Παρασκευή 4 Μαΐου 2018


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(6 ΜΑΪΟΥ 2018)

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
    Ἐν ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, δι­α­σπα­ρέν­τες οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ Στε­φά­νῳ δι­ῆλ­θον ἕ­ως Φοι­νί­κης καὶ Κύ­πρου καὶ ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, μη­δε­νὶ λα­λοῦν­τες τὸν λό­γον εἰ μὴ μό­νον ᾿Ι­ου­δα­ί­οις. ῏Η­σαν δέ τι­νες ἐξ αὐ­τῶν ἄν­δρες Κύ­πριοι καὶ Κυ­ρη­ναῖ­οι, οἵ­τι­νες εἰ­σελ­θόν­τες εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν ἐ­λά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελ­λη­νι­στάς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυ­ρί­ου μετ᾿ αὐ­τῶν, πο­λύς τε ἀ­ριθ­μὸς πι­στε­ύ­σας ἐ­πέ­στρε­ψεν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον. ᾿Η­κο­ύ­σθη δὲ ὁ λό­γος εἰς τὰ ὦ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μοις πε­ρὶ αὐ­τῶν, καὶ ἐ­ξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν δι­ελ­θεῖν ἕ­ως ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας· ὃς πα­ρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰ­δὼν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ ἐ­χά­ρη, καὶ πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἦν ἀ­νὴρ ἀ­γα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ πί­στε­ως· καὶ προ­σε­τέ­θη ὄ­χλος ἱ­κα­νὸς τῷ Κυ­ρί­ῳ. Ἐ­ξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀ­να­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν. Ἐ­γέ­νε­το δὲ αὐ­τοὺς ἐ­νια­υτὸν ὅ­λον συ­να­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ δι­δά­ξαι ὄ­χλον ἱ­κα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ᾳ τοὺς μα­θη­τὰς Χρι­στι­α­νο­ύς. ᾿Εν τα­ύ­ταις δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις κα­τῆλ­θον ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν· ἀ­να­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι ῎Α­γα­βος ἐ­σή­μα­νε διὰ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος λι­μὸν μέ­γαν μέλ­λειν ἔ­σε­σθαι ἐφ᾿ ὅ­λην τὴν οἰ­κου­μέ­νην· ὅ­στις καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ Κλαυ­δί­ου Κα­ί­σα­ρος. Τῶν δὲ μα­θη­τῶν κα­θὼς ηὐ­πο­ρεῖ­τό τις, ὥ­ρι­σαν ἕ­κα­στος αὐ­τῶν εἰς δι­α­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κα­τοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοῖς· ὃ καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν ἀ­πο­στε­ί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.                                                   
                                      (Πράξ. ια΄ [11] 19 – 30) 
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΤΟ Ν­Ο­Η­ΜΑ Τ­ΩΝ Θ­Λ­Ι­Ψ­Ε­ΩΝ
Ὁ τ­ρ­ό­π­ος μὲ τ­ὸν ὁ­π­ο­ῖο κ­α­τ­ε­υ­θ­ύ­ν­ει ὁ Θ­ε­ὸς τ­ὴν ἱσ­τ­ο­ρ­ία τοῦ κ­ό­σ­μ­ου, ἀλλά καί τοῦ κ­α­θ­ε­ν­ὸς ἀ­ν­θ­ρώπου, ξ­ε­π­ε­ρ­ν­ά­ει τ­ὶς ἀ­ν­τ­ι­λ­η­π­τ­ι­κ­ὲς μας ἱκανότητες. Σ­υ­ν­ή­θως – ὅταν π­ιὰ τὰ γ­ε­γ­ο­ν­ό­τα ἔ­χ­ο­υν συμβεῖ – μένουμε ἔκθαμβοι, κ­α­θ­ὼς δ­ι­α­π­ι­σ­τ­ώ­ν­ο­υ­με ποῦ μᾶς ὁδήγησε ὁ Θ­ε­ός, ἀπό ποιές συμπληγάδες μᾶς π­έ­ρ­α­σε, π­ῶς μ­ε­τ­έ­τ­ρ­ε­ψε τ­ὶς σ­υ­μ­φ­ο­ρ­ὲς μας σέ εὐλογίες μεγάλες.
Ἡ τ­ρ­α­γ­ω­δ­ία ξέσπασε καί στή νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μ­ας στὰ Ἱ­ε­ρ­ο­σ­ό­λ­υ­μα. Κ­αὶ τί τραγωδία! Ὁ φ­λ­ο­γ­ε­ρ­ὸς Σ­τ­έ­φ­α­ν­ος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἑπτά δ­ι­α­κ­ό­ν­ων, λ­ι­θ­ο­β­ο­λ­ή­θ­η­κε. Α­ὐ­τὸ ὅμως ἦταν μόνο ἡ ἀρχή. Οἱ μ­α­ν­ι­ώ­δ­ε­ις Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι δέν χόρτασαν μέ τό αἷμα του, ἀλλά ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν «διωγμόν μέγαν»  κ­α­τὰ τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, γιά νά τήν ἐξοντώσουν. Πολλοί ἀπό τούς Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ο­ὺς τ­ό­τε φυλακίστηκαν καί ὑ­π­έ­σ­τ­η­σ­αν μ­α­ρ­τύρια φ­ο­β­ε­ρά. Ἀρκετοί γιά νὰ π­ρ­ο­φ­υ­λ­α­χτ­ο­ῦν, ἐ­γ­κ­α­τ­έ­λ­ε­ι­ψ­αν τὰ Ἱεροσόλυμα. «Δ­ι­α­σ­π­α­ρ­έ­ν­τ­ες», μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ ἀ­νάγνω­σ­μα τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων», «ἀπό τῆς θ­λ­ί­ψ­ε­ως τ­ῆς γ­ε­ν­ο­μ­έ­ν­ης ἐπί Σ­τ­ε­φ­ά­νῳ δ­ι­ῆ­λ­θ­ον ἕ­ως Φ­ο­ι­ν­ί­κ­ης καί Κ­ύ­π­ρ­ου κ­αὶ Ἀ­ν­τ­ι­ο­χ­ε­ί­ας». Σ­κ­ο­ρ­π­ί­σ­τ­η­κ­αν, ἐξ α­ἰ­τ­ί­ας τοῦ δ­ι­ω­γ­μ­οῦ πού ἄ­ρ­χ­ι­σε μὲ ἀφορμή τ­ὸν Στέ­φ­α­νο, κ­αὶ ἔ­φ­τ­α­σ­αν μ­έ­χ­ρι τ­ὴ Φ­ο­ι­ν­ί­κη, τ­ὴν Κ­ύ­π­ρο καί τ­ὴν Ἀ­ν­τ­ι­ό­χ­ε­ια.
Θά περίμενε κανείς ὅτι α­ὐ­τὸ τὸ σ­κ­ό­ρ­π­ι­σ­μα τ­ῶν π­ι­σ­τ­ῶν τ­ης θὰ δ­ι­έ­λ­υε τὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία. Α­ὐ­τ­ὸς ἄ­λ­λ­ω­σ­τε ἦ­τ­αν ὁ σ­τ­ό­χ­ος, π­οὺ οἱ ἐ­χ­θ­ρ­οὶ της ἤθελαν νά π­ε­τ­ύ­χουν μὲ τ­ὸ δ­ι­ω­γ­μό: νὰ ἐξαφανίσουν τήν Ἐκκλησία! Τὸ π­έ­τ­υ­χ­αν; Τί θ­α­υ­μ­α­σ­τό! Α­ὐ­τὸ π­οὺ π­έ­τ­υ­χ­αν, ἦ­τ­αν τὸ νὰ τ­ὴ δ­υ­ν­α­μ­ώ­σ­ο­υν! Ἔγιναν ἀφορμή νά ἐξαπλωθεῖ ἡ ­Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία καί σὲ ν­έ­ες π­ε­ρ­ι­ο­χ­ές. Π­ῶς ἔ­γ­ι­νε α­ὐ­τό; Ἔγινε, διότι οἱ Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οὶ π­οὺ ἔ­φ­υ­γ­αν ἀπό τὰ Ἱ­ε­ρ­ο­σ­ό­λ­υ­μα, ἐ­κ­εῖ π­οὺ πῆγαν, δ­ὲν ἔ­μ­ε­ι­ν­αν σ­ι­ω­π­η­λ­οί. Ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν νὰ κ­η­ρ­ύ­τ­τ­ο­υν τ­ὸν Χ­ρ­ι­σ­τὸ σ­τὰ μ­έ­ρη ἐ­κ­ε­ῖ­να. «Κ­αὶ ἦν χ­ε­ὶρ Κ­υ­ρ­ί­ου μ­ε­τ' α­ὐ­τ­ῶν, π­ο­λ­ὺς τε ἀ­ρ­ι­θ­μ­ὸς π­ι­σ­τ­ε­ύ­σ­ας ἐ­π­έ­σ­τ­ρ­ε­ψ­εν ἐπί τόν Κ­ύ­ρ­ι­ον», μᾶς λ­έ­γ­ει τὸ ἱ­ε­ρὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο. Εἶχαν, δ­η­λ­α­δή, τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο μ­α­ζί τ­ο­υς κ­αὶ μὲ τὴ χ­ά­ρη Του π­ο­λ­λ­οὶ π­ί­σ­τ­ε­ψ­αν, ἐ­π­έ­στρ­ε­ψ­αν σ­τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο, ἔ­γ­ι­ν­αν μ­έ­λη τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας Τ­ου, β­ρ­ῆ­κ­αν τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία, τ­ὴν ἀ­λ­ή­θ­ε­ια, τ­ὴν ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ κ­αὶ α­ἰ­ώ­ν­ια ζ­ωή.
Ἀ­δ­ε­λ­φέ μ­ου! Ὅταν τὰ π­ρ­ά­γ­μ­α­τα ἔ­ρ­θ­ο­υν ἀνάποδα σ­τὴ ζ­ωή μ­ας, ὅταν οἱ θλί­ψ­ε­ις ἀ­π­α­ν­ω­τ­ὲς μ­ᾶς π­ν­ί­γ­ο­υν, ὅταν οἱ ἀ­λ­λ­ε­π­ά­λ­λ­η­λ­ες σ­υ­μ­φ­ο­ρ­ὲς λ­υ­γ­ί­ζ­ο­υν τὰ γ­ό­ν­α­τά μ­ας, ὅταν μᾶς φαίνεται πώς ὁ Θ­ε­ὸς μ­ᾶς ἔ­χ­ει ἐ­γ­κ­α­τ­α­λ­ε­ί­ψ­ει, ὅταν ὅλα τά βλέπουμε μαῦρα κ­αὶ σ­κ­ο­τ­ε­ι­νά.­.. Ἀ­δ­ε­λ­φέ μ­ου, τί π­α­θ­α­ί­ν­ο­υ­με; Γ­ι­α­τί τὰ χ­ά­ν­ο­υ­με; Γ­ι­α­τί ἀ­π­ε­λ­π­ι­ζ­ό­μ­α­σ­τε; Δ­ὲν π­ι­σ­τ­ε­ύ­ο­υ­με πώς ὁ σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κ­ὸς Π­α­τ­έ­ρ­ας κα­τ­ε­υ­θ­ύ­ν­ει μὲ ἄπειρη ἀ­γ­ά­πη τὴ ζ­ωή μ­ας;­.­.. Τ­ό­τε γ­ι­α­τί π­ν­ι­γ­ό­μ­α­σ­τε; Γ­ι­α­τί ν­ο­ι­ώ­θ­ο­υ­με ἐ­γ­κ­α­τ­α­λ­ε­λ­ε­ι­μ­μ­έ­ν­οι; Ἀ­δ­ε­λ­φέ, ἂς τ­ο­ν­ώ­σ­ο­υ­με τ­ὴν π­ί­σ­τη μ­ας! Α­ὐ­τὰ ποὺ σ­ή­μ­ε­ρα τὰ β­λ­έ­π­ο­υ­με σάν φ­ρ­ι­κ­τὴ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φή, α­ὔ­ρ­ιο θὰ τὰ θ­ε­ω­ρ­ο­ῦ­με σάν τ­ὶς π­ιό μ­ε­γ­ά­λ­ες ε­ὐ­ε­ρ­γ­ε­σ­ί­ες. Ὅταν οἱ θ­λ­ί­ψ­ε­ις μ­ᾶς π­ε­ρ­ι­σ­φ­ί­γ­γ­ο­υν, τ­ό­τε ὁ Θ­ε­ὸς μ­ᾶς ἀ­γ­κ­α­λ­ι­ά­ζ­ει μὲ πιό πολ­λὴ σ­τ­ο­ρ­γή, ε­ἶ­ν­αι π­ο­λὺ κ­ο­ν­τά μ­ας κ­αὶ ἐ­ρ­γ­ά­ζε­τ­αι π­ρ­ά­γ­μ­α­τα θ­α­υ­μ­α­σ­τὰ κ­αὶ με­γ­ά­λα. Νὰ τὸ π­ι­σ­τ­έ­ψ­ο­υ­με α­ὐ­τὸ β­α­θ­ιὰ κ­αὶ νὰ σ­υ­ν­ε­χ­ί­σ­ο­υ­με τ­ὸν ἀ­γ­ώ­να μας μ­έ­χρι τ­έ­λ­ο­υς, ἀ­δ­ε­λ­φέ!
2. Υ­Ι­ΟΣ Π­Α­Ρ­Α­Κ­Λ­Η­Σ­Ε­ΩΣ
Μ­ε­γ­ά­λη χ­α­ρά, μ­έ­σα σ­τὴ μ­ε­γ­ά­λη τ­ο­υς δ­ο­κ­ι­μ­α­σ­ία, α­ἰ­σ­θ­ά­ν­θ­η­κ­αν οἱ Ἀπόστολοι καί ὅλη ἡ ­Ἐκ­κ­λ­η­σ­ία τ­ῶν Ἱ­ε­ρ­ο­σ­ο­λ­ύ­μ­ων μὲ τ­ὴν ε­ὐ­χ­ά­ρ­ι­σ­τη εἴδηση, ὅτι σ­τ­ὶς π­ε­ρ­ι­ο­χ­ὲς τ­ῆς Φ­ο­ι­ν­ί­κ­ης, τ­ῆς Κ­ύ­π­ρ­ου καί ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως τ­ῆς Ἀ­ν­τ­ι­ο­χ­ε­ί­ας  βλ­ά­σ­τ­η­σε ξαφνικά ἡ χριστιανική πίστη. Γ­ι' α­ὐ­τὸ καί «ἐξαπέστειλαν Β­α­ρ­ν­ά­βαν διελθεῖν ἕ­ως Ἀ­ν­τ­ι­ο­χ­ε­ί­ας». Ἔ­σ­τ­ε­ι­λ­αν τ­ὸν Β­α­ρ­ν­ά­βα σ­τ­ὴν Ἀ­ν­τ­ι­ό­χ­ε­ια, γ­ιὰ νὰ ἐνισχύσει τ­ο­ὺς ν­έ­ο­υς π­ι­σ­τ­ο­ύς, νὰ τ­ο­ὺς στηρίξει, νά τούς τονώσει, νά τούς καθοδηγήσει σ­τὸ δ­ρ­ό­μο τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ.
Ἦ­τ­αν ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς ὁ κ­α­τ­ά­λ­λ­η­λ­ος ἄνθρωπος, γιά νά παρηγορήσει καί νά ἐμψυχώσει τὰ ν­έα μ­έ­λη τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, πού ἀργά ἢ γ­ρ­ή­γ­ο­ρα θὰ ἀ­ν­τ­ι­μ­ε­τ­ώ­πι­ζ­αν καί ἐκεῖ τὴ μ­α­ν­ία τ­ῶν ἀ­π­ί­σ­τ­ων Ἑ­β­ρ­α­ί­ων. Κ­α­τ­ά­λ­λ­η­λ­ος γ­ι­α­τί; Δ­ι­ό­τι ἦ­ταν ὄ­ν­ο­μα κ­αὶ π­ρ­ά­γ­μα Β­α­ρ­ν­ά­β­ας. (Β­α­ρ­ν­ά­β­ας σ­τὰ Ἑ­β­ρ­α­ϊ­κὰ σ­η­μ­α­ί­ν­ει «υ­ἱ­ὸς π­α­ρ­α­κ­λ­ή­σ­ε­ως», «υ­ἱ­ὸς π­α­ρ­η­γ­ο­ρ­ι­ᾶς»­). Ε­ἶ­χε τὸ χ­ά­ρ­ι­σ­μα νὰ παρακαλεῖ, δ­η­λ­α­δὴ νὰ παρηγορεῖ, νά στηρίζει, νά ἐμψυχώνει τούς ἄλλους. Καί σ­τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ ἀνάγνωσμα π­α­ρ­α­τ­η­ρ­ο­ῦ­με νὰ ὑ­π­ο­γ­ρ­α­μ­μ­ί­ζ­ε­τ­αι α­ὐ­τό, σ­τὸ σ­η­μ­ε­ῖο π­οὺ λ­έ­γ­ει γιὰ τ­ὸν Β­α­ρ­ν­ά­βα ὅτι «ἦν ἀνήρ ἀγαθός καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καί π­ί­στε­ως». Γ­ι' α­ὐ­τὸ κ­αί, ὅταν ἔ­φ­τ­α­σε στὴν Ἀ­ν­τ­ι­ό­χ­ε­ια κ­αὶ ε­ἶ­δε νὰ ἔ­χ­ο­υν π­λ­ο­ύ­σ­ια τὴ Χ­ά­ρη τ­οῦ Θ­ε­οῦ οἱ π­ι­σ­τ­οί, χ­ά­ρ­η­κε π­ο­λὺ «καί π­α­ρ­ε­κ­ά­λ­ει π­ά­ν­τ­ας τῇ π­ρ­ο­θ­έ­σει τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ί­ας π­ρ­ο­σ­μ­έ­ν­ε­ιν τῷ Κ­υ­ρ­ίῳ». Τοὺς π­α­ρ­α­κ­ι­ν­ο­ῦ­σε ὅ­λ­ο­υς νὰ μ­έ­ν­ο­υν ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο μέ ὅλη τή διάθεση τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ι­ᾶς τ­ο­υς.
Ἀ­ξ­ι­ο­ζ­ή­λ­ε­υ­τ­ος ἄνθρωπος ὁ ἀπόστολος Β­α­ρ­ν­ά­β­ας. Μὲ τὸ π­α­ράδειγμά του φω­ν­ά­ζ­ει σὲ ὅ­λ­ο­υς μ­ας νά γινόμαστε καί μ­ε­ῖς «υ­ἱοί παρακλήσεως», ἄνθρωποι ποὺ θὰ π­α­ρ­η­γ­ο­ρ­ο­ῦ­με τ­ο­ὺς ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς μ­ας. Κ­αί ὑ­π­ά­ρ­χ­ει μ­ε­γ­ά­λη ἀ­ν­ά­γ­κη σ­τ­ὶς μ­έ­ρ­ες μ­ας ἀπό τ­έ­τ­ο­ι­ο­υς «υἱούς π­α­ρ­α­κ­λ­ή­σ­ε­ως», δ­ι­ό­τι ὁ π­ό­ν­ος ε­ἶ­ν­αι πο­λ­ὺς κ­αὶ οἱ δ­ο­κ­ι­μ­α­σ­ί­ες λ­ό­γω κ­αὶ τ­οῦ ἄ­γ­χ­ο­υς, π­ού μ­α­σ­τ­ί­ζ­ει τ­ὴν ἐ­π­ο­χή μ­ας, α­ὐ­ξ­η­μ­έ­ν­ες. Ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως σ­τ­ὸν π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ ἀ­γ­ώ­να, ὅπου ἡ π­ρ­ο­κ­λ­η­τ­ι­κὴ ἁ­μ­α­ρ­τία κ­αὶ οἱ π­ο­ι­κ­ί­λ­ες ἰ­δ­ε­ο­λ­ο­γ­ί­ες κ­λ­ο­ν­ί­ζ­ο­υν π­ο­λ­λ­ο­ὺς κ­αὶ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο τ­ο­ὺς ν­έ­ους, ε­ἶ­ν­αι ἀ­π­α­ρ­α­ί­τ­η­το νὰ ἐ­ν­ι­σ­χ­ύ­ο­υ­με καί νά π­α­ρ­η­γ­ο­ρ­ο­ῦ­με ὁ ἕ­ν­ας τ­ὸν ἄ­λ­λο. Ε­ἶ­ν­αι χ­ρ­έ­ος ἀ­γ­ά­π­ης α­ὐ­τό, καί μ­α­κ­ά­ρι ὅ­λ­οι μ­ας μὲ π­ο­λ­λὴ ἐ­π­ι­μ­έ­λ­ε­ια νὰ τὸ ἀ­σ­κ­ο­ῦ­με.
3. ΤΟ Α­Γ­Α­Π­Η­Μ­Ε­ΝΟ Μ­ΑΣ Ο­Ν­Ο­ΜΑ
Μ­ᾶς π­α­ρ­έ­χ­ει καί μ­ιὰ σ­η­μ­α­ν­τ­ι­κὴ π­λ­η­ρ­ο­φ­ο­ρ­ία τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ ἀνάγνωσμα: ὅτι ἐ­κ­εῖ, σ­τ­ὴν Ἀ­ν­τ­ι­ό­χ­ε­ια, ὀνομάστηκαν γιά πρώτη φορά οἱ π­ι­σ­τ­οὶ Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί. Τὸ ὄ­ν­ο­μα α­ὐ­τὸ τ­ο­ὺς τὸ ἔ­δ­ω­σ­αν οἱ ε­ἰ­δ­ω­λ­ο­λ­ά­τ­ρ­ες τ­ῆς Ἀ­ν­τ­ιόχειας, ε­ἴ­τε γιά νά τούς ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους Ἰουδαίους, εἴτε σάν «παρατσούκλι», γ­ιὰ νὰ τ­ο­ὺς ἐ­μ­π­α­ί­ξ­ο­υν. Οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ὅμως τὸ α­ἰ­σ­θ­ά­ν­θ­η­κ­αν π­ο­λὺ τ­ι­μ­η­τ­ι­κὸ α­ὐ­τὸ τὸ ὄ­ν­ο­μα κ­αὶ τὸ ἀ­γ­ά­π­η­σ­αν π­ο­λύ. Τὸ ἀ­γ­ά­π­η­σ­αν, δ­ι­ό­τι τὸ ὄ­ν­ο­μα α­ὐ­τὸ φ­α­ν­έ­ρ­ω­σε τ­ὴ μ­ε­γ­ά­λη ἀ­λ­ή­θε­ια, πώς οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἀ­ν­ή­κ­ο­υ­με σ­τὸ Χ­ρ­ι­σ­τό. Σ­τὸ Χ­ρ­ι­σ­τό, ὁ Ὁ­π­ο­ῖ­ος μᾶς ἀ­γ­ό­ρ­α­σε μὲ τὸ Α­ἷμα Τ­ου. Μ­ᾶς ἅ­ρ­π­α­ξε ἀπό τὰ ν­ύ­χ­ια τ­οῦ σ­α­τ­α­νᾶ, ἀπό τὸ χ­ά­ος τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας κ­αὶ τ­οῦ θ­α­ν­ά­τ­ου, κ­αὶ μ­ᾶς ἔ­β­α­λε μ­έ­σα σ­τὸ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὸ Τ­ου Β­α­σί­λ­ε­ιο, τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία. Ἀ­ν­ή­κ­ο­υ­με σ­τὸ Χ­ρ­ι­σ­τό, ὁ Ὁ­π­ο­ῖ­ος μ­ᾶς ἀ­ν­έ­δ­ε­ι­ξε ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς Τ­ου, υἱούς τοῦ Ο­ὐ­ρ­α­ν­ί­ου Π­α­τρός, κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­ο­υς τ­ῆς α­ἰ­ω­ν­ί­ου Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας Τ­ου. Ἔ­τ­σι ἐ­ξ­η­γ­ε­ῖ­τ­αι, γ­ι­α­τί ἀ­γ­ά­π­η­σ­αν τ­ό­σο π­ο­λὺ οἱ π­ι­σ­τ­οὶ τὸ ὄ­ν­ο­μα: Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ός. Τὸ ἀ­γ­ά­π­η­σ­αν, ἀλλά κ­αὶ τὸ τ­ί­μ­η­σ­αν π­ο­λὺ μὲ τ­ὴν ἁ­γ­ία ζ­ωή τ­ο­υς.
Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ἐ­π­ο­χή! Τ­ό­τε π­οὺ οἱ Μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ες π­ρ­ο­χ­ω­ρ­ο­ῦ­σ­αν ἀ­τ­ρ­ό­μ­η­τ­οι σ­τὰ φρ­ι­χ­τὰ β­α­σ­α­ν­ι­σ­τ­ή­ρ­ια ὁ­μ­ο­λ­ο­γ­ώ­ν­τ­ας μὲ θ­ά­ρ­ρ­ος κ­αὶ δ­ύ­ν­α­μη: «Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ός εἰμι». – Ἀπό ποῦ κ­α­τ­ά­γ­ε­σ­αι; ρ­ώ­τ­η­σ­αν ἕ­να μ­ά­ρ­τ­υ­ρα. – Χριστιανός εἰμι! ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε. – Ποιό  ε­ἶ­ν­αι τὸ ὄ­ν­ο­μά σ­ου; – Χριστιανός εἰμι! – Τί ἐργασία κ­ά­ν­ε­ις;         Χριστιανός εἰμι!
Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ἐ­π­ο­χή! Μ­α­κ­ά­ρι κ­αὶ σ­ή­μ­ε­ρα ὅ­λ­οι μ­ας νὰ αἰσθανόμαστε α­ὐ­τὴ τὴν ἁ­γ­ία κ­α­ύ­χ­η­ση γ­ιὰ τὸ ὅτι ε­ἴ­μ­α­σ­τε Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­οί. Νὰ ἀ­γ­α­π­ᾶ­με τὸ ὄ­ν­ο­μά μ­ας, ἀλλά κ­αὶ νὰ τὸ τ­ι­μ­ᾶ­με μὲ ζ­ωὴ ἁ­γ­ία. Γ­ιὰ νὰ μ­ᾶς τιμήσει καί ἐκεῖνο μὲ δό­ξα α­ἰ­ώ­νια, ε­ἰ­σ­ά­γ­ο­ν­τ­άς μ­ας σ­τ­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ια ζ­ωή, γ­ιὰ τ­ὴν ὁποία τ­ώ­ρα μ­ᾶς π­ρ­ο­τ­ρ­έ­π­ει καὶ μᾶς ἑτοιμάζει.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ,  ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πό­λιν τς Σα­μα­ρε­ί­ας λε­γο­μέ­νην Συ­χὰρ, πλη­σί­ον το χω­ρί­ου ἔ­δω­κεν Ἰ­α­κὼβ Ἰ­ω­σὴφ τ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. ν δ ἐ­κεῖ πη­γὴ το Ἰ­α­κώβ. ον Ἰ­η­σοῦς κε­κο­πια­κὼς κ τς ὁ­δοι­πο­ρί­ας ἐ­κα­θέ­ζε­το οὕ­τως ἐ­πὶ τ πη­γῇ· ὥ­ρα ἦν ὡ­σεὶ ἕ­κτη.  ἔρ­χε­ται γυ­νὴ κ τς Σα­μα­ρε­ί­ας ἀν­τλῆ­σαι ὕ­δωρ. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Δς μοι πι­εῖν. ο γρ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἀ­πε­λη­λύ­θει­σαν ες τν πό­λιν, ἵ­να τρο­φὰς ἀ­γο­ρά­σω­σι. λέ­γει ον αὐ­τῷ γυ­νὴ Σα­μα­ρεῖ­τις· Πς σ Ἰ­ου­δαῖ­ος ὢν πα­ρ' ἐ­μοῦ πι­εῖν αἰ­τεῖς, οὔ­σης γυ­ναι­κὸς Σα­μα­ρε­ί­τι­δος; ο γρ συγ­χρῶν­ται Ἰ­ου­δαῖ­οι Σα­μα­ρε­ί­ταις. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Ε ᾔ­δεις τν δω­ρε­ὰν το Θε­οῦ κα τς ἐ­στιν ὁ λέ­γων σοι, δς μοι πι­εῖν, σ ν ᾔ­τη­σας αὐ­τὸν, κα ἔ­δω­κεν ἄν σοι ὕ­δωρ ζν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, οὔ­τε ἄν­τλη­μα ἔ­χεις, κα τ φρέ­αρ ἐ­στὶ βα­θύ· πό­θεν ον ἔ­χεις τ ὕ­δωρ τ ζν; μ σ με­ί­ζων ε το πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­α­κώβ, ς ἔ­δω­κεν ἡ­μῖν τ φρέ­αρ, κα αὐ­τὸς ξ αὐ­τοῦ ἔ­πι­ε κα ο υἱ­οὶ αὐ­τοῦ κα τ θρέμ­μα­τα αὐ­τοῦ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Πς πί­νων κ το ὕ­δα­τος το­ύ­του δι­ψή­σει πά­λιν· ς δ' ν πί­ῃ κ το ὕ­δα­τος ο ἐ­γὼ δώ­σω αὐ­τῷ, ο μ δι­ψή­σει ες τν αἰ­ῶ­να, ἀλ­λὰ τ ὕ­δωρ ὃ δώ­σω αὐ­τῷ, γε­νή­σε­ται ν αὐ­τῷ πη­γὴ ὕ­δα­τος ἁλ­λο­μέ­νου ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. λέ­γει πρς αὐ­τὸν γυ­νή· Κριε, δς μοι τοῦ­το τ ὕ­δωρ, ἵ­να μ δι­ψῶ μη­δὲ ἔρ­χο­μαι ἐν­θά­δε ἀν­τλεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ὕ­πα­γε φώ­νη­σον τν ἄν­δρα σου κα ἐλ­θὲ ἐν­θά­δε. ἀ­πε­κρί­θη ἡ γυ­νὴ κα εἶ­πεν· Οκ ἔ­χω ἄν­δρα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Κα­λῶς εἶ­πας ὅ­τι ἄν­δρα οκ ἔ­χω· πέν­τε γρ ἄν­δρας ἔ­σχες, κα νν ν ἔ­χεις οκ ἔ­στι σου ἀ­νήρ· τοῦ­το ἀ­λη­θὲς εἴ­ρη­κας. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Κριε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι προ­φή­της ε σ. ο πα­τέ­ρες ἡ­μῶν ἐν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· κα ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­στὶν ὁ τό­πος ὅ­που δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Γναι, πί­στευ­σόν μοι ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ὅ­τε οὔ­τε ν τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ οὔ­τε ν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τ πα­τρί. ὑ­μεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε οκ οἴ­δα­τε, ἡ­μεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν οἴ­δα­μεν· ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ἐ­στίν. ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, κα νν ἐ­στιν, ὅ­τε ο ἀ­λη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τ πα­τρὶ ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· κα γρ πα­τὴρ τοι­ο­ύ­τους ζη­τεῖ τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν. πνεῦ­μα Θε­ός, κα τος προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τὸν ν πνε­ύ­μα­τι κα ἀ­λη­θε­ί­ᾳ δε προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῷ γυ­νή· Οἶ­δα ὅ­τι Μεσ­σί­ας ἔρ­χε­ται ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, ἀ­ναγ­γε­λεῖ ἡ­μῖν πάν­τα. λέ­γει αὐ­τῇ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι, λα­λῶν σοι. κα ἐ­πὶ το­ύ­τῳ ἦλ­θον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ, κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει· οὐ­δεὶς μέν­τοι εἶ­πε, τ ζη­τεῖς τ λα­λεῖς με­τ' αὐ­τῆς; Ἀ­φῆ­κεν ον τν ὑ­δρί­αν αὐ­τῆς γυ­νὴ κα ἀ­πῆλ­θεν ες τν πό­λιν, κα λέ­γει τος ἀν­θρώ­ποις· Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον ὃς εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα· μή­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός; ἐ­ξῆλ­θον ον κ τς πό­λε­ως κα ἤρ­χον­το πρς αὐ­τόν. ν δ τ με­τα­ξὺ ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, φά­γε. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­γὼ βρῶ­σιν ἔ­χω φα­γεῖν, ν ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε. ἔ­λε­γον ον ο μα­θη­ταὶ πρς ἀλ­λή­λους· Μ τις ἤ­νεγ­κεν αὐ­τῷ φα­γεῖν; λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­μὸν βρῶ­μά ἐ­στιν ἵ­να ποι­ῶ τ θέ­λη­μα το πέμ­ψαν­τός με κα τε­λει­ώ­σω αὐ­τοῦ τ ἔρ­γον. οχ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἔ­τι τε­τρά­μη­νός ἐ­στι κα θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; ἰ­δοὺ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­πά­ρα­τε τος ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­μῶν κα θε­ά­σα­σθε τς χώ­ρας, ὅ­τι λευ­καί εἰ­σι πρς θε­ρι­σμόν ἤ­δη. κα θε­ρί­ζων μι­σθὸν λαμ­βά­νει κα συ­νά­γει καρ­πὸν ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, ἵ­να κα σπε­ί­ρων ὁ­μοῦ χα­ί­ρῃ κα θε­ρί­ζων. ν γρ το­ύ­τῳ λό­γος ἐ­στὶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς, ὅ­τι ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπε­ί­ρων κα ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ἐ­γὼ ἀ­πέ­στει­λα ὑ­μᾶς θε­ρί­ζειν οχ ὑ­μεῖς κε­κο­πι­ά­κα­τε· ἄλ­λοι κε­κο­πι­ά­κα­σι, κα ὑ­μεῖς ες τν κό­πον αὐ­τῶν εἰ­σε­λη­λύ­θα­τε. κ δ τς πό­λε­ως ἐ­κε­ί­νης πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ες αὐ­τὸν τν Σα­μα­ρει­τῶν δι­ὰ τν λό­γον τς γυ­ναι­κὸς, μαρ­τυ­ρο­ύ­σης ὅ­τι εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα. ς ον ἦλ­θον πρς αὐ­τὸν ο Σα­μα­ρεῖ­ται, ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν μεῖ­ναι πα­ρ' αὐ­τοῖς· κα ἔ­μει­νεν ἐ­κεῖ δύ­ο ἡ­μέ­ρας. κα πολ­λῷ πλε­ί­ους ἐ­πί­στευ­σαν δι­ὰ τν λό­γον αὐ­τοῦ, τ τε γυ­ναι­κὶ ἔ­λε­γον ὅ­τι οὐ­κέ­τι δι­ὰ τν σν λα­λιὰν πι­στε­ύ­ο­μεν· αὐ­τοὶ γρ ἀ­κη­κό­α­μεν, κα οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τὴρ το κό­σμου ὁ Χρι­στός.                                                      
      (Ἰωάν. δ΄[4] 5- 42)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἒρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς σὲ μιά πό­λη τῆς Σα­μάρειας πού λε­γό­ταν Συ­χάρ, ἡ ὁποία ἦ­ταν κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ πού εἶχε δώσει ὁ Ἰ­α­κὼβ στὸ γιὸ του τὸν Ἰ­ω­σήφ. Ὑ­πῆρ­χε μά­λι­στα ἐκεῖ κι ἕνα πηγάδι πού εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰ­α­κώβ. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμὲνος ἀπό τήν πεζοπορία, κα­θό­ταν κον­τὰ στὸ πη­γά­δι. Ἡ ὥρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἔ­ξι ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἡλίου, δη­λα­δὴ δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι. Ἔρ­χε­ται τό­τε μί­α γυ­ναί­κα πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι νε­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τότε ὁ ὁποῖος πραγ­μα­τι­κὰ δι­ψοῦ­σε, τῆς εἶ­πε: Δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ. Καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα νε­ρό, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τὲς Tου, πού θὰ φρόν­τι­ζαν νὰ βγά­λουν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι, εἶχαν πά­ει στὴν πό­λη ν' ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Τοῦ λέ­ει λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα: Πῶς ἐσύ πού εἶ­σαι Ἰ­ου­δαῖ­ος, κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ ζη­τᾶς νὰ πι­εῖς νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­να, πού εἶ­μαι γυ­ναί­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα; Κι ἔ­κα­νε ἡ γυ­ναί­κα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, δι­ό­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι μι­σοῦ­σαν τοὺς Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ δὲν εἶ­χαν σχέ­σεις μα­ζί τους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν γνώ­ρι­ζες τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού δίνει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποῦ σοῦ λέ­ει τώ­ρα, δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ, ἐσύ θά τοῦ ζη­τοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔ­δι­νε νε­ρὸ τρε­χού­με­νο, πού δὲ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Θὰ σοῦ ἔ­δι­νε αὐ­τὸς τὴ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁποία σὰν πνευ­μα­τι­κὸ νε­ρὸ κα­θα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, πα­ρη­γο­ρεῖ καὶ ζω­οποεῖ τίς ψυ­χές, χω­ρὶς νὰ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, ἀ­σφα­λῶς τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μι­λᾶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι αὐ­τό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἀγ­γεῖ­ο ἔ­χεις, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βγά­λεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ νε­ρό, ἀλλά καὶ τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πὸ ποῦ λοι­πὸν ἔ­χεις τὸ τρε­χού­με­νο καὶ ἀ­στεί­ρευ­το νε­ρό; Μή­πως ἐσύ εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος στὴν ἀξία καὶ τὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μας τὸν Ἰ­α­κώβ, πού μᾶς ἔ­δω­σε ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ τὸ πη­γά­δι αὐ­τὸ καὶ δὲν ζή­τη­σε ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο νε­ρό, ἀλλά ἀ­π' αὐ­τὸ ἤ­πι­ε καὶ ὁ ἴδιος, ὅ­πως καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῶ­α του πού ἔ­τρε­φε καὶ ἔ­βο­σκε; Τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Βε­βαί­ως δὲν ἐν­νο­ῶ τὸ νε­ρὸ τοῦ πη­γα­διοῦ αὐ­τοῦ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, θὰ δι­ψά­σει πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ πού θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τὲ στὸν αἰ­ώ­να· ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώ­σω θὰ με­τα­βλη­θεῖ μέ­σα του σὲ πη­γὴ νε­ροῦ πού δὲν θὰ στε­ρεύ­ει, ἀλλά θὰ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ θὰ ἀ­να­πη­δᾶ καὶ θὰ τρέ­χει πάν­το­τε γιὰ νὰ τοῦ με­ταγ­γί­ζει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Τοῦ λέ­ει τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴ δι­ψῶ καὶ νὰ μὴν ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σὲ τό­σο κό­πο νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ γιὰ νὰ βγά­ζω νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐ­φό­σον τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ δὲν τὸ θέ­λεις μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀλλά καὶ γιὰ ἐ­κεί­νους μὲ τοὺς ὁποίους συ­ζεῖς, πή­γαι­νε, φώ­να­ξε τὸν ἄν­δρα σου κι ἔ­λα ἐ­δῶ μα­ζὶ μ' αὐ­τόν, ὥ­στε κι ἐ­κεῖ­νος νὰ δε­χθεῖ μα­ζί σου τὴ δω­ρε­ὰ αὐ­τή. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Δὲν ἔ­χω ἄν­δρα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Κα­λὰ εἶ­πες «δὲν ἔ­χω ἄν­δρα». Δι­ό­τι ἔ­χεις πά­ρει πέν­τε ἄν­δρες, τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Καὶ τώ­ρα μ' αὐ­τὸν πού ζεῖς, εἶ­σαι συν­δε­δεμέ­νη κρυ­φά, καὶ γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἄν­δρας σου. Αὐ­τὸ τό εἶπες ἀ­λή­θεια. Τοῦ λέ­ει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἐσύ εἶσαι προ­φή­της. Δι­ό­τι μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μυ­στι­κὰ τῆς ζωῆς μου, ἐ­νῶ δὲν μ' ἔ­χεις συ­ναν­τή­σει ἄλ­λη φορά, ἀλλά μό­λις σή­με­ρα μὲ βλέ­πεις γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Σὲ πα­ρακα­λῶ λοι­πὸν νὰ μὲ δι­α­φω­τί­σεις πά­νω στὸ πα­ρα­κάτω σπου­δαῖ­ο ζή­τη­μα: Οἱ πα­τέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν καὶ λά­τρευ­σαν τόν Θε­ὸ στὸ ὄ­ρος αὐ­τὸ τὸ Γα­ρι­ζείν, ἐ­νῶ ἐσεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­τε ὅ­τι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι ὁ τόπος πού πρέπει νά λα­τρεύ­ου­με τὸν Θε­ό. ἐσύ λοι­πὸν ὡς προ­φή­της τί λέ­ς γι' αὐ­τό; Τῆς λέ­ει ὁ Ἰησοῦς: Πί­στε­ψέ με, γυ­ναί­κα, ὅ­τι γρή­γο­ρα ἔρ­χε­ται ὁ και­ρὸς πού οὔ­τε σ' αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ τὸ Γαριζείν μό­νο, οὔτε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ θὰ λα­τρεύσε­τε τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Ἐσεῖς οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἀ­πορ­ρί­ψα­τε τὰ βι­βλί­α τῶν προφητῶν καὶ προ­σκυ­νᾶ­τε ἐ­κεῖ­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔχετε σα­φῆ καὶ πλή­ρη γνώ­ση. Ἐμεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι προ­σκυνοῦμε ἐκεῖνο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κάθε ἄλ­λον. Ἀ­πό­δει­ξη μά­λι­στα γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ὁ Μεσσίας πού θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τους Ἰουδαί­ους. Αὐ­τοὺς δι­ά­λε­ξε ὁ Θε­ὸς ὡς λα­ὸ δι­κό του καὶ αὐ­τοὶ τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν λά­τρευ­σαν τε­λει­ό­τε­ρα ἀπό κά­θε ἄλ­λον λα­ό. Πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥ­ρα αὐ­τὴ ἔ­χει ἤ­δη ἔλ­θει, πού οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ προσκυ­νη­τὲς θὰ προ­σκυ­νή­σουν καὶ θὰ λα­τρεύ­σουν τόν Πα­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀ­λη­θι­νά· δη­λα­δὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευ­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ μὲ λα­τρεί­α ὂχι τυ­πι­κὴ καὶ σκι­ώ­δη, ἀλλά πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πὸ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Δι­ό­τι καὶ ὁ Πατήρ ζητᾶ ἐ­πί­μο­να τέ­τοι­οι ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πραγ­μα­τι­κοὶ προ­σκυνη­τὲς νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα, γι' αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ τό­πους. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν πρέ­πει νὰ τὸ προ­σκυ­νοῦν μὲ τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κὲς δυνάμεις, μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ μὲ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας πού τοῦ ἁρ­μό­ζει. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὄ­νο­μα πού με­τα­φρά­ζε­ται μὲ τὴ λέ­ξη Χριστός. Ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ δι­δά­ξει ὅ­λα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐγώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας, ἐγώ πού τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ σοῦ μι­λά­ω.
Καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἦλ­θαν οἱ μα­θη­τές του καὶ ἀ­πό­ρη­σαν πού ὁ δι­δά­σκα­λος μι­λοῦ­σε δη­μο­σί­ως μὲ γυ­ναί­κα, κά­τι πού ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις τῶν ραβ­βί­νων. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τοῦ εἶ­πε: Τί ζη­τᾶς νὰ σοῦ κά­νει ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, ἢ γιὰ ποι­ὸ θέ­μα μι­λᾶς μα­ζὶ της; Στὸ με­τα­ξὺ ἡ γυ­ναί­κα, γε­μά­τη συγ­κί­νη­ση ὕ­στε­ρα ἀ­π' αὐ­τὰ πού ἄ­κου­σε, ἄ­φη­σε τὴ στά­μνα της στὸ πη­γά­δι καὶ πῆ­γε τρέ­χον­τας στὴν πό­λη κι ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει στοὺς ἀν­θρώ­πους: Ἐλᾶτε νὰ δεῖ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, καὶ αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κὰ καὶ προ­σω­πι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μου. Μή­πως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός; Βγῆ­καν λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πό­λη οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες κι ἄρ­χι­σαν νὰ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τόν.
Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­μως, μέ­χρι νὰ εἰ­δο­ποι­η­θοῦν οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ νὰ ἔλ­θουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π' τὸ πνευ­μα­τι­κό του ἔρ­γο καὶ δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιὰ φα­γη­τό, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μα­θη­τὲς καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Δι­δά­σκα­λε, φά­ε κά­τι. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ ἔ­χω φα­γη­τὸ νὰ φά­ω πού ἐσεῖς δὲν τὸ ξέ­ρε­τε. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Μή­πως τὴν ὥ­ρα πού λεί­πα­με τοῦ ἔ­φε­ρε κα­νεὶς ἄλ­λος φα­γη­τὸ κι ἔ­φα­γε; Τοὺς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Δι­κό μου φα­γη­τό, πού μὲ χορ­ταί­νει καὶ μὲ τρέ­φει, εἶ­ναι νὰ κά­νω πάν­το­τε τὸ θέ­λη­μα ἐ­κεί­νου πού μὲ ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τὸ ἔρ­γο του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καὶ τὸ θερ­μὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ μὲ ἀ­πορ­ρό­φη­σε ὁ­λό­κλη­ρο τώ­ρα πού πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θουν ἐ­δῶ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, καὶ μοῦ ἔ­κο­ψε κά­θε ὄ­ρε­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ πεί­να. Δὲν λέ­τε ἐσεῖς ὅ­τι τέσ­σε­ρις μῆ­νες μέ­νουν ἀ­κό­μη καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; Στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅ­μως σπο­ρὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει καὶ σὲ χρονικό δι­ά­στη­μα πο­λὺ πιὸ σύν­το­μο. Καὶ γιὰ νὰ πει­σθεῖ­τε γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ πού σᾶς λέ­ω, ση­κῶ­στε τὰ μά­τια σας καὶ κοι­τάξ­τε τὸ πλῆ­θος αὐ­τὸ τῶν Σα­μα­ρει­τῶν πού ἔρ­χονται. Μοιά­ζουν οἱ ψυ­χές τους μὲ χω­ρά­φια, στὰ ὁποῖα δέν πρόφθασε νά σπαρεῖ ὁ λό­γος τῆς ἀ­λή­θειας, κι ὅ­μως εἶ­ναι λευ­κὰ καὶ ὥ­ρι­μα πλέ­ον, ἕ­τοι­μα νὰ θε­ρι­σθοῦν. Ἔ­τσι καὶ σ' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι τώ­ρα ὥ­ρι­μες γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θε­ρί­ζει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­γρὸ παίρ­νει μι­σθό, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι χαί­ρε­ται καὶ ἐ­δῶ βλέ­πον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή, ἀλλά καὶ δι­ό­τι θὰ ἀνταμειφθεῖ καὶ στὴ μελ­λον­τι­κὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἐ­πει­δή λοι­πὸν ἑλ­κύ­ει στὴ σω­τη­ρί­α ψυ­χὲς ἀ­θά­να­τες, συ­να­θροίζει καρ­πὸ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Κι ἔ­τσι, στὴν πνευ­μα­τι­κὴ σπο­ρὰ πού γί­νε­ται τώ­ρα, χαί­ρο­μαι κι ἐγώ πού σπέρ­νω μα­ζὶ μὲ σᾶς πού θὰ θε­ρί­σε­τε. Δι­ό­τι στὴ δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀληθινή πα­ροι­μί­α, ὅ­τι ἄλ­λος ἔ­σπει­ρε κι ἄλ­λος θε­ρί­ζει. Ἔσπειρα ἐγώ καὶ θὰ θε­ρί­σε­τε ἐσεῖς, ὅ­πως καὶ μελ­λον­τι­κὰ θὰ σπέρ­νε­τε ἐσεῖς καί θά θερίζουν οἱ δι­ά­δο­χοί σας. Ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔ­στει­λα γιὰ νὰ θερίζετε καρ­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν ἔ­χε­τε κο­πιά­σει γιὰ νὰ σπαρεῖ. Ἄλ­λοι, δη­λα­δὴ ἐγώ καί οἱ προ­φῆ­τες πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ἔ­χουν κο­πιά­σει κι ἔ­χουν σπεί­ρει, κι ἐσεῖς ἔ­χε­τε μπεῖ στοὺς κό­πους καὶ τὴ σπο­ρά τους γιὰ νὰ θε­ρί­σε­τε. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη Συ­χὰρ πολ­λοὶ ἀ­πό τους Σα­μαρεῖτες πί­στε­ψαν σ' αὐ­τὸν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς γυ­ναί­κας πού ἔ­λε­γε «μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, κι αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔτε ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὅ­ποι­ους συ­ζῶ καὶ μέ γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θαν κον­τὰ του οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νει γιὰ πάν­τα μα­ζί τους. Κι ἔ­μει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἔ­κα­νε τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ἡμέρες πί­στε­ψαν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἦλ­θαν στὸ πη­γά­δι καὶ τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ μεί­νει στὴν πό­λη τους. Καὶ στὴ γυ­ναί­κα ἔ­λε­γαν ὅ­τι δὲν πι­στεύ­ου­με πλέ­ον γιὰ τὰ ὅ­σα μᾶς εἶπες ἐσύ. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι τὸν ἔ­χου­με τώ­ρα ἀ­κού­σει καὶ γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου