ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ἔχοντες χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν
ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως,
εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ,
εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ
προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. ῾Η ἀγάπη ἀνυπόκριτος.
Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς
ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ
ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, τῇ ἐλπίδι χαίροντες,
τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, ταῖς χρείαις
τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. Εὐλογεῖτε τοὺς
διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.
(Ρωμ.ιβ΄[12] 6-14)
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΗΛΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Τῷ πνεύματι ζέοντες».
Γιὰ
τὴν προθυμία καὶ τὸν ζῆλο, γιὰ τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς μιλᾶ στὸν στίχο αὐτὸ
ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ παρακινεῖ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης – καὶ ὅλους
μας βέβαια –
νὰ εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες», θερμοὶ
δηλαδὴ κατὰ τὸ πνεῦμα τους, νὰ βράζουν.
Τί εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ θερμότητα, ποιὰ πράγματα παγώνουν
τὴν ψυχὴ καὶ ποιὰ τὴν θερμαίνουν; Αὐτὸ ἂς
προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε στὴν σημερινή μας ὁμιλία.
1. ΡΕΥΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΕΩΣ
«Τῷ πνεύματι ζέοντες».
Κατὰ λέξη σημαίνει: νὰ βράζει τὸ πνεῦμα σας. Νὰ βράζει! Νὰ εἶναι δηλαδὴ
ἡ ψυχὴ γεμάτη ὄρεξη καὶ ζῆλο γιὰ τὰ τοῦ Θεοῦ. Εἴτε αὐτὰ εἶναι ὁ ἀγώνας
γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία, εἴτε ἡ ἀφοσίωση στὴ θεία λατρεία
καὶ τὴν προσευχή, εἴτε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς, εἴτε τὰ
ἔργα τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅλα νὰ γίνονται μὲ πνεῦμα θερμό, μὲ ζῆλο πολύ.
Εὐλογημένος
αὐτὸς ὁ ζῆλος! Εἶναι ἡ μυστικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἑλκύει τὴ Χάρη
τοῦ Θεοῦ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ γιὰ ὅλα – καὶ τὰ πιὸ
δύσκολα ἀγωνίσματα καὶ ἔργα. Διότι χωρὶς τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τίποτε ἀπολύτως
δὲν μπορεῖ νὰ κάμει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν δίδεται
ποτὲ στοὺς ὀκνηροὺς καὶ νωθρούς. Ποῦ δίδεται; Δίδεται ἄφθονη στὴν ψυχή,
ποὺ ἔχει ζῆλο καὶ ὄρεξη νὰ ἐργασθεῖ, στὴν ψυχή, ποὺ εἶναι πρόθυμη,
ποὺ φλέγεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἅγιος ζῆλος, καὶ αὐτὸς κατὰ βάση δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένος μὲ τὴ Χάρη
τοῦ Θεοῦ γίνεται δύναμη πανίσχυρη, ποὺ διαπερνάει πέρα γιὰ πέρα
τὴν ψυχή, σὰν ἠλεκτρικὸ ρεῦμα ὑψηλῆς τάσεως, καὶ τὴν κάνει δημιουργικὴ
καὶ φωτεινή.
Αὐτὸς
ὁ ζῆλος ἦταν ἄφθονος στὶς ψυχὲς τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μας, τῶν ἁγίων
μαρτύρων, τῶν ὁσίων ἀσκητῶν καὶ ἀσκητριῶν, τῶν θεοφόρων Πατέρων,
ὅλων τῶν ἐργατῶν τῶν καλῶν ἔργων. Αὐτὸς ὁ ζῆλος καὶ σήμερα ἀκόμη κινεῖ
ἀρκετοὺς πιστοὺς Χριστιανούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες
νὰ ἐργάζονται μὲ ποικίλους τρόπους γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
Ναὶ,
ἀρκετοὺς Χριστιανούς. Ὄχι ὅμως τόσους, ὅσους θὰ ἔπρεπε. Γιατί ἄραγε;
2. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ
Πολλὲς
εἶναι οἱ αἰτίες, ποὺ μειώνουν τὸν ζῆλο τῶν πιστῶν Χριστιανῶν σὲ κάθε
ἐποχή. Πολλές. Καὶ στὴν ἐποχή μας πολὺ περισσότερες.
Ἡ
πρώτη αἰτία –
κοινὴ γιὰ κάθε ἐποχὴ – εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίσει ὅτι εἶναι σπουδαῖος
κι ὅτι σὰν κι αὐτὸν ἄλλος δὲν ὑπάρχει, τότε ὁ Θεὸς ἀποσύρει τὴν Χάρη
Του, καὶ ὁ ζῆλος ἀρχίζει νὰ πέφτει, ἡ θερμότης παγώνει, ὁ ἐνθουσιασμὸς
μαραίνεται. Εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια ὁ χειρότερος ἐχθρὸς τοῦ ἁγίου ζήλου
τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ σβήνει καὶ τὴν προσευχὴ τῶν προσευχομένων, καὶ τὴν φλόγα
τῶν ἀσκητῶν, καὶ τὴν ἀγάπη τῶν φιλάνθρωπων, καὶ τὴ δύναμη τῶν ἱεροκηρύκων,
καὶ κάθε ἀγωνιστῆ πιστοῦ τὴν ὁρμή. Κι ἂν κάνει κάτι πλέον ὁ ἄνθρωπος,
αὐτὸ τὸ κάνει μὲ πεῖσμα ἀνθρώπινο, χωρὶς τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ βλάπτει
καὶ βλάπτεται.
Ἡ
δεύτερη αἰτία – ἰδιαιτέρως ἀπειλητικὴ στὴν ἐποχή
μας –
εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε κοσμικότης.
Ὁ ἐπηρεασμὸς δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, αὐτῶν οἱ
ὁποῖοι ζοῦν μόνο γιὰ τὴν σάρκα καὶ τὶς ἀπολαύσεις της.
Στὶς
μέρες μας αὐτὸ τὸ κοσμικό, τὸ σαρκικὸ φρόνημα σαρώνει τὰ πάντα καὶ
δυστυχῶς ἔχει εἰσβάλει ἀπειλητικὰ καὶ μέσα στοὺς χώρους τῆς ἴδιας
τῆς Ἐκκλησίας μας – πράγμα ἐξόχως λυπηρό. Διότι
πλέον ἡ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ κόπος καὶ ἀγώνας ἔχει ὑποβαθμισθεῖ
σὲ Χριστιανικὸ τουρισμό.
Μέσα
σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα πῶς νὰ μείνει ἡ φλόγα τῆς ψυχῆς τῶν πιστῶν ἀναμμένη;
Οἱ γεωλόγοι λένε πὼς ὑπῆρξε μιὰ περίοδος στὴν ἱστορία τῆς γῆς, ποὺ
οἱ πάγοι εἶχαν καλύψει τὰ πάντα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῶν παγετώνων. Ἡ ἐποχὴ
τῶν πνευματικῶν παγετώνων ὅμως μόλις τώρα ἔχει ἀρχίσει. Τὰ παγωμένα
νερὰ ἑνὸς κόσμου, ποὺ ἔχει ξεχάσει τὸν Θεὸ καὶ ἔχει θεοποιήσει τὴν
ὕλη, ἀπειλοῦν ἤδη νὰ παγώσουν τὰ πάντα. Ὁ Κύριος τὸ εἶχε αὐτὸ προφητεύσει.
Θὰ ἔρθει ἐποχή, εἶχε πεῖ, ποὺ «διὰ τὸ
πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ.
κδ'[24] 12). Ἀπὸ τὴν πολλὴ ἁμαρτία θὰ παγώσει ἡ ἀγάπη τῶν περισσοτέρων
Χριστιανῶν.
Θὰ
παγώσει! Ἤδη ἐπάγωσε. Μπῆκε στὰ ψυγεῖα, στὴν κατάψυξη. Οἱ πιστοὶ
εἴμαστε συχνὰ κρύοι, παγωμένοι, ἄψυχοι. Οἱ παγετῶνες μᾶς ἀπειλοῦν
ὅλους. Τί θὰ γίνουμε λοιπόν;
3. Η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Νὰ
ρίξουμε ξύλα στὴ φωτιά! Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὴ φωτιὰ αὐτὴ μὲς στὴν καρδιά
μας δὲν τὴν ἔχουμε ἀνάψει μόνοι μας. Εἶναι ἡ θεϊκὴ φωτιά, ποὺ ἔβαλε
ὁ Κύριος στὴ γῆ μας· «πῦρ ἦλθον βαλεῖν
ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. ιβ'[12] 49), εἶπε. Ἦρθα νὰ βάλω φωτιὰ στὴ γῆ. Καὶ
τὴν ἔβαλε. Εἶναι ἡ φωτιὰ τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Λοιπὸν ἡ φωτιὰ ἔχει ἀνάψει, καίει μὲς στὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴν ἡμέρα
τοῦ Βαπτίσματός μας.
Ἀλλὰ
καίει; Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημά μας. Καὶ εἶναι πρόβλημα, διότι τὰ ξύλα
σ᾿ αὐτὴν τὴ φωτιὰ πρέπει νὰ τὰ ρίχνουμε ἐμεῖς. Τὰ ξύλα εἶναι ὁ ζῆλος,
ἡ προθυμία μας, ἡ θέλησή μας νὰ ἀγωνιστοῦμε μέχρι θανάτου, γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε
τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Καὶ αὐτὸς ὁ ζῆλος καὶ ἡ προθυμία αὐξάνουν μὲ
τὴ μετάνοια, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν θεία Κοινωνία, μὲ τὴ μελέτη τῶν
λόγων τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν βίων τῶν ἁγίων. Αὐξάνουν ἀκόμη
ὅταν θυμόμαστε τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὅταν μελετοῦμε
τὴν ἀσύλληπτη δόξα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, ὅταν σκεφτόμαστε τὸν
θάνατο καὶ τὴν παροδικότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων
καὶ πραγμάτων, ὅταν ἀσκοῦμε βία στὸν ἑαυτό μας.
Αὐξάνουν
ὄντως καὶ μεταβάλλουν τὴν καρδιά μας σὲ ὑψικάμινο θεϊκῆς ἀγάπης, ὅπου
ἡμέρα καὶ νύχτα ἀποδίδεται λατρεία στὸν ἅγιο Κύριο καὶ Θεό μας.
Ναί, ἀδελφοί!
Στὸν Θεό, ποὺ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη καὶ μᾶς τοποθέτησε
σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε λίγα χρόνια καὶ νὰ Τοῦ δείξουμε ἔτσι
ἐμπράκτως τὴν ἀγάπη μας. Στὸν Κύριο, ποὺ μᾶς ἀγάπησε μέχρι θανάτου
σταυρικοῦ, γιὰ νὰ μᾶς ἔχει αἰωνίως κοντά Του. Σὲ Κεῖνον, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ
διὰ πολλῶν θλίψεων πρὸς τὸν Οὐρανό, ποὺ εἶναι τὸ τέρμα καὶ ὁ σκοπὸς τῶν
ἀγώνων μας.
Ὁ
Οὐρανός, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ θεία Βασιλεία, ἡ αἰώνια δόξα στὸ Πατρικὸ
παλάτι.
Εὐλογημένη
ἡ φωτιά, ποὺ ἄναψε ὁ Χριστός μας μὲς στὶς ψυχές μας, ἀδελφοί! Εὐλογημένη!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ
ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐμβὰς
ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν
καὶ
ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον
αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ
κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν
εἶπεν τῷ
παραλυτικῷ· Θάρσει,
τέκνον· ἀφέωνταί
σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων
εἶπον ἐν
ἑαυτοῖς·
Οὗτος βλασφημεῖ. καὶ
εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς
τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν·
Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ
ἐν
ταῖς
καρδίαις ὑμῶν;
τί
γάρ
ἐστιν εὐκοπώτερον,
εἰπεῖν, ἀφέωνταί
σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;
ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ
υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας –
τότε λέγει τῷ
παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς
ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν
σου. καὶ
ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην
τοῖς
ἀνθρώποις.
(Ματθ. θ΄[9] 1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ μπῆκε σ᾿ ἕνα πλοῖο, πέρασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καί ἦλθε στὴ δική του πόλη, τὴν Καπερναούμ. Τότε
τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, πού τόν εἶχαν βάλει πάνω σ᾿ ἕνα κρεβάτι.
Καὶ καθὼς ὁ Ἰησοῦς εἶδε τήν πίστη ποὺ εἶχε καὶ ὁ παράλυτος κι ἐκεῖνοι
ποὺ τὸν μετέφεραν, εἶπε στὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε καί φοβόταν
μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο στή θεραπεία του: Ἔχε θάρρος,
παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου. Τότε ὅμως μερικοὶ
ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: Αὐτός βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται
δικαίωμα πού μόνον ὁ Θεός ἔχει. Ὁ Ἰησοῦς τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδε
στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τίς σκέψεις τους καί εἶπε: Γιατὶ κάνετε μέσα
στίς καρδιές σας σκέψεις πονηρὲς καὶ κακοπροαίρετες; Καὶ εἶναι
πράγματι οἱ σκέψεις σας αὐτὲς κακόβουλες καὶ κακοπροαίρετες, διότι,
τὶ εἶναι εὐκολότερο: νά πεῖ κανείς· εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες
σου, ἢ νὰ πεῖ, σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο
αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἔνδοξος Κριτής της κατά
τὴ δευτέρα παρουσία του, ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ στή γῆ τὶς ἁμαρτίες
τῶν ἀνθρώπων, τότε λέει στὸν παράλυτο: Σήκω ὄρθιος καί πάρε στοὺς ὤμους
σου τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Καὶ πραγματικά ἐκεῖνος
σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ὅταν λοιπὸν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν
αὐτὸ ποὺ ἔγινε, θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαμέσου
τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους τέτοια ἐξουσία, νὰ συγχωροῦνται δηλαδὴ
οἱ ἁμαρτίες, καί συγχρόνως νὰ γιατρεύονται μ᾿ ἕνα λόγο ἀθεράπευτες
ἀσθένειες τοῦ σώματος.