Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (25 ΙΟΥΛΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΜΗΤΟΡΟΣ                 

Ἀ­δελ­φοί, ᾿Α­βρα­ὰμ δύ­ο υἱ­οὺς ἔ­σχεν, ἕ­να ἐκ τῆς παι­δί­σκης καὶ ἕ­να ἐκ τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐκ τῆς παι­δί­σκης κα­τὰ σάρ­κα γε­γέν­νη­ται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας διὰ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας. Ἅ­τι­νά ἐ­στιν ἀλ­λη­γο­ρο­ύ­με­να. Αὗ­ται γάρ εἰ­σι δύ­ο δι­α­θῆ­και, μί­α μὲν ἀ­πὸ ὄ­ρους Σι­νᾶ, εἰς δου­λε­ί­αν γεν­νῶ­σα, ἥ­τις ἐ­στὶν ῎Α­γαρ. Τὸ γὰρ ῎Α­γαρ Σι­νᾶ ὄ­ρος ἐ­στὶν ἐν τῇ ᾿Α­ρα­βί­ᾳ, συ­στοι­χεῖ δὲ τῇ νῦν ῾Ι­ε­ρου­σα­λήμ, δου­λε­ύ­ει δὲ με­τὰ τῶν τέ­κνων αὐ­τῆς· ἡ δὲ ἄ­νω ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ ἐ­λευ­θέ­ρα ἐ­στίν, ἥ­τις ἐ­στὶ μή­τηρ πάν­των ἡ­μῶν. Γέγραπται γάρ· «Εὐ­φράν­θη­τι στεῖ­ρα ἡ οὐ τί­κτου­σα, ῥῆ­ξον καὶ βό­η­σον οὐκ ὠ­δί­νου­σα· ὅ­τι πολ­λὰ τὰ τέ­κνα τῆς ἐ­ρή­μου μᾶλ­λον ἢ τῆς ἐ­χο­ύ­σης τὸν ἄν­δρα».

                                           (Γαλ. δ΄ [4] 22 - 27)

 

ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΕΙΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ

1. Η ΕΠΙΓΕΙΑ ΠΟΛΗ

Ὁ Ἀ­βρα­άμ, μᾶς λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, «δύ­ο υἱ­οὺς ἔ­σχεν, ἕ­να ἐκ τῆς παι­δί­σκης καὶ ἕ­να ἐκ τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας», ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο υἱ­ούς, ἕ­ναν ἀ­πὸ τὴ δού­λη Ἄ­γαρ κι ἕ­ναν ἀ­πὸ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη Σάρ­ρα. Ἀλ­λὰ ὁ υἱ­ὸς ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ δού­λη, γεν­νή­θη­κε φυ­σι­κῶς κα­τὰ τὸν νό­μο τῆς σαρ­κός, ἐ­νῶ ὁ υἱ­ὸς ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη, γεν­νή­θη­κε μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως ποὺ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς στὸν Ἀ­βρα­άμ. Αὐ­τὰ ὅ­μως ἔ­χουν ἀλ­λη­γο­ρι­κὴ ση­μα­σί­α. Εἶ­ναι βέ­βαι­α γε­γο­νό­τα ἱ­στο­ρι­κά, ἀλ­λὰ προ­ει­κο­νί­ζουν σπου­δαῖ­ες ἀ­λή­θει­ες. Δι­ό­τι οἱ δύ­ο αὐ­τὲς γυ­ναῖ­κες, ἡ Ἄ­γαρ καὶ ἡ Σάρ­ρα, εἶ­ναι τύ­ποι τῶν δύ­ο Δι­α­θη­κῶν. Ἡ Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ποὺ δό­θη­κε στὸ ὅ­ρος Σι­νᾶ προ­τυ­πώ­νε­ται μὲ τὴν Ἄ­γαρ. Δι­ό­τι τὸ ὅ­ρος Σι­νᾶ ὀ­νο­μά­ζε­ται καὶ Ἄ­γαρ, ἐ­πει­δὴ κα­τοι­κοῦν ἐ­κεῖ ἀ­πό­γο­νοι τῆς Ἄ­γαρ. Καὶ προ­τυ­πώ­νει τὴν ἐ­πί­γει­ο Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι δού­λη, ὅ­πως καὶ ἡ Ἄ­γαρ.

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ τοῦ ἱ­ε­ροῦ κει­μέ­νου ἔ­χει με­γά­λο θε­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ πρέ­πει νὰ τὴν προ­σέ­ξου­με. Ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος συγ­κρί­νει ἐ­δῶ τὶς δύ­ο Δι­α­θῆ­κες, τὴν Πα­λαι­ὰ καὶ τὴν Και­νή, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ τὶς δύ­ο πό­λεις, τὴν ἐ­πί­γει­ο Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ τὴν ἐ­που­ρά­νιο, καὶ τὶς δύ­ο Ἐκ­κλη­σί­ες, τὴ Συ­να­γω­γὴ τῶν Ἑ­βραί­ων καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, μὲ τὶς δύ­ο γυ­ναῖ­κες τοῦ Ἀ­βρα­άμ.

Ἡ μί­α γυ­ναί­κα τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ λοι­πόν, ἡ δού­λη Ἄ­γαρ, μᾶς λέ­γει, προ­ει­κο­νί­ζει τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη. Δι­ό­τι οἱ ἄν­θρω­ποι τό­τε ζοῦ­σαν κά­τω ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τοῦ νό­μου καὶ ὅ­λων ἐ­κεί­νων τῶν δι­α­τά­ξε­ων ποὺ παι­δα­γω­γοῦ­σαν τὸν λα­ὸ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, προ­κει­μέ­νου νὰ προ­ε­τοι­μα­σθεῖ γιὰ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ νό­μος αὐ­τὸς ἦ­ταν «παι­δα­γω­γὸς εἰς Χρι­στόν», γεν­νοῦ­σε τὸν πό­θο καὶ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς λυ­τρώ­σε­ως ἀ­πὸ τὸν Μεσ­σί­α. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ ἐ­λευ­θερώσει τὸν λα­ὸ τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.

Ἡ Ἄ­γαρ συμ­βο­λί­ζει ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἐ­πί­γει­ο Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ποὺ ἦ­ταν τὸ ἐ­θνι­κὸ κέν­τρο τῶν Ἑ­βραί­ων. Δι­ό­τι ὁ νό­μος τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ εἶ­χε ἀ­πο­στο­λὴ μό­νο στοὺς Ἑ­βραί­ους, στὸν πε­ρι­ού­σιο λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ. Τέ­λος ἡ Ἄ­γαρ συμ­βο­λί­ζει καὶ τὴ Συ­να­γω­γὴ τῶν Ἑ­βραί­ων, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἔ­ρη­μος καὶ στεί­ρα ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­πει­δὴ ἀ­γνο­οῦ­σε τὸν Θε­ὸ ὡς τε­λεί­α ἀ­γά­πη, καὶ τε­λι­κῶς γέν­νη­σε ἕ­να μό­νο παι­δί, τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά, ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς πα­ραλ­λη­λι­σμοὺς θέ­λει νὰ δεί­ξει ὅ­τι ὁ νό­μος τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως εἶ­χε ὅ­ρια το­πι­κά, χρο­νι­κὰ καὶ οὐ­σι­α­στι­κά. Ἦ­ταν δη­λα­δὴ μό­νο γιὰ τοὺς Ἑ­βραί­ους τῆς πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­πο­χῆς, τοὺς ὁ­ποί­ους προ­ε­τοί­μα­ζε εἰς Χρι­στόν, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὴ δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν κα­τά­ρα τῆς δου­λεί­ας καὶ τοῦ νό­μου μᾶς ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Καὶ ἀ­πὸ δού­λους μᾶς ἔ­κα­με παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ ἀ­γα­πη­μέ­να καὶ κλη­ρο­νό­μους τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Μᾶς κα­λεῖ πλέ­ον κατ᾿ ὄ­νο­μα, μᾶς γνω­ρί­ζει προ­σω­πι­κά, μᾶς ἀ­γα­πᾶ φι­λό­στορ­γα σὰν παι­διά Του μο­νά­κρι­βα. Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ἀν­τα­πο­κρι­νό­μα­στε στὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου μας; Τὸν ἀ­γα­ποῦ­με σὰν παι­διά Του, μὲ λα­τρεί­α καὶ ἀ­γά­πη δυ­να­τή;

2. Η ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΠΟΛΗ

Στὴ συ­νέ­χεια ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἄλ­λη γυ­ναί­κα τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη Σάρ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α συμ­βο­λί­ζει τὴν ἐ­που­ρά­νιο Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. «Ἡ δὲ ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ἐ­λευ­θέ­ρα ἐ­στίν, ἥ­τις ἐ­στὶ μή­τηρ πάν­των ἡ­μῶν», δη­λα­δὴ ἡ θρι­αμ­βεύ­ου­σα στοὺς οὐ­ρα­νοὺς Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη καὶ μη­τέ­ρα ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν. Δι­ό­τι ἔ­χει γρα­φεῖ ἀ­πὸ τὸν Ἡ­σα­ΐ­α: «εὐ­φράν­θη­τι στεῖ­ρα ἡ οὐ τί­κτου­σα», γέ­μι­σε χα­ρὰ σύ, Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρὶν ἔλ­θει ὁ Χρι­στὸς ἤ­σουν στεί­ρα καὶ δὲν γεν­νοῦ­σες παι­διά. Φώ­να­ξε μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ σὺ ποὺ δὲν εἶ­χες πό­νους κυ­ο­φο­ρί­ας καὶ το­κε­τοῦ. Δι­ό­τι, ἐ­νῶ ἤ­σουν ἔ­ρη­μη ἀ­πὸ ἄν­δρα καὶ παι­διά, ἔ­χεις τώ­ρα παι­διὰ ποὺ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀπ᾿ τὰ τέ­κνα τῆς ἐ­πι­γεί­ου Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.

ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ αὐ­τὸ μέ­ρος του Ἀ­πο­στο­λι­κοῦ κει­μέ­νου, ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος πα­ραλ­λη­λί­ζει τὴν ἄλ­λη γυ­ναί­κα τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη Σάρ­ρα, μὲ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἐ­που­ρά­νιο Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ἀγ­κα­λιά­ζει ὅ­λους τοὺς λα­ούς, ἐ­πε­κτεί­νε­ται στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα καὶ ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴ σκλα­βιὰ τοῦ νό­μου, τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­δῶ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἐ­που­ρά­νιος Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Συ­νή­θως ὅ­μως, στὰ πα­τε­ρι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα ἐ­που­ρά­νιος Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, ἐ­νῶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­κα­λεῖ­ται Νέ­α Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Για­τί λοι­πὸν ἐ­δῶ ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος ὀ­νο­μά­ζει τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­που­ρά­νιο Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ; Δι­ό­τι, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ουν οἱ ἱ­ε­ροὶ Πα­τέ­ρες, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἡ νέ­α Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἔ­χει τὴν κα­τα­γω­γή της ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἐ­κεῖ πρό­κει­ται νὰ κα­τα­λή­ξει. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κα­τέ­βη­κε στὴ γῆ ἡ κε­φα­λή της, ὁ Κύ­ριός μας, καὶ ἐ­κεῖ τώ­ρα ἐν δε­ξιᾷ τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς κά­θε­ται καὶ δέ­ε­ται ὑ­πὲρ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Ἐ­κεῖ ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ὑ­πο­δέ­χε­ται τὰ μέ­λη της ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὶς τά­ξεις τῆς στρα­τευ­ό­με­νης Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πὶ τῆς γῆς, καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α μὲ τὸν θά­να­το κα­λοῦν­ται στὴν θρι­αμ­βεύ­ου­σα ἐ­που­ρά­νιο Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κα­τῆλ­θε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τὸ Ὁ­ποῖ­ο θε­με­λί­ω­σε, ζω­ο­ποί­η­σε καὶ ἐ­ξα­γί­α­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια πα­τρί­δα μας καὶ ἐ­κεῖ θὰ πρέ­πει νὰ στρέ­ψου­με ὅ­λη τὴν προ­σο­χή μας, τοὺς πό­θους καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας. Τὰ ἐ­πί­γεια πα­ρέρ­χον­ται καὶ κά­πο­τε θὰ χω­ρι­σθοῦ­με ἀ­πὸ αὐ­τά. Ἡ αἰ­ώ­νια πα­τρί­δα μας βρί­σκε­ται στοὺς οὐ­ρα­νούς, ὅ­που μὲ ἀ­νοι­κτὲς τὶς πύ­λες της μᾶς πε­ρι­μέ­νει.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ ᾿Ι­η­σοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ὑ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι, ἐκ τῶν μνη­με­ί­ων ἐ­ξερ­χό­με­νοι, χα­λε­ποὶ λί­αν, ὥ­στε μὴ ἰ­σχύ­ειν τι­νὰ πα­ρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁ­δοῦ ἐ­κε­ί­νης. Καὶ ἰ­δοὺ ἔ­κρα­ξαν, λέ­γον­τες· Τί ἡ­μῖν καὶ σοί, ᾿Ι­η­σοῦ Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; ἦλ­θες ὧ­δε πρὸ και­ροῦ βα­σα­νί­σαι ἡ­μᾶς; Ἦν δὲ μα­κρὰν ἀπ᾿ αὐ­τῶν ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων πολ­λῶν βο­σκο­μέ­νη. Οἱ δὲ δα­ί­μο­νες πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν λέ­γον­τες· Εἰ ἐκβάλ­λεις ἡ­μᾶς, ἐ­πί­τρε­ψον ἡ­μῖν ἀ­πελ­θεῖν εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ὑ­πά­γε­τε. Οἱ δὲ ἐ­ξελ­θόν­τες, ἀ­πῆλ­θον εἰς τὴν ἀ­γέ­λην τῶν χο­ί­ρων. Καὶ ἰ­δοὺ, ὥρ­μη­σε πᾶ­σα ἡ ἀ­γέ­λη τῶν χο­ί­ρων κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θά­λασ­σαν, καὶ ἀ­πέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕ­δα­σιν. Οἱ δὲ βό­σκον­τες ἔ­φυ­γον· καὶ ἀ­πελ­θόν­τες εἰς τὴν πό­λιν, ἀ­πήγ­γει­λαν πάν­τα καὶ τὰ τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. Καὶ ἰ­δοὺ πᾶ­σα ἡ πό­λις ἐ­ξῆλ­θεν εἰς συ­νάν­τη­σιν τῷ ᾿Ι­η­σοῦ· καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν, πα­ρε­κά­λε­σαν ὅ­πως με­τα­βῇ ἀ­πὸ τῶν ὁ­ρί­ων αὐ­τῶν.  Καὶ ἐμ­βὰς εἰς πλοῖ­ον, δι­ε­πέ­ρα­σε, καὶ ἦλ­θεν εἰς τὴν ἰ­δί­αν πό­λιν.

                                         (Ματθ. η΄[8] 28 – θ΄[9] 1)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἦλ­θε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη, στὴ χώ­ρα τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, τὸν συ­νάν­τη­σαν δύ­ο δαι­μο­νι­σμέ­νοι ποὺ ἔ­βγαι­ναν ἀ­πὸ τὰ μνή­μα­τα ποὺ ὑ­πῆρ­χαν ἐ­κεῖ, στὰ ὁ­ποῖ­α εὐ­χα­ρι­στι­οῦν­ταν νὰ κα­τοι­κοῦν. Ἦ­ταν καὶ οἱ δύ­ο ἐ­πι­θε­τι­κοὶ καὶ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι· τό­σο, ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πε­ρά­σει ἀπ᾿ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ἀπ᾿ τὸν φό­βο τους κραύ­γα­σαν δυ­να­τὰ καὶ εἶ­παν: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μᾶς καὶ σὲ σέ­να, Ἰ­η­σοῦ, υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ; Ἦλ­θες ἐ­δῶ πρό­ω­ρα, πρὶν ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ τῆς παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, γιὰ νᾶ μᾶς βα­σα­νί­σεις; Στὸ με­τα­ξὺ ὑ­πῆρ­χε μα­κριὰ ἀπ᾿ αὐ­τοὺς ἕ­να κο­πά­δι μὲ πολ­λοὺς χοί­ρους, ποὺ ἔ­βο­σκαν ἐ­κεῖ. Οἱ δαί­μο­νες τό­τε ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν πα­ρα­κα­λοῦν λέ­γον­τας: Ἐ­ὰν πρό­κει­ται νὰ μᾶς βγά­λεις ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, δῶσ᾿ μας τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γου­με καὶ νὰ μποῦ­με μέ­σα στὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ποὺ ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας, ὁ Κύ­ριος τι­μω­ρών­τας τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τὴ εἶ­πε στοὺς δαί­μο­νες: Πη­γαί­νε­τε. Κι αὐ­τοὶ βγῆ­καν ἀπ᾿ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ πῆ­γαν στοὺς χοί­ρους. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ὅ­λο τὸ κο­πά­δι τῶν χοί­ρων ὄρ­μη­σε μὲ μα­νί­α ἀ­πὸ τὸ ἐ­πά­νω μέ­ρος τοῦ γκρε­μοῦ πρὸς τὰ κά­τω, στὴ θά­λασ­σα, καὶ πνί­γη­καν στὰ νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τό­τε ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους ἔ­φυ­γαν, κι ἀ­φοῦ πῆ­γαν στὴν πό­λη, ἀ­νήγ­γει­λαν ὅ­λα ὅ­σα ἔ­γι­ναν, καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸ τί συ­νέ­βη μὲ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους. Καὶ τό­τε ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως βγῆ­καν γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ· κι ὅ­ταν τὸν εἶ­δαν, τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὰ σύ­νο­ρά τους, ἀ­πὸ φό­βο μή­πως πά­θουν καὶ με­γα­λύ­τε­ρα κα­κά. Καὶ ἀ­φοῦ μπῆ­κε σ' ἕ­να πλοῖ­ο, πέ­ρα­σε στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη τῆς λί­μνης, καὶ ἦλ­θε στὴ δι­κή του πό­λη, τὴν Κα­περ­να­ούμ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου