Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Δί­πλα στὸν πό­νο τοῦ ἀρ­ρώ­στου



         Πο­λύ­τι­μο ἀ­γα­θὸ ὑ­γεί­α. Ὅ­λοι τὴ θέ­λου­με, τὴν πο­θοῦ­με, τὴν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με καὶ εὐ­χό­μα­στε νὰ τὴν ἔ­χου­με μέ­χρι τὰ βα­θιὰ γε­ρά­μα­τα. ­μως πολ­λὲς φο­ρές, χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λου­με καὶ χω­ρὶς νὰ τὸ πε­ρι­μέ­νου­με, ­σθέ­νεια χτυ­πᾶ τὴν πόρ­τα μας καὶ μᾶς ­πι­σκέ­πτε­ται. Ἡ δι­ά­γνω­σή της ἀλ­λά­ζει ση­μαν­τι­κὰ τὰ δε­δο­μέ­να τῆς ζω­ῆς μας τό­σο σὲ πρα­κτι­κὸ ὅ­σο καὶ σὲ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Δύ­σκο­λη ἡ ὥ­ρα, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ δι­κό μας συγ­γε­νι­κό, φι­λι­κὸ πρό­σω­πο. Σὰν ἕ­να μαῦ­ρο σύν­νε­φο στέ­κε­ται ἀ­πὸ πά­νω μας, ἐ­νῶ ὁ φό­βος, ὁ πα­νι­κός, τὸ ἄγ­χος, ἡ ἀ­να­σφά­λεια, ἡ στε­νο­χώ­ρια, οἱ ἐ­νο­χὲς κυ­ρια­ρχοῦν στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας.
Πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι δὲν ξέ­ρου­με πῶς νὰ φερ­θοῦ­με στὶς δύ­σκο­λες αὐ­τὲς ὧ­ρες, πῶς νὰ στα­θοῦ­με δί­πλα στὸν πό­νο τοῦ ἀρ­ρώ­στου. Πε­λα­γώ­νου­με, θυ­μώ­νου­με, ἀρ­ρω­σταί­νου­με οἱ ἴ­διοι. Τί ὅ­μως πρέ­πει νὰ κά­νου­με;
Κα­λού­μα­στε κα­ταρ­χὰς νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴ νέ­α κα­τά­στα­ση ποὺ δι­α­μορ­φώ­νε­ται· νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ ψύ­χραι­μα, πνευ­μα­τι­κὰ νὰ συμ­βά­λου­με στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς ἀ­σθέ­νειας.
Πρω­τί­στως ἡ ἀ­σθέ­νεια τοῦ ἀν­θρώ­που μας εἶ­ναι μιὰ εὐ­και­ρί­α νὰ ἐκ­δη­λώ­σου­με τὴν ἀ­γά­πη μας. Ἡ ἀ­γά­πη ἐκ­φρά­ζε­ται ὡς εἰ­λι­κρι­νὴς μέ­ρι­μνα γιὰ τὸ κα­λό του, ὡς κα­λο­σύ­νη καὶ ἀν­θρώ­πι­νη θαλ­πω­ρή, ὡς ἑ­τοι­μό­τη­τα γιὰ ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση καὶ ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη στη­ρί­ζει τὸν ἀ­σθε­νῆ, τοῦ δί­νει δύ­να­μη καὶ ἐλ­πί­δα στὴ ζω­ή, ἐ­νι­σχύ­ει τὴν πί­στη του στὸν Θε­ό. Ἡ ἀ­γά­πη μας φαί­νε­ται, ὅ­ταν δί­νου­με χρό­νο στὸν ἀ­σθε­νῆ μας μὲ λι­γό­τε­ρα δι­κά μας λό­για καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κρό­α­ση. Ἡ ἀ­κρό­α­ση εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Ὁ ἄν­θρω­πος τῆς ἀ­γά­πης ἐ­πι­στρα­τεύ­ει ὅ­λες τὶς δυ­νά­μεις του – προ­σο­χή, ἐν­δι­α­φέ­ρον, σκέ­ψη, δι­αί­σθη­ση – καὶ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τί λέ­ει τὸ ἄλ­λο πρό­σω­πο. Ἀ­κού­ει ἀ­κό­μη καὶ τὴ σι­ω­πή του. Ὅ­ταν ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με μὲ τὸν ἄρ­ρω­στο, μὴ βι­α­ζό­μα­στε νὰ δώ­σου­με συμ­βου­λὲς· οὔ­τε νὰ θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι πρέ­πει πάν­τα νὰ βρί­σκου­με λύ­σεις. Μέ­σα στὴ βι­α­σύ­νη μας νὰ ἐκ­φρα­σθοῦ­με, μπο­ρεῖ ἄ­θε­λά μας νὰ ποῦ­με κά­τι ποὺ θὰ τὸν πλη­γώ­σει. Ὁ ἄρ­ρω­στος δὲν ἀ­να­ζη­τεῖ ἀ­πα­ραι­τή­τως ἀ­παν­τή­σεις, ἀλ­λὰ κά­ποι­ον ποὺ θὰ τὸν ἀ­κού­σει μὲ ἀ­νοι­χτὴ καρ­διά. Ἀ­κό­μη θέ­λει καὶ αὐ­τὸ ποὺ θὰ μᾶς πεῖ, θὰ μᾶς ἐμ­πι­στευ­θεῖ, νὰ τὸ κρα­τή­σου­με μὲ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­χε­μύ­θεια.
Ὁ ἀ­σθε­νὴς χρει­ά­ζε­ται σε­βα­σμό. Ὁ σε­βα­σμὸς ἐκ­δη­λώ­νε­ται σὰν λε­πτὴ εὐ­αι­σθη­σί­α ἔ­ναν­τι τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν καὶ τῶν δυ­να­το­τή­των του. Ὁ σε­βα­σμός μας βε­βαι­ώ­νει τὸν ἀ­σθε­νῆ ὅ­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με, κα­τα­νο­οῦ­με τὸν πό­νο του καὶ συμ­με­τέ­χου­με ὁ­λό­ψυ­χα σ᾿ αὐ­τόν, σὰν νὰ ἦ­ταν δι­κός μας.
Πο­λύ­τι­μη εἶ­ναι καὶ ἡ προ­σευ­χή μας, συμ­βού­λευ­ε ὁ ἅ­γιος Παΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: «Ἂν γιὰ ἕ­ναν ἄρ­ρω­στο δὲν κά­νου­με προ­σευ­χή, ἡ ἀρ­ρώ­στια θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴ φυ­σι­κή της πο­ρεί­α. Ἐ­νῶ, ἂν κά­νου­με προ­σευ­χή, μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει δρό­μο. Γι᾿ αὐ­τὸ πάν­τα νὰ κά­νε­τε προ­σευ­χὴ γιὰ τοὺς ἀρ­ρώ­στους» (Ἁγ. Πα­ϊ­σί­ου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Λό­γοι, Δ': «Οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ζω­ή», σελ. 124).
Μα­ζὶ μὲ τὴν προ­σευ­χή μας ἂς ἔ­χου­με καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὑ­γεί­α τοῦ ἀ­σθε­νοῦς, ὅ­πως ὁ Χρι­στός μας, ποὺ ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρη στορ­γὴ στοὺς ἀ­σθε­νεῖς ἀν­θρώ­πους θε­ρα­πεύ­ον­τας ὄ­χι μό­νο τὰ σώ­μα­τά τους, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ψυ­χή τους. Δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται τὸ χρέ­ος μας στὸ νὰ βο­η­θή­σου­με κά­ποι­ον ἀ­σθε­νῆ νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ σω­μα­τι­κῶς, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει καὶ τὸ νὰ γνω­ρί­σει τὸν Χρι­στὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νειά του. Ἡ ἀ­σθέ­νεια ὠ­φε­λεῖ καὶ ὁ­δη­γεῖ πιὸ κον­τὰ στὸν Θε­ό. Σ᾿ αὐ­τὸ βο­η­θοῦν ὁ σύν­δε­σμος τοῦ ἀ­σθε­νοῦς μὲ τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας: τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐ­χε­λαί­ου, τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καὶ τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας.
Τέ­λος, ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν ἅ­γιο Πα­ΐ­σιο νὰ μᾶς συμ­βου­λεύ­ει πό­σο ὠ­φε­λοῦν ὅ­λους μας οἱ ἀ­σθέ­νει­ες: «Με­γά­λο πράγ­μα ἡ ὑ­γεί­α, ἀλ­λὰ καὶ τὸ κα­λὸ ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ ἀρ­ρώ­στια, ἡ ὑ­γεί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ δώ­σει! Πνευ­μα­τι­κὸ κα­λό! Εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α, πο­λὺ με­γά­λη! Κα­θα­ρί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, καὶ με­ρι­κὲς φο­ρὲς τοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει καὶ μι­σθό. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι σὰν τὸ χρυ­σά­φι, καὶ ἡ ἀρ­ρώ­στια εἶ­ναι σὰν τὴ φω­τιὰ ποὺ τὴν κα­θα­ρί­ζει. Βλέ­πεις, καὶ ὁ Χρι­στὸς εἶ­πε στὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο: «Ἡ δύ­να­μίς μου ἐν ἀ­σθε­νεί­ᾳ τε­λει­οῦ­ται». Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τα­λαι­πω­ρη­θεῖ μὲ κά­ποι­α ἀρ­ρώ­στια ὁ ἄν­θρω­πος, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­ξα­γνί­ζε­ται καὶ ἁ­γι­ά­ζε­ται, ἀρ­κεῖ νὰ κά­νει ὑ­πο­μο­νὴ καὶ νὰ τὴ δέ­χε­ται μὲ χα­ρὰ» (Ἁγ. Πα­ϊ­σί­ου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, ὅ.π, σελ. 113).   
ΠΗΓΗ: Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθ. 2225, 15 Ἰ­ου­λί­ου 2020, σελ. 335-336

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου