Ἕνα ζῶο μᾶς διδάσκει!
Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ
προχωροῦσε σταθερὰ πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς νικηφόρες
μάχες ἐναντίον διαφόρων λαῶν καὶ πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς μακρόχρονης
πορείας του πρὸς τὴ γῆ Χαναάν, στρατοπέδευσε σὲ μιὰ ἔρημο ἀνατολικά
του Ἰορδάνου, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ.
Ἐκεῖ βασίλευε
ὁ Βαλάκ, βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν. Αὐτὸς βλέποντας ἕναν ξένο λαὸ νὰ εἰσέρχεται
στὰ ὅρια τῆς ἐξουσίας του, ἀντέδρασε. Κάλεσε σὲ συμμαχία τοὺς Μαδιανίτες.
Ὁ φόβος του ὅμως μεγάλωσε, ὅταν ἔφτασαν στὰ αὐτιά του οἱ εἰδήσεις γιὰ
τὴν ἥττα τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀμοραίων Σηών, ὅπως καὶ τοῦ βασιλιᾶ τῆς γὴς Βασὰν
Ὤγ, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ἀπόγονος τῶν λεγόμενων γιγάντων!
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ συνάψει
εἰρήνη μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ περάσουν εἰρηνικὰ
ἀπὸ τὸ βασίλειό του, αὐτὸς ἐπέλεξε νὰ τοὺς πολεμήσει, καὶ μάλιστα ὄχι
μὲ ὄπλα, ἀλλὰ μὲ μάγια καὶ μὲ κατάρες.
Τί ἔκανε λοιπόν;
Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ καλέσουν τὸν μάγο Βαλαὰμ ἀπὸ τὴ Φαθουρὰ τῆς Μεσοποταμίας,
ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ μάγια του καὶ τὶς κατάρες του θὰ δώσει θάρρος στοὺς
φοβισμένους στρατιῶτες του καὶ θὰ κατατροπώσει ἀμαχητὶ τὸν λαὸ τοῦ
Θεοῦ.
Ἤξερε ὁ βασιλιὰς
τὴν ἀδυναμία τοῦ μάγου καὶ ψευδοπροφήτη Βαλαὰμ στὸ χρῆμα καὶ στὰ δῶρα.
Ἔτσι στέλνει ἀνθρώπους του γεμάτους μὲ δῶρα γιὰ νὰ τὸν φέρουν στὴ Μωάβ.
Ὁ μάγος λυγίζει μπροστὰ στὰ πλούσια δῶρα. Βάζει τοὺς ἐπισκέπτες του νὰ
ξεκουρασθοΰν, προκειμένου τὸ πρωὶ νὰ τοὺς πεῖ τί πρόκειται νὰ κάνουν.
Τὴ νύχτα ὅμως καθ᾿ ὕπνον ἐπισκέπτεται τὸν Βαλαὰμ ὁ Θεός. Ὁ ἀληθινός,
ὁ παντοδύναμος Θεός. Αὐτὸς τὸν Ὁποῖο ἀγνοοῦσε ὁ Βαλαάμ. Στὸν διάλογο
ποὺ ἀκολούθησε, ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ξυπνήσει τὴν κοιμισμένη συνείδηση
τοῦ ψευδοπροφήτη. Ἔτσι ὁ Βαλαὰμ γεμάτος φόβο ἀρνεῖται νὰ ἀκολουθήσει
τοὺς ἀπεσταλμένους. Ὁ Θεός, ὅπως τοὺς εἶπε, δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τοὺς ἀκολουθήσει
στὴ Μωάβ. Ἔτσι οἱ ἀπεσταλμένοι ἔφυγαν ἄπρακτοι.
Ὁ βασιλιὰς Βαλὰκ
ὅμως δὲν τὸ βάζει κάτω. Ὅλες οἱ ἐλπίδες του στηρίζονται στὴ δύναμη τοῦ
μάγου. Στέλνει λοιπὸν νέα ἀντιπροσωπεία, ἀσφαλῶς μὲ περισσότερα
δῶρα, γιὰ νὰ κολακεύσει τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλοχρηματία τοῦ ψευδοπροφήτη.
Ὁ Βαλαὰμ στὴν ἀρχὴ
βλέποντας τὴν ἀντιπροσωπεία ἀρνεῖται νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Δελεάζεται
ὅμως καὶ πάλι ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ τοὺ ἔχουν φέρει καὶ θέλει νὰ τοὺς ἀκολουθήσει
παραβαίνοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ὑποχωρητικότητά
του καὶ τὴ φιλοχρηματία του, συγκαταβαίνει στὸ αἴτημα τοῦ Βαλαάμ.
Τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πάει, ὅμως τοῦ δίνει ξεκάθαρη ἐντολὴ νὰ πεῖ μόνο ὅ,τι
Ἐκεῖνος θὰ βάλει στὸ στόμα του.
Ἡ ὁδηγία αὐτὴ
τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἑρμηνευτές, δὲν ἦταν ἀπόδειξη τῆς εὐμένειάς
Του, οὔτε ἔκφραση τοῦ θελήματός Του. Ἀλλὰ ἦταν παραχώρηση.
Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ ὁ
Βαλαὰμ ξεκινᾶ τὸ ταξίδι του πρὸς τὴ Μωάβ, στὸν δρόμο συμβαίνει ἕνα
συνταρακτικὸ γεγονός: Ἄγγελος Κυρίου μὲ προτεταμένο τὸ ξίφος
φράσσει τὸν δρόμο ποὺ θὰ περνοῦσε ὁ Βαλαάμ. Τὸν Ἄγγελο ὅμως, τὸν βλέπει
μόνο τὸ γαϊδουράκι τοῦ Βαλαάμ, τὸ ὁποῖο ἀναγκάζεται, γιὰ νὰ ἀποφύγει
τὸ ἐμπόδιο τοῦ Ἀγγέλου, νὰ ξεστρατίσει καὶ νὰ πάει μέσα ἀπὸ τὰ χωράφια.
Ὁ Βαλαὰμ δὲν καταλαβαίνει κι ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ τὸ ζῶο γιὰ νὰ τὸ ἐπαναφέρει
στὸν δρόμο. Ἀλλὰ ξανὰ μπροστά τους ὁ Ἄγγελος. Τὸ ζῶο προσπαθεῖ νὰ τὸν προσπεράσει.
Στριμώχνεται στὸν φράχτη καὶ στὸν τοῖχο, γδέρνοντας τὸ πόδι τοῦ Βαλαάμ.
Ἐκεῖνος ξαναχτυπᾶ τὸ ζῶο μὲ θυμό. Προχωροῦν, ἀλλὰ καὶ πάλι, γιὰ τρίτη
φορὰ μπροστὰ στὸν δρόμο τους ὁ Ἄγγελος. Τώρα ὅμως ἔχει φράξει γιὰ τὰ καλὰ
τὸν δρόμο. Τὸ ζῶο δὲν ἔχει ἀπὸ ποῦ νὰ περάσει. Γονατίζει καὶ κάθεται.
Ὁ Βαλαὰμ τὸ χτυπᾶ γιὰ τρίτη φορά.
Τότε συμβαίνει
κάτι τὸ θαυμαστό: Τὸ γαϊδουράκι διαμαρτύρεται! Ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸ
τρόπο ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ ζώου: «Τί σοῦ ἔκανα καὶ μὲ χτύπησες τρεῖς φορές;»
«Σὲ χτυπῶ γιατί μὲ περιπαίζεις», ἀπαντᾶ ὁ ψευδοπροφήτης, σὰν νὰ μιλᾶ
μὲ ἄνθρωπο. «Ἂν εἶχα μαζί μου μαχαίρι, θὰ σὲ εἶχα σκοτώσει». «Γιατί μοῦ
συμπεριφέρεσαι ἔτσι;», λέει μὲ παράπονο τὸ ἄλογο ζῶο. «Δὲν εἶμαι τὸ
γαϊδουράκι ποὺ τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ ἀδιαμαρτύρητα;»
Τότε ὁ Θεὸς ἄνοιξε
τὰ μάτια τοῦ Βαλαὰμ καὶ εἶδε μπροστά του τὸν Ἄγγελο! Γεμάτος φόβο ἔπεσε
μὲ τὸ πρόσωπο στὸ χῶμα καὶ προσκύνησε τὸν Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ.
Ἔφτασαν στὴ Μωάβ,
ἀλλὰ παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες προσπάθειες τοῦ βασιλιὰ Βαλὰκ νὰ ἀποσπάσει
τὶς κατάρες τοῦ μάγου κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐκεῖνος, ὁ Βαλαάμ, πειθαρχώντας
στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν Ἰσραήλ. «Ἐνῶ ἦταν ψευδοπροφήτης»,
ὅπως θὰ πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἐνήργησε σὲ αὐτὸν ἡ θεία Χάρις γιὰ
τὴν ὠφέλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ».
Κι ὄχι ἁπλῶς εὐλόγησε
τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν τρίτη προφητεία ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη του,
προφήτευσε ὅτι ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ θὰ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι,
θὰ προέλθει δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ νικήσει καὶ θὰ γίνει Κύριος
πολλῶν ἐθνῶν, ἡ δὲ Βασιλεία Του θὰ εἶναι πανίσχυρη καὶ σὲ ἔκταση καὶ
σὲ δύναμη.
Αὐτὴ ἡ προφητεία
γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία, ποὺ θὰ ἀνατείλει σὰν ἀστέρι, ἦταν ποὺ ὁδήγησε
αἰῶνες ἀργότερα τὰ βήματα τῶν Μάγων τῆς Ἀνατολῆς στὴ Βηθλεέμ, σὲ προσκύνηση
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Παράδοξη καὶ διδακτικὴ
ἡ διήγηση ἀπὸ τὸ 22ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Ἀριθμῶν. Προκαλεῖ
πραγματικὰ ἔκπληξη μὲ πόσους τρόπους ἐκδήλωσε ὁ Θεὸς τὴν ἀγάπη Του
γιὰ νὰ προστατεύσει τὸν λαό Του, ποὺ ἐπὶ 40 χρόνια περιπλανιόταν στὴν
ἔρημο μέχρι νὰ φθάσει στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας!
Βάζει τὸν βασιλιὰ
Βαλὰκ νὰ προσπαθήσει νὰ νικήσει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ὄχι μὲ ὅπλα, ἀλλὰ μὲ
μαγγανεῖες. Βάζει ἕναν ψευδοπροφήτη ἀντὶ νὰ καταρασθεῖ τὸν λαό Του,
νὰ τὸν εὐλογήσει. Δίνει ἀνθρώπινη λαλιὰ σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι γιὰ νὰ ὁμολογήσει
κι ἐκεῖνο τὸ ἄλογο ζῶο τὸ θέλημά Του. Ἀλλὰ καὶ μὲ πόσους ἄλλους τρόπους
ἐκδήλωσε ὁ Θεὸς τὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν λαό Του κατὰ τὴ μακραίωνη ἱστορία
του!
Αὐτὴ τὴν εὔνοια
καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γευόμαστε καὶ ἐμεῖς καθημερινὰ στὴ ζωή μας. Ἄλλοτε
τὴν αἰσθανόμαστε καὶ τὴ συνειδητοποιοῦμε, ἄλλοτε περνᾶ ἀπαρατήρητη.
Ὅλοι ὅμως, παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας, ἔχουμε δεχθεῖ πλουσιοπάροχα
καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ἀγάπη Του, ὅπως Ἐκεῖνος τὴν ἐπιδαψιλεύει
στὴ ζωή μας.
Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια
ἂς γίνεται αἰτία δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας στὸ πανάγιο Ὄνομά Του,
γιὰ τὶς πολλὲς κρυφὲς ἢ φανερὲς δωρεές Του ποὺ ἀπολαμβάνουμε στὴ ζωή
μας.
Περιοδικὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθμ. 2225, 15 Ἰουλίου 2020, σελ. 319-320
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου