Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Ἕ­να ζῶ­ο μᾶς δι­δά­σκει!


Ἕ­να ζῶ­ο μᾶς δι­δά­σκει!

λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ προ­χω­ροῦ­σε στα­θε­ρὰ πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας. Με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὲς νι­κη­φό­ρες μά­χες ἐ­ναν­τί­ον δι­α­φό­ρων λα­ῶν καὶ πρὸς τὸ τέ­λος αὐ­τῆς τῆς μα­κρό­χρο­νης πο­ρεί­ας του πρὸς τὴ γῆ Χα­να­άν, στρα­το­πέ­δευ­σε σὲ μιὰ ἔ­ρη­μο ἀ­να­το­λι­κά του Ἰ­ορ­δά­νου, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρι­χώ.
Ἐ­κεῖ βα­σί­λευ­ε ὁ Βα­λάκ, βα­σι­λιὰς τῶν Μω­α­βι­τῶν. Αὐ­τὸς βλέ­πον­τας ἕ­ναν ξέ­νο λα­ὸ νὰ εἰ­σέρ­χε­ται στὰ ὅ­ρια τῆς ἐ­ξου­σί­ας του, ἀν­τέ­δρα­σε. Κά­λε­σε σὲ συμ­μα­χί­α τοὺς Μα­δι­α­νί­τες. Ὁ φό­βος του ὅ­μως με­γά­λω­σε, ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὰ αὐ­τιά του οἱ εἰ­δή­σεις γιὰ τὴν ἥτ­τα τοῦ βα­σι­λιᾶ τῶν Ἀ­μο­ραί­ων Ση­ών, ὅ­πως καὶ τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς γὴς Βασὰν Ὤγ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν καὶ ἀ­πό­γο­νος τῶν λε­γό­με­νων γι­γάν­των!
Ἀν­τὶ λοι­πὸν νὰ συ­νά­ψει εἰ­ρή­νη μὲ τὸν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὸ λα­ὸ καὶ νὰ τοὺς ἀ­φή­σει νὰ πε­ρά­σουν εἰ­ρη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ βα­σί­λει­ό του, αὐ­τὸς ἐ­πέ­λε­ξε νὰ τοὺς πο­λε­μή­σει, καὶ μά­λι­στα ὄ­χι μὲ ὄ­πλα, ἀλ­λὰ μὲ μά­για καὶ μὲ κα­τά­ρες.
Τί ἔ­κα­νε λοι­πόν; Ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ νὰ κα­λέ­σουν τὸν μά­γο Βα­λα­ὰμ ἀ­πὸ τὴ Φα­θου­ρὰ τῆς Με­σο­πο­τα­μί­ας, ἐλ­πί­ζον­τας ὅ­τι μὲ τὰ μά­για του καὶ τὶς κα­τά­ρες του θὰ δώ­σει θάρ­ρος στοὺς φο­βι­σμέ­νους στρα­τι­ῶ­τες του καὶ θὰ κα­τα­τρο­πώ­σει ἀ­μα­χη­τὶ τὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ.
Ἤ­ξε­ρε ὁ βα­σι­λιὰς τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ μά­γου καὶ ψευ­δο­προ­φή­τη Βα­λα­ὰμ στὸ χρῆ­μα καὶ στὰ δῶ­ρα. Ἔ­τσι στέλ­νει ἀν­θρώ­πους του γε­μά­τους μὲ δῶ­ρα γιὰ νὰ τὸν φέ­ρουν στὴ Μω­άβ. Ὁ μά­γος λυ­γί­ζει μπρο­στὰ στὰ πλού­σια δῶ­ρα. Βά­ζει τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες του νὰ ξε­κου­ρα­σθο­ΰν, προ­κει­μέ­νου τὸ πρω­ὶ νὰ τοὺς πεῖ τί πρό­κει­ται νὰ κά­νουν. Τὴ νύ­χτα ὅ­μως καθ᾿ ὕ­πνον ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τὸν Βα­λα­ὰμ ὁ Θε­ός. Ὁ ἀ­λη­θι­νός, ὁ παν­το­δύ­να­μος Θε­ός. Αὐ­τὸς τὸν Ὁ­ποῖ­ο ἀ­γνο­οῦ­σε ὁ Βα­λα­άμ. Στὸν δι­ά­λο­γο ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε, ὁ Θε­ὸς θέ­λη­σε νὰ ξυ­πνή­σει τὴν κοι­μι­σμέ­νη συ­νεί­δη­ση τοῦ ψευ­δο­προ­φή­τη. Ἔ­τσι ὁ Βα­λα­ὰμ γε­μά­τος φό­βο ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους. Ὁ Θε­ός, ὅ­πως τοὺς εἶ­πε, δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σει στὴ Μω­άβ. Ἔ­τσι οἱ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι ἔ­φυ­γαν ἄ­πρα­κτοι.
Ὁ βα­σι­λιὰς Βα­λὰκ ὅ­μως δὲν τὸ βά­ζει κά­τω. Ὅ­λες οἱ ἐλ­πί­δες του στη­ρί­ζον­ται στὴ δύ­να­μη τοῦ μά­γου. Στέλ­νει λοι­πὸν νέ­α ἀν­τι­προ­σω­πεί­α, ἀ­σφα­λῶς μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρα δῶ­ρα, γιὰ νὰ κο­λα­κεύ­σει τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ καὶ τὴ φι­λο­χρη­μα­τί­α τοῦ ψευ­δο­προ­φή­τη.
Ὁ Βα­λα­ὰμ στὴν ἀρ­χὴ βλέ­πον­τας τὴν ἀν­τι­προ­σω­πεί­α ἀρ­νεῖ­ται νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σει. Δε­λε­ά­ζε­ται ὅ­μως καὶ πά­λι ἀ­πὸ τὰ δῶ­ρα ποὺ τοὺ ἔ­χουν φέ­ρει καὶ θέ­λει νὰ τοὺς ἀ­κο­λου­θή­σει πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ός, βλέ­πον­τας τὴν ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά του καὶ τὴ φι­λο­χρη­μα­τί­α του, συγ­κα­τα­βαί­νει στὸ αἴ­τη­μα τοῦ Βα­λα­άμ. Τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ πά­ει, ὅ­μως τοῦ δί­νει ξε­κά­θα­ρη ἐν­το­λὴ νὰ πεῖ μό­νο ὅ,τι Ἐ­κεῖ­νος θὰ βά­λει στὸ στό­μα του.
Ἡ ὁ­δη­γί­α αὐ­τὴ τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως μᾶς λέ­νε οἱ ἑρ­μη­νευ­τές, δὲν ἦ­ταν ἀ­πό­δει­ξη τῆς εὐ­μέ­νειάς Του, οὔ­τε ἔκ­φρα­ση τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν πα­ρα­χώ­ρη­ση.
