Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(20 ΜΑΪΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                
                  (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ σή­με­ρα τοὺς τρι­α­κό­σιους δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀν­τι­στά­θη­καν γεν­ναῖ­α στὶς βλά­σφη­μες αἱ­ρε­τι­κὲς δο­ξα­σί­ες τοῦ Ἀ­ρεί­ου· καὶ δι­ε­κή­ρυ­ξαν πε­ρί­τρα­να ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­ναι «Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νός, ὁ­μο­ού­σιος τῷ Πα­τρί». Τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­χει ἐ­πι­λε­γεῖ γι᾿  αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θρι­αμ­βευ­τι­κὴ νί­κη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως.
1. ΟΙ ΛΥΚΟΙ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­χω­ρεῖ στὰ πα­ρά­λια τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Γιὰ νὰ μὴν ἀρ­γο­πο­ρή­σει πα­ρα­κάμ­πτει τὴν Ἔ­φε­σο καὶ κά­νει μί­α μι­κρὴ στά­ση στὴ Μί­λη­το, δι­ό­τι βι­ά­ζε­ται νὰ βρε­θεῖ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀ­πὸ τὴ Μί­λη­το στέλ­νει ἀν­θρώ­πους στὴν Ἔ­φε­σο καὶ κα­λεῖ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἔλ­θουν νὰ τὸν συ­ναν­τή­σουν ἐ­κεῖ. Κι ὅ­ταν αὐ­τοὶ ἔ­φθα­σαν κον­τά του, τοὺς ἔ­δω­σε πο­λὺ ση­μαν­τι­κὲς ποι­μαν­τι­κὲς ὁ­δη­γί­ες: Γνω­ρί­ζε­τε κα­λά, τοὺς εἶ­πε, πῶς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα μα­ζί σας ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ἡ­μέ­ρα ποὺ βρέ­θη­κα στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α καὶ σ᾿ ὅ­λο τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς πα­ρα­μο­νῆς μου. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σας, πῶς θὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε καὶ τί θὰ δι­δά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε καὶ ὅ­λο τὸ πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα σᾶς το­πο­θέ­τη­σε ἐ­πι­σκό­πους γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ Κύ­ριος τὴν ἔ­σω­σε καὶ τὴν ἔ­κα­με κτῆ­μα του μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα. Προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σά σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι ποὺ σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι ἀ­λύ­πη­τα θὰ δι­αρ­πά­ζουν τὸ ποί­μνιο ἀ­φα­νί­ζον­τας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των. Ἀλ­λὰ κι ἀ­πὸ σᾶς τοὺς ἴ­διους θὰ πα­ρου­σια­σθοῦν ἄν­θρω­ποι ποὺ θὰ δι­δά­σκουν πλα­νε­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες, γιὰ νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὸν ἴ­σιο δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας καὶ νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους.
Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὸν τὸν λό­γο του ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δι­α­ζω­γρα­φί­ζει τὴν πιὸ φο­βε­ρὴ μά­στι­γα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους. Καὶ τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει «λύ­κους βα­ρεῖς», ἀ­δί­στα­κτους. Για­τί ὅ­μως τοὺς δί­νει ἕ­ναν τέ­τοι­ο χα­ρα­κτη­ρι­σμό; Βέ­βαι­α ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι δι­κός του ἀλ­λὰ τοῦ ἴ­διου του Κυ­ρί­ου. Ὁ Κύ­ριος ὀ­νό­μα­σε πρῶ­τος τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους ὡς προ­βα­τό­σχη­μους ἁρ­πα­κτι­κοὺς λύ­κους. Ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρει ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­τι οἱ λύ­κοι αὐ­τοὶ εἶ­ναι σκλη­ροὶ καὶ ἀ­δί­στα­κτοι. Για­τί ὅ­μως τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἔ­τσι; Γιὰ νὰ το­νί­σει τὴ σκλη­ρό­τη­τά τους. Γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­σει ὅ­τι θὰ εἶ­ναι ἰ­κα­νό­τα­τοι στὴν ὑ­πο­κρι­σί­α καὶ στὴν πο­νη­ρί­α. Ἔ­τσι θέ­λει νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σει καὶ προ­φυ­λά­ξει τοὺς πι­στοὺς κά­θε ἐ­πο­χῆς. Γὶ  αὐ­τὸ καὶ λέ­γει ὅ­τι οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ θὰ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὶ ποι­μέ­νες τῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ θὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται δῆ­θεν γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια. Θὰ κρύ­βουν ὅ­μως μέ­σα τους μὲ με­γά­λη ὑ­πο­κρι­σί­α τὴν κα­κό­τη­τα καὶ τὸ ψεῦ­δος. Ἔ­τσι θὰ κά­νουν με­γά­λη ζη­μί­α στὸ ποί­μνιο. Θὰ τὸ δι­αρ­πά­ζουν καὶ θὰ τὸ ὁ­δη­γοῦν στὴν κα­τα­στρο­φή. Γὶ  αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς θὰ εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι, πιὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νοι ἀ­πὸ τοὺς ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς δε­δη­λω­μέ­νους ἐ­χθρούς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δι­ό­τι οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ πο­λέ­μη­σαν καὶ πο­λε­μοῦν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὰ σπλά­χνα της. Δὲν φα­νε­ρώ­νον­ται ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Στα­δια­κὰ καὶ ἐν ὀ­νό­μα­τι δῆ­θεν τῆς ἀ­λη­θεί­ας δια­ιροῦν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Προ­κα­λοῦν σύγ­χυ­ση, δι­αί­ρε­ση, κα­τα­στρο­φὴ σὲ ἀ­νυ­πο­ψί­α­στες ψυ­χές.
2. ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος δί­νει στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου ὁ­δη­γί­ες γιὰ τὸ πῶς πρέ­πει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς. Τοὺς λέ­ει: Νὰ εἶ­στε ἄ­γρυ­πνοι ἔ­χον­τας ὡς πα­ρά­δειγ­μα ἐ­μέ­να. Νὰ θυ­μά­στε ὅ­τι ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια συ­νε­χῶς νύ­χτα καὶ ἡ­μέ­ρα δὲν στα­μά­τη­σα μὲ δά­κρυ­α νὰ νου­θε­τῶ τὸν κα­θέ­να σας ξε­χω­ρι­στά. Καὶ τώ­ρα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στὸν Θε­ό. Πο­τὲ δὲν ἐ­πι­δί­ω­ξα ἀ­σή­μι καὶ  χρυ­σά­φι ἢ ἱ­μα­τι­σμό. Ἐ­σεῖς οἱ ἴ­διοι γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δι­κές μου καὶ τῶν συ­νο­δῶν μου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αὐ­τὰ τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να μου χέ­ρια. Μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δω­σα πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔ­τσι σκλη­ρὰ γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φῶν. Ἀλ­λὰ καὶ νὰ θυ­μά­σθε αὐ­τὸ ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, ὅ­τι «εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νὰ δί­νει κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ παίρ­νει». Κι ἀ­φοῦ τὰ εἶ­πε αὐ­τά, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τούς.
Οἱ ὁ­δη­γί­ες ποὺ δί­νει λοι­πὸν ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος ἔ­χουν δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις: ἡ μί­α ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἄ­γρυ­πνη προ­σο­χὴ ποὺ πρέ­πει νὰ δεί­χνουν πρὸς τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς, καὶ ἡ ἄλ­λη ἀ­φο­ρᾶ τὸ δι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα.
Θὰ πε­ρί­με­νε ἴ­σως κα­νεὶς νὰ το­νί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση. Ὅ­μως ἐ­πι­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸ κα­λὸ πα­ρά­δειγ­μα. Τοὺς ζη­τᾶ νὰ εἶ­ναι ὑ­πο­δείγ­μα­τα πί­στε­ως καὶ ζω­ῆς. Νὰ εἶ­ναι ἀ­φι­λάρ­γυ­ροι καὶ ἀ­νι­δι­ο­τε­λεῖς. Νὰ θυ­σι­ά­ζον­ται γιὰ τὸ ποί­μνιό τους. Νὰ ἐρ­γά­ζον­ται ἀ­κού­ρα­στα.
Μέ­σα ἀπ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ κα­τα­νο­οῦ­με ὅ­τι οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ δὲν ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ται μό­νο μὲ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη καὶ ἁ­γί­α βι­ο­τή. Κι αὐ­τὸ ἔ­χει πο­λὺ με­γά­λη ση­μα­σί­α ἰ­δι­αι­τέ­ρως γιὰ τὴν ἐ­πο­χή μας. Δι­ό­τι μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι δὲν φθά­νει μό­νο νὰ ἀ­πο­κη­ρύσ­σου­με τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ νὰ καυ­χι­ό­μα­στε ὅ­τι ἔ­χου­με τὴν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως. Αὐ­τὸ ποὺ χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ κά­νου­με οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στοὶ εἶ­ναι νὰ ἔ­χου­με ζω­ὴ ἁ­γι­ό­τη­τος, ζω­ὴ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κή.
Ἔ­τσι θὰ βο­η­θη­θοῦν ὥ­στε νὰ με­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν κά­ποι­οι ποὺ πα­ρα­σύρ­θη­καν. Ἔ­τσι θὰ ἑλ­κυ­σθοῦν πρὸς τὴν πί­στη οἱ ὑ­πό­λοι­ποι. Ἔ­τσι θὰ ἀλ­λά­ξει οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ κό­σμος.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.   
                                    (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ’ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου