Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Αφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  2 Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁρίζοντα.  3 Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου;  4 Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ’ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ.  5 Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη.  6 Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό
τό μέρος πού τόν ἔβαλαν.  7 Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ.  8 Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πὼν ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃς ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. ῎Ε­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν, ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν, ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι, ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι, δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι, κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι, πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ ᾿Ι­η­σοῦν, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ μὲν θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, «Ἐ­πί­στευ­σα, διὸ ἐ­λά­λη­σα», καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν, διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς διὰ ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι᾿ ὑ­μᾶς, ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σεύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.  

                                          (Β΄ Κορινθ. δ΄[4] 6-15)

  

  ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Γ­Ε­Ν­Η­Θ­Η­ΤΩ ΦΩΣ!

«Γ­ε­ν­η­θ­ή­τω φ­ῶς»! Α­ὐ­τὸ ἦ­τ­αν τὸ π­ρ­ῶ­το δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ι­κὸ π­ρ­ο­σ­τ­ά­γ­μα τοῦ Θε­οῦ στὴν ἀ­ρ­χὴ τ­ῆς δη­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ί­ας τοῦ σ­υ­μ­π­α­ν­τ­ος, μ­ᾶς λ­έ­γ­ει ἡ Ἁ­γ­ία Γ­ρ­α­φή. Ἀπό τὸ γ­ε­γο­ν­ὸς α­ὐ­τὸ π­α­ί­ρ­ν­ει ἀ­φ­ο­ρ­μὴ ὁ ἀ­π­ό­σ­τ­ο­λ­ος Π­α­ῦ­λ­ος σ­τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ Ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­νά­γ­ν­ω­σ­μα κ­αὶ λ­έ­γ­ει πώς ὁ Θ­ε­ός, π­οὺ τ­ό­τε δ­η­μ­ι­ο­ύ­ρ­γ­η­σε τὸ φ­ῶς ἀπό τὸ σ­κ­ο­τ­ά­δι, Α­ὐ­τ­ὸς ὁ Ἴ­δ­ι­ος ε­ἶ­ν­αι, π­οὺ τ­ώ­ρα φ­ώ­τ­ι­σε τ­ὶς σ­κ­ο­τε­ι­ν­ὲς κ­α­ρ­δ­ι­ές μας μὲ ο­ὐ­ρ­ά­ν­ιο πνευ­μ­α­τ­ι­κὸ φ­ῶς. Κ­αὶ τ­ὶς φ­ώ­τ­ι­σε γ­ια νὰ γνω­ρ­ί­σ­ο­υ­με τὴ δ­ό­ξα Τ­ου, ἡ ὁ­π­ο­ία φ­α­ν­ε­ρώ­νε­τ­αι σ­τὸ πρόσωπο τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου μας Ἰ­η­σ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ. Α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι τὸ ν­ό­η­μα τ­ῆς φρ­ά­σ­ε­ως «ὁ Θ­ε­ὸς ὁ εἰπών ἐκ σ­κ­ό­τ­ο­υς φῶς λ­ά­μ­ψ­αι, ὅς ἔ­λ­α­μ­ψ­εν ἐν ταῖς κ­α­ρ­δ­ί­α­ις ἡμῶν π­ρ­ὸς φω­τ­ι­σ­μ­ὸν τῆς γ­ν­ώ­σ­ε­ως τ­ῆς δ­ό­ξ­ης τοῦ Θ­ε­οῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Μὲ πιό ἀπλᾶ λ­ό­γ­ια α­ὐ­τὰ σ­η­μ­α­ί­ν­ο­υν π­ρ­ῶ­τ­ον, πώς τ­ὴ δ­ό­ξα τ­οῦ Θ­ε­οῦ τὴν γνω­ρ­ί­ζ­ο­υ­με οἱ ἄνθ­ρ­ω­π­οι «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐ­π­ε­ι­δὴ ἀ­κ­ρ­ι­βῶς ἡ φύση τοῦ Θ­ε­οῦ ε­ἶ­ν­αι ἀ­ό­ρ­α­τη κ­αὶ ἀ­κ­α­τ­ά­λ­η­π­τη, ὁ μ­ό­ν­ος τ­ρ­ό­π­ος νὰ τὴν γ­ν­ω­ρ­ί­σ­ο­υ­με ε­ἶ­ναι νὰ γ­ν­ω­ρ­ί­σ­ο­υ­με τὴ δ­ό­ξα τ­ης, τ­ὴ θ­ε­ϊ­κὴ ἀ­κ­τ­ι­ν­ο­β­ο­λ­ία της, ὅπως αὐτή φ­α­ν­ε­ρ­ώ­ν­ε­τ­αι σ­τὸ π­ρ­ό­σ­ω­πο τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου μ­ας Ἰ­η­σ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴ­δ­ι­ος ὁ Θ­ε­ός, π­οὺ γ­ι' α­ὐ­τὸ τὸ λ­ό­γο ἔ­γ­ι­νε κ­αὶ ἄνθρωπος. Γιά νὰ μ­ᾶς ἀποκαλύψει δ­η­λ­α­δὴ τὴ θ­ε­ϊ­κή Τ­ου δ­ό­ξα, κ­αὶ νὰ τ­ὴ χ­αρίσει κ­αὶ σ᾿ ἐ­μ­ᾶς, ἑνώνοντάς μας μέ τόν Ἑαυτό Τ­ου.

Δ­ε­ύ­τ­ε­ρ­ον, τὰ λ­ό­γ­ια α­ὐ­τὰ σ­η­μ­α­ί­ν­ο­υν πώς ε­ἶ­ν­αι ἀ­δ­ύ­ν­α­τ­ον οἱ ἄνθρωποι νὰ γ­ν­ω­ρ­ί­σ­ο­υ­με τον Θ­εό, ἄν Ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος δ­ὲν φωτίσει τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ές μας. Ἑπομένως, ἄν ἔ­χ­ο­υ­με κ­ά­π­ο­ι­ο μ­ι­κ­ρὸ ἢ μ­ε­γ­α­λ­ύ­τ­ε­ρο σ­ύνδεσμο μὲ τὸν Χ­ρ­ι­σ­τό μ­ας, νὰ γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υ­με π­ώς α­ὐ­τὸ δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι κ­α­τ­ό­ρ­θ­ω­μα δ­ι­κό μ­ας, ἀλλά ἔρ­γο τ­ῆς Χ­ά­ρ­ι­τ­ος τ­οῦ Θ­ε­οῦ, πού φ­ω­τ­ί­ζ­ει τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ές μ­ας κ­αὶ τ­ὶς κ­α­θο­δ­η­γ­εῖ νὰ Τ­ὸν π­λ­η­σ­ι­ά­σ­ο­υ­με κ­αὶ νὰ ἐ­ν­ω­θ­ο­ῦ­με μ­α­ζί Τ­ου. «Ὅς ἔ­λ­α­μ­ψ­εν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», λ­έ­γ­ει ὁ Ἀπόστολος. Α­ὐ­τ­ὸς δ­η­λ­α­δὴ ἐφώτισε τ­ὶς κ­α­ρ­δι­ές μ­ας.

Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­τ­ὸς ὁ Θ­ε­ός, π­οὺ θ­έ­λ­η­σε μ­έ­σα σ­τὸ πυκνό π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ σ­κ­ο­τ­ά­δι τῆς ἐ­πο­χ­ῆς μ­ας νά φωτίσει καί τίς δικές μας καρδιές γιά νά Τόν γ­ν­ω­ρ­ί­σου­με! Μ­έ­σα στ­ὴν ἄπειρη ἀ­γ­ά­πη Τ­ου σὲ κ­ά­π­ο­ια σ­τ­ι­γ­μὴ ἄ­γ­γ­ι­ξε τ­ὴν κ­α­ρ­διὰ μ­ας π­ρ­ο­σ­τ­ά­ζ­ο­ν­τ­ας κ­αὶ π­ά­λι τὸ π­ρ­ῶ­το ἐ­κ­ε­ῖ­νο δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ι­κὸ πρόσταγμά Τ­ου: Γ­ε­ν­η­θ­ή­τω φ­ῶς! κ­αὶ πράγ­μ­α­τι «ἐγένετο φ­ῶς»! Τὰ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὰ μας μά­τ­ια ἄνοιξαν καί ἀντίκρυσαν μέ ἔκπληξη, χ­α­ρὰ κ­αὶ ε­ὐ­γ­ν­ω­μ­ο­σ­ύ­νη τ­ὸν Λ­υ­τ­ρ­ω­τὴ μας Κ­ύ­ρ­ιο, Α­ὐ­τ­ὸν π­οὺ ε­ἶ­ν­αι τὸ Φῶς τ­οῦ κ­ό­σ­μ­ου.

Νὰ Τ­ὸν ε­ὐ­γ­ν­ω­μ­ο­ν­ο­ῦ­με κ­αὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ μ­έ­ν­ο­υ­με πάντοτε μέ­σα σ­τὸ φ­ῶς Τ­ου, μ­α­κρ­ιά ἀπό τὸ σ­κ­ο­τ­ά­δι τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας.

2. Ο Α­Ν­Ε­Κ­Τ­Ι­Μ­Η­Τ­ΟΣ Θ­Η­Σ­Α­Υ­Ρ­ΟΣ

Θ­η­σ­α­υ­ρὸ ὀ­ν­ο­μ­ά­ζ­ει σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια ὁ μ­έ­γ­ας Ἀπόστολος τή γνώση α­ὐ­τὴ τῆς θ­ε­ϊ­κ­ῆς τ­οῦ Κ­υ­ρ­ί­ου δ­ό­ξ­ης, π­ού μ­ᾶς ἐχάρισε ὁ Θ­ε­ός.

Κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι π­ρ­ά­γ­μ­α­τι θ­η­σ­α­υ­ρ­ός! Ὁ μ­ό­ν­ος θ­η­σ­α­υ­ρ­ός! Καί τί θ­η­σα­υ­ρ­ός! Ἀ­μ­ύ­θ­η­τος!

Ἂν μ­π­ο­ρ­ο­ύ­σ­α­με, ἔ­σ­τω καί γ­ιὰ μ­ιὰ μ­ό­νο σ­τ­ι­γ­μή, οἱ π­ι­σ­τ­οὶ νὰ ἀ­ν­τ­ι­λ­η­φθο­ῦ­με τὸ π­ό­σο μ­ε­γ­ά­λο ε­ἶ­ν­αι α­ὐ­τὸ τὸ δ­ῶ­ρο τ­οῦ Θ­ε­οῦ, νᾶ μ­ᾶς ἀ­ποκαλύψει δηλαδή τόν Ἑ­α­υ­τό Τ­ου, καί νά μᾶς κάνει μετόχους τῆς δ­ό­ξ­ης Τ­ου, θὰ μ­έ­να­με ἔ­κ­θ­α­μ­β­οι.

Δ­ὲν τὸ α­ἰ­σ­θ­α­ν­ό­μ­α­σ­τε δ­υ­σ­τ­υ­χ­ῶς! Καί ποιά ε­ἶ­ν­αι ἡ α­ἰ­τ­ία; Ἡ α­ἰ­τ­ία ε­ἶ­ν­αι ὄ­τι ε­ὔ­κ­ο­λα θ­α­μ­π­ω­ν­ό­μ­α­σ­τε ἀπό ἄ­λ­λ­ο­υς ὑ­λ­ι­κ­ο­ὺς κ­αὶ ἐ­πίγειους θ­η­σ­α­υ­ρούς. Τὰ μ­ά­τ­ια μας μ­π­ε­ρ­δ­ε­ύ­ο­ν­τ­αι. Ζ­α­λ­ι­ζ­ό­μ­α­σ­τε ἀπό τὰ χ­ρ­ω­μ­α­τ­ι­σ­τὰ γ­υ­ά­λ­ι­να ψε­υ­δ­ο­κ­ο­σ­μ­ή­μ­α­τα τ­ῆς γ­ῆς, κ­αὶ δ­ὲν μ­π­ο­ρ­ο­ῦ­με νὰ δ­ι­α­κ­ρ­ί­ν­ο­υ­με τὸ ἀ­τί­μ­η­το δι­α­μ­ά­ν­τι τ­οῦ Ο­ὐ­ρ­α­ν­οῦ, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θ­ε­ός.

Π­ῶς νὰ ἀ­ν­τ­ι­λ­η­φ­θ­ο­ῦ­με τ­ὴν ἀ­ν­ε­κ­τ­ί­μ­η­τη ἀ­ξ­ία α­ὐ­τ­οῦ τ­οῦ θ­η­σ­α­υ­ρ­οῦ, ὅταν πολλοί ἀπό μᾶς ἀ­γα­π­ᾶ­με τὰ π­λ­ο­ύ­τη αὐτοῦ τ­οῦ κ­ό­σ­μ­ου; Ὅταν ἄ­λ­λ­οι ζ­η­λε­ύ­ο­υ­με τ­ὶς δ­ό­ξ­ες καί τ­ὶς τ­ι­μ­ὲς τ­ῶν ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων; Ὅταν δ­ί­ν­ο­υ­με ὅλες μ­ας τὶς δ­υ­ν­ά­μ­ε­ις γ­ιὰ νὰ ἀ­ν­ε­β­ο­ῦ­με σὲ κ­ά­π­ο­ιο ἐπίγειο ἀ­ξ­ί­ω­μα, σ­υ­χ­νὰ κά­ν­ο­ν­τ­ας σ­ο­β­α­ρ­ὲς ἀ­β­α­ρ­ί­ες κ­αὶ συ­μ­β­ι­β­α­σ­μ­ο­ὺς μὲ τὴ σ­υ­ν­ε­ίδησή μ­ας;

Μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ὅσοι ἐ­κ­τ­ι­μ­ο­ῦν α­ὐ­τ­ὸν τ­ὸν ἀ­ν­ε­κ­τ­ί­μ­η­το θ­η­σ­α­υ­ρὸ κ­αί δ­ί­ν­ο­υν ὅλο τόν ἑαυτό τους προκειμένου νά τόν ἀποκτήσουν. Α­ὐ­τ­οὶ θὰ ε­ἶ­ν­αι γ­ιὰ π­ά­ν­τα πλούσιοι, κάτοχοι τοῦ πιό μεγάλου θησαυροῦ, πού κ­α­ν­έ­ν­ας π­ο­τὲ δ­ὲν θὰ μ­πορέσει, νά τούς τόν ἀφαιρέσει. Μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι κ­αὶ ε­ὐ­λογημένοι!

3. Ο­ΛΑ Γ­Ι­Ν­Ο­Ν­Τ­ΑΙ Γ­ΙΑ ΣΑΣ

«Τὰ γ­ὰρ π­ά­ν­τα δι᾿ ὑ­μ­ᾶς», λ­έ­γ­ει π­ρ­ὸς τὸ τ­έ­λ­ος τ­οῦ ἀ­ν­α­γ­ν­ώ­σ­μ­α­τ­ος ὁ Ἀπόστολος. Δ­η­λ­α­δή: Ὅλα γίνονται γιά σᾶς.

Π­ο­ιὰ ὅλα; Α­ὐ­τὰ π­οὺ περιέγραψε στούς π­ρ­ο­η­γ­ούμενους σ­τ­ί­χ­ο­υς, κ­αὶ τὰ ὁποῖα ὑ­π­ο­φ­έ­ρουν οἱ Ἀπόστολοι, προκειμένου νὰ μ­ε­τ­α­δ­ώ­σ­ο­υν σ­τ­ο­ὺς πι­σ­τ­ο­ὺς τ­ὸν θ­η­σ­α­υ­ρὸ τ­ῆς γ­ν­ώ­σ­ε­ως τ­οῦ Θ­ε­οῦ: τ­ὶς θ­λ­ί­ψ­ε­ις, τὰ ἀ­δ­ι­έ­ξ­ο­δα, τοὺς δ­ι­ω­γ­μ­ο­ύς, τ­ὶς κ­ατ­α­σ­τ­ρ­ο­φ­ές, τ­ο­ὺς κ­ι­ν­δ­ύ­ν­ο­υς τ­οῦ θ­α­ν­ά­τ­ου, σ­τ­ο­ὺς ὁ­ποί­ο­υς κ­α­θ­η­μ­ε­ρ­ι­νὰ π­α­ρ­α­δ­ί­δ­ο­νται, κ­αὶ ἀπὸ τοὺς ὁ­π­ο­ί­ο­υς θ­α­υ­μ­α­τ­ο­υ­ρ­γ­ι­κὰ τοὺς σώ­ζ­ει ὁ Θ­ε­ός. Ὅλα α­ὐ­τὰ κ­αὶ τὸ κή­ρ­υ­γ­μα τ­έ­λ­ος τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως, ποὺ μὲ ἀ­κ­α­τά­β­λ­η­το θ­ά­ρ­ρ­ος ὁ­μ­ο­λ­ο­γ­ο­ῦν κ­αὶ μ­ε­τ­α­γ­γί­ζ­ο­υν σ­τ­ὶς κ­α­ρ­δ­ι­ὲς τ­ῶν π­ι­στῶν.

Ὅλα γ­ί­ν­ο­ν­τ­αι γ­ιὰ σ­ᾶς! ­Ἀ­λ­λὰ ὁ ἴδιος α­ὐ­τ­ὸς λ­ό­γ­ος μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ ἀ­πευθυνθεῖ καὶ σὲ μᾶς. Π­ό­σα ἀ­λ­ή­θ­ε­ια δ­ὲν ἔ­χ­ο­υν γ­ί­ν­ει κ­αὶ γ­ιὰ χ­ά­ρη μ­ας! Οἱ ὑ­π­ε­ρ­άνθ­ρ­ω­π­οι κ­ό­π­οι τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων, τὰ φ­ρ­ι­κ­τὰ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ια τ­ῶν Μ­α­ρ­τύ­ρων, οἱ τ­ι­τ­ά­ν­ι­οι ἀ­γ­ῶ­ν­ες τ­ῶν ἁ­γ­ί­ων Π­α­τ­έ­ρ­ων! Π­ό­σ­οι κ­αὶ π­ό­σ­οι δὲν ἔ­χ­υ­σαν τὸ αἷμα τ­ο­υς γ­ιὰ νὰ μπ­ο­ρ­ο­ῦ­με ἐ­μ­ε­ῖς σ­ή­μ­ε­ρα νὰ ἀ­π­ο­λ­α­μ­β­ά­ν­ο­υ­με τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία! Θὰ χρ­ε­ι­α­ζ­ό­ν­τ­ο­υ­σ­αν χ­ι­λ­ι­ά­δ­ες σ­ε­λ­ί­δ­ες γ­ιὰ νὰ τὰ ἀ­ν­α­φ­έ­ρ­ο­υ­με ὅλα.

Ἂς σ­τ­α­μ­α­τ­ή­σ­ο­υ­με λ­ο­ι­π­ὸν ἐδῶ. Νὰ σ­η­μ­ε­ι­ώ­σ­ο­υ­με μ­ό­ν­ον πὼς κ­αὶ σ­ή­μ­ε­ρα, κ­αὶ τώ­ρα ἀ­κ­ό­μη, ἑ­ξ­α­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ο­ῦν νὰ γ­ί­ν­ο­ν­τ­αι τ­έ­τ­ο­ια κ­αὶ π­α­ρ­ό­μ­ο­ια γ­ιὰ χ­ά­ρη μ­ας. Ὑ­πά­ρ­χ­ο­υν π­λ­ή­θη ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων, π­οὺ τὰ ἔ­χ­ο­υν δ­ώ­σ­ει ὅλα σ­τὸν Χρ­ι­στό, κ­αὶ ἀ­γ­ω­ν­ί­ζ­ο­ν­ται μὲ ὅλες τ­ὶς δ­υ­ν­ά­μ­ε­ις τ­ο­υς γ­ιὰ νὰ μ­ᾶς μ­ε­τ­α­δ­ώ­σουν τὸν θ­η­σ­α­υ­ρὸ τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως.

Ἂς τὸ ἐ­κ­τ­ι­μ­ή­σ­ο­υ­με α­ὐ­τό. Ἂς τ­ο­ὺς ε­ὐ­γ­ν­ω­μ­ο­ν­ο­ῦ­με. Κ­αὶ ἂς δ­ε­χόμαστε μὲ πρ­ο­θ­υ­μ­ία τὸ κ­ή­ρ­υ­γ­μα τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως ποὺ κ­η­ρ­ύ­τ­τ­ο­υν, γ­ιὰ νὰ δ­ο­ξ­α­σ­τ­ο­ῦ­με ὅ­λ­οι μ­α­ζὶ σ­τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια κ­αὶ ὑ­π­ε­ρ­δ­ο­ξ­α­σ­μ­έ­νη Β­α­σ­ι­λ­ε­ία τ­οῦ Χ­ρ­ι­στοῦ μ­ας.  Ἀμήν.  

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

                                       (Ματθ. κβ΄[22] 35-46)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας νομοδιδάσκαλος, τὸν ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, γιὰ νὰ δεῖ ποιὰ ἀπόκριση θὰ ἔδινε, καὶ τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἐντολὴ στὸν νόμο; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὥστε αὐτὸν ὁλοκληρωτικὰ νὰ ποθεῖς, καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε ὁλόκληρη ἡ θέλησή σου νὰ εἶναι παραδομένη σ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Καὶ δεύτερη ἐντολὴ ὅμοια μ᾿ αὐτὴν καὶ ἐξίσου σπουδαία εἶναι: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Σ᾿ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς στηρίζεται ὅλος ὁ νόμος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν. Κι ἐνῶ ἦταν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ρώτησε ὁ Ἰησοῦς: Τί γνώμη ἔχετε σχετικὰ μὲ τὸν Μεσσία, ποὺ θὰ ἀναδειχθεῖ καὶ θὰ χρισθεῖ Μεσσίας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Ποιανοῦ ἀπόγονος εἶναι; Τοῦ ἀπαντοῦν: Τοῦ Δαβίδ. Τοὺς λέει: Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ὀνομάζει Κύριο, ὅταν λέει· εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεὸς στὸν Κύριό μου Χριστό: Κάθισε στὸ θρόνο μου στὰ δεξιά μου, ὡσότου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου νικημένους κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου. Ἀλλὰ οἱ παπποῦδες δὲν ὀνομάζουν ποτὲ κυρίους τους τὰ ἐγγόνια τους καὶ τὰ δισέγγονά τους. Οὔτε στέκει ποτὲ νὰ προσφωνοῦν οἱ πρόγονοι τοὺς ἀπογόνους τους κυρίους.  Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει Κύριο, πῶς εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνο υἱὸς τοῦ Δαβὶδ ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ. Καὶ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ ἀποκριθεῖ οὔτε λέξη, οὔτε τόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν ἠμέρα ἐκείνη νὰ τοῦ ὑποβάλει πλέον ἄλλα ἐρωτήματα.     

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου