ Κυ­ρί­ου: "Μα­κά­ριοι οἱ πτω­χοὶ τῷ πνεύ­μα­τι, ὅ­τι αὐ­τῶν ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν"».
Ὥ­στε γι᾿ αὐ­τὸ τε­λι­κὰ ἔ­κλα­ψε τό­σο ὁ πα­τέ­ρας μου.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "Ο ΣΩΤΗΡ", ΑΡΙΘ. 2226, 1 καί 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2020, σελ. 357-358

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου