ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(27 ΜΑΪΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης
δὲ τῆς φωνῆς ταύτης
συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων
αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην,
καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
(Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
1. Η ΒΙΑΙΗ ΠΝΟΗ
Ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἑκατὸν εἴκοσι πιστοὶ κι ἄλλοι ἀκόμη συγκεντρωμένοι στὸ ἴδιο σπίτι,
ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μὲ μιὰ καρδιά. Καὶ ξαφνικὰ ἦλθε βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
σὰν ροὴ σφοδροῦ ἀνέμου. Ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου βρίσκονταν
οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄλλοι Μαθητές.
Ὅλα ἔγιναν ξαφνικά,
αἰφνιδιαστικά. Ἀπροσδόκητα, ὅπως ξεσπᾶ ξαφνικὸς καὶ βίαιος ἄνεμος.
Ἦταν ἕνας ἦχος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὰν φωνὴ βροντῆς. Γιατί ὅμως ἡ κάθοδος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνοδεύτηκε μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ φαινόμενο
τοῦ βίαιου καὶ ὁρμητικοῦ ἀνέμου; Διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές,
ἡ ὁδὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μοιάζει μὲ τὴν ὁδὸ τοῦ ἀνέμου ποὺ ἀκοῦς
τὴν πνοή του ἀλλὰ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Δὲν ἦταν
βέβαια ὁ ἄνεμος αὐτὸς κάποιο φυσικὸ φαινόμενο. Ἦταν ἕνα γεγονὸς
ὑπερφυσικοῦ χαρακτῆρος. Ἡ πνοὴ τοῦ ἀνέμου ἦταν σύμβολο τῆς ἐκχύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς συναγμένους Μαθητές. Ἦταν τὸ σύμβολο τῆς
μυστηριώδους ἐνεργείας τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι ἡ πνοὴ αὐτὴ ἤθελε
νὰ δείξει ὅτι μία ἄλλη πνοὴ πνευματικὴ ἐκείνη τὴν ὥρα κατερχόταν
στὶς ψυχὲς τῶν πρώτων πιστῶν. Καὶ ἡ πνοὴ αὐτὴ τοὺς γέμισε ὁλοκληρωτικά.
Πλήρωσε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά τους. Τοὺς πλημμύρισε μὲ θεῖες καὶ ἔξοχες
δωρεές. Ἐκείνη τὴ συγκλονιστικὴ ὥρα, ὅλο τὸ σπίτι ὅπου βρίσκονταν
οἱ Μαθητὲς ἔγινε μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μιὰ ἀόρατη πνευματικὴ
κολυμβήθρα ποὺ μεταμόρφωσε τοὺς πιστούς, τοὺς μετέδωσε μοναδικὰ ὑπερφυσικὰ
χαρίσματα καὶ εὐλογίες. Ὅλοι πλημμύρισαν μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. Γέμισαν
μὲ τὶς χάριτές του. Ἔγιναν πλέον ἄλλοι ἄνθρωποι. Καινούργιοι. Ἔφυγαν
οἱ φόβοι τους καὶ οἱ δισταγμοί τους. Ἀπέκτησαν ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες
νὰ κάνουν θαύματα. Κι ἔτρεξαν ἐνισχυόμενοι ἀπὸ θεία δύναμη στὰ πέρατα
τῆς οἰκουμένης νὰ κηρύξουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ ἄλλαξαν ὅλο
τὸν κόσμο.
2. ΟΙ ΠΥΡΙΝΕΣ
ΓΛΩΣΣΕΣ
Ταυτόχρονα ἡ κάθοδος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνοδεύτηκε καὶ μ᾿ ἕνα δεύτερο σημεῖο. Εἶδαν
ὅλοι μὲ τὰ μάτια τους νὰ διαμοιράζονται πάνω τους γλῶσσες παρόμοιες
μὲ τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς. Κι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες! Τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε νὰ λένε οὐράνιες καὶ θεόπνευστες διδασκαλίες!
Ἦταν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὴν Ἱερουσαλὴμ ἄνθρωποι θεοσεβεῖς ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη. Κι ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, συνάχθηκαν ἐκεῖ πολλοί·
καὶ ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπὸ ἔκπληξη. Διότι ὁ καθένας τους ἄκουγε
τοὺς Μαθητὲς νὰ μιλοῦν στὴ δική του γλώσσα. Κι ἐκστατικοὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας
στὸν ἄλλο: Μὰ αὐτοὶ ὅλοι ποὺ μιλοῦν, δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἐμεῖς
ἀκοῦμε ὁ καθένας μας τὴ δική μας γλώσσα; Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ καταγόμαστε
ἀπὸ διάφορα μέρη, πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε ὅλους αὐτοὺς νὰ μιλοῦν
καὶ νὰ διακηρύττουν στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ
Θεοῦ;
Τὸ δεύτερο λοιπὸν
σημεῖο ποὺ συνόδευσε τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν πρωτόγνωρο
καὶ πολὺ ἐντυπωσιακό. Γλῶσσες ποὺ ἔμοιαζαν μὲ φλόγες πυρὸς προῆλθαν
ἀπὸ μιὰ πηγὴ πυρὸς καὶ μοιράσθηκαν καὶ κάθισαν πάνω στὰ κεφάλια τῶν
πιστῶν ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ ἴδιο μέρος. Πολλὲς πύρινες γλῶσσες.
Τί ἀκριβῶς ὅμως σήμαινε τὸ δεύτερο αὐτὸ σημεῖο;
Τὸ πῦρ ἦταν σύμβολο
τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἄπειρης δυνάμεώς του. Οἱ πύρινες γλῶσσες
δὲν ἦταν γλῶσσες φωτιᾶς ἀλλὰ ἔτσι ἔμοιαζαν. Εἶχαν τὴ μορφὴ τῶν γλωσσῶν,
διότι διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς θὰ μιλοῦσε πλέον
στὸν κόσμο. Αὐτὸς ἔστειλε στοὺς μαθητές του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γιὰ νὰ τοὺς
μεταδώσει ὄχι μόνο τὴ γνώση ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη τῆς σωτηρίας. Οἱ πύρινες
γλῶσσες ὅμως δήλωναν καὶ κάτι ἄλλο: Ὅπως τὸ πῦρ ἔχει φωτιστικὴ καὶ
καυστικὴ δύναμη, ἔτσι καὶ ὁ λόγος τῶν Ἀποστόλων θὰ φώτιζε τοὺς πιστοὺς
καὶ θὰ τοὺς καθάριζε ἀπὸ κάθε τι τὸ ἁμαρτωλό. Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
σὰν φωτιὰ μαλακώνει τὶς σκληρὲς καρδιές, τὶς ἀναμορφώνει, κατακαίει
τὴ σκουριὰ καὶ ἀνάβει στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἀνθρώπων μιὰ ἀόρατη πνευματικὴ
φωτιὰ ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Θεό. Μεταβάλλει τὶς ἀνθρώπινες
καρδιὲς σὲ θυσιαστήριο ὅπου προσφέρονται πνευματικὲς θυσίες.
Κάποια ἱερὴ μέρα
κι ἐμεῖς βαπτισθήκαμε καὶ μυρωθήκαμε, λάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα τὴ
σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πλημμυρίσαμε μὲ τὶς ἀνεξιχνίαστες
δωρεές του. Ἀποκτήσαμε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ νὰ γίνουμε
ἄνθρωποι πνευματικοί. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, ἂς κάνουμε μία αὐτοεξέταση:
Πόσο ἀξιοποιήσαμε τὶς θεῖες καὶ οὐράνιες δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Πόσο ἀπαρνηθήκαμε τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου; Πόσο ἀφήσαμε μέσα
μας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωή μας, νὰ ἀλλάξει τὶς καρδιές
μας, νὰ ἀναγεννήσει τοὺς πόθους καὶ τὰ ὁράματά μας; Κι ἐπειδὴ ὅλοι
μας ἀσφαλῶς κατανοοῦμε ὅτι ἐλάχιστα ἐργαστήκαμε στὸν ἑαυτό μας,
ἂς κάνουμε μία νέα ἀρχή. Κι ἂς παρακαλοῦμε καθημερινὰ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα νὰ μᾶς κάνει πνευματέμφορους καὶ πνευματοκίνητους. Ἂς τὸ ζητοῦμε
αὐτὸ μὲ πόθο στὴν προσευχή μας ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό: «Τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον
μὴ ἀντανέλης ἀφ᾿ ἡμῶν».
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο
τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος
ζῶντος.
τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. τινὲς
δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι
αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν
οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως
ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν
καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
(Ἰωάν.
ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὴν
τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑορτῆς
στάθηκε ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὴ φωνὴ εἶπε: Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ
καὶ φθαρτά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς
θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται σὲ μένα μὲ πίστη καὶ ἂς πίνει ἐλεύθερα. Κοντά
μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενικοί του πόθοι καὶ θὰ βρεῖ ἀνάπαυση
ἡ ψυχή του. Ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου πού πιστεύει σὲ
μένα, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, θὰ ἀναβλύζουν ποτάμια
νεροῦ πού θὰ εἶναι πάντα τρεχούμενο. Κι ἔτσι θὰ ποτίζεται ὄχι μόνο ὁ
ἴδιος, ἄλλα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρχονται σὲ σχέση μ' αὐτόν. Αὐτὰ τὰ λόγια τὰ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πού θὰ ἀποκτοῦσαν
μετὰ τὴν Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανοὺς ὅσοι θὰ πίστευαν σ' αὐτόν. Διότι
πρωτύτερα εἶχαν βέβαια δοθεῖ χαρίσματα προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ
σὲ ἀνθρώπους δίκαιους καὶ προφῆτες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
πού ἀναγεννᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς μεταδίδει τὴ θεία καὶ μακαρία ζωὴ
δὲν εἶχε δοθεῖ σὲ κανέναν. Καὶ δὲν εἶχε δοθεῖ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πάθος του καὶ τὴν
Ἀνάληψή του. Πολλοὶ
λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαό, ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ πού εἶπε ὁ Κύριος στὴ
διάρκεια τῆς ἑορτῆς, ἔλεγαν: Πράγματι
αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης πού μᾶς προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς. Ἄλλοι ἔλεγαν:
Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός.
Ἄλλοι ἔλεγαν: Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
εἶναι ὁ Μεσσίας· διότι μήπως ὁ Μεσσίας εἶναι νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία;
Δὲν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος
τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε
ὁ Δαβίδ; Προκλήθηκε λοιπὸν διαίρεση καὶ διαφωνία
μεταξύ του λαοῦ γι' αὐτόν. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν
συλλάβουν, ἀλλά κανεὶς δὲν τόλμησε ν' ἁπλώσει χέρι ἐπάνω του· διότι
μιὰ ἀόρατη δύναμη τοὺς συγκρατοῦσε καὶ τοὺς παρεμπόδιζε.
Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν
συλλάβει, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στοὺς ἀρχιερεῖς καί τοὺς Φαρισαίους.
Κι ἐκεῖνοι τοὺς ρώτησαν: Γιατί δέν τὸν
φέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίως ἐμφανίστηκε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆθος τὸν ἄκουγαν
μὲ δυσμένεια καὶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν μὴ σᾶς διαφύγει; Τότε
οἱ ὑπηρέτες τοὺς ἔδωσαν τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: Ποτέ ἄλλοτε δὲν δίδαξε ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόση σοφία καὶ δύναμη
καὶ χάρη μὲ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν
ἀνέλπιστη αὐτὴ ἀπάντηση τῶν ὑπηρετῶν τοὺς ξαναρώτησαν οἱ Φαρισαῖοι:
Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς, πού εἶστε
πάντοτε κοντά μας καὶ ἀκοῦτε τὴ διδασκαλία μας, κι ἔχετε πλανηθεῖ ἀπ'
αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ; Μήπως πίστεψε σ' αὐτὸν κανεὶς ἀπ'
τοὺς ἄρχοντες, πού εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ κρίνουν τὰ θρησκευτικὰ
ζητήματα, ἢ ἀπ' τοὺς Φαρισαίους, πού εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων
καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως; Κανεὶς ἀπ' αὐτοὺς δὲν πίστεψε, παρὰ μόνον
αὐτὸς ὁ ὄχλος, πού δὲν ξέρει τὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι.
Τοὺς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος
πού ἦλθε στὸν Ἰησοῦ μέσα στὴ νύχτα καὶ ἦταν ἕνας ἀπ' αὐτούς, διότι ἦταν
κι αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου: Μήπως
ὁ νόμος μας μπορεῖ νὰ καταδικάσει ἕναν ἄνθρωπο, ἐὰν προηγουμένως δὲν
τὸν ἀκούσει ὁ δικαστὴς πού ἐκπροσωπεῖ τὸ νόμο καὶ μάθει ἀπὸ τὴν ἀπολογία
του τί ἀξιοκατάκριτο καὶ ἀξιόποινο ἔκανε; Ἐκεῖνοι τότε τοῦ εἶπαν:
Μήπως εἶσαι κι ἐσύ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία;
Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ δεῖς καὶ θὰ πεισθεῖς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι κανεὶς
προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν ἔχει βγεῖ ἕως τώρα.
Ὁ Ἰησοῦς τοὺς μίλησε πάλι καὶ τοὺς εἶπε:
Ἐγώ εἶμαι τὸ φῶς ὄχι μόνο τῶν Ἰουδαίων
ἀλλά ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀκολουθεῖ μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα
καὶ μὲ πρόθυμη ὑπακοὴ στὰ λόγιά μου δὲν θὰ περπατήσει οὔτε θὰ βρεθεῖ
ποτὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θὰ ἔχει μέσα του τὸ
ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς, πού προέρχεται ἀπό τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸν
Θεό.