Γι᾿ αὐ­τό, ἐ­νῶ ὁ Βα­λα­ὰμ ξε­κι­νᾶ τὸ τα­ξί­δι του πρὸς τὴ Μω­άβ, στὸν δρό­μο συμ­βαί­νει ἕ­να συν­τα­ρα­κτι­κὸ γε­γο­νός: Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου μὲ προ­τε­τα­μέ­νο τὸ ξί­φος φράσ­σει τὸν δρό­μο ποὺ θὰ περ­νοῦ­σε ὁ Βα­λα­άμ. Τὸν Ἄγ­γε­λο ὅ­μως, τὸν βλέ­πει μό­νο τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι τοῦ Βα­λα­άμ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­ναγ­κά­ζε­ται, γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὸ ἐμ­πό­διο τοῦ Ἀγ­γέ­λου, νὰ ξε­στρα­τί­σει καὶ νὰ πά­ει μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χω­ρά­φια. Ὁ Βα­λα­ὰμ δὲν κα­τα­λα­βαί­νει κι ἀρ­χί­ζει νὰ χτυ­πᾶ τὸ ζῶ­ο γιὰ νὰ τὸ ἐ­πα­να­φέ­ρει στὸν δρό­μο. Ἀλ­λὰ ξα­νὰ μπρο­στά τους ὁ Ἄγ­γε­λος. Τὸ ζῶ­ο προ­σπα­θεῖ νὰ τὸν προ­σπε­ρά­σει. Στρι­μώ­χνε­ται στὸν φρά­χτη καὶ στὸν τοῖ­χο, γδέρ­νον­τας τὸ πό­δι τοῦ Βα­λα­άμ. Ἐ­κεῖ­νος ξα­να­χτυ­πᾶ τὸ ζῶ­ο μὲ θυ­μό. Προ­χω­ροῦν, ἀλ­λὰ καὶ πά­λι, γιὰ τρί­τη φο­ρὰ μπρο­στὰ στὸν δρό­μο τους ὁ Ἄγ­γε­λος. Τώ­ρα ὅ­μως ἔ­χει φρά­ξει γιὰ τὰ κα­λὰ τὸν δρό­μο. Τὸ ζῶ­ο δὲν ἔ­χει ἀ­πὸ ποῦ νὰ πε­ρά­σει. Γο­να­τί­ζει καὶ κά­θε­ται. Ὁ Βα­λα­ὰμ τὸ χτυ­πᾶ γιὰ τρί­τη φο­ρά.
Τό­τε συμ­βαί­νει κά­τι τὸ θαυ­μα­στό: Τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται! Ὁ Θε­ὸς μὲ θαυ­μα­στὸ τρό­πο ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα τοῦ ζώ­ου: «Τί σοῦ ἔ­κα­να καὶ μὲ χτύ­πη­σες τρεῖς φο­ρές;» «Σὲ χτυ­πῶ για­τί μὲ πε­ρι­παί­ζεις», ἀ­παν­τᾶ ὁ ψευ­δο­προ­φή­της, σὰν νὰ μι­λᾶ μὲ ἄν­θρω­πο. «Ἂν εἶ­χα μα­ζί μου μα­χαί­ρι, θὰ σὲ εἶ­χα σκο­τώ­σει». «Για­τί μοῦ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι ἔ­τσι;», λέ­ει μὲ πα­ρά­πο­νο τὸ ἄ­λο­γο ζῶ­ο. «Δὲν εἶ­μαι τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι ποὺ τό­σα χρό­νια σὲ ὑ­πη­ρε­τῶ ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα;»
Τό­τε ὁ Θε­ὸς ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια τοῦ Βα­λα­ὰμ καὶ εἶ­δε μπρο­στά του τὸν Ἄγ­γε­λο! Γε­μά­τος φό­βο ἔ­πε­σε μὲ τὸ πρό­σω­πο στὸ χῶ­μα καὶ προ­σκύ­νη­σε τὸν Ἄγ­γε­λο τοῦ Θε­οῦ.
Ἔ­φτα­σαν στὴ Μω­άβ, ἀλ­λὰ πα­ρὰ τὶς ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες προ­σπά­θει­ες τοῦ βα­σι­λιὰ Βα­λὰκ νὰ ἀ­πο­σπά­σει τὶς κα­τά­ρες τοῦ μά­γου κα­τὰ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, ἐ­κεῖ­νος, ὁ Βα­λα­άμ, πει­θαρ­χών­τας στὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ εὐ­λό­γη­σε τὸν Ἰσ­ρα­ήλ. «Ἐ­νῶ ἦ­ταν ψευ­δο­προ­φή­της», ὅ­πως θὰ πεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, «ἐ­νήρ­γη­σε σὲ αὐ­τὸν ἡ θεί­α Χά­ρις γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ».
Κι ὄ­χι ἁ­πλῶς εὐ­λό­γη­σε τὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ στὴν τρί­τη προ­φη­τεί­α ποὺ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὰ χεί­λη του, προ­φή­τευ­σε ὅ­τι ἀ­πὸ τὸν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὸ λα­ὸ θὰ ἀ­να­τεί­λει ἕ­να ἀ­στέ­ρι, θὰ προ­έλ­θει δη­λα­δὴ ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ποὺ θὰ νι­κή­σει καὶ θὰ γί­νει Κύ­ριος πολ­λῶν ἐ­θνῶν, ἡ δὲ Βα­σι­λεί­α Του θὰ εἶ­ναι πα­νί­σχυ­ρη καὶ σὲ ἔ­κτα­ση καὶ σὲ δύ­να­μη.
Αὐ­τὴ ἡ προ­φη­τεί­α γιὰ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Μεσ­σί­α, ποὺ θὰ ἀ­να­τεί­λει σὰν ἀ­στέ­ρι, ἦ­ταν ποὺ ὁ­δή­γη­σε αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα τὰ βή­μα­τα τῶν Μά­γων τῆς Ἀ­να­το­λῆς στὴ Βη­θλε­έμ, σὲ προ­σκύ­νη­ση τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Θε­οῦ.
Πα­ρά­δο­ξη καὶ δι­δα­κτι­κὴ ἡ δι­ή­γη­ση ἀ­πὸ τὸ 22ο κε­φά­λαι­ο τοῦ βι­βλί­ου τῶν Ἀ­ριθ­μῶν. Προ­κα­λεῖ πραγ­μα­τι­κὰ ἔκ­πλη­ξη μὲ πό­σους τρό­πους ἐκ­δή­λω­σε ὁ Θε­ὸς τὴν ἀ­γά­πη Του γιὰ νὰ προ­στα­τεύ­σει τὸν λα­ό Του, ποὺ ἐ­πὶ 40 χρό­νια πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν στὴν ἔ­ρη­μο μέ­χρι νὰ φθά­σει στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας!
Βά­ζει τὸν βα­σι­λιὰ Βα­λὰκ νὰ προ­σπα­θή­σει νὰ νι­κή­σει τὸν λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ ὄ­χι μὲ ὅ­πλα, ἀλ­λὰ μὲ μαγ­γα­νεῖ­ες. Βά­ζει ἕ­ναν ψευ­δο­προ­φή­τη ἀν­τὶ νὰ κα­τα­ρα­σθεῖ τὸν λα­ό Του, νὰ τὸν εὐ­λο­γή­σει. Δί­νει ἀν­θρώ­πι­νη λα­λιὰ σ᾿ ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι γιὰ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει κι ἐ­κεῖ­νο τὸ ἄ­λο­γο ζῶ­ο τὸ θέ­λη­μά Του. Ἀλ­λὰ καὶ μὲ πό­σους ἄλ­λους τρό­πους ἐκ­δή­λω­σε ὁ Θε­ὸς τὴν ἀ­γά­πη Του πρὸς τὸν λα­ό Του κα­τὰ τὴ μα­κραί­ω­νη ἱ­στο­ρί­α του!
Αὐ­τὴ τὴν εὔ­νοι­α καὶ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ γευ­ό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς κα­θη­με­ρι­νὰ στὴ ζω­ή μας. Ἄλ­λο­τε τὴν αἰ­σθα­νό­μα­στε καὶ τὴ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με, ἄλ­λο­τε περ­νᾶ ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τη. Ὅ­λοι ὅ­μως, πα­ρὰ τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μας, ἔ­χου­με δε­χθεῖ πλου­σι­ο­πά­ρο­χα καὶ μὲ πολ­λοὺς τρό­πους τὴν ἀ­γά­πη Του, ὅ­πως Ἐ­κεῖ­νος τὴν ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­ει στὴ ζω­ή μας.
Αὐ­τὴ ἡ με­γά­λη ἀ­λή­θεια ἂς γί­νε­ται αἰ­τί­α δο­ξο­λο­γί­ας καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ας στὸ πα­νά­γιο Ὄ­νο­μά Του, γιὰ τὶς πολ­λὲς κρυ­φὲς ἢ φα­νε­ρὲς δω­ρε­ές Του ποὺ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με στὴ ζω­ή μας.

Πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀ­ριθμ. 2225, 15 Ἰ­ου­λί­ου 2020, σελ. 319-320

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου