Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΘΥΜΙΑΤΙΖΕ

 


–Μαριάμ, φεύγω. Πάω στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὴν Παράκληση.

Ἡ Μαριὰμ δὲν μποροῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὸν σύζυγό της, διάκονο π. Χρυσόστομο. Ἔπρεπε νὰ μείνει στὸ σπίτι μὲ τὸν μονάκριβο γιό τους, ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμα οὔτε δύο χρονῶν.

Ἄναψε καὶ γιὰ μᾶς ἕνα κεράκι. Κάνε προσευχὴ νὰ μᾶς σκεπάζει ἡ Παναγία μας.

Μήνας Αὔγουστος τοῦ 2020. Γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὁ μήνας αὐτὸς εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ στὴ Βηρυτὸ τοῦ Λιβάνου, ὅπου διακονεῖ ὁ π. Χρυσόστομος, οἱ Χριστιανοὶ ζοῦν τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Αὐγούστου μὲ τὴν προσμονὴ τῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς. Κάθε ἀπόγευμα χτυπᾶ ἡ καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ ἀκολουθεῖ ὁ Μικρὸς ἢ ὁ Μεγάλος Παρακλητικὸς Κανόνας στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἔτσι καὶ σήμερα, καθὼς πλησίαζε ἡ ὥρα γιὰ τὴν ἀπογευματινὴ Ἀκολουθία, ὁ εὐλαβὴς διάκονος χαιρέτισε τὴ σεμνὴ σύζυγό του, ἀγκάλιασε μὲ τὸ στοργικό του βλέμμα τὸν μικρὸ ποὺ κοιμόταν στὸ κρεβατάκι του, τὸν σταύρωσε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸν Ναό.

Ἔφθασε νωρίς. Μὲ ἤρεμες κινήσεις ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες προετοιμασίες στὸ Ἱερὸ καὶ περίμενε τὸν ἱερέα νὰ βάλει «Εὐλογητός». Ἔτσι σὲ λίγο ντυμένος μὲ τὴ διακονική του στολὴ βγῆκε στὸν σολέα νὰ ἐκφωνήσει τὰ «Εἰρηνικά».

Στὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου...» ἄρχισε νὰ θυμιατίζει. Εἶχε ἤδη προχωρήσει πρὸς τὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ, ὅταν ἔνιωσε τὴ γῆ νὰ τρέμει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Μιὰ λάμψη φάνηκε ν᾿ ἀστράφτει κι ἕνας ἐκκωφαντικὸς θόρυβος ἔκανε τὰ τζάμια νὰ σπάσουν. Πρὸς στιγμὴν τρόμαξε, ἀλλὰ συνέχισε νὰ θυμιάζει ψάλλοντας μέσα του τὸν στίχο ποὺ ἀκουγόταν ἐκείνη τὴν ὥρα: «ὅτι πρὸς σέ, Κύριε, Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί μου· ἐπὶ σοὶ ἤλπισα...»

Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του στράφηκαν στὸν Κύριο. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως πέρασαν σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν νοῦ του ἡ γυναίκα καὶ τὸ παιδί του: «Παναγία μου, σκέπασέ τους... Κύριε, σ᾿ Ἐσένα ἐλπίζω...»

Καθὼς προχωροῦσε ἡ Ἀκολουθία, οἱ ἦχοι ἀπὸ τὶς σειρῆνες ἐπέτειναν τὴν ἀγωνία καὶ τὴν ἔνταση. Οἱ εἰδήσεις ποὺ ἔφθαναν, ἦταν συνταρακτικές: Στὸ λιμάνι, ποὺ βρισκόταν στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς πόλεως, σημειώθηκε φοβερὴ ἔκρηξη σὲ ἀποθήκη πυρομαχικῶν καὶ ἰσοπεδώθηκαν τὰ πάντα στὴ γύρω περιοχή. Τὸ σπίτι τους ἦταν στὸ κέντρο τῆς πόλεως, πολὺ κοντὰ στὸν τόπο ὅπου ἔγινε ἡ ἔκρηξη. Ἡ ἀγωνία τοῦ π. Χρυσοστόμου κορυφώθηκε: «Θεέ μου, τί θὰ βρῶ ὅταν γυρίσω;» «Παναγία μου, μὴ μᾶς ἐγκαταλείπεις!»

Τελείωσε ἡ σύντομη Ἀκολουθία καὶ ἀμέσως κίνησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι. Στὸν δρόμο δὲν ἔπαυσε νὰ προσεύχεται. Ὅσο πλησίαζε στὸν τόπο τῆς ἐκρήξεως, οἱ εἰκόνες γύρω τοῦ μάτωναν τὴν καρδιά: γκρεμισμένα σπίτια, ἀκινητοποιημένα αὐτοκίνητα, ἀσθενοφόρα καὶ πυροσβεστικὰ ὀχήματα νὰ κινοῦνται μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα καὶ νὰ χαλοῦν τὸν κόσμο μὲ τὶς σειρῆνες τους, ἄνθρωποι ἐγκλωβισμένοι, τραυματισμένοι, σχεδὸν ξεψυχισμένοι.

«Παναγία μου!... Παναγία μου!...», ἱκέτευε.

Κάποια στιγμὴ ἔφθασε καὶ στὸ δικό του σπίτι. Στάθηκε κι ἔκανε τὸν σταυρό του. Ἔξω ἀπὸ τὰ συντρίμμια στεκόταν ἡ Μαριὰμ μὲ τὸν μικρὸ στὴν ἀγκαλιά της. Ἔμεινε νὰ θαυμάζει καὶ νὰ ἀπορεῖ: Ὅλα τὰ δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ τους εἶχαν γκρεμισθεῖ. Μόνο ἕνα εἶχε μείνει ὄρθιο. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο τὴν ὥρα τῆς ἔκρηξης βρισκόταν ἡ μητέρα μὲ τὸ παιδί· τὸ δωμάτιο μὲ τὰ εἰκονίσματα. Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ διακόνισσα συμμετεῖχε στὴν Ἀκολουθία. Καὶ ἐνόσω ὁ διάκονος θυμίαζε στὴν ἐκκλησία, ἐκείνη δεχόταν μαζὶ μὲ τὸ παιδί της τὴ σωτήρια θεία Χάρι. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ γκρεμίσθηκαν τὰ πάντα, κάποιο «χέρι» τοὺς προστάτευσε. Ἡ Παναγία, ποὺ καθημερινὰ παρακαλοῦσαν, ἦταν δίπλα τους. Εἶδαν ὁλοφάνερη τὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία της!     

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2248, 1 καὶ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021, σελ. 359–360

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ἔ­χον­τες χα­ρί­σμα­τα κα­τὰ τὴν χά­ριν τὴν δο­θεῖ­σαν ἡ­μῖν δι­ά­φο­ρα, εἴ­τε προ­φη­τε­ί­αν, κα­τὰ τὴν ἀ­να­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως, εἴ­τε δι­α­κο­νί­αν, ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ, εἴ­τε ὁ δι­δά­σκων, ἐν τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, εἴ­τε ὁ πα­ρα­κα­λῶν, ἐν τῇ πα­ρα­κλή­σει, ὁ με­τα­δι­δο­ύς, ἐν ἁ­πλό­τη­τι, ὁ προ­ϊ­στά­με­νος, ἐν σπου­δῇ, ὁ ἐ­λε­ῶν, ἐν ἱ­λα­ρό­τη­τι. ῾Η ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τος. Ἀ­πο­στυ­γοῦν­τες τὸ πο­νη­ρόν, κολ­λώ­με­νοι τῷ ἀ­γα­θῷ, τῇ φι­λα­δελ­φί­ᾳ εἰς ἀλ­λή­λους φι­λό­στορ­γοι, τῇ τι­μῇ ἀλ­λή­λους προ­η­γο­ύ­με­νοι, τῇ σπου­δῇ μὴ ὀ­κνη­ροί, τῷ πνε­ύ­μα­τι ζέ­ον­τες, τῷ Κυ­ρί­ῳ δου­λε­ύ­ον­τες, τῇ ἐλ­πί­δι χα­ί­ρον­τες, τῇ θλί­ψει ὑ­πο­μέ­νον­τες, τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες, ταῖς χρε­ί­αις τῶν ἁ­γί­ων κοι­νω­νοῦν­τες, τὴν φι­λο­ξε­νί­αν δι­ώ­κον­τες. Εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς δι­ώ­κον­τας ὑ­μᾶς, εὐ­λο­γεῖ­τε καὶ μὴ κα­τα­ρᾶ­σθε.  

                                                                                           (Ρωμ.ιβ΄[12] 6-14)

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΗΛΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες».

Γιὰ τὴν προ­θυ­μί­α καὶ τὸν ζῆ­λο, γιὰ τὴ φλό­γα τῆς ψυ­χῆς μιλᾶ στὸν στί­χο αὐ­τὸ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ πα­ρα­κι­νεῖ τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Ρώ­μης καὶ ὅ­λους μας βέ­βαι­α νὰ εἶ­ναι «τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες», θερ­μοὶ δη­λα­δὴ κα­τὰ τὸ πνεῦ­μα τους, νὰ βρά­ζουν.

Τί εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τὴ ἡ θερ­μό­τη­τα, ποι­ὰ πράγ­μα­τα πα­γώ­νουν τὴν ψυ­χὴ καὶ ποι­ὰ τὴν θερ­μαί­νουν; Αὐ­τὸ ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ δοῦ­με στὴν ση­με­ρι­νή μας ὁ­μι­λί­α.

1. ΡΕΥΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΕΩΣ

«Τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες». Κα­τὰ λέ­ξη ση­μαί­νει: νὰ βρά­ζει τὸ πνεῦ­μα σας. Νὰ βρά­ζει! Νὰ εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἡ ψυ­χὴ γε­μά­τη ὄ­ρε­ξη καὶ ζῆ­λο γιὰ τὰ τοῦ Θε­οῦ. Εἴ­τε αὐ­τὰ εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ τὸν ἁ­για­σμὸ καὶ τὴ σω­τη­ρί­α, εἴ­τε ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στὴ θεί­α λα­τρεί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή, εἴ­τε τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς, εἴ­τε τὰ ἔρ­γα τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὅ­λα νὰ γί­νον­ται μὲ πνεῦ­μα θερ­μό, μὲ ζῆ­λο πο­λύ.

Εὐ­λο­γη­μέ­νος αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος! Εἶ­ναι ἡ μυ­στι­κὴ δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς, ποὺ ἑλ­κύ­ει τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἱ­κα­νὸ γιὰ ὅ­λα καὶ τὰ πιὸ δύ­σκο­λα ἀ­γω­νί­σμα­τα καὶ ἔρ­γα. Δι­ό­τι χω­ρὶς τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­μει ὁ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ καὶ ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ δὲν δί­δε­ται πο­τὲ στοὺς ὀ­κνη­ροὺς καὶ νω­θρούς. Ποῦ δί­δε­ται; Δί­δε­ται ἄ­φθο­νη στὴν ψυ­χή, ποὺ ἔ­χει ζῆ­λο καὶ ὄ­ρε­ξη νὰ ἐρ­γα­σθεῖ, στὴν ψυ­χή, ποὺ εἶ­ναι πρό­θυ­μη, ποὺ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ ἐ­κτε­λεῖ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ ἅ­γιος ζῆ­λος, καὶ αὐ­τὸς κα­τὰ βά­ση δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται δύ­να­μη πα­νί­σχυ­ρη, ποὺ δι­α­περ­νά­ει πέ­ρα γιὰ πέ­ρα τὴν ψυ­χή, σὰν ἠ­λε­κτρι­κὸ ρεῦ­μα ὑ­ψη­λῆς τά­σε­ως, καὶ τὴν κά­νει δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ φω­τει­νή.

Αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος ἦ­ταν ἄ­φθο­νος στὶς ψυ­χὲς τῶν Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τῶν ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων, τῶν ὁ­σί­ων ἀ­σκη­τῶν καὶ ἀ­σκη­τρι­ῶν, τῶν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, ὅ­λων τῶν ἐρ­γα­τῶν τῶν κα­λῶν ἔρ­γων. Αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος καὶ σή­με­ρα ἀ­κό­μη κι­νεῖ ἀρ­κε­τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νούς, κλη­ρι­κοὺς καὶ λα­ϊ­κούς, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες νὰ ἐρ­γά­ζον­ται μὲ ποι­κί­λους τρό­πους γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ναὶ, ἀρ­κε­τοὺς Χρι­στια­νούς. Ὄ­χι ὅ­μως τό­σους, ὅ­σους θὰ ἔ­πρε­πε. Για­τί ἄ­ρα­γε;

2. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ

Πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ αἰ­τί­ες, ποὺ μει­ώ­νουν τὸν ζῆ­λο τῶν πι­στῶν Χρι­στια­νῶν σὲ κά­θε ἐ­πο­χή. Πολ­λές. Καὶ στὴν ἐ­πο­χή μας πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες.

Ἡ πρώ­τη αἰ­τί­α κοι­νὴ γιὰ κά­θε ἐ­πο­χὴ εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­σει ὅ­τι εἶ­ναι σπου­δαῖ­ος κι ὅ­τι σὰν κι αὐ­τὸν ἄλ­λος δὲν ὑ­πάρ­χει, τό­τε ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­σύ­ρει τὴν Χά­ρη Του, καὶ ὁ ζῆ­λος ἀρ­χί­ζει νὰ πέ­φτει, ἡ θερ­μό­της πα­γώ­νει, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς μα­ραί­νε­ται. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρὸς τοῦ ἁ­γί­ου ζή­λου τῆς ψυ­χῆς. Αὐ­τὴ σβή­νει καὶ τὴν προ­σευ­χὴ τῶν προ­σευ­χο­μέ­νων, καὶ τὴν φλό­γα τῶν ἀ­σκη­τῶν, καὶ τὴν ἀ­γά­πη τῶν φι­λάν­θρω­πων, καὶ τὴ δύ­να­μη τῶν ἱ­ε­ρο­κη­ρύ­κων, καὶ κά­θε ἀ­γω­νι­στῆ πι­στοῦ τὴν ὁρ­μή. Κι ἂν κά­νει κά­τι πλέ­ον ὁ ἄν­θρω­πος, αὐ­τὸ τὸ κά­νει μὲ πεῖ­σμα ἀν­θρώ­πι­νο, χω­ρὶς τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, καὶ βλά­πτει καὶ βλά­πτε­ται.

Ἡ δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πει­λη­τι­κὴ στὴν ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ λέ­με κο­σμι­κό­της. Ὁ ἐ­πη­ρε­α­σμὸς δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν κο­σμι­κῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦν μό­νο γιὰ τὴν σάρ­κα καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις της.

Στὶς ­μέ­ρες μας αὐ­τὸ τὸ κο­σμι­κό, τὸ σαρ­κι­κὸ φρό­νη­μα σα­ρώ­νει τὰ πάν­τα καὶ δυ­στυ­χῶς ἔ­χει εἰ­σβά­λει ἀ­πει­λη­τι­κὰ καὶ μέ­σα στοὺς χώ­ρους τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πράγ­μα ἐ­ξό­χως λυ­πη­ρό. Δι­ό­τι πλέ­ον ἡ ζω­ὴ μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν ἀ­πὸ κό­πος καὶ ἀ­γώ­νας ἔ­χει ὑ­πο­βαθ­μι­σθεῖ σὲ Χρι­στι­α­νι­κὸ του­ρι­σμό.

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα πῶς νὰ μεί­νει ἡ φλό­γα τῆς ψυ­χῆς τῶν πι­στῶν ἀ­ναμ­μέ­νη; Οἱ γε­ω­λό­γοι λέ­νε πὼς ὑ­πῆρ­ξε μιὰ πε­ρί­ο­δος στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς γῆς, ποὺ οἱ πά­γοι εἶ­χαν κα­λύ­ψει τὰ πάν­τα. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν πα­γε­τώ­νων. Ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν πα­γε­τώ­νων ὅ­μως μό­λις τώ­ρα ἔ­χει ἀρ­χί­σει. Τὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ ἑ­νὸς κό­σμου, ποὺ ἔ­χει ξε­χά­σει τὸν Θε­ὸ καὶ ἔ­χει θε­ο­ποι­ή­σει τὴν ὕ­λη, ἀ­πει­λοῦν ἤ­δη νὰ πα­γώ­σουν τὰ πάν­τα. Ὁ Κύ­ριος τὸ εἶ­χε αὐ­τὸ προ­φη­τεύ­σει. Θὰ ἔρ­θει ἐ­πο­χή, εἶ­χε πεῖ, ποὺ «διὰ τὸ πλη­θυν­θῆ­ναι τὴν ἀ­νο­μί­αν ψυ­γή­σε­ται ἡ ἀ­γά­πη τῶν πολ­λῶν» (Ματθ. κδ'[24] 12). Ἀ­πὸ τὴν πολ­λὴ ἁ­μαρ­τί­α θὰ πα­γώ­σει ἡ ἀ­γά­πη τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων Χρι­στια­νῶν.

Θὰ πα­γώ­σει! Ἤ­δη ἐ­πά­γω­σε. Μπῆ­κε στὰ ψυ­γεῖ­α, στὴν κα­τά­ψυ­ξη. Οἱ πι­στοὶ εἴ­μα­στε συ­χνὰ κρύ­οι, πα­γω­μέ­νοι, ἄ­ψυ­χοι. Οἱ πα­γε­τῶ­νες μᾶς ἀ­πει­λοῦν ὅ­λους. Τί θὰ γί­νου­με λοι­πόν;

3. Η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Νὰ ρί­ξου­με ξύ­λα στὴ φω­τιά! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς τὴ φω­τιὰ αὐ­τὴ μὲς στὴν καρ­διά μας δὲν τὴν ἔ­χου­με ἀ­νά­ψει μό­νοι μας. Εἶ­ναι ἡ θε­ϊ­κὴ φω­τιά, ποὺ ἔ­βα­λε ὁ Κύ­ριος στὴ γῆ μας· «πῦρ ἦλ­θον βα­λεῖν ἐ­πὶ τὴν γῆν» (Λουκ. ι­β'[12] 49), εἶ­πε. Ἦρ­θα νὰ βά­λω φω­τιὰ στὴ γῆ. Καὶ τὴν ἔ­βα­λε. Εἶ­ναι ἡ φω­τιὰ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, τὸ πῦρ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Λοι­πὸν ἡ φω­τιὰ ἔ­χει ἀ­νά­ψει, καί­ει μὲς στὴν καρ­διά μας ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Βα­πτί­σμα­τός μας.

Ἀλ­λὰ καί­ει; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μά μας. Καὶ εἶ­ναι πρό­βλη­μα, δι­ό­τι τὰ ξύ­λα σ᾿ αὐ­τὴν τὴ φω­τιὰ πρέ­πει νὰ τὰ ρί­χνου­με ἐ­μεῖς. Τὰ ξύ­λα εἶ­ναι ὁ ζῆ­λος, ἡ προ­θυ­μί­α μας, ἡ θέ­λη­σή μας νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με μέ­χρι θα­νά­του, γιὰ νὰ ἐ­φαρ­μό­σου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος καὶ ἡ προ­θυ­μί­α αὐ­ξά­νουν μὲ τὴ με­τά­νοι­α, μὲ τὴν προ­σευ­χή, μὲ τὴν θεί­α Κοι­νω­νί­α, μὲ τὴ με­λέ­τη τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῶν βί­ων τῶν ἁ­γί­ων. Αὐ­ξά­νουν ἀ­κό­μη ὅ­ταν θυ­μό­μα­στε τὶς ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν με­λε­τοῦ­με τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα τῆς Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας, ὅ­ταν σκε­φτό­μα­στε τὸν θά­να­το καὶ τὴν πα­ρο­δι­κό­τη­τα ὅ­λων τῶν ἀν­θρω­πί­νων δρα­στη­ρι­ο­τή­των καὶ πραγ­μά­των, ὅ­ταν ἀ­σκοῦ­με βί­α στὸν ἑ­αυ­τό μας.

Αὐ­ξά­νουν ὄν­τως καὶ με­τα­βάλ­λουν τὴν καρ­διά μας σὲ ὑ­ψι­κά­μι­νο θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης, ὅ­που ἡ­μέ­ρα καὶ νύ­χτα ἀ­πο­δί­δε­ται λα­τρεί­α στὸν ἅ­γιο Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας.

Ναί, ἀ­δελ­φοί! Στὸν Θε­ό, ποὺ μᾶς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη καὶ μᾶς το­πο­θέ­τη­σε σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με λί­γα χρό­νια καὶ νὰ Τοῦ δεί­ξου­με ἔ­τσι ἐμ­πρά­κτως τὴν ἀ­γά­πη μας. Στὸν Κύ­ριο, ποὺ μᾶς ἀ­γά­πη­σε μέ­χρι θα­νά­του σταυ­ρι­κοῦ, γιὰ νὰ μᾶς ἔ­χει αἰ­ω­νί­ως κον­τά Του. Σὲ Κεῖ­νον, ποὺ μᾶς ὁ­δη­γεῖ διὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων πρὸς τὸν Οὐ­ρα­νό, ποὺ εἶ­ναι τὸ τέρ­μα καὶ ὁ σκο­πὸς τῶν ἀ­γώ­νων μας.

Ὁ Οὐ­ρα­νός, ἡ ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἡ θεί­α Βα­σι­λεί­α, ἡ αἰ­ώ­νια δό­ξα στὸ Πα­τρι­κὸ πα­λά­τι.

Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ φω­τιά, ποὺ ἄ­να­ψε ὁ Χρι­στός μας μὲς στὶς ψυ­χές μας, ἀ­δελ­φοί! Εὐ­λο­γη­μέ­νη!

  (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμ­βὰς ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πλοῖ­ον δι­ε­πέ­ρα­σεν κα ἦλ­θεν ες τν ἰ­δί­αν πό­λιν. Κα ἰ­δοὺ προ­σέ­φε­ρον αὐ­τῷ πα­ρα­λυ­τι­κὸν ἐ­πὶ κλί­νης βε­βλη­μέ­νον. κα ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν εἶ­πεν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Θρσει, τέ­κνον· ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. κα ἰ­δού τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων εἶ­πον ν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τος βλα­σφη­μεῖ. κα εἰ­δὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς τς ἐν­θυ­μή­σεις αὐ­τῶν εἶ­πεν· Ἵ­να τ ὑ­μεῖς ἐν­θυ­μεῖ­σθε πο­νη­ρὰ ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; τ γρ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα πε­ρι­πά­τει; ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­πὶ τς γς ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας – τό­τε λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Ἐ­γερ­θεὶς ἆ­ρόν σου τν κλί­νην κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. κα ἐ­γερ­θεὶς ἀ­πῆλ­θεν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ. ἰ­δόν­τες δ ο ὄ­χλοι ἐ­θα­ύ­μα­σαν κα ἐ­δό­ξα­σαν τν Θε­ὸν τν δόν­τα ἐ­ξου­σί­αν τοι­α­ύ­την τος ἀν­θρώ­ποις. 

           (Ματθ. θ΄[9]  1 – 8)

  ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ Ἰ­η­σοῦς ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ᾿ ἕ­να πλοῖ­ο, πέ­ρα­σε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τς λί­μνης, καί ἦλ­θε στὴ δι­κή του πό­λη, τὴν Κα­περ­να­ούμ. Τό­τε τοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το, πού τόν εἶ­χαν βά­λει πά­νω σ᾿ ἕ­να κρε­βά­τι. Καὶ κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τήν πί­στη ποὺ εἶ­χε καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος κι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὸν με­τέ­φε­ραν, εἶ­πε στὸν πα­ρά­λυ­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νη­συ­χοῦ­σε καί φο­βό­ταν μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στή θε­ρα­πεί­α του: Ἔ­χε θάρ­ρος, παι­δί μου· σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Τό­τε ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς εἶ­παν μέ­σα τους: Αὐ­τός βλα­σφη­μεῖ, δι­ό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δι­καί­ω­μα πού μό­νον ὁ Θε­ός ἔ­χει. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ εἶ­δε στά βά­θη τῆς καρ­διᾶς τους τίς σκέ­ψεις τους καί εἶ­πε: Για­τὶ κά­νε­τε μέ­σα στίς καρ­δι­ές σας σκέ­ψεις πο­νη­ρὲς καὶ κα­κο­προ­αί­ρε­τες; Καὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι οἱ σκέ­ψεις σας αὐ­τὲς κα­κό­βου­λες καὶ κα­κο­προ­αί­ρε­τες, δι­ό­τι, τὶ εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο: νά πεῖ κα­νείς· εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἢ νὰ πεῖ, σή­κω ὄρ­θιος καὶ περ­πά­τα; Ἐ­σεῖς θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρο αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν τώ­ρα ὅ­τι ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ ἐκ­πρό­σω­πος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος καὶ ἔν­δο­ξος Κρι­τής της κα­τά τὴ δευ­τέ­ρα πα­ρου­σί­α του, ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νά συγ­χω­ρεῖ στή γῆ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων, τό­τε λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το: Σή­κω ὄρ­θιος καί πά­ρε στοὺς ὤ­μους σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου. Καὶ πραγ­μα­τι­κά ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι του. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ εἶ­δαν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­γι­νε, θαύ­μα­σαν καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­δω­σε δι­α­μέ­σου τοῦ Χρι­στοῦ στοὺς ἀν­θρώ­πους τέ­τοι­α ἐ­ξου­σί­α, νὰ συγ­χω­ροῦν­ται δη­λα­δὴ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, καί συγ­χρό­νως νὰ γι­α­τρεύ­ον­ται μ᾿ ἕ­να λό­γο ἀ­θε­ρά­πευ­τες ἀ­σθέ­νει­ες τοῦ σώ­μα­τος.

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΝΈ­ΟΙ ΜΑΣ ΚΑΙ Η Α­ΝΆ­ΠΤΥ­ΞΗ ΤΉ­Σ Υ­ΠΕΥ­ΘΥ­ΝΌ­ΤΗ­ΤΆΣ ΤΟΥΣ

 ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ ΚΥΡΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΡΟΥΣΗ 

Οι νέ­οι μας και η α­νά­πτυ­ξη

τή­ς υ­πευ­θυ­νό­τη­τάς τους

(Ο Χρυ­σό­στο­μος Ρου­σή­ς M.Ed., πρώ­ην γυ­μνα­σιά­ρχης, ση­μει­ώ­νει, σε σύν­το­μη και πε­ρι­ε­κτι­κή με­λέ­τη, α­πό­ψεις ει­δι­κών σχε­τι­κά με την υ­πευ­θυ­νό­τη­τά μας, ση­μαν­τι­κό ε­φό­διο στη ζω­ή, α­φού τα υ­πεύ­θυ­να ά­το­μα­  «κερ­δί­ζουν» την εμ­πι­στο­σύ­νη των άλ­λων).

Κα­ταρ­χάς, θα  πρέ­πει να α­να­φέ­ρου­με ό­τι τα υ­πεύ­θυ­να ά­το­μα – αυ­τά που α­να­λαμ­βά­νουν την ευ­θύ­νη­  για τις πρά­ξεις ή τη συμ­πε­ρι­φο­ρά του­ς  –   έ­χου­ν  και προ­σω­πι­κά ο­φέ­λη: Οι άλ­λοι τους δεί­χνουν εμ­πι­στο­σύ­νη και  τους ε­κτι­μούν,  «μια βα­σι­κή α­νάγ­κη ό­λων των αν­θρώ­πων». Α­κό­μη, η υ­πεύ­θυ­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά ε­νι­σχύ­ει και την αυ­το­ε­κτί­μη­σή μας, που κα­θο­ρί­ζει την ε­πι­τυ­χί­α στη ζω­ή μας. Η αί­σθη­ση της υ­πευ­θυ­νό­τη­τας καλ­λι­ερ­γεί­ται, κυ­ρί­ως,  μέ­σα στην οι­κο­γέ­νεια. (Σπύ­ρος Με­τα­ξάς, ψυ­χί­α­τρος, 2021).

Α­πό την παι­δι­κή η­λι­κί­α, οι γο­νείς πρέ­πει να μας α­να­θέ­τουν α­πλές δου­λει­ές/υ­πευ­θυ­νό­τη­τες μέ­σα στο σπί­τι, για να μά­θου­με να α­να­λαμ­βά­νου­με ευ­θύ­νες και να τις φέρ­νου­με σε πέ­ρας. Αν, ό­μως,  οι γο­νείς α­να­λαμ­βά­νουν ό­λες τις ευ­θύ­νες τού σπι­τιού οι ί­διοι, τό­τε «μας μα­θαί­νου­ν  στην ε­φη­βεί­α να τα πε­ρι­μέ­νου­με ό­λα έ­τοι­μα».

Εί­ναι ση­μαν­τι­κό να­  α­να­λαμ­βά­νου­με ευ­θύ­νες στο σπί­τι, ό­πως το να βο­η­θού­με στο στρώ­σι­μο του τρα­πε­ζιού ή να παίρ­νου­με το πιά­το μας στο νε­ρο­χύ­τη, α­φού τε­λει­ώ­σου­με  το φα­γη­τό: Α­να­γνω­ρί­ζου­με, έ­τσι,  ό­τι­  έ­χου­με ευ­θύ­νες μέ­σα στην οι­κο­γέ­νεια, συ­νερ­γα­ζό­μα­στε με τους γο­νείς και τα α­δέλ­φια μας στις δου­λει­ές του σπι­τιού και­  νι­ώ­θου­με ι­κα­νο­ποί­η­ση, ό­ταν α­κο­λου­θεί η α­να­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς μας.

Ε­πι­πλέ­ον, α­να­πτύσ­σου­με την υ­πευ­θυ­νό­τη­τά μας,  ό­τα­ν  συ­γυ­ρί­ζου­με/τα­κτο­ποι­ού­με/ δι­α­κο­σμού­με το δω­μά­τιο και το γρα­φεί­ο­  μας και ό­ταν δι­α­χει­ρι­ζό­μα­στε σω­στά το χαρ­τζι­λί­κι που μας δί­νουν οι γο­νείς μας κά­θε μή­να. «Ο κουμ­πα­ρά­ς εί­ναι το κα­λύ­τε­ρο μέ­σο για να μά­θου­με την έν­νοι­α τη­ς οι­κο­νο­μί­ας, το πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ε­φό­διο για τη ζω­ή, που μπο­ρούν οι γο­νείς να μας δώ­σουν».

Ε­πί­σης, η υ­πευ­θυ­νό­τη­τά μας α­να­πτύσ­σε­ται ό­ταν ορ­γα­νώ­νου­με/α­ξι­ο­ποι­ού­με τον χρό­νο μας,  ση­μει­ώ­νον­τα­ς  τις δου­λει­ές μας στο η­με­ρο­λό­γιό μας.  Έ­τσι, ό­χι μό­νο  δεν τις ξε­χνού­με, αλ­λά και δε­σμευ­ό­μα­στε  να τις κά­νου­με. Δυ­στυ­χώς,  πολ­λοί έ­φη­βοι α­να­κα­λύ­πτουν την α­νάγ­κη της σω­στής δι­α­χεί­ρι­σης τού χρό­νου,  ό­ταν πά­νε στο πα­νε­πι­στή­μιο!

Τέ­λος, οι υ­πεύ­θυ­νοι έ­φη­βοι:

1) α­πο­δί­δουν το μά­ξι­μουμ των δυ­να­το­τή­των τους,

2)  γνω­ρί­ζουν ό­τι ό­λοι «πλη­ρώ­νου­με»  τις συ­νέ­πει­ες της συμ­πε­ρι­φο­ράς μας (πα­ρα­νο­μί­ες),

3) χρη­σι­μο­ποι­ούν το μέ­τρο στις δρα­στη­ρι­ό­τη­τές τους: ε­να­σχό­λη­ση με το έ­ξυ­πνο  τη­λέ­φω­νο για 9 ώ­ρες τη βδο­μά­δα εί­ναι, σύμ­φω­να με έ­ρευ­να, το α­σφα­λές ό­ριο.

4) έ­χουν εν­συ­ναί­σθη­ση για τους άλ­λους (εμ­βο­λι­ά­ζον­ται για να προ­στα­τεύ­σουν τον ε­αυ­τό τους και τους άλ­λους!).  – Ο λοι­μω­ξι­ο­λό­γος Τσι­ό­δρας κέρ­δι­σε την εμ­πι­στο­σύ­νη του ελ­λη­νι­κού λα­ού και έ­χει ε­πι­βε­βαι­ώ­σει το προ­φίλ υ­πευ­θυ­νό­τη­τας.

5)   κυ­κλο­φο­ρούν με κα­λούς φί­λους με ψη­λή αυ­το­ε­κτί­μη­ση και

6)  δι­εκ­πε­ραι­ώ­νουν προ­σω­πι­κές δου­λει­ές, μα­θαί­νουν να ε­τοι­μά­ζουν έ­να  α­πλό γεύ­μα.

 

Πηγές:

1. Πρα­κτι­κός ο­δη­γός οι­κο­γε­νεια­κού Συμ­βού­λου: Dinkmeyer Don,  Mackay Gary

2.  Πώς καλ­λι­ερ­γεί­ται η αί­σθη­ση της υ­πευ­θυ­νό­τη­τας: Σπύ­ρος Με­τα­ξάς, ψυ­χί­α­τρος

3. Η (με­γά­λη) ση­μα­σί­α του να πη­γαί­νεις το πιά­το σου στο νε­ρο­χύ­τη: Στέλ­λα Μυ­ρι­άν­θου­ς MSc, ψυ­χο­λό­γος, 2019


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ




1 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ϛ' ΜΑΤ­ΘΑΙ­ΟΥ. (Ἀ­πό­στ. Ρωμ. ιβ΄ [12] 6 – 14), Εὐ­αγγ.  Ματθ. θ΄[9] 1 –  8).

πρό­ο­δος τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, τῶν ἑ­πτά Μακ­κα­βαί­ων παί­δων καί Σο­λο­μο­νῆς τῆς μη­τρός αὐ­τῶν καί Ἐ­λε­α­ζά­ρου τοῦ δι­δα­σκά­λου αὐ­τῶν.

(Ἀ­πό σή­με­ρα ἀρ­χί­ζει ἡ νη­στεί­α τοῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου καὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα ἀρ­χί­ζουν οἱ πα­ρα­κλή­σεις τῆς Πα­να­γί­ας)

6 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΜΕ­ΤΑ­ΜΟΡ­ΦΩ­ΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ Η­ΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Β΄ Πέ­τρου α΄[1] 10–19, Εὐ­αγγ. Ματθ. ιζ΄[17] 1-9)

(Κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος)

8 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ' Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Ρωμ. ι­ε΄ [15] 1 – 7), Εὐ­αγγ.  Ματθ. θ΄[9] 27 – 35)

Με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τ­ῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Αἰ­μι­λια­νοῦ Ἐ­πι­σκό­που Κυ­ζί­κου, Μύ­ρω­νος Ἐ­πι­σκό­που Κρή­της, Εὐ­τυ­χί­ου τῆς Μο­νῆς τῶν Ἱ­ε­ρέ­ων.

15 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ  Η  ΚΟΙ­ΜΗ­ΣΙΣ  ΤΗΣ  Υ­ΠΕ­ΡΑ­ΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙ­ΝΗΣ Η­ΜΩΝ ΘΕ­Ο­ΤΟ­ΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑ­ΡΙΑΣ. (Ἀ­πό­στ. Φι­λιπ. β΄ [2] 5 – 11), Εὐ­αγγ.  Λουκ. ι΄[10] 38 – 42 καὶ ι­α΄ [11] 27 – 28)

22 ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Α΄Κορ . γ΄ [3] 9 – 17), Εὐ­αγγ.  Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34).

Με­τὰ τ­ὴν ἑ­ορ­τὴ τ­ῆς Κοι­μή­σε­ως τ­ῆς Θε­ο­τό­κου. Ἀ­γα­θο­νί­κου καὶ τῶν σὺν αὐ­τῷ. Ἀν­θού­σης καὶ Ἀ­θα­να­σί­ου Ἐ­πι­σκό­που, Λου­κί­ου Μάρ­τυ­ρος.

27 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Χρυ­σο­στό­μου ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος (1922), Ποι­μέ­νος ὁ­σ., Λι­βε­ρί­ου Πά­πα Ρώ­μης, Φα­νου­ρί­ου νε­ο­φα­νοῦς Μάρ­τυ­ρος.

29 ΚΥΡΙΑΚΗ Μνή­μη τῆς ἀ­πο­το­μῆς τῆς Τι­μί­ας Κε­φα­λῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Ί­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου καὶ Βα­πτι­στοῦ. (Ἀ­πό­στ. Πράξ. ιγ΄ [13] 25 – 32), Εὐ­αγγ.  Μαρκ. Ϛ΄[6] 14 – 30).

30 ΔΕΥΤΕΡΑ  Ἀ­λε­ξάν­δρου, Παύ­λου καί Ἰ­ω­άν­νου Πα­τρια­ρχῶν Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Φι­λω­νί­δου ἐ­πι­σκό­που Κου­ρί­ου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Βρυα­ίνης Ὁ­σί­ας.

31 ΤΡΙΤΗ κα­τά­θε­σις τῆς Τι­μί­ας Ζώ­νης τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου.

 

ΩΡΑΡΙΟ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ : 6.00 Μ.Μ.

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ : 6.00 Μ.Μ.

ΟΡΘΡΟΣ : 6.30 Π.Μ.