Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(ΕΥΦΗΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)

(11 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021)

 



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ)

Ἀ­δελ­φοί, συ­νερ­γον­τες πα­ρα­κα­λο­μεν μ ες κε­νν τν χ­ριν το Θε­ο δ­ξα­σθαι ὑ­μᾶς — λ­γει γρ· και­ρ δε­κτ ἐ­πή­κου­σά σου κα ν ἡ­μέ­ρᾳ σω­τη­ρ­ας ἐ­βο­ή­θη­σά σοι· ἰ­δοὺ νν και­ρς ε­πρσ­δε­κτος, ἰ­δοὺ νν ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρ­ας — μη­δε­μ­αν ν μη­δε­ν δι­δν­τες προ­σκο­πν, ἵ­να μὴ μω­μη­θῇ δι­α­κο­ν­α, λλ᾿ ν παν­τ συ­νι­στν­τες ἑ­αυ­τοὺς ὡς Θε­ο δι­­κο­νοι, ν ὑ­πο­μο­νῇ πολ­λ, ν θλ­ψε­σιν, ν ἀ­νάγ­καις, ν στε­νο­χω­ρ­αις, ν πλη­γας, ν φυ­λα­κας, ν ἀ­κα­τα­στα­σί­αις, ν κ­ποις, ν ἀ­γρυ­πνί­αις, ν νη­στε­­αις, ν ἁ­γνό­τη­τι, ν γν­σει, ν μα­κρο­θυ­μ­, ἐν χρη­στό­τη­τι, ν Πνε­­μα­τι Α­γ­, ν ἀ­γά­πῃ ἀ­νυ­πο­κρί­τῳ, ν λ­γ ἀ­λη­θε­ί­ας, ν δυ­ν­μει Θε­ο, δι τν ὅ­πλων τς δι­και­ο­σ­νης τν δε­ξι­ν κα ἀ­ρι­στε­ρῶν, δι δ­ξης κα ἀ­τι­μί­ας, δι δυ­σφη­μ­ας κα ε­φη­μ­ας, ς πλ­νοι κα ἀ­λη­θεῖς, ς ἀ­γνο­ο­ύ­με­νοι κα ἐ­πι­γι­νω­σκό­με­νοι, ὡς ἀ­πο­θνή­σκον­τες κα ἰ­δοὺ ζ­μεν, ς παι­δευ­­με­νοι κα μ θα­να­το­­με­νοι, ς λυ­πο­­με­νοι ἀ­εὶ δ χα­­ρον­τες, ς πτω­χο πολ­λος δ πλου­τ­ζον­τες, ς μη­δν ἔ­χον­τες κα πν­τα κα­τ­χον­τες.

                                         (Β΄ Κορ. Ϛ΄[6] 1 – 10)

 

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

1. Και­ρς σω­τη­ρί­ας

Μ συ­νο­χ ψυ­χς ­πό­στο­λος Πα­λος ­πευ­θύ­νε­ται στος Χρι­στια­νος τς Κο­ρίν­θου μ σκο­π ν κα­τα­δεί­ξει τν καί­ρια ση­μα­σί­α το ε­αγ­γε­λι­κο κη­ρύγ­μα­τος, τ ­πο­ο δι­α­κο­νον ο ­γιοι ­πό­στο­λοι, κα τν ε­θύ­νη τν πι­στν γι τν ­πο­δο­χ το θεί­ου λό­γου.

Λέ­γει λοι­πν τ ­ξς: ­μες ο ­πό­στο­λοι συ­νερ­γα­ζό­μα­στε μ τν Θε­ στ ρ­γο τς κα­ταλ­λα­γς, δη­λα­δ τς συμ­φι­λι­ώ­σε­ως τν ν­θρώ­πων μ τν Θε­ό. Γι’ α­τ κα σς πα­ρα­κα­λο­με ν φρον­τί­σε­τε ν μν πά­ει χα­μέ­νη χά­ρη το Θε­ο πο δε­χθή­κα­τε. Δι­ό­τι στν ­γί­α Γρα­φ ­να­φέ­ρε­ται τ ­ξς: Στν κα­τάλ­λη­λο και­ρ σ ­κου­σα κα τν ­μέ­ρα πο σο δό­θη­κε ε­και­ρί­α σω­τη­ρί­ας σ βο­ή­θη­σα· «­δο νν και­ρς ε­πρόσ­δε­κτος, ­δο νν ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας». Τώ­ρα ε­ναι κα­τάλ­λη­λος και­ρός, τώ­ρα ε­ναι ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας.

Ο ­φυ­πνι­στι­κο α­το λό­γοι κα­λον κα ­μς ν ­να­λά­βου­με τς ε­θύ­νες μας. Ε­ναι ­λή­θεια ­τι πα­νά­γα­θος Θε­ς μς χα­ρί­ζει ­να­ρίθ­μη­τες ε­και­ρί­ες πο μς κα­λον στ με­τά­νοι­α κα τ σω­τη­ρί­α: χρι­στι­α­νι­κ βι­βλί­α κα πε­ρι­ο­δι­κ γι ν με­λε­το­με τν θε­ο λό­γο, συ­νά­ξεις μ ­μι­λί­ες πνευ­μα­τι­κς ο­κο­δο­μς, ­ε­ρς ­κο­λου­θί­ες κα ­για Μυ­στή­ρια, πρω­τί­στως δ τν ­ε­ρ ­ξο­μο­λό­γη­ση κα τ θεί­α Κοι­νω­νί­α. ­ρα­γε ­ξι­ο­ποι­ο­με α­τς τς ε­και­ρί­ες πο μς πα­ρέ­χον­ται τό­σο πλου­σι­ο­πά­ρο­χα μή­πως ­να­βάλ­λου­με γι ρ­γό­τε­ρα;… ­λί­μο­νο! Κα πο ξέ­ρου­με ν θ ­χου­με κι α­ριο α­τς τς ε­και­ρί­ες; Πο ξέ­ρου­με ν θ ­χου­με α­ριο τν ­γεί­α μας κα θ μπο­ρο­με ν με­λε­το­με τν ­γί­α Γρα­φ ν ­ξο­μο­λο­γη­θο­με; Γι’ α­τ κι ­γιος ­πό­στο­λος τ το­νί­ζει: Τώ­ρα ε­ναι ε­και­ρί­α! Σή­με­ρα! Μν πε­ρι­φρο­νε­τε τν κλή­ση το Θε­ο! ­κο­στε μας… Γι τ κα­λό σας πα­σχί­ζου­με ­μες ο ­πό­στο­λοι!

2. Πλού­σιοι πνευ­μα­τι­κ

Κα γι ν ­πο­δεί­ξει τς γνή­σι­ες προ­θέ­σεις τν κη­ρύ­κων το Ε­αγ­γε­λί­ου, θε­ό­πνευ­στος ­πό­στο­λος προ­χω­ρε σ πε­ρι­γρα­φ τς ζω­ς τν ­πο­στό­λων:

­μες, λέ­γει, προ­σπα­θο­με ν μ δί­νου­με πο­τ κά­ποι­α ­φορ­μ σκαν­δά­λου, ­στε ν μ βρε­θε κα­νες ν κα­τη­γο­ρή­σει τ δι­α­κο­νί­α το κη­ρύγ­μα­τος.

ν­τί­θε­τα, ­πι­δι­ώ­κου­με μ κά­θε τρό­πο ν ρ­γα­ζό­μα­στε «ς Θε­ο δι­ά­κο­νοι» δεί­χνον­τας πολ­λ ­πο­μο­ν σ ­λα: ν­τι­με­τω­πί­ζου­με θλί­ψεις, στε­ρή­σεις κα στε­νο­χώ­ρι­ες, λ­λ δν ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε. Μς πλη­γώ­νουν ο ν­θρω­ποι μ βί­αι­α μέ­σα, μς φυ­λα­κί­ζουν κα μς κα­τα­δι­ώ­κουν δια­ρκς, λ­λ δν ­πο­χω­ρο­με. Κο­πι­ά­ζου­με κα­θη­με­ρι­νά, μέ­νου­με ­γρυ­πνοι κα νη­στι­κο πολ­λς φο­ρές, λ­λ δν ­πο­κά­μνου­με. Μ ­λα α­τ καλ­λι­ερ­γο­με τν ­ρε­τ τς ­πο­μο­νς.

Πα­ράλ­λη­λα ­μως τ ρ­γο μας φρον­τί­ζου­με ν τ ­πι­τε­λο­με μ ­γνό­τη­τα, μ ρ­θ ­πί­γνω­ση τς ­λη­θεί­ας, μ μα­κρο­θυ­μί­α κα κα­λο­σύ­νη, μ τ χά­ρη το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μ ­νυ­πό­κρι­τη ­γά­πη, μ λό­γο πο φα­νε­ρώ­νει τν ­λή­θεια κα μ τ δύ­να­μη το Θε­ο πο κ­δη­λώ­νε­ται μέ­σα ­π θαυ­μα­στ ση­με­α. ­πι­πλέ­ον χρη­σι­μο­ποι­ο­με ­πλα πνευ­μα­τι­κά, ­μυν­τι­κ κα ­πι­θε­τι­κά, γι ν φέ­ρου­με τ δι­και­ο­σύ­νη.

Δια­ρκς βι­ώ­νου­με ν­το­νες ν­τι­θέ­σεις: λ­λοι μς δο­ξά­ζουν, λ­λοι μς προ­σβάλ­λουν, λ­λοι μς συ­κο­φαν­τον κι λ­λοι μς ­παι­νον, ­στε ν θε­ω­ρού­μα­στε λ­λο­τε ­πα­τε­­νες κι λ­λο­τε γνή­σιοι δι­ά­κο­νοι το Ε­αγ­γε­λί­ου. Πολ­λο μς ­γνο­ον, πολ­λο ­μως μς γνω­ρί­ζουν κα­λά. Πολ­λς φο­ρς φτά­νου­με μέ­χρι τ χε­λος το θα­νά­του, κι ­μως τε­λι­κ ε­μα­στε ζων­τα­νοί! Μς παι­δα­γω­γε μ δο­κι­μα­σί­ες ­γά­πη το Θε­ο, λ­λ δν μς ­φή­νει ν χα­θο­με. Στ μά­τια τν ν­θρώ­πων ζω­ή μας φαί­νε­ται ­ξι­ο­λύ­πη­τη, ­μες ­μως πάν­το­τε χαι­ρό­μα­στε γι ­λα. Μς θε­ω­ρον φτω­χούς, στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ­μως ε­μα­στε πάμ­πλου­τοι· ζο­με «ς μη­δν ­χον­τες κα πάν­τα κα­τέ­χον­τες», ­σν ν μν ­χου­με τί­πο­τα πο ν μς ­νή­κει, ­ν ο­σι­α­στι­κ κα­τέ­χου­με τ πάν­τα!

Ε­ναι πα­ρά­δο­ξες ο ν­τι­θέ­σεις πο κα­τα­γρά­φει ­γιος ­πό­στο­λος, λ­λ τό­σο ­λη­θι­νές! Πράγ­μα­τι, ­χει δί­και­ο ν λέ­γει ­τι ο ­πό­στο­λοι κα­τέ­χουν τ πάν­τα κι ς μν ­χουν κα­μί­α πε­ρι­ου­σί­α. Δι­ό­τι, ­ν δν ε­χαν τί­πο­τε, ε­χαν τν ­γά­πη κα τν ­κτί­μη­ση τν Χρι­στια­νν, πο ­μο­λο­γο­σαν ­τι θ ­βγα­ζαν κα τ μά­τια τους κα τν ­δια τους τ ζω­ θ ­δι­ναν γι ν τος ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν.

ν ­θε­λαν ο ­πό­στο­λοι, θ μπο­ρο­σαν ν κ­με­ταλ­λευ­θον τ χα­ρί­σμα­τά τους κα ν πλου­τί­σουν. Θ μπο­ρο­σαν ν ­παι­τον ν πλη­ρώ­νον­ται γι τς ­μι­λί­ες τους, τς θε­ρα­πε­ες τν ­σθε­νν, τν ρ­γά­νω­ση τν κ­κλη­σι­α­στι­κν κοι­νο­τή­των, τ τα­ξί­δια τους γι τ δι­ά­δο­ση το Ε­αγ­γε­λί­ου. Πο­τ ­μως δν θέ­λη­σαν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ­π τ ­ναγ­κα­α. Κι α­σθά­νον­ταν πραγ­μα­τι­κ πλού­σιοι. ­χι μό­νο δι­ό­τι κα­λύ­πτον­ταν ο ­λι­κές τους ­νάγ­κες, λ­λ κυ­ρί­ως δι­ό­τι ε­χαν μέ­σα στν καρ­διά τους τν κρυμ­μέ­νο πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη, τν ­λη­θι­ν θη­σαυ­ρό, τ ­μύ­θη­τα πλού­τη το Χρι­στο.

ς τ μά­θου­με λοι­πν κα­λά: ­λη­θι­ν πλού­σιο δν σ κά­νουν ο­τε τ χρή­μα­τα ο­τε τ κτή­μα­τα. Ε­σαι πλού­σιος πραγ­μα­τι­κά, ν ζες ­νω­μέ­νος μ τν Χρι­στό. Δι­ό­τι, ­πως ­λε­γε ­σιος Πορ­φύ­ριος Καυ­σο­κα­λυ­βί­της, «­ποι­ος κα­τέ­χει τν Χρι­στό, κα­τέ­χει τ πν»!

 (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλ­μός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.         

   (Ματθ.Ϛ΄[6] 22 – 33)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

            Εἶπεν ὁ Κύριος. Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς. Ἐὰν λοιπὸν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμάτο φῶς, σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδιά σου δὲν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπ' τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλληση στὰ μάταια. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένο καὶ τυφλωμένο, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθισθεῖς; Κάτι ἀνάλογο θὰ συμβεῖ, ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σκοτισθεῖ  ἀπὸ  τὴν  προσκόλληση  στὸν πλοῦτο. Σὲ πόσο ἠθικὸ σκοτάδι θὰ βυθισθεῖ τότε ἡ ψυχή σου! Μὴν ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ θησαυρίζει κανεὶς καὶ στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι προσκολλημένος καὶ στὸ Θεό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους. Διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ, δηλαδὴ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ περιφρονήσετε τότε τὸν Θεό.

Ἡ καρδιά σας λοιπὸν πρέπει νὰ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω, κόψτε τὴ ρίζα τῆς πλεονεξίας· καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ἀνώτερα, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴ δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα. Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ δεῖτε ὅτι αὐτὰ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν τροφὲς σὲ ἀποθῆκες γιὰ τὸ χειμώνα ἢ τὸν καιρὸ τῆς στερήσεως. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει. Ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτά; Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο ἀνόητη καὶ ἀνίσχυρη εἶναι αὐτή σας ἡ μέριμνα, σᾶς ρωτῶ: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὁσοδήποτε κι ἂν φροντίσει, μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχη; Κανένας. Τί κατορθώνετε λοιπὸν μὲ τὴ μέριμνά σας; Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἔνδυμα γιατί κυριεύεσθε ἀπὸ ἀνήσυχη καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρῆστε τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρό, μὲ ποιὸ τρόπο αὐξάνουν. Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς λέω ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς σὲ ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ ὅλη τὴν ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη περιβολὴ καὶ ἐμφάνισή του, δὲν ντύθηκε μὲ ἔνδυμα τόσο ὡραῖο καὶ θαυμάσιο, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριολούλουδα αὐτά. Κι ἂν ὁ Θεὸς ντύνει μὲ τόση μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρὸ καὶ δὲν ἔχουν προορισμὸ νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλὰ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο ρίχνονται στὸ φοῦρνο ὡς καύσιμη ὕλη, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιὰ σᾶς καὶ δὲν θὰ σᾶς δώσει ἔνδυμα, ὀλιγόπιστοι; Μὴν καταληφθεῖτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ ἀγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: τί θὰ φᾶμε, ἢ τί θὰ πιοῦμε, ἢ μὲ ποιὸ ἔνδυμα θὰ ντυθοῦμε; Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ἐντελῶς τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀξία, ζητοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα. Ἐσεῖς ὅμως μὴν ἀνησυχεῖτε γι' αὐτά, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὄτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσει. Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ποὺ ὁ Θεὸς σᾶς ζητᾶ ὡς ὅρο γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ αὐτά. Καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μ' ἐκεῖνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου