Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, ἔ­χον­τες χα­ρί­σμα­τα κα­τὰ τὴν χά­ριν τὴν δο­θεῖ­σαν ἡ­μῖν δι­ά­φο­ρα, εἴ­τε προ­φη­τε­ί­αν, κα­τὰ τὴν ἀ­να­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως, εἴ­τε δι­α­κο­νί­αν, ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ, εἴ­τε ὁ δι­δά­σκων, ἐν τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, εἴ­τε ὁ πα­ρα­κα­λῶν, ἐν τῇ πα­ρα­κλή­σει, ὁ με­τα­δι­δο­ύς, ἐν ἁ­πλό­τη­τι, ὁ προ­ϊ­στά­με­νος, ἐν σπου­δῇ, ὁ ἐ­λε­ῶν, ἐν ἱ­λα­ρό­τη­τι. ῾Η ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τος. Ἀ­πο­στυ­γοῦν­τες τὸ πο­νη­ρόν, κολ­λώ­με­νοι τῷ ἀ­γα­θῷ, τῇ φι­λα­δελ­φί­ᾳ εἰς ἀλ­λή­λους φι­λό­στορ­γοι, τῇ τι­μῇ ἀλ­λή­λους προ­η­γο­ύ­με­νοι, τῇ σπου­δῇ μὴ ὀ­κνη­ροί, τῷ πνε­ύ­μα­τι ζέ­ον­τες, τῷ Κυ­ρί­ῳ δου­λε­ύ­ον­τες, τῇ ἐλ­πί­δι χα­ί­ρον­τες, τῇ θλί­ψει ὑ­πο­μέ­νον­τες, τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες, ταῖς χρε­ί­αις τῶν ἁ­γί­ων κοι­νω­νοῦν­τες, τὴν φι­λο­ξε­νί­αν δι­ώ­κον­τες. Εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς δι­ώ­κον­τας ὑ­μᾶς, εὐ­λο­γεῖ­τε καὶ μὴ κα­τα­ρᾶ­σθε.  

                                                                                           (Ρωμ.ιβ΄[12] 6-14)

 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΗΛΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες».

Γιὰ τὴν προ­θυ­μί­α καὶ τὸν ζῆ­λο, γιὰ τὴ φλό­γα τῆς ψυ­χῆς μιλᾶ στὸν στί­χο αὐ­τὸ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ πα­ρα­κι­νεῖ τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς Ρώ­μης καὶ ὅ­λους μας βέ­βαι­α νὰ εἶ­ναι «τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες», θερ­μοὶ δη­λα­δὴ κα­τὰ τὸ πνεῦ­μα τους, νὰ βρά­ζουν.

Τί εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τὴ ἡ θερ­μό­τη­τα, ποι­ὰ πράγ­μα­τα πα­γώ­νουν τὴν ψυ­χὴ καὶ ποι­ὰ τὴν θερ­μαί­νουν; Αὐ­τὸ ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ δοῦ­με στὴν ση­με­ρι­νή μας ὁ­μι­λί­α.

1. ΡΕΥΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΕΩΣ

«Τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες». Κα­τὰ λέ­ξη ση­μαί­νει: νὰ βρά­ζει τὸ πνεῦ­μα σας. Νὰ βρά­ζει! Νὰ εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἡ ψυ­χὴ γε­μά­τη ὄ­ρε­ξη καὶ ζῆ­λο γιὰ τὰ τοῦ Θε­οῦ. Εἴ­τε αὐ­τὰ εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ τὸν ἁ­για­σμὸ καὶ τὴ σω­τη­ρί­α, εἴ­τε ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στὴ θεί­α λα­τρεί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή, εἴ­τε τὰ ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς, εἴ­τε τὰ ἔρ­γα τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ὅ­λα νὰ γί­νον­ται μὲ πνεῦ­μα θερ­μό, μὲ ζῆ­λο πο­λύ.

Εὐ­λο­γη­μέ­νος αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος! Εἶ­ναι ἡ μυ­στι­κὴ δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς, ποὺ ἑλ­κύ­ει τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἱ­κα­νὸ γιὰ ὅ­λα καὶ τὰ πιὸ δύ­σκο­λα ἀ­γω­νί­σμα­τα καὶ ἔρ­γα. Δι­ό­τι χω­ρὶς τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­μει ὁ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ καὶ ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ δὲν δί­δε­ται πο­τὲ στοὺς ὀ­κνη­ροὺς καὶ νω­θρούς. Ποῦ δί­δε­ται; Δί­δε­ται ἄ­φθο­νη στὴν ψυ­χή, ποὺ ἔ­χει ζῆ­λο καὶ ὄ­ρε­ξη νὰ ἐρ­γα­σθεῖ, στὴν ψυ­χή, ποὺ εἶ­ναι πρό­θυ­μη, ποὺ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ ἐ­κτε­λεῖ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ ἅ­γιος ζῆ­λος, καὶ αὐ­τὸς κα­τὰ βά­ση δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται δύ­να­μη πα­νί­σχυ­ρη, ποὺ δι­α­περ­νά­ει πέ­ρα γιὰ πέ­ρα τὴν ψυ­χή, σὰν ἠ­λε­κτρι­κὸ ρεῦ­μα ὑ­ψη­λῆς τά­σε­ως, καὶ τὴν κά­νει δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ φω­τει­νή.

Αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος ἦ­ταν ἄ­φθο­νος στὶς ψυ­χὲς τῶν Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τῶν ἁ­γί­ων μαρ­τύ­ρων, τῶν ὁ­σί­ων ἀ­σκη­τῶν καὶ ἀ­σκη­τρι­ῶν, τῶν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, ὅ­λων τῶν ἐρ­γα­τῶν τῶν κα­λῶν ἔρ­γων. Αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος καὶ σή­με­ρα ἀ­κό­μη κι­νεῖ ἀρ­κε­τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νούς, κλη­ρι­κοὺς καὶ λα­ϊ­κούς, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες νὰ ἐρ­γά­ζον­ται μὲ ποι­κί­λους τρό­πους γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ναὶ, ἀρ­κε­τοὺς Χρι­στια­νούς. Ὄ­χι ὅ­μως τό­σους, ὅ­σους θὰ ἔ­πρε­πε. Για­τί ἄ­ρα­γε;

2. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ

Πολ­λὲς εἶ­ναι οἱ αἰ­τί­ες, ποὺ μει­ώ­νουν τὸν ζῆ­λο τῶν πι­στῶν Χρι­στια­νῶν σὲ κά­θε ἐ­πο­χή. Πολ­λές. Καὶ στὴν ἐ­πο­χή μας πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρες.

Ἡ πρώ­τη αἰ­τί­α κοι­νὴ γιὰ κά­θε ἐ­πο­χὴ εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­σει ὅ­τι εἶ­ναι σπου­δαῖ­ος κι ὅ­τι σὰν κι αὐ­τὸν ἄλ­λος δὲν ὑ­πάρ­χει, τό­τε ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­σύ­ρει τὴν Χά­ρη Του, καὶ ὁ ζῆ­λος ἀρ­χί­ζει νὰ πέ­φτει, ἡ θερ­μό­της πα­γώ­νει, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς μα­ραί­νε­ται. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρὸς τοῦ ἁ­γί­ου ζή­λου τῆς ψυ­χῆς. Αὐ­τὴ σβή­νει καὶ τὴν προ­σευ­χὴ τῶν προ­σευ­χο­μέ­νων, καὶ τὴν φλό­γα τῶν ἀ­σκη­τῶν, καὶ τὴν ἀ­γά­πη τῶν φι­λάν­θρω­πων, καὶ τὴ δύ­να­μη τῶν ἱ­ε­ρο­κη­ρύ­κων, καὶ κά­θε ἀ­γω­νι­στῆ πι­στοῦ τὴν ὁρ­μή. Κι ἂν κά­νει κά­τι πλέ­ον ὁ ἄν­θρω­πος, αὐ­τὸ τὸ κά­νει μὲ πεῖ­σμα ἀν­θρώ­πι­νο, χω­ρὶς τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, καὶ βλά­πτει καὶ βλά­πτε­ται.

Ἡ δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πει­λη­τι­κὴ στὴν ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ λέ­με κο­σμι­κό­της. Ὁ ἐ­πη­ρε­α­σμὸς δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα τῶν κο­σμι­κῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τῶν οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦν μό­νο γιὰ τὴν σάρ­κα καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις της.

Στὶς ­μέ­ρες μας αὐ­τὸ τὸ κο­σμι­κό, τὸ σαρ­κι­κὸ φρό­νη­μα σα­ρώ­νει τὰ πάν­τα καὶ δυ­στυ­χῶς ἔ­χει εἰ­σβά­λει ἀ­πει­λη­τι­κὰ καὶ μέ­σα στοὺς χώ­ρους τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πράγ­μα ἐ­ξό­χως λυ­πη­ρό. Δι­ό­τι πλέ­ον ἡ ζω­ὴ μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν ἀ­πὸ κό­πος καὶ ἀ­γώ­νας ἔ­χει ὑ­πο­βαθ­μι­σθεῖ σὲ Χρι­στι­α­νι­κὸ του­ρι­σμό.

Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα πῶς νὰ μεί­νει ἡ φλό­γα τῆς ψυ­χῆς τῶν πι­στῶν ἀ­ναμ­μέ­νη; Οἱ γε­ω­λό­γοι λέ­νε πὼς ὑ­πῆρ­ξε μιὰ πε­ρί­ο­δος στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς γῆς, ποὺ οἱ πά­γοι εἶ­χαν κα­λύ­ψει τὰ πάν­τα. Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν πα­γε­τώ­νων. Ἡ ἐ­πο­χὴ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν πα­γε­τώ­νων ὅ­μως μό­λις τώ­ρα ἔ­χει ἀρ­χί­σει. Τὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ ἑ­νὸς κό­σμου, ποὺ ἔ­χει ξε­χά­σει τὸν Θε­ὸ καὶ ἔ­χει θε­ο­ποι­ή­σει τὴν ὕ­λη, ἀ­πει­λοῦν ἤ­δη νὰ πα­γώ­σουν τὰ πάν­τα. Ὁ Κύ­ριος τὸ εἶ­χε αὐ­τὸ προ­φη­τεύ­σει. Θὰ ἔρ­θει ἐ­πο­χή, εἶ­χε πεῖ, ποὺ «διὰ τὸ πλη­θυν­θῆ­ναι τὴν ἀ­νο­μί­αν ψυ­γή­σε­ται ἡ ἀ­γά­πη τῶν πολ­λῶν» (Ματθ. κδ'[24] 12). Ἀ­πὸ τὴν πολ­λὴ ἁ­μαρ­τί­α θὰ πα­γώ­σει ἡ ἀ­γά­πη τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων Χρι­στια­νῶν.

Θὰ πα­γώ­σει! Ἤ­δη ἐ­πά­γω­σε. Μπῆ­κε στὰ ψυ­γεῖ­α, στὴν κα­τά­ψυ­ξη. Οἱ πι­στοὶ εἴ­μα­στε συ­χνὰ κρύ­οι, πα­γω­μέ­νοι, ἄ­ψυ­χοι. Οἱ πα­γε­τῶ­νες μᾶς ἀ­πει­λοῦν ὅ­λους. Τί θὰ γί­νου­με λοι­πόν;

3. Η ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Νὰ ρί­ξου­με ξύ­λα στὴ φω­τιά! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς τὴ φω­τιὰ αὐ­τὴ μὲς στὴν καρ­διά μας δὲν τὴν ἔ­χου­με ἀ­νά­ψει μό­νοι μας. Εἶ­ναι ἡ θε­ϊ­κὴ φω­τιά, ποὺ ἔ­βα­λε ὁ Κύ­ριος στὴ γῆ μας· «πῦρ ἦλ­θον βα­λεῖν ἐ­πὶ τὴν γῆν» (Λουκ. ι­β'[12] 49), εἶ­πε. Ἦρ­θα νὰ βά­λω φω­τιὰ στὴ γῆ. Καὶ τὴν ἔ­βα­λε. Εἶ­ναι ἡ φω­τιὰ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, τὸ πῦρ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Λοι­πὸν ἡ φω­τιὰ ἔ­χει ἀ­νά­ψει, καί­ει μὲς στὴν καρ­διά μας ἀ­πὸ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Βα­πτί­σμα­τός μας.

Ἀλ­λὰ καί­ει; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μά μας. Καὶ εἶ­ναι πρό­βλη­μα, δι­ό­τι τὰ ξύ­λα σ᾿ αὐ­τὴν τὴ φω­τιὰ πρέ­πει νὰ τὰ ρί­χνου­με ἐ­μεῖς. Τὰ ξύ­λα εἶ­ναι ὁ ζῆ­λος, ἡ προ­θυ­μί­α μας, ἡ θέ­λη­σή μας νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με μέ­χρι θα­νά­του, γιὰ νὰ ἐ­φαρ­μό­σου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ αὐ­τὸς ὁ ζῆ­λος καὶ ἡ προ­θυ­μί­α αὐ­ξά­νουν μὲ τὴ με­τά­νοι­α, μὲ τὴν προ­σευ­χή, μὲ τὴν θεί­α Κοι­νω­νί­α, μὲ τὴ με­λέ­τη τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῶν βί­ων τῶν ἁ­γί­ων. Αὐ­ξά­νουν ἀ­κό­μη ὅ­ταν θυ­μό­μα­στε τὶς ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν με­λε­τοῦ­με τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη δό­ξα τῆς Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας, ὅ­ταν σκε­φτό­μα­στε τὸν θά­να­το καὶ τὴν πα­ρο­δι­κό­τη­τα ὅ­λων τῶν ἀν­θρω­πί­νων δρα­στη­ρι­ο­τή­των καὶ πραγ­μά­των, ὅ­ταν ἀ­σκοῦ­με βί­α στὸν ἑ­αυ­τό μας.

Αὐ­ξά­νουν ὄν­τως καὶ με­τα­βάλ­λουν τὴν καρ­διά μας σὲ ὑ­ψι­κά­μι­νο θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης, ὅ­που ἡ­μέ­ρα καὶ νύ­χτα ἀ­πο­δί­δε­ται λα­τρεί­α στὸν ἅ­γιο Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας.

Ναί, ἀ­δελ­φοί! Στὸν Θε­ό, ποὺ μᾶς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη καὶ μᾶς το­πο­θέ­τη­σε σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με λί­γα χρό­νια καὶ νὰ Τοῦ δεί­ξου­με ἔ­τσι ἐμ­πρά­κτως τὴν ἀ­γά­πη μας. Στὸν Κύ­ριο, ποὺ μᾶς ἀ­γά­πη­σε μέ­χρι θα­νά­του σταυ­ρι­κοῦ, γιὰ νὰ μᾶς ἔ­χει αἰ­ω­νί­ως κον­τά Του. Σὲ Κεῖ­νον, ποὺ μᾶς ὁ­δη­γεῖ διὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων πρὸς τὸν Οὐ­ρα­νό, ποὺ εἶ­ναι τὸ τέρ­μα καὶ ὁ σκο­πὸς τῶν ἀ­γώ­νων μας.

Ὁ Οὐ­ρα­νός, ἡ ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἡ θεί­α Βα­σι­λεί­α, ἡ αἰ­ώ­νια δό­ξα στὸ Πα­τρι­κὸ πα­λά­τι.

Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ φω­τιά, ποὺ ἄ­να­ψε ὁ Χρι­στός μας μὲς στὶς ψυ­χές μας, ἀ­δελ­φοί! Εὐ­λο­γη­μέ­νη!

  (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμ­βὰς ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πλοῖ­ον δι­ε­πέ­ρα­σεν κα ἦλ­θεν ες τν ἰ­δί­αν πό­λιν. Κα ἰ­δοὺ προ­σέ­φε­ρον αὐ­τῷ πα­ρα­λυ­τι­κὸν ἐ­πὶ κλί­νης βε­βλη­μέ­νον. κα ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν εἶ­πεν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Θρσει, τέ­κνον· ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. κα ἰ­δού τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων εἶ­πον ν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τος βλα­σφη­μεῖ. κα εἰ­δὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς τς ἐν­θυ­μή­σεις αὐ­τῶν εἶ­πεν· Ἵ­να τ ὑ­μεῖς ἐν­θυ­μεῖ­σθε πο­νη­ρὰ ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; τ γρ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα πε­ρι­πά­τει; ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­πὶ τς γς ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας – τό­τε λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Ἐ­γερ­θεὶς ἆ­ρόν σου τν κλί­νην κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. κα ἐ­γερ­θεὶς ἀ­πῆλ­θεν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ. ἰ­δόν­τες δ ο ὄ­χλοι ἐ­θα­ύ­μα­σαν κα ἐ­δό­ξα­σαν τν Θε­ὸν τν δόν­τα ἐ­ξου­σί­αν τοι­α­ύ­την τος ἀν­θρώ­ποις. 

           (Ματθ. θ΄[9]  1 – 8)

  ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ Ἰ­η­σοῦς ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ᾿ ἕ­να πλοῖ­ο, πέ­ρα­σε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τς λί­μνης, καί ἦλ­θε στὴ δι­κή του πό­λη, τὴν Κα­περ­να­ούμ. Τό­τε τοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το, πού τόν εἶ­χαν βά­λει πά­νω σ᾿ ἕ­να κρε­βά­τι. Καὶ κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τήν πί­στη ποὺ εἶ­χε καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος κι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὸν με­τέ­φε­ραν, εἶ­πε στὸν πα­ρά­λυ­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νη­συ­χοῦ­σε καί φο­βό­ταν μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στή θε­ρα­πεί­α του: Ἔ­χε θάρ­ρος, παι­δί μου· σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Τό­τε ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς εἶ­παν μέ­σα τους: Αὐ­τός βλα­σφη­μεῖ, δι­ό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δι­καί­ω­μα πού μό­νον ὁ Θε­ός ἔ­χει. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ εἶ­δε στά βά­θη τῆς καρ­διᾶς τους τίς σκέ­ψεις τους καί εἶ­πε: Για­τὶ κά­νε­τε μέ­σα στίς καρ­δι­ές σας σκέ­ψεις πο­νη­ρὲς καὶ κα­κο­προ­αί­ρε­τες; Καὶ εἶ­ναι πράγ­μα­τι οἱ σκέ­ψεις σας αὐ­τὲς κα­κό­βου­λες καὶ κα­κο­προ­αί­ρε­τες, δι­ό­τι, τὶ εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο: νά πεῖ κα­νείς· εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἢ νὰ πεῖ, σή­κω ὄρ­θιος καὶ περ­πά­τα; Ἐ­σεῖς θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρο αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν τώ­ρα ὅ­τι ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ ἐκ­πρό­σω­πος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος καὶ ἔν­δο­ξος Κρι­τής της κα­τά τὴ δευ­τέ­ρα πα­ρου­σί­α του, ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νά συγ­χω­ρεῖ στή γῆ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων, τό­τε λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το: Σή­κω ὄρ­θιος καί πά­ρε στοὺς ὤ­μους σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου. Καὶ πραγ­μα­τι­κά ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι του. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ εἶ­δαν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­γι­νε, θαύ­μα­σαν καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­δω­σε δι­α­μέ­σου τοῦ Χρι­στοῦ στοὺς ἀν­θρώ­πους τέ­τοι­α ἐ­ξου­σί­α, νὰ συγ­χω­ροῦν­ται δη­λα­δὴ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, καί συγ­χρό­νως νὰ γι­α­τρεύ­ον­ται μ᾿ ἕ­να λό­γο ἀ­θε­ρά­πευ­τες ἀ­σθέ­νει­ες τοῦ σώ­μα­τος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου