Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(4 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, δό­ξα καὶ τι­μὴ καὶ εἰ­ρή­νη παν­τὶ τῷ ἐρ­γα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀ­γα­θόν, ᾿Ι­ου­δα­ί­ῳ τε πρῶ­τον καὶ ῞Ελ­λη­νι· οὐ γάρ ἐ­στι προ­σω­πο­λη­ψί­α πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ. Ὅ­σοι γὰρ ἀ­νό­μως ἥ­μαρ­τον, ἀ­νό­μως καὶ ἀ­πο­λοῦν­ται· καὶ ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται. Οὐ γὰρ οἱ ἀ­κρο­α­ταὶ τοῦ νό­μου δί­και­οι πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποι­η­ταὶ τοῦ νό­μου δι­και­ω­θή­σον­ται. Ὅ­ταν γὰρ ἔ­θνη τὰ μὴ νό­μον ἔ­χον­τα φύ­σει τὰ τοῦ νό­μου ποι­ῇ, οὗ­τοι νό­μον μὴ ἔ­χον­τες ἑ­αυ­τοῖς εἰ­σι νό­μος, οἵ­τι­νες ἐν­δε­ί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρο­ύ­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων τῶν λο­γι­σμῶν κα­τη­γο­ρούν­των ἢ καὶ ἀ­πο­λο­γου­μέ­νων - ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὅ­τε κρι­νεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου διὰ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ.   

                                          (Ρωμ.β΄[2] 10 - 16)

 

ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται».  

Κα­λὰ ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε Χρι­στια­νοί, Βα­πτι­σμέ­νοι, Ὀρ­θό­δο­ξοι. Τό­σα δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ὅ­μως, ποὺ δὲν εἶ­ναι Χρι­στια­νοὶ Κι­νέ­ζοι, Ἰν­δοὶ κ.τ.λ. τί θὰ γί­νουν; Ὅ­λοι αὐ­τοὶ στὴν Κό­λα­ση θὰ πᾶ­νε;»

Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τὸ εἶ­ναι ἴ­σως τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο στὰ χεί­λη πολ­λῶν, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἡ συ­ζή­τη­ση γυ­ρί­ζει σὲ θρη­σκευ­τι­κὰ θέ­μα­τα. Ἂς ἀ­φή­σου­με ὅ­μως τὸ ἐ­ρώ­τη­μα, καὶ ἂς κυτ­τά­ξου­με κά­τι, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν πά­ει κα­λὰ ἐ­δῶ πέ­ρα. Τὸ ὅ­τι δη­λα­δὴ οἱ ἀ­δελ­φοί μας αὐ­τοὶ φαί­νε­ται πὼς τὸ ἔ­χουν σί­γου­ρο ὅ­τι θὰ σω­θοῦν, μιὰ καὶ εἶ­ναι Βα­πτι­σμέ­νοι καὶ Ὀρ­θό­δο­ξοι. Μή­πως ὅ­μως αὐ­τὴ ἡ ἰ­δέ­α λι­γό­τε­ρο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρο βρί­σκει ἔ­δα­φος καὶ σὲ μᾶς, καὶ νο­μί­ζου­με πὼς σὰν Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοὶ θὰ τύ­χου­με κά­ποι­ας ἰ­δι­αί­τε­ρης καὶ μά­λι­στα εὐ­νο­ϊ­κῆς με­τα­χεί­ρι­σης κα­τὰ τὴν ἔ­σχα­τη Κρί­ση;

Μιὰ ἐμ­βά­θυν­ση στὸ νό­η­μα τοῦ στί­χου, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀρ­χί­σα­με, θὰ μᾶς δεί­ξει ὅ­τι πράγ­μα­τι θὰ τύ­χου­με ἰ­δι­αί­τε­ρης με­τα­χεί­ρι­σης, ἀλ­λὰ κα­τὰ τοῦ­το ἰ­δι­αί­τε­ρης: ὅ­τι θὰ κρι­θοῦ­με αὐ­στη­ρό­τε­ρα ἀ­πό τους ἄλ­λους.

Τὸ θέ­μα λοι­πὸν εἶ­ναι σο­βα­ρὸ καὶ ἀ­ξί­ζει νὰ μᾶς ἀ­πα­σχό­λη­σει σή­με­ρα. Νὰ δοῦ­με: Τί προ­νό­μια, ἀλ­λὰ καὶ τί εὐ­θύ­νες ἔ­χου­με ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί.

1. ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ

Τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα βέ­βαι­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στοὺς Ἑ­βραί­ους καὶ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τὴν ἀ­λή­θεια ὅ­τι ὁ Νό­μος, τὸν ὁ­ποῖ­ο τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς διὰ τοῦ Μω­υ­σέ­ως, ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς ἕ­να ἐκ­πλη­κτι­κὸ προ­νό­μιο, ποὺ κα­νεὶς ἄλ­λος λα­ὸς τό­τε δὲν τὸ εἶ­χε. Ἦ­ταν ὅ­μως ταυ­το­χρό­νως καὶ μιὰ εὐ­θύ­νη με­γά­λη, δι­ό­τι αὐ­τοὶ πλέ­ον δὲν θὰ ἐ­κρί­νον­ταν μὲ ἐ­πι­εί­κεια, ὅ­πως οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀλ­λὰ μὲ αὐ­στη­ρό­τη­τα βά­σει τοῦ Νό­μου, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­λα­βαν.

Λοι­πόν, τὸ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε. Ἂν οἱ Ἑ­βραῖ­οι δὲ­χθη­καν μί­α με­γά­λη εὐ­ερ­γε­σί­α ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τὸν Νό­μο Του ἐ­μεῖς, οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἔ­χου­με δε­χθεῖ ἀ­συγ­κρί­τως πε­ρισ­σό­τε­ρα. Πρω­τί­στως ὅ­τι δε­χθή­κα­με τὸν νέ­ο Νό­μο τοῦ Θε­οῦ, τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη, καὶ μπο­ροῦ­με νὰ με­λε­τοῦ­με καὶ νὰ γνω­ρί­ζου­με τὶς ὑ­ψη­λὲς ἀ­λή­θει­ες, ποὺ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει. Ἀλ­λὰ καὶ κά­τι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο· ὅ­τι δε­χθή­κα­με καὶ Αὐ­τὸν τὸν Νο­μο­θέ­τη. Ὁ ἴ­διος ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ὸς ἦλ­θε κον­τά μας, καὶ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Καί, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, αὐ­τὸς ὁ ἐρ­χο­μός Του καὶ ἡ θυ­σί­α Του ὑ­πῆρ­ξαν πη­γὴ ἀ­πεί­ρων δω­ρε­ῶν γιὰ μᾶς. Τὰ ὅ­σα μᾶς χά­ρι­σε καὶ μᾶς χα­ρί­ζει μέ­σα στὴν ἁ­γί­α Του Ἐκ­κλη­σί­α ξε­περ­νοῦν ἀ­κό­μη καὶ τὴν πιὸ τολ­μη­ρὴ φαν­τα­σί­α! Μᾶς ἔ­κα­νε μέ­λη Του, ἀ­δελ­φούς Του, υἱ­οὺς κα­τὰ Χά­ρη τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός, με­τό­χους τῆς Χά­ρι­τος τῶν θεί­ων καὶ ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Καὶ μό­νον νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τὴν ὑ­ψί­στη δω­ρε­ὰ ὅ­λων τῶν ὑ­ψί­στων δω­ρε­ῶν, τὸ ὅ­τι δη­λα­δὴ μπο­ροῦ­με μὲ τὸ ὑ­περ­φυ­ὲς Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας νὰ κοι­νω­νοῦ­με Σῶ­μα καὶ Αἷ­μα Χρι­στοῦ, φτά­νει γιὰ νὰ δεί­ξει τὸ μέ­γε­θος τῶν εὐ­ερ­γε­σι­ῶν τοῦ Θε­οῦ πρὸς ἐ­μᾶς. Ἔρ­χε­ται Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὑ­πε­ρά­πει­ρος Θε­ός, καὶ ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί μας, καὶ κά­νει τὴν καρ­διά μας κα­τοι­κη­τή­ριό Του, καὶ μᾶς προ­σκα­λεῖ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με τὴν ἄ­πει­ρη δό­ξα καὶ χα­ρὰ τῆς αἰ­ω­νί­ου Βα­σι­λεί­ας Του.

Ἀ­νά­με­σα στὰ δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πων μᾶς δι­ά­λε­ξε ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας καὶ μᾶς χά­ρι­σε αὐ­τὲς τὶς ἐκ­πλη­κτι­κὲς δω­ρε­ές Του, τὶς ὁ­ποῖ­ες οἱ ἄλ­λοι λα­οὶ οὔ­τε κἂν μπο­ροῦν νὰ τὰ φαν­τα­σθοῦν.

Εἴ­μα­στε λοι­πὸν εὐ­νο­η­μέ­νοι, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι;

2. Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΕΥΘΥΝΗ

Εὐ­νο­η­μέ­νοι, ναί! Ἀλ­λὰ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­σὴ ἀ­λή­θεια. Ἡ ἄλ­λη μι­σὴ λέ­γει πὼς ἔ­χου­με ταυ­το­χρό­νως φορ­τω­θεῖ καὶ με­γά­λη, φο­βε­ρὴ εὐ­θύ­νη. Ἐ­μεῖς πλέ­ον δὲν θὰ κρι­θοῦ­με, ὅ­πως οἱ λα­οὶ ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ βρί­σκον­ται στὴν ἄ­γνοι­α. Ἐ­μεῖς θὰ κρι­θοῦ­με βά­σει τῶν δω­ρε­ῶν, ποὺ λά­βα­με. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως θὰ κρι­θοῦ­με ΑΥΣΤΗΡΑ! Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρες δω­ρε­ὲς ἔ­χει πά­ρει κά­ποι­ος ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, τό­σο αὐ­στη­ρό­τε­ρα θὰ κρι­θῆ.

ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΑ! «Παν­τὶ ᾧ ἐ­δό­θη πο­λύ, πο­λὺ ζη­τη­θή­σε­ται παρ᾿ αὐ­τοῦ» (Ἀ­ποκ. ι­β'[12] 48). Σὲ κα­θέ­να ποὺ τοῦ δό­θη­κε πο­λύ, πο­λὺ θὰ ζη­τη­θεῖ ἀπ᾿ αὐ­τόν. Πο­λύ! Καὶ ἐ­ὰν δὲν ἔ­χει τοὺς ἀ­νά­λο­γους καρ­πούς, θὰ ὑ­πο­στεῖ τὶς ἀ­ναγ­καῖ­ες συ­νέ­πει­ες. Ἐ­ὰν μά­λι­στα ἁ­μαρ­τά­νει καθ᾿ ὅν τρό­πο καὶ οἱ ἄ­πι­στοι, τό­τε θὰ τι­μω­ρη­θεῖ αὐ­στη­ρό­τα­τα. «Φο­βε­ρὸν τὸ ἐμ­πε­σεῖν εἰς χεῖ­ρας Θε­οῦ ζῶν­τος» (Ἑ­βρ. ι΄[10] 31). Φο­βε­ρὸ εἶ­ναι νὰ πέ­σει κα­νεὶς στὰ χέ­ρια τοῦ Ζῶν­τος Θε­οῦ. Ὁ Θε­ὸς μᾶς δί­νει ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­και­ρί­ες, γιὰ νὰ καλ­λι­ερ­γη­θοῦ­με πνευ­μα­τι­κὰ καὶ νὰ ἁ­γι­α­σθοῦ­με. Ἂν ὅ­μως ἐ­μεῖς τὶς ἀ­φή­νου­με νὰ περ­νοῦν ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τες καὶ ἡ ζω­ή μας δὲν δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀ­πί­στων, ἂς μὴν ἀμ­φι­βάλ­λου­με πὼς κά­πο­τε θὰ δώ­σου­με λό­γο γιὰ ὅ­λες αὐ­τές. Γιὰ τὰ βι­βλί­α ποὺ δι­α­βά­σα­με, γιὰ τὰ κη­ρύγ­μα­τα ποὺ ἀ­κού­σα­με, γιὰ ὅ­σες φο­ρὲς κοι­νω­νή­σα­με, γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ ὁ Θε­ὸς πα­ρου­σί­α­σε στὴ ζω­ή μας, γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ τό­σα ἄλ­λα θὰ λο­γο­δο­τή­σου­με.

Λοι­πόν, τὸ πράγ­μα εἶ­ναι φα­νε­ρό. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη, ποὺ μᾶς δό­θη­κε δω­ρε­άν, θὰ μᾶς κρί­νει αὐ­στη­ρά. Δὲν μᾶς χα­ρί­στη­κε γιὰ νὰ κα­μα­ρώ­νου­με, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὴ ζω­ή μας, νὰ τὴν ἁ­γιά­σει, νὰ τὴν κά­νει εὐ­ά­ρε­στη στὸν Θε­ὸ καὶ Δη­μι­ουρ­γό μας. Ἂν αὐ­τὸ δὲν συμ­βεῖ, ἀλ­λὰ τὴν ἔ­χου­με μό­νο γιὰ ὀ­μορ­φιὰ ἐ­νῶ ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τή της τό­τε...

Ἀ­δελ­φοί, σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο ἄλ­λοι γεν­νι­οῦν­ται πλού­σιοι, ἄλ­λοι ἀρ­χον­τό­που­λα,   ἄλ­λοι φτω­χοὶ καὶ   ἀ­σή­μαν­τοι. Ἐ­μεῖς θέ­λη­σε ὁ Θε­ὸς καὶ γεν­νη­θή­κα­με πριγ­κη­πό­που­λα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ: Χρι­στια­νοί, Ὀρ­θό­δο­ξοι! Καὶ μά­λι­στα Ἕλ­λη­νες ποὺ στὴ γλώσ­σα μας εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Κυ­ρί­ου μας.

Δὲν ἔ­χου­με ἑ­πο­μέ­νως τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ζοῦ­με σὰν βάρ­βα­ροι. Ἡ ζω­ή μας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μὲ τὴν τι­μή, ποὺ μᾶς χα­ρί­στη­κε. Ἀλ­λοι­ῶς, θὰ ὑ­πο­στοῦ­με τι­μω­ρί­α πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή.

Μα­κά­ρι νὰ τὸ κα­τα­λά­βου­με αὐ­τό, ὅ­σο εἶ­ναι και­ρός, ὥ­στε νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ εὑ­ρε­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς μα­ζὶ μὲ τοὺς ἁ­γί­ους μας συμ­βα­σι­λεῖς τοῦ Κυ­ρί­ου στὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα τῆς  Βα­σι­λεί­ας Του.

Ἀ­μήν!   

  (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πε­ρι­πα­τῶν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πα­ρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, εἶ­δε δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, Σίμωνα τὸν λε­γό­με­νον Πέτρον καὶ ᾿Αν­δρέ­αν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, βάλ­λον­τας ἀμ­φί­βλη­στρον εἰς τὴν θά­λασ­σαν· ἦ­σαν γὰρ ἁ­λι­εῖς· καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς· Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑ­μᾶς ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὰ δί­κτυ­α ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ προ­βὰς ἐ­κεῖ­θεν, εἶ­δεν ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βε­δα­ί­ου καὶ ᾿Ι­ω­άν­νην τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, ἐν τῷ πλο­ί­ῳ με­τὰ Ζε­βε­δα­ί­ου τοῦ πα­τρὸς αὐ­τῶν, κα­ταρ­τί­ζον­τας τὰ δί­κτυ­α αὐ­τῶν· καὶ ἐ­κά­λε­σεν αὐ­το­ύς. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τῶν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ πε­ρι­ῆ­γεν ὅ­λην τὴν Γα­λι­λα­ί­αν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς δι­δά­σκων ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν, καὶ κη­ρύσ­σων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τῆς βα­σι­λε­ί­ας, καὶ θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον καὶ πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ἐν τῷ λα­ῷ.  

                                                                       (Ματθ. δ΄[4] 18 – 23)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς περ­πα­τοῦ­σε κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα τῆς Γα­λι­λαίας, εἶ­δε δυ­ὸ ἀ­δελ­φούς, τὸν Σί­μω­να, τὸν ὁποῖο κα­τό­πιν ὀ­νό­μα­σε Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἀν­δρέ­α τὸν ἀ­δελ­φό του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­ρι­χναν δί­χτυ­α στὴ θά­λασ­σα, δι­ό­τι ἦ­ταν ψα­ρά­δες. Καὶ τοὺς λέ­ει: Ἀ­κο­λου­θῆ­στέ με, καὶ θὰ σᾶς κά­νω ἱ­κα­νοὺς νὰ ψα­ρεύ­ε­τε ἀν­τὶ γιὰ ψά­ρια ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τοὺς θὰ ἑλ­κύ­ε­τε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δί­χτυ­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὰ δί­χτυ­ά τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Κι ἀφοῦ προ­χώ­ρη­σε πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ ἐκεῖ, εἶ­δε ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φούς, τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τὸν γιὸ τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν ἀ­δελ­φό του, νὰ ἑ­τοι­μά­ζουν τὰ δί­χτυ­ά τους μέ­σα στὸ πλοῖ­ο μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα τους Ζε­βε­δαῖο. Καὶ τοὺς κά­λε­σε. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Καὶ πε­ρι­ό­δευ­ε ὁ Ἰησοῦς ὅ­λη τὴ Γα­λι­λαί­α δι­δά­σκον­τας στὶς συ­να­γω­γές τους, ὅ­που κά­θε Σάβ­βα­το μα­ζεύ­ον­ταν οἱ Ἑ­βραῖ­οι γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Καὶ κή­ρυτ­τε ἐκεῖ τὸ χαρ­μό­συ­νο ἄγ­γελ­μα ὅ­τι πλη­σί­α­ζε ὁ χρό­νος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς βα­σι­λεί­ας, πού θὰ ἔ­φερ­νε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­ση καὶ τὴ χα­ρά. Καὶ θε­ρά­πευ­ε κά­θε εἴ­δους ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀ­δι­α­θε­σί­α στὸ λα­ό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου