Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 (12 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ          
Ἀ­δελ­φοί, ἡ μὲν εὐ­δο­κί­α τῆς ἐ­μῆς καρ­δί­ας καὶ ἡ δέ­η­σις πρὸς τὸν Θὸν ὑ­πὲρ αὐ­τῶν εἰς σω­τη­ρί­αν. Μαρ­τυ­ρῶ γὰρ αὐ­τοῖς ὅ­τι ζῆ­λον Θε­οῦ ἔ­χου­σιν, ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐ­πί­γνω­σιν· ἀ­γνο­οῦν­τες γὰρ τὴν τοῦ Θε­οῦ δι­και­ο­σύ­νην, καὶ τὴν ἰ­δί­αν ζη­τοῦν­τες στῆ­σαι, τῇ δι­και­ο­σύ­νῃ τοῦ Θε­οῦ οὐχ ὑ­πε­τά­γη­σαν· τέ­λος γὰρ νό­μου Χρι­στὸς εἰς δι­και­ο­σύ­νην παν­τὶ τῷ πι­στε­ύ­ον­τι. Μω­ϋ­σῆς γὰρ γρά­φει τὴν δι­και­ο­σύ­νην τὴν ἐκ τοῦ νό­μου ὅ­τι ὁ ποι­ή­σας ἄν­θρω­πος ζή­σε­ται ἐν αὐ­τῇ. Ἡ δὲ ἐκ πί­στε­ως δι­και­ο­σύ­νη οὕ­τως λέ­γει· Μὴ εἴ­πῃς ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου· Τίς ἀ­να­βή­σε­ται εἰς τὸν οὐ­ρα­νόν; τοῦτ΄ ἔ­στι Χρι­στὸν κα­τα­γα­γεῖν· ἤ, Τίς κα­τα­βή­σε­ται εἰς τὴν ἄ­βυσ­σον; τοῦτ΄ ἔ­στι Χρι­στὸν ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­γα­γεῖν. Ἀλ­λὰ τί λέ­γει; Ἐγ­γύς σου τὸ ῥῆ­μά ἐ­στιν, ἐν τῷ στό­μα­τί σου καὶ ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου· τοῦτ΄ ἔ­στι τὸ ῥῆ­μα τῆς πί­στε­ως ὃ κη­ρύσ­σο­μεν. Ὅ­τι ἐ­ὰν ὁ­μο­λο­γή­σῃς ἐν τῷ στό­μα­τί σου Κύριον Ἰ­η­σοῦν, καὶ πι­στε­ύ­σῃς ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ σου ὅ­τι ὁ Θε­ὸς αὐ­τὸν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν, σω­θή­σῃ· καρ­δί­ᾳ γὰρ πι­στε­ύ­ε­ται εἰς δι­και­ο­σύ­νην, στό­μα­τι δὲ ὁ­μο­λο­γεῖ­ται εἰς σω­τη­ρί­αν.
                                    (Ρωμ. ι΄ [10] 1 - 11)

Η ΑΓΑΠΗ CTHN ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
«Ἡ εὐ­δο­κί­α τῆς ἐ­μῆς καρ­δί­ας... ὑ­πέρ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ
ἐ­στιν εἰς σω­τη­ρί­αν»
Ἀ­νοί­γει τὴν καρ­διά του ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κι ἀ­φή­νει νὰ ξε­χυ­θεῖ ὁ πλού­σιος σὲ αἰ­σθή­μα­τα στορ­γῆς ἐ­σω­τε­ρι­κός του κό­σμος. Ἔκ­δη­λη δι­α­κρί­νου­με τὴ συγ­κί­νη­σή του κα­θὼς ἀ­να­φέ­ρε­ται στοὺς ὁ­μο­ε­θνεῖς του Ἰσ­ρα­η­λί­τες ποὺ δὲν πί­στε­ψαν στὸν Μεσ­σί­α Χρι­στὸ κι ἔ­μει­ναν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ μὲ πό­νο ψυ­χῆς γρά­φει: «Ἡ εὐ­δο­κί­α τῆς ἐ­μῆς καρ­δί­ας καὶ ἡ δέ­η­σις ἡ πρὸς τὸν Θε­ὸν ὑ­πὲρ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἐ­στιν εἰς σω­τη­ρί­αν», δη­λα­δή, ἡ σφο­δρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ εὐ­α­ρέ­σκεια τῆς καρ­διᾶς μου καὶ ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ ἀ­πευ­θύ­νω στὸν Θε­ὸ γιὰ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες – πα­ρὰ τὴν ἀ­πι­στί­α ποὺ δεί­χνουν – εἶ­ναι νὰ σω­θοῦν.
Ὁ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸς αὐ­τὸς λό­γος τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με πῶς ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος φα­νέ­ρω­νε τὴν ἀ­γά­πη του πρὸς τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του καὶ πῶς κα­λού­μα­στε κι ἐ­μεῖς νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν ἀ­γά­πη μας αὐ­τή.
1. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ ἀπ. Παύ­λου γιὰ τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του
Μὲ ἔκ­πλη­ξη καὶ θαυ­μα­σμὸ στέ­κε­ται κα­νεὶς μπρο­στὰ στὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Ναί! Ὁ μέ­γας Παῦ­λος ποὺ δι­έ­τρε­ξε ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη γιὰ νὰ δι­α­δώ­σει τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου· αὐ­τὸς ποὺ δι­ε­κή­ρυ­ξε ὅ­τι δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ὑ­πάρ­χουν φυ­λε­τι­κες δι­α­κρί­σεις· αὐ­τός, ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν, πο­τὲ δὲν ξε­χνοῦ­σε τὴν πα­τρί­δα του. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι μὲ σε­μνὴ καύ­χη­ση ἀ­νέ­φε­ρε συ­χνὰ τὴν κα­τα­γω­γὴ καὶ τὴν ἐ­θνι­κό­τη­τά του: «Ἐ­γὼ ἄν­θρω­πος μέν εἰ­μι Ἰ­ου­δαῖ­ος Ταρ­σεύς, τῆς Κι­λι­κί­ας οὐκ ἀ­σή­μου πό­λε­ως πο­λί­της» (Πράξ. κα΄ [21] 39, κβ'[22] 3). Μά­λι­στα δὲν ἔ­παυ­σε ν᾿ ἀ­γα­πᾶ τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του ἀ­κό­μη καὶ τό­τε ποὺ αὐ­τοὶ τὸν πλή­γω­ναν μὲ τὴν ἀ­χά­ρι­στη συμ­πε­ρι­φο­ρά τους καὶ τοὺς σκλη­ροὺς δι­ωγ­μοὺς ἐ­ναν­τί­ον του...
Τὸ πιὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἔν­το­νη ἀ­γά­πη καὶ τὸ διαρκὲς ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τοὺς ὁ­μο­ε­θνεῖς του τὸν ὁ­δή­γη­σε στὸ νὰ γρά­ψει τοὺς ἑ­ξῆς συγ­κι­νη­τι­κοὺς λό­γους: «Ηὐ­χό­μην γὰρ αὐ­τὸς ἐ­γὼ ἀ­νά­θε­μα εἶ­ναι ἀ­πὸ τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­πὲρ τῶν ἀ­δελ­φῶν μου, τῶν συγ­γε­νῶν μου κα­τὰ σάρ­κα» (Ρωμ. θ'[9] 3). Δη­λα­δή: Θὰ εὐ­χό­μουν ἐ­γώ, ποὺ τί­πο­τε δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μὲ χω­ρί­σει ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό, νὰ χω­ρι­σθῶ ἀ­πὸ Αὐ­τὸν γιὰ πάν­τα, ἐ­ὰν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ γί­νει αὐ­τό, γιὰ χά­ρη τῶν ἀ­δελ­φῶν μου Ἰ­ου­δαί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι φυ­σι­κοὶ συγ­γε­νεῖς μου.
Αὐ­τὸ τὸ ἐ­ξαί­ρε­το πα­ρά­δειγ­μα φι­λο­πα­τρί­ας τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη δὲν κα­ταρ­γεῖ τὴν ἀ­γά­πη στὴν πα­τρί­δα, ἀλ­λὰ τῆς δί­νει νό­η­μα βα­θύ­τε­ρο καὶ οὐ­σι­α­στι­κό­τε­ρο. Πῶς μπο­ροῦ­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς ὡς πι­στοὶ χρι­στια­νοὶ νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς τὴν πα­τρί­δα;
2. Ἡ δι­κή μας ἀ­γά­πη στὴν Πα­τρί­δα
Μιὰ λέ­ξη εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­γά­πη στὴν ὕ­ψι­στη μορ­φή της: ἡ θυ­σί­α. Μᾶς τὸ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος: «Μεί­ζο­να ταύ­της ἀ­γά­πην οὐ­δεὶς ἔ­χει, ἵ­να τις τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ θῇ ὑ­πὲρ τῶν φί­λων αὐ­τοῦ» (Ἰ­ω. ιε΄[15] 13). Με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς φί­λους του κα­νεὶς δὲν ἔ­χει ἀπ᾿ αὐ­τήν, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ νὰ προ­σφέ­ρει καὶ νὰ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ χά­ρη τῶν φί­λων του. Ἐ­φό­σον λοι­πὸν ἀ­γα­ποῦ­με τὴν Πα­τρί­δα μας, ὀ­φεί­λου­με νὰ εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νὰ ἀ­να­λά­βου­με κό­πους καὶ δα­πά­νες γιὰ χά­ρη τοῦ κοι­νοῦ κα­λοῦ, ἀ­κό­μη καὶ νὰ θυ­σι­ά­σου­με τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἂν χρεια­στεῖ!
Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὴν Πα­τρί­δα ἐκ­δη­λώ­νε­ται καὶ μὲ τὴν προ­σευ­χή μας γι᾿ αὐ­τήν. Ὅ­πως ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πηύ­θυ­νε δέ­η­ση πρὸς τὸν Θε­ὸν «ὑ­πὲρ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ», ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἔ­χου­με χρέ­ος νὰ προ­σευ­χό­μα­στε θερ­μὰ γιὰ τὴν Πα­τρί­δα μας καὶ νὰ πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν ἅ­γιο Θε­ὸ νὰ χα­ρί­ζει στὸ Ἔ­θνος μας εἰ­ρή­νη καὶ ἀ­σφά­λεια, καὶ – τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο – με­τά­νοι­α! Ἄλ­λω­στε καὶ ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α εὔ­χε­ται στὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὄ­χι μό­νο «ὑ­πὲρ τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου» ἀλ­λὰ καὶ εἰ­δι­κὰ «ὑ­πὲρ τοῦ εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν ἔ­θνους».
Τέ­λος, τὴν ἀ­γά­πη μας πρὸς τὴν Πα­τρί­δα τὴν φα­νε­ρώ­νου­με καὶ μὲ τὴν ἐ­νά­ρε­τη καὶ ἁ­γί­α ζω­ή μας. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος συμ­βου­λεύ­ει σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­στο­λές του: «Τὴν πα­τρί­δα τί­μη­σον, καὶ τῇ ἀ­ρε­τῇ βο­ή­θη­σον» (ΕΠΕ 7, 52). Εἶ­ναι τι­μὴ καὶ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν πα­τρί­δα νὰ ἀ­να­τρέ­φει ἀν­θρώ­πους μὲ ἀ­ρε­τὴ καὶ ἁ­γι­ό­τη­τα. Ὅ­σο ἔ­χου­με πι­στοὺς χρι­στια­νοὺς ποὺ προ­σεύ­χον­ται, με­τα­νο­οῦν καὶ ἀ­γω­νί­ζον­ται, τὸ Ἔ­θνος μας δὲν κιν­δυ­νεύ­ει. Θὰ ζεῖ καὶ θὰ με­γα­λουρ­γεῖ μὲ τὴ βο­ή­θεια καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ παν­το­δύ­να­μου Θε­οῦ.
Βεβαίως δὲν εἶ­ναι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὸ μο­να­δι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα φι­λο­πα­τρί­ας. Τὸ ἀ­ξε­πέ­ρα­στο πρό­τυ­πο καὶ στὸ θέ­μα τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τὴν Πα­τρί­δα εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ Ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ὴ καὶ δρά­ση του ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν συμ­πα­τρι­ω­τῶν του. Καὶ τὸ πιὸ συγ­κι­νη­τι­κό: ὅ­ταν κά­πο­τε ἀν­τί­κρι­σε τὴν πό­λη τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἔ­κλα­ψε μὲ λυγ­μοὺς γι᾿ αὐ­τήν, δι­ό­τι γνώ­ρι­ζε τὸ οἰ­κτρὸ τέ­λος ποὺ θὰ εἶ­χε ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πι­στί­ας της...
Ἂς ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με κι ἐ­μεῖς τὴν εὐ­θύ­νη μας κι ἂς ἀ­φή­σου­με τὸ δά­κρυ καὶ τὸν στε­ναγ­μό μας νὰ γί­νουν προ­σευ­χὴ θερ­μὴ πρὸς τὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ πα­νά­γα­θο Θε­ό, γιὰ νὰ κά­νει καὶ πά­λι τὸ θαῦ­μα του καὶ νὰ σώ­σει τὸ Ἔ­θνος μας. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ μό­νη μας ἐλ­πί­δα!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ ᾿Ι­η­σοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ὑ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι, ἐκ τῶν μνη­με­ί­ων ἐ­ξερ­χό­με­νοι, χα­λε­ποὶ λί­αν, ὥ­στε μὴ ἰ­σχύ­ειν τι­νὰ πα­ρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁ­δοῦ ἐ­κε­ί­νης. Καὶ ἰ­δοὺ ἔ­κρα­ξαν, λέ­γον­τες· Τί ἡ­μῖν καὶ σοί, ᾿Ι­η­σοῦ Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; ἦλ­θες ὧ­δε πρὸ και­ροῦ βα­σα­νί­σαι ἡ­μᾶς; Ἦν δὲ μα­κρὰν ἀπ᾿ αὐ­τῶν ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων πολ­λῶν βο­σκο­μέ­νη. Οἱ δὲ δα­ί­μο­νες πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Εἰ ἐκβάλ­λεις ἡ­μᾶς, ἐ­πί­τρε­ψον ἡ­μῖν ἀ­πελ­θεῖν εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ὑ­πά­γε­τε. Οἱ δὲ ἐ­ξελ­θόν­τες, ἀ­πῆλ­θον εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ ἰ­δοὺ, ὥρ­μη­σε πᾶ­σα ἡ ἀ­γέ­λη τῶν χο­ί­ρων κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θά­λασ­σαν, καὶ ἀ­πέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕ­δα­σιν. Οἱ δὲ βό­σκον­τες ἔ­φυ­γον· καὶ ἀ­πελ­θόν­τες εἰς τὴν πό­λιν, ἀ­πήγ­γει­λαν πάν­τα καὶ τὰ τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. Καὶ ἰ­δοὺ πᾶ­σα ἡ πό­λις ἐ­ξῆλ­θεν εἰς συ­νάν­τη­σιν τῷ ᾿Ι­η­σοῦ· καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν, πα­ρε­κά­λε­σαν ὅ­πως με­τα­βῇ ἀ­πὸ τῶν ὁ­ρί­ων αὐ­τῶν.  Καὶ ἐμ­βὰς εἰς πλοῖ­ον, δι­ε­πέ­ρα­σε, καὶ ἦλ­θεν εἰς τὴν ἰ­δί­αν πό­λιν.
                                         (Ματθ. η΄[8] 28 – θ΄[9] 1)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἦλ­θε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη, στὴ χώ­ρα τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, τὸν συ­νάν­τη­σαν δύ­ο δαι­μο­νι­σμέ­νοι ποὺ ἔ­βγαι­ναν ἀ­πὸ τὰ μνή­μα­τα ποὺ ὑ­πῆρ­χαν ἐ­κεῖ, στὰ ὁ­ποῖ­α εὐ­χα­ρι­στι­οῦν­ταν νὰ κα­τοι­κοῦν. Ἦ­ταν καὶ οἱ δύ­ο ἐ­πι­θε­τι­κοὶ καὶ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι· τό­σο, ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πε­ρά­σει ἀπ᾿ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ἀπ᾿ τὸν φό­βο τους κραύ­γα­σαν δυ­να­τὰ καὶ εἶ­παν: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μᾶς καὶ σὲ σέ­να, Ἰ­η­σοῦ, υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; Ἦλ­θες ἐ­δῶ πρό­ω­ρα, πρὶν ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ τῆς παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, γιὰ νᾶ μᾶς βα­σα­νί­σεις; Στὸ με­τα­ξὺ ὑ­πῆρ­χε μα­κριὰ ἀπ᾿ αὐ­τοὺς ἕ­να κο­πά­δι μὲ πολ­λοὺς χοί­ρους, ποὺ ἔ­βο­σκαν ἐ­κεῖ. Οἱ δαί­μο­νες τό­τε ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν πα­ρα­κα­λοῦν λέ­γον­τας: Ἐ­ὰν πρό­κει­ται νὰ μᾶς βγά­λεις ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, δῶσ᾿ μας τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γου­με καὶ νὰ μποῦ­με μέ­σα στὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ποὺ ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας, ὁ Κύ­ριος τι­μω­ρών­τας τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τὴ εἶ­πε στοὺς δαί­μο­νες: Πη­γαί­νε­τε. Κι αὐ­τοὶ βγῆ­καν ἀπ᾿ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πῆ­γαν στοὺς χοί­ρους. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ὅ­λο τὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων ὄρ­μη­σε μὲ μα­νί­α ἀ­πὸ τὸ ἐ­πά­νω μέ­ρος τοῦ γκρε­μοῦ πρὸς τὰ κά­τω, στὴ θά­λασ­σα, καὶ πνί­γη­καν στὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τό­τε ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους ἔ­φυ­γαν, κι ἀ­φοῦ πῆ­γαν στὴν πό­λη, ἀ­νήγ­γει­λαν ὅ­λα ὅ­σα ἔ­γι­ναν, καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸ τί συ­νέ­βη μὲ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους. Καὶ τό­τε ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως βγῆ­καν γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ· κι ὅ­ταν τὸν εἶ­δαν, τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὰ σύ­νο­ρά τους, ἀ­πὸ φό­βο μή­πως πά­θουν καὶ με­γα­λύ­τε­ρα κα­κά. Καὶ ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να πλοῖ­ο, πέ­ρα­σε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τῆς λί­μνης, καὶ ἦλ­θε στὴ δι­κή του πό­λη, τὴν Κα­περ­να­ούμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου