ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(12 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
Ἀδελφοί,
ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θὸν ὑπὲρ αὐτῶν
εἰς σωτηρίαν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ΄ οὐ
κατ΄ ἐπίγνωσιν· ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν
ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· τέλος γὰρ
νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει
τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν
αὐτῇ. Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ
σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν·
ἤ, Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν.
Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ
σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς
ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ
Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην,
στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
(Ρωμ. ι΄ [10] 1 -
11)
Η ΑΓΑΠΗ CTHN
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
«Ἡ εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας...
ὑπέρ τοῦ Ἰσραήλ
ἐστιν εἰς σωτηρίαν»
Ἀνοίγει τὴν καρδιά του ὁ ἀπόστολος
Παῦλος κι ἀφήνει νὰ ξεχυθεῖ ὁ πλούσιος σὲ αἰσθήματα στοργῆς ἐσωτερικός
του κόσμος. Ἔκδηλη διακρίνουμε τὴ συγκίνησή του καθὼς ἀναφέρεται
στοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἰσραηλίτες ποὺ δὲν πίστεψαν στὸν Μεσσία Χριστὸ
κι ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ πόνο ψυχῆς
γράφει: «Ἡ εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ
τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν», δηλαδή, ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ εὐαρέσκεια
τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ ἀπευθύνω στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες
– παρὰ τὴν ἀπιστία ποὺ δείχνουν – εἶναι νὰ σωθοῦν.
Ὁ ἀποκαλυπτικὸς αὐτὸς λόγος
τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε πῶς ὁ ἀπόστολος
Παῦλος φανέρωνε τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του καὶ πῶς καλούμαστε
κι ἐμεῖς νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη μας αὐτή.
1. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀπ. Παύλου γιὰ τοὺς
συμπατριῶτες του
Μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στέκεται
κανεὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ναί! Ὁ μέγας
Παῦλος ποὺ διέτρεξε ὅλη τὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ διαδώσει τὸ μήνυμα
τοῦ Εὐαγγελίου· αὐτὸς ποὺ διεκήρυξε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑπάρχουν
φυλετικες διακρίσεις· αὐτός, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ποτὲ δὲν ξεχνοῦσε
τὴν πατρίδα του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μὲ σεμνὴ καύχηση ἀνέφερε
συχνὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ἐθνικότητά του: «Ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος
Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ. κα΄ [21] 39,
κβ'[22] 3). Μάλιστα δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀγαπᾶ τοὺς συμπατριῶτες του ἀκόμη
καὶ τότε ποὺ αὐτοὶ τὸν πλήγωναν μὲ τὴν ἀχάριστη συμπεριφορά τους καὶ
τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον του...
Τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ ὅμως
εἶναι ὅτι ἡ ἔντονη ἀγάπη καὶ τὸ διαρκὲς ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς
του τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ γράψει τοὺς ἑξῆς συγκινητικοὺς λόγους: «Ηὐχόμην
γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου,
τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. θ'[9] 3). Δηλαδή: Θὰ εὐχόμουν ἐγώ,
ποὺ τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ χωρισθῶ ἀπὸ
Αὐτὸν γιὰ πάντα, ἐὰν ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό, γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν
μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι φυσικοὶ συγγενεῖς μου.
Αὐτὸ τὸ ἐξαίρετο παράδειγμα
φιλοπατρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ χριστιανικὴ
πίστη δὲν καταργεῖ τὴν ἀγάπη στὴν πατρίδα, ἀλλὰ τῆς δίνει νόημα βαθύτερο
καὶ οὐσιαστικότερο. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὡς πιστοὶ χριστιανοὶ
νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὴν πατρίδα;
2. Ἡ δική μας ἀγάπη στὴν Πατρίδα
Μιὰ λέξη εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει
τὴν ἀγάπη στὴν ὕψιστη μορφή της: ἡ θυσία. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Μείζονα
ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων
αὐτοῦ» (Ἰω. ιε΄[15] 13). Μεγαλύτερη ἀγάπη πρὸς τοὺς φίλους του κανεὶς
δὲν ἔχει ἀπ᾿ αὐτήν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρει καὶ νὰ θυσιάσει τὴ ζωή
του γιὰ χάρη τῶν φίλων του. Ἐφόσον λοιπὸν ἀγαποῦμε τὴν Πατρίδα μας, ὀφείλουμε
νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀναλάβουμε κόπους καὶ δαπάνες γιὰ χάρη τοῦ
κοινοῦ καλοῦ, ἀκόμη καὶ νὰ θυσιάσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ἂν
χρειαστεῖ!
Ἐπιπλέον ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν
Πατρίδα ἐκδηλώνεται καὶ μὲ τὴν προσευχή μας γι᾿ αὐτήν. Ὅπως ὁ ἀπόστολος
Παῦλος ἀπηύθυνε δέηση πρὸς τὸν Θεὸν «ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ», ἔτσι κι ἐμεῖς
ἔχουμε χρέος νὰ προσευχόμαστε θερμὰ γιὰ τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ παρακαλοῦμε
τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ χαρίζει στὸ Ἔθνος μας εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, καὶ – τὸ κυριότερο
– μετάνοια! Ἄλλωστε καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εὔχεται στὴ θεία Λειτουργία
ὄχι μόνο «ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου» ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ «ὑπὲρ τοῦ εὐσεβοῦς
ἡμῶν ἔθνους».
Τέλος, τὴν ἀγάπη μας πρὸς
τὴν Πατρίδα τὴν φανερώνουμε καὶ μὲ τὴν ἐνάρετη καὶ ἁγία ζωή μας. Ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συμβουλεύει σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές
του: «Τὴν πατρίδα τίμησον, καὶ τῇ ἀρετῇ βοήθησον» (ΕΠΕ 7, 52). Εἶναι
τιμὴ καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν πατρίδα νὰ ἀνατρέφει ἀνθρώπους μὲ ἀρετὴ
καὶ ἁγιότητα. Ὅσο ἔχουμε πιστοὺς χριστιανοὺς ποὺ προσεύχονται, μετανοοῦν
καὶ ἀγωνίζονται, τὸ Ἔθνος μας δὲν κινδυνεύει. Θὰ ζεῖ καὶ θὰ μεγαλουργεῖ
μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ.
Βεβαίως δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος
τὸ μοναδικὸ παράδειγμα φιλοπατρίας. Τὸ ἀξεπέραστο πρότυπο καὶ
στὸ θέμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν Πατρίδα εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ
Ὁποῖος κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ δράση του ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον
γιὰ τὴ σωτηρία τῶν συμπατριωτῶν του. Καὶ τὸ πιὸ συγκινητικό: ὅταν
κάποτε ἀντίκρισε τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔκλαψε μὲ λυγμοὺς γι᾿ αὐτήν,
διότι γνώριζε τὸ οἰκτρὸ τέλος ποὺ θὰ εἶχε ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας
της...
Ἂς ἀναλογιστοῦμε κι ἐμεῖς
τὴν εὐθύνη μας κι ἂς ἀφήσουμε τὸ δάκρυ καὶ τὸν στεναγμό μας νὰ γίνουν
προσευχὴ θερμὴ πρὸς τὸν παντοδύναμο καὶ πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ κάνει
καὶ πάλι τὸ θαῦμα του καὶ νὰ σώσει τὸ Ἔθνος μας. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη μας
ἐλπίδα!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ
εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι,
ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ
παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν, λέγοντες· Τί ἡμῖν
καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;
Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ
ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες, ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην
τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ
εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον·
καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων.
Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἰδόντες
αὐτὸν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν
εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
(Ματθ. η΄[8] 28 – θ΄[9] 1)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ, ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε στὴν ἀπέναντι ὄχθη, στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν,
τὸν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνήματα ποὺ ὑπῆρχαν
ἐκεῖ, στὰ ὁποῖα εὐχαριστιοῦνταν νὰ κατοικοῦν. Ἦταν καὶ οἱ δύο ἐπιθετικοὶ
καὶ πολὺ ἐπικίνδυνοι· τόσο, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ περάσει ἀπ᾿
τὸν δρόμο ἐκεῖνο. Καὶ ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κραύγασαν δυνατὰ καὶ εἶπαν: Ποιὰ σχέση
ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ
πρόωρα, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παγκόσμιας κρίσεως, γιὰ νᾶ μᾶς βασανίσεις;
Στὸ μεταξὺ ὑπῆρχε μακριὰ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἕνα κοπάδι μὲ πολλοὺς χοίρους,
ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ. Οἱ δαίμονες τότε ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν λέγοντας:
Ἐὰν πρόκειται νὰ μᾶς βγάλεις ἔξω ἀπὸ ἐδῶ, δῶσ᾿ μας τὴν ἄδεια νὰ φύγουμε
καὶ νὰ μποῦμε μέσα στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔτρεφαν
τοὺς χοίρους τὸ ἔκαναν αὐτὸ παραβαίνοντας τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ ἀπαγόρευε
ὡς ἀκάθαρτο τὸ χοιρινὸ κρέας, ὁ Κύριος τιμωρώντας τὴν παρανομία
τους αὐτὴ εἶπε στοὺς δαίμονες: Πηγαίνετε. Κι αὐτοὶ βγῆκαν ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ πῆγαν στοὺς χοίρους. Καὶ ξαφνικὰ ὅλο τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ὄρμησε
μὲ μανία ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ γκρεμοῦ πρὸς τὰ κάτω, στὴ θάλασσα,
καὶ πνίγηκαν στὰ νερὰ τῆς λίμνης. Τότε ἐκεῖνοι ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους
ἔφυγαν, κι ἀφοῦ πῆγαν στὴν πόλη, ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔγιναν, καὶ ἰδιαιτέρως
τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Καὶ τότε ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως
βγῆκαν γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ· κι ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν
νὰ φύγει ἀπὸ τὰ σύνορά τους, ἀπὸ φόβο μήπως πάθουν καὶ μεγαλύτερα
κακά. Καὶ ἀφοῦ μπῆκε σ' ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης,
καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη, τὴν Καπερναούμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου