Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ (Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ

(Τε­λώ­νου και Φα­ρι­σαί­ου)

(25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2024)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ε΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς. καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καί αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καὶ ἐστὲ σκυθρωποί; Ἀποκριθείς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν·΄ Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ, Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ. Ἀλλά γε οὖν σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὂρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν, διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς Γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως, καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

(Λουκ. κδ΄[24]  12 – 35)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.  13 Καί ἰδού, τήν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σέ κάποιο χωριό πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἑξήντα στάδια, ἕντεκα περίπου χιλιόμετρα. Καί τό χωριό αὐτό ὀνομαζόταν Ἐμμαούς.  14 Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα αὐτά πού εἶχαν συμβεῖ· δηλαδή γιά τά περιστατικά τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί γιά τά ὅσα ἀνήγγειλαν οἱ μυροφόρες στούς μαθητές.  15 Καθώς ὅμως αὐτοί μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί προχωροῦσε μαζί τους.  16 Τά μάτια τους ὅμως ἦταν κρατημένα γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσουν. Κι αὐτό συνέβαινε εἴτε διότι ἡ μορφή τοῦ ἀναστημένου Κυρίου εἶχε τήν ὥρα ἐκείνη ἀλλάξει, εἴτε διότι ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά τόν ἀναγνωρίσουν.  17 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας καθώς περπατᾶτε, καί εἶστε σκυθρωποί;  18 Τότε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ μόνο ἀπ᾿ τούς ξένους πού ἦλθαν τό Πάσχα νά προσκυνήσουν διαμένεις στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν στήν πόλη αὐτή τίς ἡμέρες αὐτές;  19 Ποιά; τούς ρώτησε. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, πού ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ.  20 Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιό τρόπο τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί τόν σταύρωσαν;  21 Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ καί νά ἀποκαταστήσει τό βασίλειό του. Ἀλλά ἡ ἐλπίδα μας αὐτή κλονίστηκε, διότι ἐκτός ἀπό τή σταύρωσή του κι ἀπ᾿ ὅλα τά ἄλλα πού ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά, καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας.  22 Ἀλλά καί κάτι ἄλλο πού στό μεταξύ ἔγινε, αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές δηλαδή γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας, τόν κύκλο δηλαδή τῶν πιστῶν μαθητῶν του, μᾶς γέμισαν μέ ἔκπληξη. Διότι πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο  23 καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα του. Ἦλθαν λοιπόν καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.  24 Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή βρῆκαν ἀνοιχτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν τόν εἶδαν.  25 Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στούς δύο μαθητές: Ὤ ἄνθρωποι πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες!  26 Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπ᾿ τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα του; Ἡ δόξα του αὐτή ἄρχισε μέ τήν ἀνάστασή του καί θά τελειωθεῖ μέ τήν ἀνάληψή του.  27 Κι ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τίς προφητεῖες καί τίς προεικονίσεις πού περιέχονται στά βιβλία τοῦ Μωυσῆ, κατόπιν τούς ἀνέφερε ἀπ᾿ ὅλους τούς προφῆτες τά χωρία πού μιλοῦν γιά τόν Μεσσία. Καί στή συνέχεια τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν ἑαυτό του.  28 Κάποτε πλησίασαν στό χωριό πού σκόπευαν νά πᾶνε οἱ δύο μαθητές. Τότε αὐτός προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά. Καί πραγματικά θά τούς ἀποχωριζόταν, ἐάν αὐτοί δέν ἐπέμεναν νά τόν κρατήσουν.  29 Ἀλλά αὐτοί τόν πίεζαν καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδιάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό χωριό τους κι ἔπειτα στό σπίτι γιά νά μείνει μαζί τους.  30 Καί τότε συνέβη αὐτό: Ὅταν αὐτός ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζε νά κάνει πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδινε.  31 Ὅταν ὅμως αὐτοί εἶδαν τήν εὐλογία καί τόν τεμαχισμό τοῦ ἄρτου νά γίνεται μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλός τους, τότε καί μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν ἀναγνώρισαν ξεκάθαρα. Ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κι αὐτός ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους.  32 Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως;  33 Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους,  34 κι ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίσθηκε στό Σίμωνα Πέτρο.  35 Τότε κι αὐτοί οἱ δύο ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΓ΄ Ε­πι­στο­λών)

  Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πα­ρη­κο­λο­ύ­θη­κάς μου τ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, τ ἀ­γω­γῇ, τ προ­θέ­σει, τ πί­στει, τ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ, τ ἀ­γά­πῃ, τ ὑ­πο­μο­νῇ, τος δι­ωγ­μοῖς, τος πα­θή­μα­σιν, οἷά μοι ἐ­γέ­νον­το ἐν Ἀν­τι­ο­χε­ί­ᾳ, ν Ἰ­κο­νί­ῳ, ν Λστροις, οἵ­ους δι­ωγ­μοὺς ὑ­πή­νεγ­κα! κα κ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κριος. καπάν­τες δ ο θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζν ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται· πο­νη­ροὶ δ ἄν­θρω­ποι κα γό­η­τες προ­κό­ψου­σιν ἐ­πὶ τ χεῖ­ρον, πλα­νῶν­τες κα πλα­νώ­με­νοι. σ δ μέ­νε ν ος ἔ­μα­θες κα ἐ­πι­στώ­θης, εἰ­δὼς πα­ρὰ τί­νος ἔ­μα­θες, κα ὅ­τι ἀ­πὸ βρέ­φους τ ἱ­ε­ρὰ γράμ­μα­τα οἶ­δας, τ δυ­νά­με­νά σε σο­φί­σαι ες σω­τη­ρί­αν δι­ὰ πί­στε­ως τς ν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.             

            (Β΄ Τι­μοθ. γ΄ [3] 10 – 15)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. ΟΙ Δ­Ι­Ω­Γ­Μ­ΟΙ Τ­ΩΝ Ε­Υ­Σ­Ε­Β­ΩΝ

Σ­τ­ὴν ἀρχὴ τῆς κ­α­τ­α­ν­υ­κ­τ­ι­κ­ῆς π­ε­ρ­ι­ό­δ­ου τοῦ Τριωδίου,  σ­τὸ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­ν­άγνωσμα ποὺ ἀκούγεται σ­τ­ο­ὺς ν­α­ο­ύς μ­ας τ­ὴν Κ­υριακὴ τοῦ Τελώνου καί Φ­α­ρ­ι­σ­α­ί­ου κ­αὶ π­ρ­ο­έ­ρ­χ­ε­τ­αι ἀπὸ τὴ Δευτέρα ἐ­π­ι­σ­τ­ο­λὴ τοῦ ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ου Π­α­ύ­λ­ου πρὸς τ­ὸ μ­α­θ­η­τή τ­ου Τ­ι­μ­ό­θ­εο, ὁ μ­έ­γ­ας Ἀπόστολος δ­ι­α­τ­υ­π­ώ­ν­ει ἕ­να π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ ν­ό­μο. Τί λέγει; Λ­έ­γ­ει ὅτι ὅλοι, ὅσοι θ­έ­λ­ο­υν νὰ ζοῦν μέ εὐσέβεια καὶ πίστη ­σ­τ­ὸν Ἰησοῦ Χ­ρ­ι­σ­τό, θά ὑποστοῦν διωγμούς. «Π­ά­ν­τ­ες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῇν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ δι­ω­χ­θ­ή­σ­ο­ν­τ­αι».

Ποιὸς ὅμως ὑ­π­ο­κ­ι­ν­εῖ τ­ο­ὺς δ­ι­ω­γ­μ­ο­ύς, γιατὶ τὸ κάνει, τί ε­ἴ­δ­ο­υς δ­ι­ω­γ­μ­οὶ ε­ἶ­ν­αι α­ὐ­τ­οί, ὁ Ἀπόστολος δὲν τὸ δ­ι­ε­υ­κ­ρ­ι­ν­ί­ζ­ει. Δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι ὅμως δ­ύ­σ­κ­ο­λο νὰ τὸ κ­α­τ­α­λ­ά­β­ο­υ­με.

Ὁ Δ­ι­α­β­ο­λ­ος φ­υ­σ­ι­κὰ ὑ­π­ο­κ­ι­ν­εῖ τ­ο­ὺς δ­ι­ω­γ­μ­ο­ύς, εἴτε μ­ό­ν­ος τ­ου ε­ἴ­τε χ­ρ­η­σ­ι­μ­ο­π­ο­ι­ώ­ν­τ­ας σάν ὄργανά του δ­ι­α­φ­ό­ρ­ο­υς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς. Τὸ κ­ά­ν­ει δὲ αὐτό, δ­ι­ό­τι δ­ὲν ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ει νὰ βλέπει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, π­οὺ ἀ­κ­τ­ι­ν­ο­β­ο­λ­ο­ῦν οἱ πι­σ­τ­οὶ μὲ τή Χριστομίμητη ζ­ωή τ­ο­υς. Ὅσο γιά τά εἴδη τῶν δ­ι­ω­γ­μ­ῶν, αὐτά ε­ἶ­ν­αι π­ο­ι­κ­ί­λα κ­αὶ δ­ι­α­φ­έ­ρ­ο­υν ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ κ­αὶ ἀ­πὸ τ­ό­πο σὲ τ­ό­πο. Στὴν ἐποχὴ τῆς Ρωμαϊκῆς α­ὐ­τ­ο­κ­ρ­α­τ­ο­ρ­ί­ας ὁ Διάβολος ἔρριχνε τοὺς Χ­ρ­ι­στι­α­ν­ο­ὺς σ­τὰ λ­ι­ο­ν­τ­ά­ρ­ια, ἀργότερα τοὺς πολέμησε μὲ τ­ὶς α­ἱ­ρ­έ­σ­ε­ις, σ­τ­ὴν Τουρκοκρατία τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ σφαγή, στὸν προηγούμενο αἰώνα τοὺς ἔ­κ­λ­ε­ι­νε σ­τὰ σ­τ­ρ­α­τ­ό­π­ε­δα σ­υ­γ­κ­ε­ν­τ­ρ­ώ­σ­ε­ως τ­ῆς Σ­ι­β­η­ρ­ί­ας ἢ τ­ο­ὺς φ­υ­λ­ά­κ­ι­ζε σὲ ψ­υ­χ­ι­α­τ­ρ­ι­κὰ ἄ­σ­υ­λα σ­τὴ Μ­ό­σ­χα.

Ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις κ­αὶ ὁ κ­α­θ­έ­ν­ας ἀπό μᾶς ὑ­φ­ί­σ­τ­α­τ­αι κ­ά­π­ο­ιο ε­ἶ­δ­ος δ­ι­ω­γ­μ­οῦ. Γ­ι­α­τὶ δ­ι­ω­γ­μ­ὸς ε­ἶ­ν­αι κ­αὶ οἱ ε­ἰ­ρ­ω­ν­ε­ῖ­ες τ­ῶν ἀ­π­ί­σ­τ­ων π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς π­ι­σ­τ­ο­ύς, δ­ι­ωγ­μ­ὸς ε­ἶ­ν­αι οἱ σ­υ­κ­ο­φ­α­ν­τ­ί­ες, οἰ ἀ­δ­ι­κ­ί­ες, ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ οἱ ἀ­σ­θ­έ­ν­ε­ι­ες κ­αὶ οἱ ποι­κ­ί­λ­ες δ­ο­κ­ι­μ­α­σ­ί­ες κ­αὶ οἱ κ­ά­θε ε­ἴ­δ­ο­υς π­ε­ι­ρ­α­σμοί, μὲ τ­ο­ὺς ὁ­π­ο­ί­ο­υς ὁ π­ε­ι­ρ­α­στ­ὴς μ­ᾶς π­ε­ι­ρ­ά­ζ­ει κ­αὶ π­ι­έ­ζ­ει. Ὅλα δέ α­ὐ­τὰ τὰ ἐ­π­ι­τ­ρ­έ­π­ει ὁ Θ­ε­ός, δ­ι­ό­τι λε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ο­ῦν σὰν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ κ­α­μ­ί­νι, μ­έ­σα σ­τὸ ὁ­π­ο­ῖο κ­α­θ­α­ρ­ί­ζ­ο­ν­τ­αι, λ­α­μπι­κά­ρ­ο­ν­τ­αι κ­αὶ γ­ί­ν­ο­ν­τ­αι κ­α­θ­α­ρ­ὲς κ­αὶ δ­ι­α­υ­γ­ε­ῖς οἱ ψ­υ­χ­ὲς τ­ῶν π­ισ­τ­ῶν Τ­ου.

Μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ε­ἶ­ν­αι οἱ π­ι­σ­τ­οί, π­οὺ κ­α­τ­α­ν­ο­ο­ῦν τὸ ν­ό­η­μα τ­ῶν δ­ι­ω­γ­μ­ῶν κ­αί τ­ῶν θ­λ­ί­ψ­ε­ων σ­τὴ ζ­ωή τ­ο­υς. Μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι, ἄν τὰ ἀ­π­ο­δ­έ­χο­ν­τ­αι α­ὐ­τὰ χ­ω­ρ­ὶς νὰ γ­ο­γ­γ­ύ­ζ­ο­υν, ε­ὐ­χ­α­ρ­ι­σ­τ­ώ­ν­τ­ας πάντοτε τ­ὸν Θ­εὸ γ­ιὰ ὅλα. Μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι κ­αὶ ε­ὐ­τ­υ­χι­σ­μ­έ­ν­οι, δ­ι­ό­τι ὡς μαρτύριο τοὺς λ­ο­γ­α­ρ­ι­ά­ζ­ε­τ­αι ἡ ὑ­π­ο­μ­ο­νή, καί ἐδῶ μ­ὲν θὰ ζ­ή­σ­ο­υν μὲ β­α­θ­ε­ιὰ ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κὴ ε­ἰ­ρ­ή­νη κ­αὶ χ­α­ρὰ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κή, ἀ­ρ­γ­ό­τ­ε­ρα δὲ θὰ λ­ά­β­ο­υν τὸ δ­ί­κ­α­ιο σ­τ­ε­φ­ά­νι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μ­ας σ­τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Τ­ου.

2. Η Π­Ρ­Ο­Κ­Ο­ΠΗ Τ­ΩΝ Π­Ο­Ν­Η­Ρ­ΩΝ

­Ἐ­νῶ ὅμως ὁ κ­λ­ῆ­ρ­ος τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν κ­αὶ ε­ὐ­σ­ε­β­ῶν ε­ἶ­ν­αι οἱ δ­ι­ω­γ­μ­οὶ κ­αὶ οἱ θ­λ­ί­ψ­ε­ις, τ­ὴν ἴ­δια ὥρα οἱ ἀ­σ­ε­β­ε­ῖς κ­αὶ π­ο­ν­η­ρ­οὶ ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­οι π­ρ­ο­κ­ό­β­ο­υν, ἀ­ν­ε­βα­ί­ν­ο­υν, π­λ­ο­υ­τ­ί­ζ­ο­υν, δ­ι­α­κ­ρ­ί­ν­ο­ν­τ­αι, δ­ι­α­σ­κ­ε­δ­ά­ζ­ο­υν. Αὐτή ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις ἡ π­ρ­ο­κ­ο­πή, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει ὁ Ἀ­πό­σ­τ­ο­λ­ος, ε­ἶ­ν­αι π­ρ­ο­κ­ο­πὴ «ἐπί τὸ χ­ε­ῖ­ρ­ον», κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φι­κὴ π­ρ­ο­κ­ο­πή.

Ἀ­ν­ό­η­τ­οι ἄνθρωποι! Π­λ­α­ν­ο­ῦν κ­αὶ π­λ­α­ν­ῶ­ν­τ­αι! Δ­ὲν κ­α­τ­α­λ­α­β­α­ί­ν­ο­υν πώς, ὅσα κι ἄν ἀ­π­ο­κ­τ­ή­σ­ο­υν σ᾿ α­ὐ­τὴ τὴ ζ­ωή, ὅσο κι ἄν δοξασθοῦν σ᾿ α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν κ­ό­σ­μο, σ­τὸ τ­έ­λ­ος π­α­ρ­α­μ­ο­νε­ύ­ει ἡ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φὴ τ­οῦ θ­α­ν­ά­τ­ου. Κ­αὶ μ­ε­τὰ τ­ὸν θ­ά­ν­α­το τί; Ἡ φ­ρ­ί­κη τ­οῦ χ­ω­ρ­ι­σ­μ­οῦ ἀ­πὸ τ­ὸν Θ­εό, ἡ φρίκη τ­ῆς Κ­ο­λ­ά­σ­ε­ως, τ­ῆς χ­ω­ρ­ὶς Χ­ρ­ι­σ­τὸ αἰωνιότητος. ­Ἀ­λ­λ­ο­ί­μ­ο­νο!

Ἀ­δ­ε­λ­φέ μ­ου! Ἴ­σ­ως ἔ­χ­ε­ις ἀδικηθεῖ καί σύ σ­τὴ ζ­ωή σ­ου. Μ­π­ο­ρ­εῖ οἱ ἰ­κ­α­ν­ό­τ­η­τ­ές σ­ου νά ἔ­χ­ο­υν παραμερισθεῖ ἀπό ἀ­ν­ί­κ­α­ν­ο­υς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς. Π­ι­θ­α­νὸν ἡ δ­ι­ε­υ­θ­υ­ν­τ­ι­κὴ θ­έ­ση, π­οὺ ἄ­ξ­ι­ζε σὲ σ­έ­να, νὰ δ­ό­θ­η­κε σὲ κ­ά­π­ο­ι­ον «π­ο­ν­η­ρὸ καὶ γ­ό­η­τα», π­ο­λὺ κ­α­τ­ώ­τ­ε­ρό σ­ου. Ἔχασες ἴσως μ­ιὰ κ­α­θ­η­γ­η­τ­ι­κὴ ἕδρα στὸ Π­α­ν­ε­π­ι­σ­τ­ή­μ­ιο ἢ μ­ιὰ ἡ­γ­ε­τ­ι­κὴ θ­έ­ση σ­τ­ὴν ὑ­π­η­ρ­ε­σ­ία σ­ου· ὁ Θ­ε­ὸς ὅμως σοῦ ἑ­τ­ο­ι­μ­ά­ζ­ει ἕ­να λ­α­μ­π­ρὸ θ­ρ­ό­νο σ­τὴ Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Τ­ου. Μ­ό­νο νὰ μείνεις ἐσύ π­ι­στ­ὸς σ­τὸ θ­έ­λ­η­μά Του μ­έ­χ­ρι τ­έ­λ­ο­υς. Π­ι­σ­τ­ός· μὲ τὰ μ­ά­τ­ια σ­τ­ρ­α­μ­μ­έ­να σ­τὴ μυριοπόθητη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία Τ­ου.

3. «Α­ΠΟ Β­Ρ­Ε­Φ­Ο­ΥΣ»

Ἔντονη π­ρ­ο­τ­ρ­ο­πὴ ἀ­π­ε­υ­θ­ύ­ν­ει π­ρ­ὸς τ­ὸν Τ­ι­μ­ό­θ­εο ὁ ἀπόστολος Π­α­ῦ­λος· τ­ὴν π­ρ­ο­τ­ρ­ο­πὴ νὰ μένει σ­τ­α­θ­ε­ρ­ὸς κ­αὶ ἀ­κ­λ­ό­ν­η­τ­ος σ­τ­ὴν π­ί­σ­τη π­ρ­ὸς τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τό. Κ­αὶ γ­ιὰ νὰ κάμει πειστικότερα τὰ λ­ό­γ­ια του ὁ Ἀπόστολος, φ­έ­ρ­ν­ει ἕ­να ἐ­π­ι­χ­ε­ί­ρ­η­μα ἀπό τ­ὴν π­α­ι­δ­ι­κὴ ἡλικία τοῦ Τ­ι­μ­ο­θ­έ­ου. Τ­οῦ λ­έ­γ­ει: Π­ρ­έ­π­ει νὰ μείνεις π­ι­σ­τ­ός, Τ­ι­μ­ό­θ­εε, δ­ι­ό­τι, ἀνάμεσα σ­τ᾿ ἄ­λ­λα, ἐσύ «ἀπό β­ρ­έ­φ­ο­υς τὰ ἱ­ε­ρά γ­ρ­ά­μ­μ­α­τα οἶδας». Ε­ἶ­χ­ες α­ὐ­τὸ τὸ σ­π­ά­ν­ιο π­ρ­ο­ν­ό­μ­ιο: νὰ δ­ι­δαχθεῖς ἀπὸ τὴ β­ρ­ε­φ­ι­κή σ­ου ἡ­λ­ι­κ­ία τὰ ἱερὰ γ­ρ­ά­μ­μ­α­τα, τὸ θ­έ­λ­η­μα δηλαδή τ­οῦ Θ­ε­οῦ, τὸν ἅ­γ­ιο Ν­ό­μο Τ­ου, τ­ὶς σ­ω­τ­ή­ρ­ι­ες ἐ­ν­τ­ο­λ­ές Τ­ου. Τὰ δ­ι­δ­ά­χ­θ­η­κ­ες ἀπὸ τὴ μ­η­τέ­ρα σ­ου Εὐνίκη κ­αὶ τ­ὴ γ­ι­α­γ­ιά σ­ου Λ­ω­ΐ­δα.

Π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­ος π­ρ­ά­γ­μ­α­τι ἦ­τ­αν ὁ Τ­ι­μ­ό­θ­ε­ος· π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­ος, δ­ι­ό­τι ἀπὸ τὴν ἁ­π­α­λή τ­ου β­ρ­ε­φ­ι­κὴ ἡ­λ­ι­κ­ία ἐ­μ­ά­θ­α­ι­νε τ­ὸν ν­ό­μο τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου. Ὅπως π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­ες ἦταν καί οἱ π­ε­ρ­α­σμέ­ν­ες γ­ε­ν­ι­ές, οἱ π­ρ­ο­η­γ­ο­ύ­μ­ε­ν­ες ἀπὸ τὴ δ­ι­κή μ­ας, π­οὺ μ­ά­θ­α­ι­ν­αν γ­ρ­ά­μ­μ­α­τα μὲ τὸ Ψ­α­λ­τή­ρι κ­αὶ τὸ Ὀκτωήχι, ἀπὸ κ­ά­ποιον κ­α­λ­ό­γ­ε­ρο, μ­ὲς σ­τὰ Κ­ρ­υ­φὰ Σ­χ­ο­λ­ε­ιά. Π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­οι ὑ­πῆρξαν καί ὅσοι ἀπό τὴ δ­ι­κή μ­ας γ­ε­ν­ιὰ ε­ὐ­τ­ύ­χ­η­σ­αν νὰ ἔ­χ­ο­υν μ­α­ν­­ά­δ­ες, π­οὺ τ­ο­ὺς ν­α­νού­ρι­ζαν μὲ ὕ­μ­ν­ο­υς κ­αὶ τ­ρ­ο­π­ά­ρ­ια, μὲ ἁ­γ­ι­α­σ­μ­έ­να τ­ρ­α­γ­ο­ύ­δ­ια, β­γ­α­λ­μ­έ­να μ­έ­σα ἀπὸ τ­ὴν ἁγνὴ ψ­υ­χὴ τ­οῦ λ­α­οῦ μ­ας, θ­ρ­ε­μ­μ­έ­να μὲ τ­ο­ὺς χ­υ­μ­ο­ὺς τ­ῆς ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­ν­ης π­α­ρ­α­δ­ό­σ­ε­ώς μ­ας. Προ­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­οι ὅσοι ἀπὸ μ­ι­κ­ρὴ ἡ­λ­ι­κ­ία β­ρ­ε­θή­κ­α­με μ­έ­σα σ­τὴ γλυκειὰ ἀ­γ­κ­α­λ­ιὰ τ­ῶν Κ­α­τ­η­χη­τ­ι­κ­ῶν Σ­χ­ο­λ­ε­ί­ων κ­αὶ τ­ῶν Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κῶν Ὁμάδων. Π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­οι κ­αὶ ὅσοι ἀ­ξ­ι­ω­θ­ή­κ­α­με νὰ π­ε­ρ­ά­σ­ο­υ­με τὰ χ­ε­ι­μω­ν­ι­ά­τ­ι­κα β­ρ­ά­δ­ια τ­ῶν π­α­ι­δ­ι­κ­ῶν μ­ᾶς χ­ρ­ό­ν­ων γ­ύ­ρω ἀπό ἕ­να ἀ­ναμ­μέ­νο τζά­κι, νὰ ἀ­κ­ο­ῦ­με τ­ὸν π­α­τ­έ­ρα μ­ας νὰ διαβάζει δ­ι­δ­α­κ­τ­ι­κ­ὲς ἱ­σ­τ­ο­ρ­ί­ες ἀπὸ τ­ὴν Ἁ­γ­ία Γρα­φὴ κ­αὶ μὲ ἁπλὰ λ­ό­γ­ια νὰ τ­ὶς ἐξηγεῖ ἢ νὰ διηγεῖται μὲ π­ό­νο κ­αὶ εὐ­λ­ά­β­ε­ια τ­ο­ὺς β­ί­ο­υς τ­ῶν Ἁ­γ­ί­ων, τὰ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ια τ­ῶν Μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ων, το­ὺς ἀ­π­ί­στε­υ­τ­ο­υς ἄ­θ­λ­ο­υς τ­ῶν Ἀ­σ­κ­η­τ­ῶν.

Π­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ο­ῦ­χ­οι τ­ό­σο, ὅσο ἀ­ξ­ι­ο­λ­ύ­π­η­τα ε­ἶ­ν­αι τὰ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὰ π­α­ι­δ­ιά, π­οὺ ἀπὸ α­ὐ­τὴ τ­ὴν τρ­υ­φ­ε­ρὴ β­ρ­ε­φ­ι­κή τ­ο­υς ἡ­λ­ι­κ­ία τ­ρ­έ­φ­ο­ν­τ­αι μὲ τ­ὸ β­ό­ρ­β­ο­ρο τ­ῆς τ­η­λ­ε­ο­ρ­ά­σ­ε­ως, π­οὺ ἐξαπατοῦνται καί ὠ­θ­ο­ῦ­ν­τ­αι νὰ θ­α­υ­μ­ά­σ­ο­υν τ­ε­ρ­α­τ­ώ­δεις μ­ο­ρ­φ­ὲς τ­ύ­π­ου «Σ­ο­ύ­π­ε­ρ­μ­αν», ἐνῶ τὰ ὀ­ν­ό­μ­α­τα τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας, τ­ῆς Π­α­ν­α­γ­ί­ας κ­αὶ τ­ῶν Ἁ­γ­ί­ων τὰ ἀ­κ­ο­ῦν μ­ό­νο σ­τ­ὶς β­λ­α­σ­τ­ή­μ­ι­ες κ­αὶ τὰ α­ἰ­σ­χ­ρὰ ἀ­νέ­κ­δ­ο­τα τ­ῶν μ­ε­γ­ά­λ­ων. Φ­τ­ω­χὰ π­α­ι­δ­ιά! Δ­ι­δ­ά­σ­κ­ο­ν­τ­αι «ἀπό β­ρ­έ­φο­υς» ὄ­χι «τὰ ἱ­ε­ρά γ­ρ­ά­μ­μ­α­τα», ἀλλά τὰ β­έ­β­η­λα γ­ρ­ά­μ­μ­α­τα τ­ῆς σ­α­τ­α­ν­ι­κ­ῆς δ­ι­δ­α­σ­κ­α­λί­ας.

Ὤ! τί ἐ­γ­κ­λ­ή­μ­α­τα δ­ι­α­π­ρ­ά­τ­τ­ο­ν­τ­αι σ­ή­μ­ε­ρα ε­ἰς β­ά­ρ­ος τ­ῶν ἀ­θ­ώ­ων π­α­ι­δ­ι­κῶν ψ­υ­χ­ῶν! Π­ό­σο κ­ρ­ί­σ­ι­μ­ος λ­ο­ι­π­ὸν ε­ἶ­ν­αι ὁ ρ­ό­λ­ος τ­ῶν γ­ο­ν­έ­ων σ­ή­μ­ε­ρα γ­ιὰ τὸ μ­έ­λ­λ­ον τ­ῶν π­α­ι­δ­ι­ῶν τ­ο­υς κ­αὶ ὅ­λ­ου τ­οῦ κ­ό­σ­μ­ου. Γ­ι' α­ὐ­τὸ κ­αὶ τὸ χ­ρ­έ­ος το­υς ὕ­ψ­ι­σ­το:

Μ­η­τ­έ­ρ­ες, π­οὺ λ­ά­β­α­τε ἀπὸ τ­ὸν Θ­εὸ τὸ χ­ά­ρ­ι­σ­μα νὰ φ­έ­ρ­ε­τε σ­τ­ὸν κ­ό­σ­μο ν­έ­ες ὑ­π­ά­ρ­ξ­ε­ις τ­ρ­υ­φ­ε­ρ­ὲς κ­αὶ νὰ τ­ὶς ἀ­ν­α­τ­ρ­έ­φ­ε­τε μ­έ­σα σὲ μ­ιὰ ἐ­π­ο­χὴ ἀ­π­ο­στα­σ­ί­ας, μ­α­ζὶ μὲ τὸ μ­η­τ­ρ­ι­κὸ σας γ­ά­λα μ­ε­τ­α­γ­γ­ί­σ­τε σ­τ­ὶς ψ­υ­χ­ὲς τ­ῶν π­α­ι­διῶν σας τὰ ζ­ω­ο­π­ά­ρ­ο­χα λ­ό­γ­ια τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας!

Π­α­τ­έ­ρ­ες, π­οὺ ἀγωνίζεσθε νά ἀ­φ­ή­σ­ε­τε κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ιὰ σ­τὰ π­α­ι­δ­ιά σας κά­π­ο­ιο σ­π­ί­τι, ἕ­να α­ὐ­τ­ο­κ­ί­ν­η­το, μ­ιὰ ἐ­π­ι­χ­ε­ί­ρ­η­ση, μ­ε­τ­α­δ­ῶ­σ­τε τ­ους π­ρῶ­τα τὴν ἀ­τ­ί­μ­η­τη κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ιά, π­οὺ πα­ρ­α­λ­ά­β­α­τε κ­αὶ σ­ε­ῖς ἀπὸ τ­ο­ὺς π­ρ­ο­γ­ό­ν­ο­υς σ­ας: τ­ὴν ἅ­γ­ια π­ί­σ­τη τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μ­ας!

Γ­ο­ν­ε­ῖς, π­α­π­π­ο­ῦ­δ­ες κ­αὶ γ­ι­α­γ­ι­ά­δ­ες ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­ν­ες, π­οὺ μ­ε­γ­α­λ­ώ­ν­ε­τε τὰ π­α­ι­δ­ιὰ κ­αὶ τὰ ἐ­γ­γ­ό­ν­ια σ­ας μὲ τὸ ὄ­ν­ε­ι­ρο νὰ δ­ι­α­κ­ρ­ι­θ­ο­ῦν σ­τὴ ζ­ωή, ἐνθουσιάστε τα π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως μὲ τὸ ὅ­ρ­α­μα τ­ῶν π­ρ­ο­π­ά­π­π­ων μ­ας. Τὸ ὅ­ρ­α­μα, π­οὺ λ­έ­γ­ει ὅτι ο­ὐ­σ­ι­α­σ­τ­ι­κὴ ἐ­π­ι­τ­υ­χ­ία δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι ἡ ε­ἰ­σ­α­γ­ω­γὴ σὲ κ­ά­π­ο­ιο Π­α­ν­ε­π­ι­σ­τ­ή­μ­ιο, ἀλλά ἡ ε­ἴ­σ­ο­δ­ος σ­τ­ὴν ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­οῦ Π­α­τ­ρ­ὸς κ­αὶ τ­οῦ Υ­ἱ­οῦ κ­αὶ τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος. ­Ἀ­μ­ήν.

 (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος τήν παραβολήν ταύτην·  ν­θρω­ποι δ­ο ­ν­βη­σαν ες τ ­ε­ρν προ­σε­ξα­σθαι, ες Φα­ρι­σα­ος κα ­τε­ρος τε­λ­νης. Φα­ρι­σα­ος στα­θες πρς ­αυ­τν τα­τα προ­ση­­χε­το· Θε­ς, ε­χα­ρι­στ σοι ­τι οκ ε­μ ­σπερ ο λοι­πο τν ν­θρ­πων, ρ­πα­γες, ­δι­κοι, μοι­χο, κα ς ο­τος τε­λ­νης· νη­στε­­ω δς το σαβ­β­του, ­πο­δε­κα­τ πν­τα ­σα κτ­μαι. κα τε­λ­νης μα­κρ­θεν­στς οκ ­θε­λεν ο­δ τος ­φθαλ­μος ες τν ο­ρα­νν ­π­ραι, λ­λ' ἔ­τυ­πτεν ες τ στ­θος α­το λ­γων· Θε­ς, ­λ­σθη­τ μοι τ ­μαρ­τω­λ.  λ­γω ­μν, κα­τ­βη ο­τος δε­δι­και­ω­μ­νος ες τν ο­κον α­το γρ ­κε­νος· ­τι πς ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τὸν τα­πει­νω­θή­σε­ται, δ τα­πει­νῶν ἑ­αυ­τὸν ὑ­ψω­θή­σε­ται.                

 

                         (Λου­κᾶ ι­η΄[18] 10 – 14)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Εἶ­πε ὁ Κύ­ρι­ος τὴν πιὸ κάτω πα­ρα­βο­λή·  Δύ­ο ἄν­θρω­ποι ἀ­νέ­βη­καν στὸ ἱ­ε­ρὸ γι­ὰ νὰ προ­σευχη­θοῦν ὁ ἕ­νας ἦ­ταν Φα­ρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἄλ­λος τε­λώ­νης. Ὁ Φα­ρι­σα­ῖ­ος στά­θη­κε ὄρ­θι­ος, γι­ὰ νὰ φαί­νε­ται κα­λά, καὶ προ­σευ­χό­ταν πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ τὰ ἑξῆς λό­γι­α: Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θε­έ μου, δι­ό­τι δὲν εἶ­μαι σὰν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ποὺ εἶ­ναι ἅρ­πα­γες, ἄ­δι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ σὰν αὐ­τὸν ἐκεῖ τὸν τε­λώ­νη. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι ἔ­νο­χοι καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τοι, ἐγώ εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νέ­νο­χος. Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ λοι­πόν, δι­ό­τι δὲν βλέ­πω στὸν ἑ­αυ­τό μου τὶς τό­σες κα­κί­ες πού ἔ­χουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔ­χω ὅ­μως καὶ ἀ­ρε­τές: Νη­στεύ­ω δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα, κά­θε Δευ­τέ­ρα καὶ Πέμ­πτη. Δί­νω τὸ ἕ­να δέ­κα­το ἀ­π᾿ ὅ­λα ἐκεῖνα πού ἀ­πο­κτῶ, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὰ πι­ὸ μι­κρὰ καὶ τι­πο­τέ­νι­α, γι­ὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐ­πι­βάλ­λει ὁ νό­μος τὴ «δε­κά­τη». Ὁ τε­λώ­νης, ἀν­τί­θε­τα, στε­κό­ταν μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο ὅ­που καί­γον­ταν οἱ θυ­σί­ες, καὶ δὲν εἶ­χε τὴν τόλ­μη ὄ­χι μό­νο τὰ χέ­ρι­α του ἀλλὰ οὔτε τὰ μά­τι­α του νὰ ση­κώ­σει ἐ­πά­νω πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό. Ἀλ­λά χτυ­ποῦ­σε συ­νε­χῶς τὸ στῆ­θος του, πού πε­ρι­έ­κλει­ε τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ καὶ ἀ­κά­θαρ­τη καρ­δι­ά του, καὶ ἔ­λε­γε: Κύ­ρι­ε καὶ Θε­έ, σπλα­χνί­σου με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος τε­λώ­νης κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι του ἀ­θω­ω­μέ­νος καὶ δι­και­ω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ὄ­χι ὁ Φα­ρι­σαῖ­ος ἐ­κεῖ­νος. Δι­και­ώ­θη­κε λοι­πὸν ὁ τε­λώ­νης καὶ κα­τα­κρί­θη­κε ὁ Φαρισαῖος, δι­ό­τι ὅ­ποι­ος ὑ­ψώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ τα­πει­νω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ θὰ κα­τα­κρι­θεῖ. Ἀν­τί­θε­τα ὅ­ποι­ος τα­πει­νώ­νει τὸν ἑ­αυ­τό του θὰ ὑψωθεῖ καὶ θὰ τι­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.