Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(27 ΜΑΪΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν τ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τν ἡ­μέ­ραν τς πεν­τη­κο­στῆς ἦ­σαν ἅ­παν­τες οἱ ἀπόστολοι ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐ­πὶ τ αὐ­τό. κα ἐ­γέ­νε­το ἄφ­νω ἐκ το οὐ­ρα­νοῦ ἦ­χος ὥ­σπερ φε­ρο­μέ­νης πνο­ῆς βι­α­ί­ας, κα ἐ­πλή­ρω­σεν ὅ­λον τν οἶ­κον ο ἦ­σαν κα­θή­με­νοι· κα ὤ­φθη­σαν αὐ­τοῖς δι­α­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡ­σεὶ πυ­ρός, ἐ­κά­θι­σέ τε ἐ­φ' ἕ­να ἕ­κα­στον αὐ­τῶν, κα ἐ­πλή­σθη­σαν ἅ­παν­τες Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου, κα ἤρ­ξαν­το λα­λεῖν ἑ­τέ­ραις γλώσ­σαις κα­θὼς τ Πνεῦ­μα ἐ­δί­δου αὐ­τοῖς ἀ­πο­φθέγ­γε­σθαι. Ἦ­σαν δ ν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ κα­τοι­κοῦν­τες Ἰ­ου­δαῖ­οι, ἄν­δρες εὐ­λα­βεῖς ἀ­πὸ παν­τὸς ἔ­θνους τν ὑ­πὸ τν οὐ­ρα­νόν· γε­νο­μέ­νης δ τς φω­νῆς τα­ύ­της συ­νῆλ­θε τ πλῆ­θος κα συ­νε­χύ­θη, ὅ­τι ἤ­κου­ον ες ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν. ἐ­ξί­σταν­το δ πάν­τες κα ἐ­θα­ύ­μα­ζον λέ­γον­τες πρς ἀλ­λή­λους· Οκ ἰ­δοὺ πάν­τες οὗ­τοί εἰ­σιν ο λα­λοῦν­τες Γα­λι­λαῖ­οι; κα πς ἡ­μεῖς ἀ­κο­ύ­ο­μεν ἕ­κα­στος τ ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ ἡ­μῶν ἐν ἐ­γεν­νή­θη­μεν, Πρθοι κα Μῆ­δοι κα Ἐ­λα­μῖ­ται, κα ο κα­τοι­κοῦν­τες τν Με­σο­πο­τα­μί­αν, Ἰ­ου­δα­ί­αν τε κα Καπ­πα­δο­κί­αν, Πντον κα τν Ἀ­σί­αν, Φρυ­γί­αν τε κα Παμ­φυ­λί­αν, Αἴ­γυ­πτον κα τ μέ­ρη τς Λι­βύ­ης τς κα­τὰ Κυ­ρή­νην, κα ο ἐ­πι­δη­μοῦν­τες Ρω­μαῖ­οι, Ἰ­ου­δαῖ­οί τε κα προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες κα Ἄ­ρα­βες, ἀ­κο­ύ­ο­μεν λα­λο­ύν­των αὐ­τῶν τας ἡ­με­τέ­ραις γλώσ­σαις τ με­γα­λεῖ­α το Θε­οῦ;
                 (Πράξ. Ἀποστ. β΄[2]1 – 11)                                                               

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
1. Η ΒΙΑΙΗ ΠΝΟΗ
Ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι πι­στοὶ κι ἄλ­λοι ἀ­κό­μη συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στὸ ἴ­διο σπί­τι, ὅ­λοι μὲ μιὰ ψυ­χὴ καὶ μὲ μιὰ καρ­διά. Καὶ ξαφ­νι­κὰ ἦλ­θε βο­ὴ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν ρο­ὴ σφο­δροῦ ἀ­νέ­μου. Ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ γέ­μι­σε ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ ἄλ­λοι Μα­θη­τές.
Ὅ­λα ἔ­γι­ναν ξαφ­νι­κά, αἰφ­νι­δι­α­στι­κά. Ἀ­προσ­δό­κη­τα, ὅ­πως ξε­σπᾶ ξαφ­νι­κὸς καὶ βί­αι­ος ἄ­νε­μος. Ἦ­ταν ἕ­νας ἦ­χος ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν φω­νὴ βρον­τῆς. Για­τί ὅ­μως ἡ κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος συ­νο­δεύ­τη­κε μὲ τὸ ὑ­περ­φυ­σι­κὸ αὐ­τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ βί­αι­ου καὶ ὁρ­μη­τι­κοῦ ἀ­νέ­μου; Δι­ό­τι, ὅ­πως ἐ­ξη­γοῦν οἱ ἱ­ε­ροὶ ἑρ­μη­νευ­τές, ἡ ὁ­δὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μοιά­ζει μὲ τὴν ὁ­δὸ τοῦ ἀ­νέ­μου ποὺ ἀ­κοῦς τὴν πνο­ή του ἀλ­λὰ δὲν ξέ­ρεις ἀ­πὸ ποῦ ἔρ­χε­ται καὶ ποῦ πη­γαί­νει. Δὲν ἦ­ταν βέ­βαι­α ὁ ἄ­νε­μος αὐ­τὸς κά­ποι­ο φυ­σι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἦ­ταν ἕ­να γε­γο­νὸς ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος. Ἡ πνο­ὴ τοῦ ἀ­νέ­μου ἦ­ταν σύμ­βο­λο τῆς ἐκ­χύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στοὺς συ­ναγ­μέ­νους Μα­θη­τές. Ἦ­ταν τὸ σύμ­βο­λο τῆς μυ­στη­ρι­ώ­δους ἐ­νερ­γεί­ας τοῦ θεί­ου Πνεύ­μα­τος. Δι­ό­τι ἡ πνο­ὴ αὐ­τὴ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει ὅ­τι μί­α ἄλ­λη πνο­ὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κα­τερ­χό­ταν στὶς ψυ­χὲς τῶν πρώ­των πι­στῶν. Καὶ ἡ πνο­ὴ αὐ­τὴ τοὺς γέ­μι­σε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Πλή­ρω­σε τὶς ψυ­χὲς καὶ τὰ σώ­μα­τά τους. Τοὺς πλημ­μύ­ρι­σε μὲ θεῖ­ες καὶ ἔ­ξο­χες δω­ρε­ές. Ἐ­κεί­νη τὴ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ὥ­ρα, ὅ­λο τὸ σπί­τι ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ Μα­θη­τὲς ἔ­γι­νε μὲ τὴν πνο­ὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μιὰ ἀ­ό­ρα­τη πνευ­μα­τι­κὴ κο­λυμ­βή­θρα ποὺ με­τα­μόρ­φω­σε τοὺς πι­στούς, τοὺς με­τέ­δω­σε μο­να­δι­κὰ ὑ­περ­φυ­σι­κὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ εὐ­λο­γί­ες. Ὅ­λοι πλημ­μύ­ρι­σαν μὲ Πνεῦ­μα Ἅ­γιον. Γέ­μι­σαν μὲ τὶς χά­ρι­τές του. Ἔ­γι­ναν πλέ­ον ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι. Και­νούρ­γιοι. Ἔ­φυ­γαν οἱ φό­βοι τους καὶ οἱ δι­σταγ­μοί τους. Ἀ­πέ­κτη­σαν ὑ­περ­φυ­σι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες νὰ κά­νουν θαύ­μα­τα. Κι ἔ­τρε­ξαν ἐ­νι­σχυ­ό­με­νοι ἀ­πὸ θεί­α δύ­να­μη στὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης νὰ κη­ρύ­ξουν τὸ μή­νυ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ ἄλ­λα­ξαν ὅ­λο τὸν κό­σμο.
2. ΟΙ ΠΥΡΙΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Ταυ­τό­χρο­να ἡ κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος συ­νο­δεύ­τη­κε καὶ μ᾿ ἕ­να δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο. Εἶ­δαν ὅ­λοι μὲ τὰ μά­τια τους νὰ δι­α­μοι­ρά­ζον­ται πά­νω τους γλῶσ­σες πα­ρό­μοι­ες μὲ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς. Κι ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν ξέ­νες γλῶσ­σες! Τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα τοὺς ἐ­νέ­πνε­ε νὰ λέ­νε οὐ­ρά­νι­ες καὶ θε­ό­πνευ­στες δι­δα­σκα­λί­ες! Ἦ­ταν τὶς ἡ­μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ἄν­θρω­ποι θε­ο­σε­βεῖς ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ἔ­θνη. Κι ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ βο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ ἀ­νέ­μου, συ­νά­χθη­καν ἐ­κεῖ πολ­λοί· καὶ ὅ­λοι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ ἔκ­πλη­ξη. Δι­ό­τι ὁ κα­θέ­νας τους ἄ­κου­γε τοὺς Μα­θη­τὲς νὰ μι­λοῦν στὴ δι­κή του γλώσ­σα. Κι ἐκ­στα­τι­κοὶ ἔ­λε­γαν ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο: Μὰ αὐ­τοὶ ὅ­λοι ποὺ μι­λοῦν, δὲν εἶ­ναι Γα­λι­λαῖ­οι; Καὶ πῶς ἐ­μεῖς ἀ­κοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας τὴ δι­κή μας γλώσ­σα; Ὅ­λοι ἐ­μεῖς ποὺ κα­τα­γό­μα­στε ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη, πῶς συμ­βαί­νει νὰ ἀ­κοῦ­με ὅ­λους αὐ­τοὺς νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ δι­α­κη­ρύτ­τουν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ με­γά­λα καὶ θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ;
Τὸ δεύ­τε­ρο λοι­πὸν ση­μεῖ­ο ποὺ συ­νό­δευ­σε τὴν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἦ­ταν πρω­τό­γνω­ρο καὶ πο­λὺ ἐν­τυ­πω­σια­κό. Γλῶσ­σες ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ φλό­γες πυ­ρὸς προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ μιὰ πη­γὴ πυ­ρὸς καὶ μοι­ρά­σθη­καν καὶ κά­θι­σαν πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν πι­στῶν ποὺ ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στὸ ἴ­διο μέ­ρος. Πολ­λὲς πύ­ρι­νες γλῶσ­σες. Τί ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως σή­μαι­νε τὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ ση­μεῖ­ο;
Τὸ πῦρ ἦ­ταν σύμ­βο­λο τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς ἄ­πει­ρης δυ­νά­με­ώς του. Οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες δὲν ἦ­ταν γλῶσ­σες φω­τιᾶς ἀλ­λὰ ἔ­τσι ἔ­μοια­ζαν. Εἶ­χαν τὴ μορ­φὴ τῶν γλωσ­σῶν, δι­ό­τι διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς θὰ μι­λοῦ­σε πλέ­ον στὸν κό­σμο. Αὐ­τὸς ἔ­στει­λε στοὺς μα­θη­τές του τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα γιὰ νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει ὄ­χι μό­νο τὴ γνώ­ση ἀλ­λὰ καὶ τὴ δύ­να­μη τῆς σω­τη­ρί­ας. Οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες ὅ­μως δή­λω­ναν καὶ κά­τι ἄλ­λο: Ὅ­πως τὸ πῦρ ἔ­χει φω­τι­στι­κὴ καὶ καυ­στι­κὴ δύ­να­μη, ἔ­τσι καὶ ὁ λό­γος τῶν Ἀ­πο­στό­λων θὰ φώ­τι­ζε τοὺς πι­στοὺς καὶ θὰ τοὺς κα­θά­ρι­ζε ἀ­πὸ κά­θε τι τὸ ἁ­μαρ­τω­λό. Δι­ό­τι τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα σὰν φω­τιὰ μα­λα­κώ­νει τὶς σκλη­ρὲς καρ­δι­ές, τὶς ἀ­να­μορ­φώ­νει, κα­τα­καί­ει τὴ σκου­ριὰ καὶ ἀ­νά­βει στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τῶν ἀν­θρώ­πων μιὰ ἀ­ό­ρα­τη πνευ­μα­τι­κὴ φω­τιὰ ἀ­γά­πης καὶ ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως πρὸς τὸν Θε­ό. Με­τα­βάλ­λει τὶς ἀν­θρώ­πι­νες καρ­δι­ὲς σὲ θυ­σι­α­στή­ριο ὅ­που προ­σφέ­ρον­ται πνευ­μα­τι­κὲς θυ­σί­ες.
Κά­ποι­α ἱ­ε­ρὴ μέ­ρα κι ἐ­μεῖς βα­πτι­σθή­κα­με καὶ μυ­ρω­θή­κα­με, λά­βα­με μὲ τὸ ἅ­γιο Χρί­σμα τὴ σφρα­γί­δα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ πλημ­μυ­ρί­σα­με μὲ τὶς ἀ­νε­ξι­χνί­α­στες δω­ρε­ές του. Ἀ­πο­κτή­σα­με ὅ­λα τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­φό­δια γιὰ νὰ γί­νου­με ἄν­θρω­ποι πνευ­μα­τι­κοί. Σή­με­ρα, τό­σα χρό­νια με­τά, ἂς κά­νου­με μί­α αὐ­το­ε­ξέ­τα­ση: Πό­σο ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σα­με τὶς θεῖ­ες καὶ οὐ­ρά­νι­ες δω­ρε­ὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος; Πό­σο ἀ­παρ­νη­θή­κα­με τὴ μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου; Πό­σο ἀ­φή­σα­με μέ­σα μας τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὴ ζω­ή μας, νὰ ἀλ­λά­ξει τὶς καρ­δι­ές μας, νὰ ἀ­να­γεν­νή­σει τοὺς πό­θους καὶ τὰ ὁ­ρά­μα­τά μας; Κι ἐ­πει­δὴ ὅ­λοι μας ἀ­σφα­λῶς κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­τι ἐ­λά­χι­στα ἐρ­γα­στή­κα­με στὸν ἑ­αυ­τό μας, ἂς κά­νου­με μί­α νέ­α ἀρ­χή. Κι ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα νὰ μᾶς κά­νει πνευ­μα­τέμ­φο­ρους καὶ πνευ­μα­το­κί­νη­τους. Ἂς τὸ ζη­τοῦ­με αὐ­τὸ μὲ πό­θο στὴν προ­σευ­χή μας ἀ­πὸ τὸν ἅ­γιο Θε­ό: «Τὸ Πνεῦ­μα σου τὸ Ἅ­γιον μὴ ἀν­τα­νέ­λης ἀφ᾿ ἡ­μῶν».
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)
 
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ τ με­γά­λῃ τς ἑ­ορ­τῆς εἱ­στή­κει Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Ἐάν τις δι­ψᾷ, ἐρ­χέ­σθω πρς με κα πι­νέ­τω. πι­στε­ύ­ων ες ἐ­μέ, κα­θὼς εἶ­πεν γρα­φή, πο­τα­μοὶ κ τς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥε­ύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δ εἶ­πε πε­ρὶ το Πνε­ύ­μα­τος ο ἔ­μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πι­στε­ύ­ον­τες ες αὐ­τόν· οὔ­πω γρ ν Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς οὐ­δέ­πω ἐ­δο­ξά­σθη. πολ­λοὶ ον κ το ὄ­χλου ἀ­κο­ύ­σαν­τες τν λό­γον ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ προ­φή­της· ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός· ο δ ἔ­λε­γον· Μ γρ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; οὐ­χὶ γρα­φὴ εἶ­πεν ὅ­τι ἐκ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ κα ἀ­πὸ Βη­θλέ­εμ τς κώ­μης, ὅ­που ἦν Δαυ­ῒδ, Χρι­στὸς ἔρ­χε­ται; σχί­σμα ον ν τ ὄ­χλῳ ἐ­γέ­νε­το δι' αὐ­τόν. τι­νὲς δ ἤ­θε­λον ἐξ αὐ­τῶν πι­ά­σαι αὐ­τόν, ἀλ­λ' οὐ­δεὶς ἐ­πέ­βα­λεν ἐ­π' αὐ­τὸν τς χεῖ­ρας. Ἦλ­θον ον ο ὑ­πη­ρέ­ται πρς τος ἀρ­χι­ε­ρεῖς κα Φα­ρι­σα­ί­ους, κα εἶ­πον αὐ­τοῖς ἐ­κεῖ­νοι· Δι­α­τί οκ ἠ­γά­γε­τε αὐ­τόν;  ἀ­πε­κρί­θη­σαν ο ὑ­πη­ρέ­ται· Οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως ἐ­λά­λη­σεν ἄν­θρω­πος, ς οὗ­τος ἄν­θρω­πος. ἀ­πε­κρί­θη­σαν ον αὐ­τοῖς ο Φα­ρι­σαῖ­οι· Μ κα ὑ­μεῖς πε­πλά­νη­σθε; μ τις κ τν ἀρ­χόν­των ἐ­πί­στευ­σεν ες αὐ­τὸν κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων; ἀλ­λ’ ὁ ὄ­χλος οὗ­τος μ γι­νώ­σκων τν νό­μον ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοί εἰ­σι! λέ­γει Νι­κό­δη­μος πρς αὐ­το­ύς, ἐλ­θὼν νυ­κτὸς πρς αὐ­τὸν, ες ν ξ αὐ­τῶν· Μ νό­μος ἡ­μῶν κρί­νει τν ἄν­θρω­πον, ἐ­ὰν μ ἀ­κο­ύ­σῃ πα­ρ' αὐ­τοῦ πρό­τε­ρον κα γν τ ποι­εῖ; ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Μ κα σ κ τς Γα­λι­λα­ί­ας ε; ἐ­ρε­ύ­νη­σον κα ἴ­δε ὅ­τι προ­φή­της κ τς Γα­λι­λα­ί­ας οκ ἐ­γή­γερ­ται. Πλιν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς ἐ­λά­λη­σε λέ­γων· Ἐ­γώ εἰ­μι τ φς το κό­σμου· ἀ­κο­λου­θῶν ἐ­μοὶ ο μ πε­ρι­πα­τή­σῃ ν τ σκο­τί­ᾳ, ἀλ­λ' ἕ­ξει τ φς τς ζω­ῆς.
                                    (Ἰωάν. ζ΄[7] 37 – 52, η΄[8] 12)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Τὴν τε­λευ­ταί­α καὶ πιὸ ἐ­πί­ση­μη ἡμέρα ἀπ’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἡμέρες τῆς ἑ­ορ­τῆς στά­θη­κε ὄρ­θιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζω­η­ρὴ φω­νὴ εἶ­πε: Ἐ­ὰν κα­νεὶς αἰ­σθά­νε­ται πό­θο καὶ δί­ψα ὄ­χι γιὰ ἀ­γα­θὰ ὑ­λι­κὰ καὶ φθαρ­τά, ἀλλά γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς θεί­ας ζω­ῆς, ἂς ἔρ­χε­ται σὲ μέ­να μὲ πί­στη καὶ ἂς πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θὰ ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ὅ­λοι οἱ εὐ­γε­νι­κοί του πό­θοι καὶ θὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νου πού πι­στεύ­ει σὲ μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για της Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, θὰ ἀ­να­βλύ­ζουν πο­τά­μια νε­ροῦ πού θὰ εἶ­ναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι ἔ­τσι θὰ πο­τί­ζε­ται ὄ­χι μό­νο ὁ ἴ­διος, ἄλ­λα καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ ἔρ­χον­ται σὲ σχέση μ' αὐ­τόν. Αὐ­τὰ τὰ λό­για τὰ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος γιὰ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, πού θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σαν με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­σοι θὰ πί­στευ­αν σ' αὐ­τόν. Δι­ό­τι πρω­τύ­τε­ρα εἶ­χαν βέ­βαι­α δο­θεῖ χα­ρί­σμα­τα προ­φη­τι­κὰ καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ σὲ ἀν­θρώ­πους δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος πού ἀ­να­γεν­νᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς με­τα­δί­δει τὴ θεί­α καὶ μα­καρία ζω­ὴ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Καὶ δὲν εἶ­χε δο­θεῖ ἡ χά­ρις αὐ­τὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη δοξασθεῖ μὲ τὸ Πά­θος του καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Πολ­λοὶ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν λα­ό, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὰ λό­για αὐ­τὰ πού εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὴ διά­ρκεια τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἔ­λε­γαν: Πράγ­μα­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­φή­της πού μᾶς προ­α­νήγ­γει­λε ὁ Μω­υ­σῆς. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι ὁ Μεσ­σί­ας· δι­ό­τι μή­πως ὁ Μεσ­σί­ας εἶ­ναι νὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαία; Δὲν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὅ­τι ὁ Μεσ­σί­ας Χρι­στὸς θὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ ἀ­πὸ τὸ χω­ριὸ τῆς Βη­θλε­έμ, ὅ­που γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε ὁ Δα­βίδ; Προ­κλή­θη­κε λοι­πὸν δι­αί­ρε­ση καὶ δι­α­φω­νί­α με­τα­ξύ του λα­οῦ γι' αὐ­τόν. Με­ρι­κοὶ μά­λι­στα ἀπ’ αὐ­τοὺς ἤ­θε­λαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλά κα­νεὶς δὲν τόλ­μη­σε ν' ἁ­πλώ­σει χέ­ρι ἐ­πά­νω του· δι­ό­τι μιὰ ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε καὶ τοὺς πα­ρεμ­πό­δι­ζε.
Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν συλ­λάβει, γύ­ρι­σαν ἄ­πρα­κτοι οἱ ὑ­πη­ρέ­τες στοὺς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί τοὺς Φα­ρι­σαί­ους. Κι ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ρώ­τη­σαν: Για­τί δέν τὸν φέ­ρα­τε, ἀφοῦ καὶ δη­μο­σί­ως ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ πολλοί ἀπ' τὸ πλῆ­θος τὸν ἄ­κου­γαν μὲ δυ­σμέ­νεια καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ σᾶς βο­η­θή­σουν μὴ σᾶς δι­α­φύ­γει; Τό­τε οἱ ὑ­πη­ρέ­τες τοὺς ἔ­δω­σαν τὴν ἑξῆς ἀ­πάν­τη­ση: Ποτέ ἄλ­λο­τε δὲν δί­δα­ξε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μὲ τό­ση σο­φί­α καὶ δύ­να­μη καὶ χά­ρη μὲ ὅ­ση δι­δά­σκει ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός. Ὕ­στε­ρα λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­νέλ­πι­στη αὐ­τὴ ἀ­πάν­τη­ση τῶν ὑ­πη­ρε­τῶν τοὺς ξα­να­ρώ­τη­σαν οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι: Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­τε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάν­το­τε κον­τά μας καὶ ἀ­κοῦ­τε τὴ δι­δα­σκα­λί­α μας, κι ἔ­χε­τε πλα­νη­θεῖ ἀ­π' αὐ­τόν, ὅ­πως τὰ ἀμαθῆ πλή­θη τοῦ λα­οῦ; Μή­πως πί­στε­ψε σ' αὐ­τὸν κα­νεὶς ἀ­π' τοὺς ἄρ­χον­τες, πού εἶ­ναι οἱ μό­νοι ἁρ­μό­διοι νὰ κρί­νουν τὰ θρη­σκευ­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἢ ἀ­π' τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, πού εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες τῶν πα­ρα­δό­σε­ων καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς πί­στε­ως; Κα­νεὶς ἀ­π' αὐ­τοὺς δὲν πί­στε­ψε, πα­ρὰ μό­νον αὐ­τὸς ὁ ὄ­χλος, πού δὲν ξέ­ρει τὸ νό­μο καὶ γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλοι τους κα­τα­ρα­μέ­νοι.
Τοὺς ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἐ­κεῖ­νος πού ἦλ­θε στὸν Ἰ­η­σοῦ μέ­σα στὴ νύ­χτα καὶ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π' αὐ­τούς, δι­ό­τι ἦ­ταν κι αὐ­τὸς μέ­λος τοῦ συ­νε­δρί­ου: Μή­πως ὁ νόμος μας μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἐ­ὰν προ­η­γου­μέ­νως δὲν τὸν ἀ­κού­σει ὁ δι­κα­στὴς πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τὸ νό­μο καὶ μά­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του τί ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το καὶ ἀ­ξι­ό­ποι­νο ἔ­κα­νε; Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε τοῦ εἶ­παν: Μή­πως εἶ­σαι κι ἐσύ ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α; Ἐ­ξέ­τα­σε καὶ εὔ­κο­λα θὰ δεῖς καὶ θὰ πει­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­τι κα­νεὶς προ­φή­της ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α δὲν ἔ­χει βγεῖ ἕ­ως τώ­ρα.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς μί­λη­σε πά­λι καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ εἶ­μαι τὸ φῶς ὄ­χι μό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀλλά ὅ­λου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ μὲ πλή­ρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καὶ μὲ πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ὴ στὰ λό­γιά μου δὲν θὰ περ­πα­τή­σει οὔτε θὰ βρε­θεῖ πο­τὲ στὸ σκοτάδι τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά θὰ ἔ­χει μέ­σα του τὸ ζω­η­φό­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, τὸν Θεό.