Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΩ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(5 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020)
(ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΩ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ καρ­πὸς τοῦ Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν ἀ­γά­πη, χα­ρά, εἰ­ρή­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, χρη­στό­της, ἀ­γα­θω­σύ­νη, πί­στις, πρα­ό­της, ἐγ­κρά­τεια· κα­τὰ τῶν τοι­ο­ύ­των οὐκ ἔ­στι νό­μος. Οἱ δὲ τοῦ Χρι­στοῦ τὴν σάρ­κα ἐ­στα­ύ­ρω­σαν σὺν τοῖς πα­θή­μα­σι καὶ ταῖς ἐ­πι­θυ­μί­αις. Εἰ ζῶ­μεν πνε­ύ­μα­τι, πνε­ύ­μα­τι καὶ στοι­χῶ­μεν. Μὴ γι­νώ­με­θα κε­νό­δο­ξοι, ἀλ­λή­λους προ­κα­λο­ύ­με­νοι, ἀλ­λή­λοις φθο­νοῦν­τες. ᾽Α­δελ­φοί, ἐ­ὰν καὶ προ­λη­φθῇ ἄν­θρω­πος ἔν τι­νι πα­ρα­πτώ­μα­τι, ὑ­μεῖς οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ κα­ταρ­τί­ζε­τε τὸν τοι­οῦ­τον ἐν πνε­ύ­μα­τι πρα­ό­τη­τος· σκο­πῶν σε­αυ­τόν, μὴ καὶ σὺ πει­ρα­σθῇς. ᾽Αλ­λή­λων τὰ βά­ρη βα­στά­ζε­τε, καὶ οὕ­τως ἀ­να­πλη­ρώ­σα­τε τὸν νό­μον τοῦ Χρι­στοῦ.                              
         (Γαλ. ε΄[΄5] 22 – Ϛ΄2)

ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ
Μί­α τῶν με­γα­λυ­τέ­ρων Ὁ­σια­κῶν μορ­φῶν ποὺ ἑ­ορ­τά­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας στὶς 5 Ἰ­ου­λί­ου εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἀ­θω­νί­της, ὁ κτί­τωρ τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους καὶ ὁ ὀρ­γα­νω­τὴς τοῦ Κοι­νο­βια­κοῦ Μο­να­χι­σμοῦ. Δέ­ος κα­τα­λαμ­βά­νει τὸν εὐ­σε­βῆ προ­σκυ­νη­τὴ ὅ­ταν ἐκ τοῦ μα­κρό­θεν ἀν­τι­κρί­σει τὴν κα­στρο­πο­λι­τεί­α τῆς Μο­νῆς ποὺ ἀ­δι­α­σπά­στως ἀ­π' ὅ­ταν ἱ­δρύ­θη­κε συ­νε­χί­ζει ἕ­ως τῶν ἡ­με­ρῶν μας καὶ χά­ρι­τι Θε­οῦ θὰ συ­νε­χί­ζει νὰ κρα­τᾶ ὑ­ψω­μέ­να τὰ λά­βα­ρα τῆς αὐ­θεν­τι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ μας Ἔ­θνους.
Ἀλ­λὰ ἡ συγ­κί­νη­σις εἶ­ναι ἀ­νω­τέ­ρα πά­σης πε­ρι­γρα­φῆς ὅ­ταν κλί­νει τὸ γό­νυ καὶ πάλ­λε­ται ἡ καρ­δί­α μπρο­στὰ στὸν τά­φο τοῦ ἴ­διου του Ἁ­γί­ου. Στὸ μνη­μεῖ­ο ποὺ δι­α­φυ­λάσ­σει τὸ ἱ­ε­ρὸ σκή­νω­μα τοῦ Ὁ­σί­ου τό­σους αἰ­ῶ­νες, ἀ­φοῦ ἡ ἐν­το­λὴ ποὺ ἄ­φη­σε ἦ­ταν νὰ μὴ γί­νει πο­τὲ ἡ ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν ἱ­ε­ρῶν του λει­ψά­νων. Ἀλ­λὰ γιὰ τὸν με­γά­λο αὐ­τὸν Ἅ­γιον ποὺ γεν­νή­θη­κε τὸ 930 μ.Χ. στὴν Τρα­πε­ζούν­τα, ἐ­ποί­μα­νε τὴν Λαύ­ρα του ἐ­πὶ σα­ράν­τα ἔ­τη καὶ κα­τὰ τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση τῶν ἐρ­γα­σι­ῶν τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς, κα­τέρ­ρευ­σε τμῆ­μα τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ Ὅ­σιος νὰ πα­ρα­δώ­σει μαρ­τυ­ρι­κῶς τὴν ζω­ή του μέ­σα στὰ χα­λά­σμα­τα, θὰ πρέ­πει ὅ­λοι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι καὶ δὴ φι­λο­μό­να­χοι πι­στοὶ νὰ με­λε­τή­σου­με ἐ­κτε­νῶς τὸν βί­ον καὶ τὴν πο­λι­τεί­αν του. Καὶ αὐ­τὸ το­σού­τω μᾶλ­λον πρέ­πει νὰ γί­νει δι­ό­τι ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τό­σων μο­νῶν καὶ σκη­τῶν καὶ Πα­τέ­ρας πνευ­μα­τι­κὸς χι­λιά­δων ἕ­ως σή­με­ρα μο­να­χῶν, ἐ­βί­ω­νε στὸν ὑ­ψη­λό­τε­ρο βαθ­μὸ τὸν καρ­πὸ τοῦ Πνεύ­μα­τος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον μᾶς γρά­φει στὴν πρὸς Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ ὁ Ἀπ. Παῦ­λος.
Μά­λι­στα, τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιον εὑ­ρῆ­κε στὴν ψυ­χὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τὸ κα­τάλ­λη­λο ἔ­δα­φος γιὰ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ως. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸν ἐ­νέ­πλη­σε μὲ τό­ση χά­ρη ποὺ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ συλ­λά­βει ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὸς ὁ Ἀγ­γε­λι­κὸς κό­σμος μέ­νει ἐκ­στα­τι­κὸς ἐ­νώ­πιόν του. «Τὴν ἐν σαρ­κὶ ζω­ήν σου κα­τε­πλά­γη­σαν, Ἀγ­γέ­λων τάγ­μα­τα...» ση­μει­ώ­νει ὁ ὑ­μνο­γρά­φος στὸ ἀ­πο­λυ­τί­κιο τοῦ Ὁ­σί­ου. Ἀλ­λὰ τοὺς Ἁ­γί­ους τοὺς με­λε­τοῦ­με καὶ γιὰ ἕ­ναν ἀ­κό­μα λό­γο. Νὰ σκύ­πτου­με καὶ νὰ βλέ­που­με τὴν δι­κή μας κα­τά­στα­ση καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ὄ­χι βε­βαί­ως γιὰ νὰ ἀ­πο­θαρ­ρυ­νό­με­θα, ἀλλ᾿ ἀν­τι­θέ­τως γιὰ νὰ ἀν­τλοῦ­με, διὰ τῶν εὐ­χῶν τους, δύ­να­μη καὶ θάρ­ρος στὸ νὰ συ­νε­χί­σου­με τὸν ἀ­γώ­να τῆς κα­θάρ­σε­ως καὶ στὴν συ­νέ­χεια τοῦ φω­τι­σμοῦ. Ὡς ἐκ τού­του ἡ μο­νο­λό­γι­στος εὐ­χή, τὸ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον μὲ τὸν ἁ­μαρ­τω­λόν», οὐ­δέ­πο­τε πρέ­πει νὰ ἀ­που­σιά­ζει ἀ­πὸ τὰ χεί­λη καὶ ἰ­δί­ως τὸν νοῦ, ταυ­το­χρό­νως δὲ νὰ ὑ­πο­ψάλ­λου­με­  ὑ­πο­καρ­δί­ως τὴν ἀ­έ­να­η δο­ξο­λο­γί­α πρὸς τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό.
Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς καρ­ποὺς ποὺ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα πα­ρά­γει στὴν ὕ­παρ­ξη τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ βε­βαί­ως το­πο­θε­τεῖ­ται πρώ­τη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό­πνευ­στο Ἀ­πό­στο­λο. Για­τί αὐ­τό; Μὰ δι­ό­τι εἶ­ναι ἡ ρί­ζα ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­πι­στέ­γα­σμα ὅ­λων τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ το­νί­σου­με ἀ­δελ­φοί μου τὴν ἀ­ξί­α τῆς πί­στε­ως. Τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς μας Πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τὴ σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ τὴν κα­τέ­χουν, τὴν κη­ρύσ­σουν καὶ μᾶς πα­ρα­δί­δουν οἱ θε­ού­με­νοι Ἅ­γιοι.
Τοῦ­το εἶ­ναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ, ἀ­πό­λυ­τον καὶ ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­τον. Ἐ­ὰν δὲ κα­νεὶς ἐ­πι­μέ­νει στὸ ἀν­τί­θε­το, εὑ­ρί­σκε­ται σὲ ἀ­θε­ρά­πευ­τη πλά­νη καὶ τὴν εὐ­θύ­νη ἀ­κε­ραί­α τὴν φέ­ρει ὁ ἴ­διος. Ἂς ἀ­φή­σου­με ὅ­μως τό­σο τὶς ἀ­θε­ϊ­στι­κὲς ὅ­σο καὶ τὶς οἰ­κου­με­νι­στι­κὲς ἀ­γα­πο­λο­γί­ες καὶ ἂς πε­ρά­σου­με ἔ­σω καὶ δι᾿ ὀ­λί­γον νὰ γευ­θοῦ­με τοὺς ἡ­δύ­τα­τους καρ­ποὺς τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἀ­λή­θεια ποῦ νὰ στα­θεῖ κα­νεὶς καὶ τί νὰ τρυ­γή­σει πρῶ­το, τί δὲ νὰ ἀ­φή­σει δεύ­τε­ρον. «Ἀ­γά­πη, Χα­ρά, Εἰ­ρή­νη, Μα­κρο­θυ­μί­α, Χρη­στό­της – Ἀ­γα­θω­σύ­νη, Πί­στις, Πρα­ό­της, Ἐγ­κρά­τεια»!
Ἕ­να ὁ­λό­χρυ­σον πε­ρι­δέ­ραι­ον ποὺ κο­σμεῖ τὶς ὑ­πάρ­ξεις ὅ­σων ἀ­γω­νί­ζον­ται χω­ρὶς ἀ­γω­νί­α καὶ ἄγ­χος νὰ ὁ­μοιά­σουν πρὸς τὸν Κύ­ριο. Καὶ ὅ­πως κα­τα­νο­εῖ ὁ κά­θε ἕ­νας ποὺ γεύ­θη­κε τοῦ εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀ­γῶ­νος, δὲν πρό­κει­ται πε­ρὶ ἀν­θρω­πί­νων κα­τορ­θω­μά­των, οὔ­τε γιὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα νο­η­τι­κῶν ἢ συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των. Πρό­κει­ται γιὰ τοὺς εὐ­χό­με­νους καρ­ποὺς τοῦ Πνεύ­μα­τος ποὺ λαμ­βά­νου­με διὰ τῶν ἱ­ε­ρῶν μυ­στη­ρί­ων καὶ τῆς ἐν γέ­νει ἀ­σκη­τι­κῆς – ἡ­συ­χα­στι­κῆς – ὁ­μο­λο­για­κῆς βι­ο­τῆς. Εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἄ­ξιον πα­ρα­τη­ρή­σε­ως ὅ­τι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ αὐ­τοὶ καρ­ποὶ ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να σύ­νο­λο ἑ­νια­ῖο, ἁρ­μο­νι­κὸ καὶ συμ­με­τρι­κό. Αὐ­τὸς δὲ εἶ­ναι καὶ ὁ λό­γος ποὺ ἐ­νῶ οἱ ἀ­ρε­τὲς ποὺ τὸ ἀ­πο­τε­λοῦν εἶ­ναι πολ­λές, γί­νε­ται λό­γος πε­ρὶ ἑ­νὸς καὶ τοῦ αὐ­τοῦ καρ­ποῦ. 
Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν εὐ­λο­γη­μέ­νο χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ κα­νεὶς ἀν­θρώ­πους κα­τὰ κό­σμον ἀ­ξι­ό­λο­γους μὲ ἀ­ρε­τὲς με­μο­νω­μέ­νες καὶ πρό­σω­πα βε­βαί­ως ἄ­ξια λό­γου. Οὐ­δε­μί­α ἀν­τίρ­ρη­σις πε­ρὶ αὐ­τοῦ. Οὐ­δέ­πο­τε ὅ­μως ἐ­κτὸς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς τὴν ἁ­γνό­τη­τα, ὄ­χι ὡς ἕ­να ἐ­πί­πε­δο ἠ­θι­κι­στι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ μὲ τὴν μορ­φὴ τῆς αὐ­θεν­τι­κῆς ἁ­γι­ό­τη­τος ποὺ φέ­ρουν οἱ ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ὅ­πως ἐν προ­κει­μέ­νῳ ὁ Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἀ­θω­νί­της. Οἱ Ἅ­γιοι τῆς Πί­στε­ώς μας, οἱ Μάρ­τυ­ρες, οἱ Ὁ­μο­λο­γη­τές, οἱ Ὅ­σιοι, οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες, ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ κα­τα­ξι­ω­μέ­να καὶ ἐ­ξα­γι­α­σμέ­να μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ ποὺ ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως ἔ­χουν κα­τα­στεῖ οἱ φω­τει­νοί μας ὁ­δο­δεῖ­κτες, ὄ­χι ἁ­πλῶς ἐ­γεύ­θη­σαν τὸν καρ­πὸν τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἀλ­λὰ οἱ ἴ­διοι ἐ­καρ­πο­φό­ρη­σαν τὶς Εὐ­αγ­γε­λι­κὲς ἀ­ρε­τές, ταυ­το­χρό­νως δὲ ἀ­πο­τε­λοῦν τοὺς θε­μα­το­φύ­λα­κες τῶν Ὁ­σί­ων καὶ τῶν Ἱ­ε­ρῶν ἔ­ναν­τι ὅ­σων προ­σπα­θοῦν νὰ ἀ­πεμ­πο­λή­σουν τὴν Ἱ­ε­ρά μας Πα­ρα­κα­τα­θή­κη.
Εἶ­ναι οἱ θε­η­γό­ροι ὁ­πλί­τες οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­μα­χοῦν μα­ζὶ μὲ τὸ σύ­νο­λο τῶν πι­στῶν τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­ναν­τι ὅ­σων χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὸν τὸν συ­νο­δι­κὸ θε­σμὸ γιὰ νὰ ἀλ­λοι­ώ­σουν τὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ καὶ Πα­τε­ρι­κὴ πα­ρά­δο­ση πού, πορ­φυ­ρο­μέ­νη μὲ τὰ αἵ­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων, κα­τέ­χου­με.
Τὸ δὲ θαυ­μα­στὸ στὴν ζω­ὴ τῶν πι­στῶν εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο εὑ­ρί­σκουν τὸ μο­νο­πά­τι τῆς κα­τὰ Θε­ὸν ζω­ῆς καὶ γεύ­ον­ται τὸν καρ­πὸν τοῦ Πνεύ­μα­τος μὲ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ἐκ­φάν­σεις ποὺ ἀ­να­πτύσ­σει ὁ Θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος, τό­σο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἑ­δραι­ώ­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἡ στα­θε­ρό­τη­τα στὴν Εὐ­αγ­γε­λι­κὴ – Ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ συ­ναυ­ξά­νουν τὸν ἔν­θε­ο ζῆ­λο τους σὲ ὅ,τι οἱ Ἅ­γιοί μας πρό­σφε­ραν γιὰ νὰ κρα­τή­σου­με ἀλ­λὰ καὶ νὰ με­τα­λαμ­πα­δεύ­σου­με.
Καὶ αὐ­τὸ ὀ­φεί­λουν νὰ τὸ γνω­ρί­ζουν πο­λὺ κα­λῶς ὅ­σοι νο­μί­ζουν ὅ­τι τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὑ­πα­κού­ουν ἄ­νευ δι­α­κρί­σε­ως καὶ κα­τὰ πάν­τα σὲ ὅ,τι κά­ποι­οι κύ­κλοι σχε­διά­ζουν ποὺ δῆ­θεν θὰ ἐ­πι­φέ­ρει ἀλ­λα­γὲς στὸ δόγ­μα καὶ στὸ ἦ­θος.
Εἴ­θε, ἀ­φοῦ ἀρ­νού­μα­στε τοὺς στυ­φοὺς καὶ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νους καρ­ποὺς τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, ἰ­σο­βί­ως νὰ γευ­ό­με­θα τὸν καρ­πὸν τοῦ Πνεύ­μα­τος.
Ἀ­μήν.                                         
                               Ἀρχ. Ἰ­ω­ὴλ Κων­στάν­τα­ρος

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς Κα­περ­να­οὺμ, προ­σῆλ­θεν αὐ­τῷ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, πα­ρα­κα­λῶν αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βλη­ται ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ πα­ρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βα­σα­νι­ζό­με­νος. Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ἐ­γὼ ἐλ­θὼν θε­ρα­πε­ύ­σω αὐ­τόν. Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἔ­φη· Κύριε, οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς ἵ­να μου ὑ­πὸ τὴν στέ­γην εἰ­σέλ­θῃς· ἀλ­λὰ μό­νον εἰ­πὲ λό­γῳ, καὶ ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐ­γὼ ἄν­θρω­πός εἰ­μι ὑ­πὸ ἐ­ξουσί­αν, ἔ­χων ὑπ᾿ ἐ­μαυ­τὸν στρα­τι­ώ­τας, καὶ λέ­γω το­ύ­τῳ, πο­ρε­ύ­θη­τι, καὶ πο­ρε­ύ­ε­ται· καὶ ἄλ­λῳ, ἔρ­χου, καὶ ἔρ­χε­ται· καὶ τῷ δο­ύ­λῳ μου, πο­ί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποι­εῖ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἐ­θα­ύ­μα­σε, καὶ εἶ­πε τοῖς ἀ­κο­λου­θοῦ­σιν· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, οὐ­δὲ ἐν τῷ ᾿Ισ­ρα­ὴλ το­σα­ύ­την πί­στιν εὗ­ρον. Λέγω δὲ ὑ­μῖν, ὅ­τι πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν ἥ­ξου­σι, καὶ ἀ­να­κλι­θή­σον­ται με­τὰ ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ ᾿Ι­σα­ὰκ καὶ ᾿Ι­α­κὼβ ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν· οἱ δὲ υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λε­ί­ας ἐκ­βλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόντων. Καὶ εἶ­πεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τῷ Ἑ­κα­τον­τάρ­χῳ· Ὕ­πα­γε, καὶ ὡς ἐ­πί­στευ­σας γε­νη­θή­τω σοι. Καὶ ἰ­ά­θη ὁ παῖς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ὥ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ.                  
        (Ματθ. η΄[8] 5 - 13)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό μό­λις μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ, ἦλ­θε κον­τὰ του ἕ­νας ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε καὶ τοῦ ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε, ὁ δοῦ­λος μου εἶ­ναι κα­τά­κοι­τος καὶ πα­ρά­λυ­τος στὸ σπί­τι καὶ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τρο­με­ροὺς πό­νους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τό­τε τοῦ λέ­ει: Θὰ ἔλ­θω ἐ­γώ στὸ σπί­τι σου καὶ θὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σω. Κι ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ εἰ­σέλ­θεις κά­τω ἀ­πὸ τὴ στέ­γη τοῦ σπι­τιοῦ μου. Ἀλ­λά πὲς αὐ­τὸ πού θέ­λεις μό­νο μ' ἕ­ναν ἁ­πλό λό­γο, καὶ θὰ γι­α­τρευ­θεῖ ὁ δοῦ­λος μου. Δι­ό­τι κι ἐ­γώ ἄν­θρω­πος εἶ­μαι κά­τω ἀ­πὸ ἐ­ξου­σί­α καὶ παίρ­νω δι­α­τα­γὲς ἀ­πὸ ἀ­νω­τέ­ρους, ἀλ­λά κι ἔ­χω στὶς δι­α­τα­γές μου στρα­τι­ῶ­τες· καὶ λέ­ω σ' ἕ­να στρα­τι­ώ­τη: πή­γαι­νε· καὶ πη­γαί­νει. Καὶ σ' ἄλ­λον λέ­ω, ἔ­λα, κι ἔρ­χε­ται. Καὶ στὸ δοῦ­λο μου λέ­ω, κά­νε αὐ­τό, καὶ τὸ ἐ­κτε­λεῖ. Πό­σο μᾶλ­λον θὰ ἐ­κτε­λε­σθεῖ ὁ δι­κός σου λό­γος. Δι­ό­τι ἐ­σύ δὲν εἶ­σαι κά­τω ἀ­πὸ τὶς δι­α­τα­γὲς κα­νε­νός, ἀλ­λά ἔ­χεις ἐ­ξου­σί­α πά­νω σὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις! Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἄ­κου­σε τὰ λό­για του αὐ­τά, θαύ­μα­σε καὶ εἶ­πε σ' ἐ­κεί­νους πού τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω, τό­σο με­γά­λη πί­στη δὲν βρῆ­κα οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ ἐ­κλε­κτὸς λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω λοι­πὸν ὅ­τι πολ­λοὶ σὰν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο θὰ ἔλ­θουν ἀ­πὸ ἀ­να­το­λὴ καὶ δύ­ση, ἀ­π' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου, καὶ θὰ κα­θί­σουν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἀ­βρα­άμ, τὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ τὸν Ἰ­α­κὼβ στὸ εὐ­φρό­συ­νο δεῖ­πνο τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τά­γον­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μοι τῆς βα­σι­λεί­ας, θὰ ρι­χθοῦν ἔ­ξω ἀ­π' αὐ­τήν, στὸ σκο­τά­δι πού εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ θὰ κλαῖ­νε καὶ θὰ τρί­ζουν τὰ δόν­τια τους. Καὶ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο: Πή­γαι­νε στό σπί­τι σου κι ἂς γί­νει σὲ σέ­να ὅ­πως τὸ πί­στε­ψες (ὅ­τι δη­λα­δὴ μό­νο μὲ τὸ λό­γο μου καὶ ἀ­πὸ μα­κριὰ μπο­ρῶ νὰ θε­ρα­πεύ­σω τὸ δοῦ­λο σου). Καὶ πράγ­μα­τι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ δοῦ­λος του.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου