ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον
ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν·
μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ·
ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; Ἐπιλείψει γάρ με
διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾽Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ
Σαμουὴλ καὶ τῶν Προφητῶν· οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο
δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν
πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν
ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως
τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν,
ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν
ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν
φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν,
ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις
πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες
μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν
κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
(Ἑβρ. ια΄[11] 24-26, 32-40)
ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ
1. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τό ἀποστολικό
Ἀνάγνωσμα μᾶς παρουσιάζει μιά χορεία ἁγίων μορφῶν τῆς πίστεως στήν πρό Χριστοῦ
ἐποχή, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν σκληρές μάχες καί ὑπέστησαν φρικτά μαρτύρια,
προκειμένου νά μείνουν ἀνυποχώρητοι στήν πίστη τους στόν ἀληθινό Θεό. Πρῶτον ἀπ᾿
ὅλους ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐγκωμιάζει τόν Μωυσῆ. Καί λέει ὅτι αὐτός, ἐπειδή εἶχε
πολύ μεγάλη πίστη στόν ἀληθινό Θεό, ὅταν μεγάλωσε καί ἔγινε ἄνδρας, ἀρνήθηκε
νά ὀνομάζεται βασιλόπουλο, γυιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Προτίμησε νά κακοπαθεῖ μέ
τό λαό τοῦ Θεοῦ παρά νά ἔχει τήν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας, νά ζεῖ δηλαδή
ἄνετα καί μέ τιμές ὡς Αἰγύπτιος ἄρχοντας μαζί μέ τούς εἰδωλολάτρες πού
καταπίεζαν τούς συμπατριῶτες του. Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπό τούς θησαυρούς
τῆς Αἰγύπτου τίς περιφρονήσεις πού ἔμοιαζαν μέ τόν ὀνειδισμό πού ὑπέστη ὁ
Χριστός· «μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ». Διότι εἶχε
καρφωμένα τά μάτια του στίς οὐράνιες ἀνταμοιβές.
Ἐμεῖς βέβαια σήμερα δέν μποροῦμε νά
κατανοήσουμε ἐπακριβῶς τί σήμαινε γιά τόν Μωυσῆ αὐτή ἡ ἐπιλογή πού ἔκανε. Στό
σταυροδρόμι τῆς ζωῆς του ἔπρεπε νά διαλέξει ἀνάμεσα σέ δύο τρόπους ζωῆς. Ἀπό τή
μία τά ἀνάκτορα καί ἀπό τήν ἄλλη τά βοσκοτόπια. Κι ἐνῶ εἶχε ζήσει ὅλα τά
παιδικά του χρόνια μέσα στά πλούτη καί τίς ἀνέσεις, μέ ὑπηρέτες καί
παιδαγωγούς, μέ τιμές και δόξες, τά ἀρνήθηκε ὅλα αὐτά γιά νά μή χάσει τήν πίστη
του. Καί πλήρωσε πολύ ἀκριβά αὐτήν τήν ἐπιλογή του. Ἀπό πρίγκιπας ἔγινε βοσκός,
ἀπό πάμπλουτος, φτωχός. Γιατί ὅμως τό ἔκανε αυτό; Διότι κατανοοῦσε ὅτι μέσα
στά ἀνάκτορα κινδύνευε νά χάσει τήν πίστη του. Σκέφθηκε καλά και ἀποφάσισε. Τί
αξίζει περισσότερο; Ἡ κοσμική καταξίωση ἤ ἡ πίστη στόν Θεό; Καί πῆρε τήν ἀπόφαση
του.
Τί θά ἦταν ἄραγε ὁ Μωυσῆς, ἐάν ἐπέλεγε
τίς ἐγκόσμιες ἀπολαύσεις; Τό πολύ ἕνας ἀντιβασιλεύς τῆς Αἰγύπτου πού θά χανόταν
κι αὐτός στήν ἱστορία ὅπως τόσοι ἄλλοι. Αὐτός ὅμως προτίμησε νά μείνει πιστός
στόν ἀληθινό Θεό. Κι ὁ Θεός δέν τόν ἄφησε. Τοῦ ἔδωσε μοναδική θέση, τιμή και ἀποστολή.
Τόν ἀξίωσε νά ἀκούει τή φωνή του, νά μιλάει μαζί Του, νά δέχεται τόσο μεγάλες ἀποκαλύψεις,
νά κάνει ἐκπληκτικά θαύματα, νά ὁδηγήσει τό λαό του στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Ὁ Μωυσῆς μέσα ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἄφησε
σέ ὅλους μας ἕνα μεγάλο δίδαγμα: ὅτι γιά τήν πίστη μας ἀξίζει νά στερηθοῦμε τά
πάντα, καθετί πού στέκεται ἐμπόδιο στήν πνευματική μας πορεία. Καί χρήματα καί
δόξα και τιμές. Κι ἄν ἄλλοι γύρω μας δέν κατανοοῦν τήν ἐπιλογή μας καί μᾶς
περιφρονήσουν, θά μᾶς δοξάσει ὁ Θεός. Καί θά μᾶς ἀξιώσει νά ἔχουμε τέτοιες εὐλογίες
στή ζωή μας, πού ποτέ δέν θά μπορούσαμε νά τίς φαντασθοῦμε. Ἀρκεῖ νά μένουμε ἀπαρασάλευτοι
στήν πίστη μας, στήν Ὀρθοδοξία μας, στήν παρακαταθήκη τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
2. ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στή συνέχεια ἐξιστορεῖ τά ἀνδραγαθήματα
ἀλλά καί τά φοβερά μαρτύρια πού ὑπέστησαν πολλοί ἅγιοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, προφῆτες και δίκαιοι. Λέει ὅτι ὅλοι αὐτοί «διά πίστεως κατηγωνίσαντο
βασιλείας» – ἐπειδή εἶχαν μεγάλη πίστη, καταπολέμησαν και ὑπέταξαν βασίλεια –
κυβέρνησαν μέ δικαιοσύνη, πέτυχαν τήν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν
στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τήν καταστρεπτική δύναμη τῆς φωτιᾶς, γλύτωσαν ἀπό
τή σφαγή, σώθηκαν ἀπό ἀρρώστιες, ἀναδείχθηκαν ἀνίκητοι στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ
φυγή ἐχθρικά στρατεύματα.
Ἄλλοι πάλι βασανίστηκαν σκληρά μέχρι
θανάτου, ἐπειδή δέν δέχθηκαν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους. Κι ἄλλοι δοκίμασαν ἐμπαιγμούς
και μαστιγώσεις, δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν,
σφαγιάσθηκαν. Κάποιοι ἔζησαν μέσα σέ στερήσεις, θλίψεις καί κακοπάθειες.
Περιφέρονταν σάν μετανάστες στίς ἐρημιές, στά βουνά καί στίς σπηλιές τῆς γῆς. Ὅμως
ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν ἄξιζε ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοί ἄνδρες, κι οὔτε μπορεῖ νά
συγκριθεῖ μ᾿ αὐτούς.
Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος
τά ἀνάφέρει ὅλα αὐτά γιά μορφές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τί θά ἔγραφε ἄραγε σήμερα
γιά τά ἀμέτρητα ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων Μαρτύρων πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν Ὀρθόδοξη
Πίστη μας; Τί θά ἔλεγε γιά τούς θεοφόρους Πατέρες, τούς ἀκαταμάχητους Ὁμολογητές,
τούς καλλίνικους Μάρτυρες, τούς λαμπρούς Πατριάρχες, τούς εὐλαβεῖς ἱερεῖς, τούς
ὁσίους μοναχούς καί ἀσκητές; Διότι ἀμέτρητοι ἀπ᾿ αὐτούς ὑπέστησαν μαρτύρια ὅμοια
ἤ καί ἀσυγκρίτως μεγαλύτερα καὶ ὀδυνυρότερα ἀπό αὐτά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Κι ὅλοι αὐτοί ἀπό τά ὕψη τοῦ ούρανοῦ
δοξασμένοι, μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ μᾶς καλοῦν νά ἀκολουθήσουμε τό δικό τους
παράδειγμα. Ἄς ἀκούσουμε λοιπόν τή φωνή τους κι ἄς τούς ἀκολουθήσουμε στήν αὐταπάρνησή
τους, στή σταθερότητά τους, στήν πίστη τους. Σέ μιά εποχή συγκρητισμού, ὅπου
οἱ αἱρέσεις καί οἱ πλάνες κυριαρχοῦν, σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία
πολεμεῖται τόσο σκληρά καί τόσο ὕπουλα, ἔχουμε χρέος νά συνεχίσουμε ἐμεῖς τή
δική τους ἀποστολή. Νά μείνουμε ἀπαρασάλευτοι στίς παραδόσεις τῶν ἁγίων Πατέρων
μας καί νά τηρήσουμε τή δική τους ὑπόσχεση: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία».
Ὅ,τι κι ἄν αὐτό μᾶς κοστίσει.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὄν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη
Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ὄτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις;
μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι
ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας
καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
(Ιω. α΄[1] 44 – 52)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ ἀποφάσισε ὁ Ἰησοῦς νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὴ Γαλιλαία. Βρίσκει
τότε τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ
με στὸ ταξίδι ποὺ πρόκειται νὰ κάνω. Ὁ Φίλιππος μάλιστα καταγόταν
ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει στὸ
μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καί τοῦ λέει: Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στό νόμο καὶ προανήγγειλαν
οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε, εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται
ἀπὸ τή Ναζαρέτ. Ἀλλὰ ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε: Ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ κακό καὶ ἄσημο αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγεῖ τίποτε
καλὸ; Τοῦ λέει ὁ Φίλιππος: Ἔλα,
κι ὅταν τὸν δεῖς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πεισθεῖς. Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ
νὰ ἔρχεται κοντά του καὶ λέει γι' αὐτόν: Νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει στὴν
καρδιὰ του καμία πονηριὰ καὶ δόλο, ἀλλά ποθεῖ μὲ εἰλικρίνεια νὰ βρεῖ
τὴν ἀλήθεια.
Τοῦ λέει ὁ Ναθαναήλ:
Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις; Καὶ πῶς γνωρίζεις
τὴν εἰλικρίνεια τῶν μυστικῶν μου σκέψεων καὶ ἐλατηρίων; Τοῦ ἀποκρίθηκε
τότε ὁ Ἰησοῦς: Πρὶν ἀκόμη σὲ φωνάξει
ὁ Φίλιππος, ὅταν ἤσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ καὶ προσευχόσουν μακριὰ ἀπὸ
κάθε μάτι ἀνθρώπου, ἐγώ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ καὶ θεῖο μου βλέμμα σὲ εἶδα. Τότε
ὁ Ναθαναὴλ τοῦ ἀποκρίθηκε: Διδάσκαλε,
ἐσύ πράγματι εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ
ποὺ περιμέναμε σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε:
Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ
τὴ συκιὰ πιστεύεις; Θὰ δεῖς πιὸ μεγάλα
καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα ἀπ' αὐτά. Καὶ τοῦ λέει: Ἀληθινά σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀπὸ τώρα
ποὺ ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς κατὰ τὴ βάπτισή μου, θὰ δεῖτε κι ἐσεῖς τὸν οὐρανὸ
ἀνοιγμένο, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν
στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους· καὶ
πρόκειται νὰ ἔλθει καὶ πάλι ὡς Κριτὴς ἔνδοξος καθισμένος πάνω σὲ νεφέλες.
Θὰ ἀνεβαίνουν καὶ θὰ κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι προκειμένου νὰ ὑπηρετοῦν
αὐτὸν καὶ τὴν Ἐκκλησία του.