Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

«Για­τί νὰ μὴ κλαί­ω;»

 


«Για­τί νὰ μὴ κλαί­ω;» 


 

Τί λέ­νε ὅ­σοι θρη­νοῦν καὶ κλαῖ­νε τοὺς πε­θα­μέ­νους. 

Πῶς νὰ μὴ κλαί­ω; Ἀ­φοῦ πά­ει πιά, δὲν θὰ τὸν ξα­να­δῶ τὸν ἄν­θρω­πό μου...

Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με, ὅ­τι κά­ποι­ος σει­σμὸς θὰ γκρε­μί­ση τὸ σπί­τι σας. Τὸν πε­ρι­μέ­νε­τε. Πρέ­πει σι­γὰσι­γὰ νὰ τὸ ἐκ­κε­νώ­σε­τε ὅ­λοι. Ἕ­ναςἕ­νας παίρ­νει τὰ προ­σω­πι­κά του ἀν­τι­κεί­με­να καὶ με­τα­κο­μί­ζει σὲ ἄλ­λο, και­νούρ­γιο, ποὺ εἶ­ναι ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀν­τι­σει­σμι­κό, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πεί­ρως ὡ­ραι­ό­τε­ρο. 

Σὲ μί­α τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­σι θὰ ἔ­κλαι­γες ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι πρῶ­τος ὁ ἄν­δρας σου, ὕ­στε­ρα τὸ παι­δί σου, ἀ­να­χω­ροῦ­σαν λί­γο νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ σέ­να γιὰ τὸ νέ­ο σπί­τι, ὅ­που πά­λι ὅ­λοι θὰ συ­ναν­τη­θῆ­τε; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι. Για­τί νὰ κλά­ψης, ἀ­φοῦ σὲ λί­γο θὰ βρε­θῆ­τε μα­ζὶ καὶ θὰ τοὺς ξα­να­δῆς; Ἁ­πλῶς, ὅ­σο ἔ­χεις και­ρό, ἑ­τοι­μά­ζεις καὶ τὰ δι­κά σου πράγ­μα­τα. 

Τὸ σπί­τι τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς ὁ­πωσ­δή­πο­τε θὰ γκρε­μι­σθῆ. Ὄ­χι μό­νο τῆς προ­σω­πι­κῆς μας ζω­ῆς. Καὶ ἡ γῆ ὁ­λό­κλη­ρη καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς θὰ πα­ρέλ­θουν. Ἡ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α μας, ἡ «ἀ­χει­ρο­ποί­η­τος» (Β΄ Κορ.5,1), εἶ­ναι ἀλ­λοῦ. Ἐ­κεῖ ψη­λά, στὴν πο­θει­νὴ πα­τρί­δα. Ἐ­δῶ, σὲ τού­τη τὴ ζω­ή, εἴ­με­θα νοι­κά­ρη­δες, «πά­ροι­κοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοι» (Α' Πέ­τρ. 2,11). 

Ἐ­κεῖ, στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή: 

• Κα­νέ­νας σει­σμὸς δὲν σεί­ει τὴν ὕ­παρ­ξί μας. 

• Καμ­μί­α θλῖ­ψις δὲν σκιά­ζει τὸν ἥ­λιο τῆς χα­ρᾶς. 

• Κα­νέ­νας πό­νος δὲν τα­ρά­ζει τὴ γα­λή­νη. 

• Κα­νέ­να δά­κρυ δὲν κυ­λᾶ ἀπ᾿ τὰ μά­τια τῶν ἁ­γί­ων. 

• Ἐ­κεῖ «οὐκ ἔ­στι πό­νος, οὐ λύ­πη, οὐ στε­ναγ­μός».

Για­τί, λοι­πόν, κά­νεις ἔ­τσι, ποὺ πέ­θα­νε ὁ ἄν­θρω­πός σου; Ἁ­πλῶς ἔ­φυ­γε λί­γο πρὶν ἀ­πὸ σέ­να. Σὲ λί­γο θὰ τὸν ἀ­κό­λου­θή­σου­με. Θὰ ξα­να­συ­ναν­τη­θοῦ­με. Χαι­ρέ­τη­σέ τον στὸ μέ­τω­πο καὶ πές του: «Κα­λὴ ἀν­τά­μω­σι, ἀ­δελ­φέ, στὸν οὐ­ρα­νό»! 

Ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο: «Μὴ τοῦ­το λο­γί­ζου, ὅ­τι οὐ­κέ­τι ἐ­πα­νέρ­χε­ται ἐν­ταῦ­θα, ἂλλ᾿ ὅ­τι οὐ­δὲ ταῦ­τα τὰ δρώ­με­να μέ­νει τοια­ῦτα, ἀλ­λὰ καὶ ταῦ­τα με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται. Καὶ γὰρ καὶ οὐ­ρα­νὸς καὶ γῆ καὶ θά­λατ­τα καὶ πάν­τα με­θαρ­μό­ζε­ται, καὶ τό­τε ἀ­πο­λή­ψη σου τὸ παι­δί­ον με­τὰ πλεί­ο­νος δό­ξης» (Ε.Π.Ε. 10,360). Με­τά­φρα­σις: Μὴ σκέ­πτε­σαι, ὅ­τι δὲν ξα­νάρ­χε­ται ἐ­δῶ τὸ παι­δί σου. Σκέ­ψου, ὅ­τι ὅ­λα ὅ­σα βλέ­που­με, δὲν θὰ πα­ρα­μεί­νουν τέ­τοι­α ποὺ τὰ βλέ­που­με, ἀλ­λὰ κι αὐ­τὰ με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται. Δι­ό­τι καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα ἀλ­λά­ζουν. Καὶ τό­τε θὰ πά­ρης καὶ σὺ τὸ παι­δί σου, μὲ με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα. 

Τί νὰ κά­νω; Δὲν μπο­ρῶ. Νο­μί­ζεις, πὼς τὸ θέ­λω ποὺ κλαί­ω; Ἔ­τσι εἶ­ναι στὴ φύ­ση μου... 

Ὅ­ταν ἀ­κό­μα καὶ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, εἰ­δω­λο­λά­τρες, μὲ καρ­τε­ρί­α ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν τὸ θά­να­το, πῶς δι­και­ο­λο­γού­με­θα ἐ­μεῖς οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ τρέ­μου­με τὸ θά­να­το; Νὰ «σκού­ζου­με» κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὸ θά­να­το δι­κοῦ μας ἀν­θρώ­που; Νὰ φαι­νό­μα­στε χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ ἀ­πί­στους; 

φύ­σις τοῦ χρι­στια­νοῦ, ἐμ­πο­τι­σμέ­νη στὴ χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοῦ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι ἡ φύ­σις τοῦ ὑ­πὲρ φύ­σιν, τοῦ κα­τὰ χά­ριν. 

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ δὲν εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νη ἀ­πὸ κε­ρί, γιὰ νὰ λει­ώ­νη μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ φλο­γί­τσα, μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ θλί­ψι, καὶ πρὸ παν­τὸς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ θα­νά­του, ποὺ ἁ­πλῶς εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­σις ἀ­πὸ τὰ λυ­πη­ρὰ στὰ χα­ρού­με­να καὶ αἰ­ώ­νια. 

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι γρα­νί­της. Εἶ­ναι ἀ­δά­μαν­τας, ποὺ οὔ­τε ἡ φω­τιὰ τοῦ πό­νου τὸν λει­ώ­νει, οὔ­τε τὰ χτυ­πή­μα­τα τοῦ κό­σμου καὶ τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν τὸν λυ­γί­ζουν.

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ στέ­κει μὲ δέ­ος καὶ πί­στι μπρο­στὰ στὸ θά­να­το. Τὸν βλέ­πει σὰν τὴν εἴ­σο­δο στὴ δε­ξί­ω­σι τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­να­μέ­νει μὲ πί­στι τὴ στιγ­μή, ποὺ θ᾿ ἀ­νοί­ξη ἡ πόρ­τα τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς καὶ ἀπ᾿ τὸν προ­θά­λα­μο τοῦ πα­ρόν­τος θὰ πε­ρά­σου­με στὸ σα­λό­νι τοῦ αἰ­ω­νί­ου· ἀπ᾿ τὸ χῶ­ρο τοῦ πό­νου θὰ πε­ρά­σου­με στὴν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τῆς θεί­ας εὐ­φρο­σύ­νης. 

Μὰ δὲν πρό­λα­βα νὰ τὸν ἀ­πο­λαύ­σω. Ἔ­φυ­γε τό­σο ξαφ­νι­κά. Μᾶς ἔ­φυ­γε πρό­ω­ρα... 

Αὐ­τὸ δὲν τὸ λέ­με μό­νο στὴν ἐκ­δη­μί­α νέ­ου προ­σώ­που. Καὶ ὅ­ταν προ­χω­ρη­μέ­νης ἡ­λι­κί­ας ἄ­το­μα ἀ­να­χω­ροῦν, καὶ τό­τε μι­λᾶ­με γιά... πρό­ω­ρο θά­να­το. 

• Μὲ τὸ δι­κό μας ρο­λό­ϊ φεύ­γει ὁ ἄν­θρω­πός μας πρό­ω­ρα. Ὄ­χι μὲ τὸ ρο­λό­ι τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει πό­τε εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα τοῦ κα­θε­νός. 

• Θἄ­πρε­πε νἄ­μα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σι εἴ­τε τὴ δι­κή μας εἴ­τε τῶν ἄλ­λων. Οὔ­τε ὁ πρῶ­τος εἶ­σαι οὔ­τε ὁ μό­νος, ποὺ τοῦ συ­νέ­βη­κε θά­να­τος ἀ­γα­πη­μέ­νου του προ­σώ­που. Ἔ­πρε­πε νἄ­χα­με συμ­φι­λι­ω­θῆ μὲ τὴ σκέ­ψι τοῦ θα­νά­του. Μ᾿ ὅ­ση εὐ­κο­λί­α καὶ φυ­σι­κό­τη­τα λέ­με τὸ «Κα­λη­νύ­χτα», μὲ τὴν ἴ­δια εὐ­κο­λί­α καὶ φυ­σι­κό­τη­τα νὰ βλέ­που­με τὸ θά­να­το. 

Ἀ­παι­τεῖ­ται εἰ­δι­κὴ ἀ­γω­γή. Νὰ πε­ρά­σου­με ἀ­πὸ εἰ­δι­κὸ φρον­τι­στή­ριο. Νὰ φι­λο­σο­φή­σου­με, νὰ σπου­δά­σου­με, τὸ δύ­σκο­λο, μὰ ἀ­ναγ­καῖ­ο μά­θη­μα, τὸ πῶς, δη­λα­δή, ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὁ θά­να­τος. Καὶ ὅ­ταν κο­ρυ­φω­θῆ ἡ δι­δα­σκα­λί­α καὶ ἡ πρα­κτι­κή, μὲ ὁ­δη­γὸ τὸν Ἀρ­χη­γὸ τῆς ζω­ῆς καὶ Νι­κη­τὴ τοῦ θα­νά­του, τὸ Χρι­στό, τό­τε θὰ μᾶς κά­νη τὸ τε­λευ­ταῖ­ο «τέ­στ», ἀ­πευ­θύ­νον­τας τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε πρὸς τὴ Μάρ­θα: «Πι­στεύ­εις τοῦ­το;» (Ἰ­ω­άν. 11,26); 

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ καὶ ἡ ἀ­νά­στα­σις;

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι κά­θε δύ­σις εἶ­ναι μί­α ἀ­να­το­λή;

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι μὲ τὸ θά­να­το με­τα­βαί­νου­με «ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τὴν ζω­ήν»; (Ἰ­ω­άν. 5,21). 

 

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 101-104)

 

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΥΠΝΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Ὄ­χι κο­πε­τοὶ καὶ θρή­νοι.

 

ΥΠΝΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὄ­χι κο­πε­τοὶ καὶ θρή­νοι



Δι­και­ο­λο­γεῖ­ται κά­ποι­α σύμ­με­τρη θλί­ψις γιὰ τὸ θά­να­το προ­σφι­λοῦς μας προ­σώ­που. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ ἔκ­φρα­σις συμ­πα­θεί­ας. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α, ποὺ κά­νει τὴν ψυ­χὴ νὰ πο­νά­η. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη, πρὸς τὴ φί­λη ψυ­χή, ποὺ ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ κον­τά μας. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται καὶ ἀπ᾿ τὸ χω­ρι­σμό, ἔ­στω κι ἂν εἶ­ναι προ­σω­ρι­νός. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α.

• Ἄλ­λο ὅ­μως συμ­πά­θεια, καὶ ἄλ­λο πά­θος καὶ εὐ­πά­θεια.

• Ἄλ­λο πό­νος, καὶ ἄλ­λο θρῆ­νος.

• Ἄλ­λο θλί­ψις, καὶ ἄλ­λο σπα­ραγ­μός.

Ἔ­τσι ὅ­πως συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε σή­με­ρα στὶς κη­δεῖ­ες, μὲ σπα­ραγ­μοὺς καὶ ἀ­να­φι­λη­τά, μὲ κραυ­γὲς καὶ οἰ­μω­γές, εἶ­ναι σὰ νὰ μὴ πι­στεύ­ου­με, ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πός μας κοι­μᾶ­ται, ὅ­τι ἡ ψυ­χή του ζῆ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Θε­οῦ. Προ­σβάλ­λου­με τὸ Χρι­στό, τὸ νι­κη­τὴ τοῦ θα­νά­του. Φα­νε­ρώ­νου­με, ὅ­τι ἀ­νή­κου­με στοὺς «λοι­πούς, τοὺς μὴ ἔ­χον­τας ἐλ­πί­δα» (Α' Θεσ. 4,13). 

Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος μᾶς πα­ραγ­γέλ­λει: «Μη­δείς τοί­νυν κο­πτέ­σθω λοι­πόν, μη­δεὶς θρη­νεί­τω, μη­δὲ τὸ κα­τόρ­θω­μα τοῦ Χρι­στοῦ δι­α­βαλ­λέ­τω. Καὶ γάρ ἐ­νί­κη­σε τὸν θά­να­τον. Τί τοί­νυν πε­ριτ­τὰ θρη­νεῖς; Ὕ­πνος τὸ πράγ­μα γέ­γο­νε. Τί ὀ­δύ­ρῃ καὶ κλαί­εις; Τοῦ­το γὰρ εἰ καὶ Ἕλ­λη­νες ἐ­ποί­ουν, κα­τα­γε­λᾶν ἔ­δει. Ὅ­ταν δὲ ὁ πι­στὸς ἐν τού­τοις ἀ­σχη­μο­νῇ, ποί­α Ἀ­πο­λο­γί­α; Τὶς ἔ­σται συγ­γνώ­μη τοια­ῦτα ἀ­νo­η­ταί­νου­σι, καὶ ταῦ­τα με­τὰ χρό­νον το­σοῦ­τον καὶ σα­φῆ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως Ἀ­πό­δει­ξιν» (Ε.Π.Ε. 10,352). Με­τά­φρα­σις: Κα­νέ­νας, λοι­πόν, ἂς μὴ κλαί­η ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα. Κα­νέ­νας ἂς μὴ θρη­νῆ, οὔ­τε ἂς προ­σβάλ­λη τὸ κα­τόρ­θω­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς νί­κη­σε τὸ θά­να­το. Για­τί, λοι­πόν, πε­ριτ­τὰ θρη­νεῖς; Τὸ φαι­νό­με­νο δὲν εἶ­ναι θά­να­τος εἶ­ναι ὕ­πνος. Για­τί κτυ­πι­έ­σαι καὶ κλαῖς; Καὶ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἂν ἔ­κα­ναν κά­τι τέ­τοι­ο, θὰ ἦ­ταν ἄ­ξιο γέ­λιου. Ὅ­ταν ἐν τού­τοις, ὄ­χι εἰ­δω­λο­λά­τρης, ἀλλ᾿ ὁ πι­στὸς ἀ­σχη­μο­νῆ μὲ μοι­ρο­λό­για, τί λό­γο θὰ δώ­ση; Πῶς θὰ συγ­χω­ρε­θοῦν ὅ­σοι ἀ­νο­η­ταί­νουν κατ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο καὶ κά­νουν σὰν ἄ­πι­στοι, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια με­τὰ Χρι­στὸν καὶ ἀ­πὸ τό­σο σα­φῆ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­να­στά­σε­ως; 

Ὁ κο­πε­τὸς καὶ τὸ μοι­ρο­λό­γι εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτα γιὰ τὸ χρι­στια­νό. 

• Ποι­ὰ μη­τέ­ρα κλαί­ει, δι­ό­τι τὸ παι­δά­κι της κλεί­νει τὰ μα­τά­κια του καὶ κοι­μᾶ­ται μέ­σα στὴν κού­νια; 

• Ποι­ὰ γυ­ναί­κα κλαί­ει, δι­ό­τι ὁ ἄν­δρας της, κου­ρα­σμέ­νος ἀ­π᾿ τὴ δου­λειά του, κλεί­νει τὰ μά­τια του καὶ κοι­μᾶ­ται; 

• Κα­νέ­νας χρι­στια­νὸς ἀ­λη­θι­νὸς δὲν κλαί­ει ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πός του, ὁ ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φός του, ἔ­φυ­γε ἀπ᾿ τὸν κό­σμο τοῦ­το. 

• Δὲν πέ­θα­νε. Κοι­μή­θη­κε. 

• Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἕ­νας με­γά­λος ὕ­πνος καὶ ὁ ὕ­πνος ἕ­νας μι­κρὸς θά­να­τος. Ἔ­τσι δί­δα­σκε ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ καὶ ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός. Ἔ­τσι ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ το­νί­ζει καὶ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Ὅ­ρα παν­τα­χοῦ ὕ­πνον κα­λού­με­νον τὸν θά­να­τον. Διὰ τοῦ­το καὶ ὁ τό­πος κοι­μη­τή­ριον ὠ­νό­μα­σται». 

• Ὁ ὕ­πνος ξε­κου­ρά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Καὶ ὁ θά­να­τος ἀ­να­παύ­ει τὸν ἄν­θρω­πο. 

• Στὸν ὕ­πνο τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται, ἀλλ᾿ ἡ ψυ­χὴ ξα­γρυ­πνᾶ. Στὸ θά­να­το τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται. Ὄ­χι γιὰ πάν­τα. Θὰ ξυ­πνή­ση, ὅ­ταν σαλ­πί­ση ἡ ἐ­σχά­τη σάλ­πιγ­γα «καὶ οἱ νε­κροὶ ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­στή­σον­ται πρῶ­τον» (Α' Θεσ. 4,15). Ἀλλ᾿ ὅ­σο τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται στὸ κοι­μη­τή­ριο, ἡ ψυ­χὴ ὄ­χι μό­νο ξα­γρυ­πνᾶ, ἀλ­λὰ ζῆ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή της, στὴ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α της. 

• Ὅ­ταν ὁ κου­ρα­σμέ­νος ἄν­θρω­πος κοι­μᾶ­ται, στὸν ὕ­πνο ἡ ψυ­χὴ βλέ­πει ὄ­νει­ρα. Ὅ­ταν μὲ τὸ θά­να­το τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα κοι­μᾶ­ται, ἡ ψυ­χὴ δὲν βλέ­πει πλέ­ον ὄ­νει­ρα. Ζῆ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γιὰ τὴν πι­στὴ καὶ ἐ­νά­ρε­τη ψυ­χή, τὴ φί­λη τοῦ Χρι­στοῦ ψυ­χή, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ μα­κα­ρί­α ζω­ὴ στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. 

• Ἡ ψυ­χὴ ζῆ, χω­ρι­σμέ­νη ἀπ᾿ τὸ σῶ­μα. Καὶ σὰν ἔλ­θη ἡ στιγ­μὴ τῆς κοι­νῆς ἀ­να­στά­σε­ως, θὰ ξα­να­ε­νω­θῆ ἡ ψυ­χὴ μὲ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ ζοῦν μα­ζὶ τὴ χα­ρὰ τῶν ἀγ­γέ­λων. 

Πε­ριτ­τός, λοι­πόν, καὶ ἀ­πρε­πὴς ὁ θρῆ­νος γιὰ τὸ θά­να­το. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος συ­νι­στᾶ στὸν πεν­θοῦν­τα χρι­στια­νό: «Ὅ­ταν ἐν­ταῦ­θα (ἐν τῷ κοι­μη­τη­ρί­ω) νε­κρό­ν ἄ­γης, μὴ κα­τά­κο­πτε ἑ­αυ­τὸν οὐ γὰρ πρὸς θά­να­τον, ἀλ­λὰ πρὸς ὕ­πνον ἄ­γεις». 

• Δὲν εἶ­ναι μό­νο πε­ριτ­τός. Εἶ­ναι καὶ ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος. Ἐ­πι­ζή­μιος γι᾿ αὐ­τόν, ποὺ ἔ­φυ­γε. Ξέ­ρεις τί θὰ πῆ, νὰ στε­φα­νώ­νε­ται ὁ πρω­τα­θλη­τὴς καὶ νὰ βλέ­πη στὶς κερ­κί­δες τοὺς συγ­γε­νεῖς του νὰ χτυ­πι­οῦν­ται ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι... στε­φα­νώ­νε­ται; 

Τὴ στιγ­μὴ τοῦ θα­νά­του ὁ χρι­στια­νός, συ­νε­πὴς ἀ­γω­νι­στὴς τοῦ ὡ­ραί­ου ἀ­γώ­να, στε­φα­νώ­νε­ται ἀπ᾿ τὸν Κύ­ριο. Κα­τα­τάσ­σε­ται στὴ θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α. Ζῆ τὴν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη χα­ρὰ καὶ δό­ξα ὅ­λων τῶν «πρω­το­τό­κων τῶν ἀ­πο­γε­γραμ­μέ­νων ἐν οὐ­ρα­νοῖς» (Ἑ­βρ. 12,23). Κι ἐ­μεῖς, οἱ συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λοι του, ἀν­τὶ ἀπ᾿ τὶς κερ­κί­δες τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ συγ­χαί­ρου­με, ὁ­λο­φυ­ρό­με­θα καὶ χτυ­πι­ό­μα­στε. Για­τί; Δι­ό­τι ὁ ἀ­θλη­τὴς στε­φα­νώ­νε­ται! 

• Εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Σὰν βλέ­πουν τὸ δι­κό μας κο­πε­τό, τρο­μά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ θά­να­το. 

Ποι­ὸς φο­βᾶ­ται ἕ­να ἀ­νί­σχυ­ρο σκυ­λά­κι; Γαυ­γί­ζει μό­νο. Δὲν δαγ­κώ­νει. Ἂν δεί­ξης ἐ­σύ, πὼς τὸ φο­βᾶ­σαι, θὰ κά­νης καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ τὸ φο­βοῦν­ται. 

Ἀ­νί­σχυ­ρο σκυ­λά­κι ὁ θά­να­τος. Ξε­δον­τι­α­σμέ­νο. Ἁ­πλῶς σὰν νὰ τὸ βά­ζη ο δι­ά­βο­λος νὰ γαυ­γί­ζη, γιὰ νὰ μᾶς τρο­μά­ζη. Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε. Δὲν δαγ­κώ­νει. Μὴ τὸ φο­βᾶ­σαι. Οἱ μάρ­τυ­ρες σὰν νὰ ἔ­παι­ζαν μα­ζί του. Ὅ­ταν, λοι­πόν, ἐ­μεῖς στὴ θέ­α του φω­νά­ζου­με καὶ στριγ­γλί­ζου­με, κά­νου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ φο­βοῦν­ται καὶ νὰ τρέ­μουν. 

Ἦ­ταν κά­πο­τε θη­ρί­ο ὁ θά­να­τος. Τώ­ρα εἶ­ναι ἡ πα­ρου­σί­α γιὰ τὴ με­γά­λη ἀλ­λα­γή. Φεύ­γου­με ἀπ᾿ τὴν προ­σω­ρι­νό­τη­τα γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. 

• Εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Κο­ρο­ϊ­δεύ­ου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τοὺς κο­πε­τούς. Ἀπ᾿ τὸ ἕ­να μέ­ρος κα­λοῦ­με τὸν πρε­σβύ­τε­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ τὸν ἐ­πί­σκο­πο, νὰ προ­σευ­χη­θῆ γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­ση τοῦ δι­κοῦ μας ἀν­θρώ­που, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη κλαῖ­με καὶ ὁ­λο­φυ­ρό­μα­στε, σὰν νὰ χά­θη­κε τε­λεί­ως. 

Ὁ ἄν­θρω­πός μας δὲν χά­θη­κε. Ἀ­να­παύ­θη­κε. Ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο: «Τί τοί­νυν κα­ται­σχύ­νεις τὸν ἀ­πελ­θόν­τα; Τί πα­ρα­σκευά­ζεις τοὺς ἄλ­λους δε­δo­ι­κέ­ναι καὶ τρέ­μειν τὸν θά­να­τον; Τί­ ποι­εῖς πολ­λοὺς κα­τη­γο­ρεῖν τοῦ Θε­οῦ, ὡς με­γά­λα ἐρ­γα­σα­μέ­νου δει­νά; Μᾶλ­λον δὲ τί με­τὰ ταῦ­τα πέ­νη­τας κα­λεῖς καὶ πα­ρα­κα­λεῖς ἱ­ε­ρέ­ας εὔ­ξα­σθαι: Ἵ­να εἰς ἀ­νά­παυ­σιν ἀ­πέλ­θῃ, φη­σίν, ὁ τε­τε­λευ­τη­κώς, ἵ­να ἵ­λε­ων σχῇ τὸν δι­κα­στήν. Ὑ­πὲρ τού­των οὖν θρη­νεῖς καὶ ὁ­λο­λύ­ζεις. Οὐ­κοῦν σαυ­τῷ μά­χῃ καὶ πο­λε­μεῖς, ὑ­πὲρ ὧν εἰς λι­μέ­νας ἀ­πῆλ­θεν ἐ­κεῖ­νος, χει­μῶ­να σαυ­τῷ κα­τα­σκευά­ζων» (Ε.Π.Ε. 10,356). Με­τά­φρα­σις: Για­τί ντρο­πιά­ζεις τὸ θα­νόν­τα; Για­τί κά­νεις τοὺς ἄλ­λους νὰ φο­βοῦν­ται καὶ νὰ τρέ­μουν τὸ θά­να­το; Για­τί κά­νεις πολ­λοὺς νὰ κα­τη­γο­ροῦν τὸ Θε­ό, ὅ­τι τά­χα εἶ­ναι αἴ­τιος με­γά­λων δει­νῶν; Καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, για­τί με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ τοὺς φτω­χοὺς κα­λεῖς καὶ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς πα­ρα­κα­λεῖς νὰ προ­σευ­χη­θοῦν; Καὶ λέ­ει, ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ κά­νουν, γιὰ νὰ βρῆ ἀ­νά­παυ­σι ὁ ἀ­πο­θα­νών, γιὰ νὰ βρῆ ἔ­λε­ος ἀ­πὸ τὸ Δι­κα­στὴ Κύ­ριο. Γιὰ ὅ­λα αὐ­τά, λοι­πόν, θρη­νεῖς καὶ στριγ­γλί­ζεις; Πο­λε­μᾶς λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σου; Γιὰ τὸ ὅ­τι οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι ἔ­φυ­γαν γιὰ τὸ λι­μά­νι τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, γι᾿ αὐ­τὸ σὺ βυ­θι­ζε­σαι στὴ βα­ρυ­χει­μω­νιὰ τῆς θλί­ψε­ως; 

 

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 96-100)

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

 

Μέ­τρο καὶ ἀ­με­τρί­α




Θὰ ρω­τή­ση κά­ποι­ος: 

– Δὲν πρέ­πει, δη­λα­δή, νὰ πο­νᾶ­με, ὅ­ταν δι­κός μας ἄν­θρω­πος βρί­σκε­ται ἄ­πνους μέ­σα στὸ φέ­ρε­τρο;

Κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι καὶ ἀ­δύ­να­το καὶ ἀ­φύ­σι­κο. Πρέ­πει νἆ­ναι ἡ καρ­διὰ ἀ­πὸ πέ­τρα, γιὰ νὰ μὴ συγ­κι­νη­θῆ. Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Ἰ­η­σοῦς συγ­κι­νή­θη­κε. 

· Βλέ­πον­τας τὴν πο­νε­μέ­νη ἐ­κεί­νη μά­να, «ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐπ᾿ αὐ­τῇ» (Λουκ. 7,13). 

· Στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Λα­ζά­ρου καὶ δά­κρυ κύ­λι­σε ἀπ᾿ τὰ μά­τια Του. «Ἐ­δά­κρυ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς» (Ἰ­ω­άν. 11,35). 

Ὁ θά­να­τος, σὰν ἀ­φύ­σι­κο γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο γε­γο­νός, προ­κα­λεῖ κά­ποι­α φυ­σι­κὴ τα­ρα­χή. Μό­νο πέ­τρι­νες καρ­δι­ὲς δὲν ρα­γί­ζουν μπρο­στὰ στὸ χω­ρι­σμὸ τοῦ θα­νά­του. 

Λέ­γει σχε­τι­κὰ ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος: «Ὅ­σον μὲν ἐ­στε­νά­ξα­μεν ἐ­πὶ τῇ ἀγ­γε­λί­ᾳ τοῦ πά­θους τοῦ κα­τὰ ἄ­ρι­στον τῶν ἀν­δρῶν Βί­σω­να τί χρὴ καὶ λέ­γειν. Πάν­τως γὰρ οὐ­δείς οὕ­τως ἔ­χων καρ­δί­αν λι­θί­νην, ὃς καὶ πεῖ­ραν ἀ­φι­κό­με­νος τοῦ ἀν­δρὸς ἐ­κεί­νου εἶτ᾿ ἀ­κού­σας αὐ­τὸν ἀ­θρό­ως ἐξ ἀν­θρώ­πων ἀ­νηρ­πα­σμέ­νον οὐ­χὶ ὡς κοι­νὴν ζη­μί­αν τοῦ βί­ου τὴν τοῦ ἀν­δρὸς στέ­ρη­σιν ἐ­λο­γί­σα­το» (Β.Ε.Π.55,359). Πό­σο στε­νά­ξα­με μὲ τὴν ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ θα­νά­του τοῦ Βί­σω­να ποὺ ἦ­ταν ἄ­ρι­στος τῶν ἀν­δρῶν, μό­λις καὶ εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ λέ­με. Πάν­τως δὲν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος μὲ τό­σο πέ­τρι­νη καρ­διά, ποὺ γνώ­ρι­σε καὶ ἔ­ζη­σε τὸν ἄν­δρα ἐ­κεῖ­νο κι ὕ­στε­ρα ἄ­κου­σε ὅ­τι τό­σο ξαφ­νι­κὰ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ κον­τά μας, ποὺ δὲν θε­ώ­ρη­σε τὴ στέ­ρη­ση καὶ ἀ­που­σί­α του σὰν κοι­νὴ ζη­μιὰ γιὰ ὅ­λους μας. 

Ὁ­πωσ­δή­πο­τε κά­ποι­ος πό­νος θὰ πλή­ξη τὴν καρ­διά μας μὲ τὸ θά­να­το προ­σφι­λοῦς μας προ­σώ­που.

Ἀλ­λὰ καὶ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ γιὰ τοὺς χρι­στια­νοὺς ὑ­πάρ­χει μέ­τρο. Ἐ­κεῖ­νο, ποὺ ἕ­να γε­γο­νός, ὅ­πως ἡ θλῖ­ψις, τὸ κα­θι­στᾶ ἁ­μαρ­τί­α, εἶ­ναι ἡ ἀ­με­τρί­α. Τὰ δύ­ο ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἄ­κρα τῆς ἀ­με­τρί­ας εἶ­ναι: 

• Ἡ σκλη­ρό­τη­τα. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ στε­κό­μα­στε ἀ­συμ­πα­θεῖς καὶ ἀ­συγ­κί­νη­τοι μπρο­στὰ σ᾿ ἕ­να ὄν­τως «φο­βε­ρὸν μυ­στή­ριον», ὅ­πως ὁ θά­να­τος.

• Τὸ ἀ­πα­ρα­μύ­θη­το.Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ εἴ­μα­στε τό­σο φι­λό­λυ­ποι καὶ τό­σο θρη­νω­δοῦν­τες, ὥ­στε μέ­σα στὴν ἀ­χλὺ τοῦ πό­νου νὰ χά­νε­ται ἡ θέ­α τῆς ἐλ­πί­δας καὶ ἡ πί­στη τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς. 

Κα­τὰ τὸ Μ. Βα­σί­λει­ο, οὔ­τε ἀ­συμ­πα­θεῖς, ἀλλ᾿ οὔ­τε καὶ φι­λό­λυ­ποι πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε μπρο­στὰ στὸ θά­να­το. «Παν­τα­χό­θεν ὁ Κύ­ριος τὸ ἀ­σθε­νὲς ἡ­μῶν ὑ­πε­ρι­δών, μέ­τρo­ις τι­σὶ καὶ ὅ­ροις τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α πε­ρι­έ­λα­βε πά­θη, τὸ μὲν ἀ­συμ­πα­θὲς καὶ θη­ρι­ῶ­δες ἐκ­κλί­νων, τὸ δὲ φι­λό­λυ­πον καὶ πο­λύ­θρη­νον ὡς ἀ­γε­νὲς πα­ραι­τού­με­νος. Δι­ό­περ, ἐ­πι­δα­κρύ­σας τῷ φί­λῳ (Λα­ζά­ρῳ), αὐ­τός τε τὴν κοι­νω­νί­αν τῆς ἀν­θρω­πεί­ας φύ­σε­ως ἐ­πε­δεί­ξα­το καὶ ἡ­μᾶς τῶν ἐφ᾿ ἑ­κά­τε­ρα ὑ­περ­βο­λῶν ἠ­λευ­θέ­ρω­σε. Μή­τε κα­τα­μα­λα­κί­ζε­σθαι πρὸς τὰ πά­θη, μή­τε ἀ­ναι­σθή­τως ἔ­χειν τῶν λυ­πη­ρῶν ἐ­πι­τρέ­πων» (Β.Ε.Π. 43,28-44). Με­τά­φρα­σις: Ἀ­πὸ παν­τοῦ ὁ Κύ­ριος, ξε­περ­νών­τας τὸ ἀ­σθε­νὲς τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, μὲ κά­ποι­α μέ­τρα καὶ μὲ κά­ποι­ους ὅ­ρους συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε στὰ ἀ­ναγ­καῖ­α ἀν­θρώ­πι­να πά­θη (τὰ ἀ­δι­ά­βλη­τα). Ἀ­πὸ τὸ ἕ­να μέ­ρος ξέ­φευ­γε ἀ­πὸ τὸ ἀ­συγ­κί­νη­το καὶ σκλη­ρὸ ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο ξέ­φευ­γε σὰν ἀ­γε­νὲς τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ λύ­πη καὶ τὸν ὑ­περ­βο­λι­κὸ θρῆ­νο. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς, σὰν δά­κρυ­σε στὸ Λά­ζα­ρο, ὁ ἴ­διος ἔ­δει­ξε καὶ τὴν κοι­νω­νί­α τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως (ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὰ καὶ ἄν­θρω­πος), κι ἐ­μᾶς λευ­τέ­ρω­σε ἀπ᾿ τὴν ὑ­περ­βο­λὴ καὶ τοῦ ἑ­νός του ἄλ­λου. Μᾶς δί­δα­ξε, οὔ­τε ν᾿ ἀ­πο­κά­μνου­με ἀπ᾿ τὸν πό­νο, ἀλλ᾿ οὔ­τε καὶ ἀ­ναί­σθη­τοι νὰ στε­κό­μα­στε στὰ λυ­πη­ρὰ γε­γο­νό­τα.

 

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 93-95)

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ                    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

(25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ πάν­το­τε· πά­λιν ἐ­ρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐ­πι­ει­κὲς ὑ­μῶν γνω­σθή­τω πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις. ὁ Κύ­ριος ἐγ­γύς. μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε, ἀλ­λ' ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δε­ή­σει με­τὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑ­πε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐ­μά­θε­τε καὶ πα­ρε­λά­βε­τε καὶ ἠ­κού­σα­τε καὶ εἴ­δε­τε ἐν ἐ­μοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης ἔ­σται με­θ' ὑ­μῶν.   

                           (Φι­λιπ. δ΄[4] 4-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, νὰ χαί­ρε­στε πάν­το­τε μὲ τὴ χα­ρὰ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Κύ­ριο. Πά­λι θὰ πῶ, νὰ χαί­ρε­στε. Ἡ ἐ­πι­εί­κειά σας καὶ ἡ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ἂς γί­νει γνω­στὴ σ' ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καὶ σ' αὐ­τοὺς ἀ­κό­μη τοὺς ἀ­πί­στους. Ὁ Κύ­ριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλ­θει, καὶ αὐ­τὸς θὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν κα­θέ­να ὅ,τι τοῦ ἀ­νή­κει. Μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πό ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά γιὰ κά­θε τι πού σᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, νὰ κά­νε­τε γνω­στά τά αἰ­τή­μα­τά σας στό Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καί τή δέ­η­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες πρέ­πει νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται καὶ μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α γιά ὅ­σα ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­δω­σε. Κι ἔ­τσι, ὅ­ταν δι­ώ­χνε­τε κά­θε μέ­ρι­μνα καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὴ θεί­α Πρό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη πού ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴν με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καὶ τώ­ρα ἀ­πο­μέ­νει, ἀ­δελ­φοί μου, νὰ σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω καὶ μί­α ἄλ­λη προ­τρο­πή: Ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, ὅ­σα εἶ­ναι σε­μνά καί σε­βα­στά, ὅ­σα εἶ­ναι δί­και­α, ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­μό­λυν­τα καὶ ἁ­γνά, ὅ­σα εἶ­ναι προ­σφι­λῆ στὸ Θε­ὸ καὶ στοὺς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους, ὅ­σα ἔ­χουν κα­λὴ φή­μη κα­θὼς καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λὸ ἔρ­γο πού εἶ­ναι ἄ­ξιο ἐ­παί­νου, αὐ­τὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­στε καὶ νὰ προ­σέ­χε­τε, γιὰ νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζε­τε καὶ στὴ ζω­ή σας. Αὐ­τὰ πού μά­θα­τε καὶ πα­ρα­λά­βα­τε καὶ ἀ­κού­σα­τε μὲ τὴν προ­φο­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, κα­θὼς καὶ αὐ­τὰ πού εἴ­δα­τε σ' ὅ­λη τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὴ δι­α­γω­γή μου, αὐ­τὰ νὰ κά­νε­τε. Καὶ τό­τε ὁ Θε­ός, πού εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γός τῆς εἰ­ρή­νης, θὰ εἶ­ναι μα­ζί σας.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­πο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βα­ΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὄ­χλος, ὅ­τι ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τ ση­μεῖ­ον.  

                                                  (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. «Συ­στή­σα­σθε ἑ­ορ­τὴν καὶ ἀ­γαλ­λό­με­νοι δεῦ­τε με­γα­λύ­νω­μεν Χρι­στόν»! Μὲ αὐ­τὰ τὰ ἐμ­πνευ­σμέ­να πα­νη­γυ­ρι­κὰ λό­για ὁ ὑ­μνω­δὸς μᾶς κα­λεῖ νὰ ὑ­μνή­σου­με σή­με­ρα τὸν Κύ­ριο. Μᾶς προ­τρέ­πει νὰ με­τα­φερ­θοῦ­με στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ νὰ Τὸν ὑ­πο­δε­χτοῦ­με λα­τρευ­τι­κὰ ψάλ­λον­τας μα­ζὶ μὲ τὰ ἀ­πει­ρό­κα­κα παι­διὰ τὸ «ὡ­σαν­νά».

Ἐ­ὰν δὲ οἱ ἐ­χθροί Του βυσ­σο­δο­μο­ῦν ἐ­ναν­τί­ον Του, οἱ πι­στοί Του μὲ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρη θέρ­μη καὶ ὁρ­μη­τι­κὸ ἐν­θου­σια­σμὸ ἂς ἐκ­φρά­σου­με τὴν πί­στη μας καὶ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­γά­πη μας σὲ Ἐ­κεῖ­νον.

Ἀλ­λω­στε, πρὶν ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον, ἡ Μα­ρί­α, ἡ ἀ­δελ­φὴ τοῦ Λα­ζά­ρου στὴ Βη­θα­νί­α δί­δει τὸ πα­ρά­δειγ­μα. Στὸ δεῖ­πνο, πα­ρέ­θε­σαν στὸ σπί­τι τους πρὸς τι­μὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­πῆ­ρε μύ­ρον «νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου» καὶ «ἤ­λει­ψε τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ».

Γιὰ νὰ ἐ­κτι­μή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴν πρά­ξη τῆς Μα­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἤ­θε­λε μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Κύ­ριο γιὰ τὴ νε­κρα­νά­στα­ση τοῦ ἀ­δελ­φοῦ της, πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με τὰ ἑ­ξῆς. Τὸ μύ­ρο ἦ­ταν ἀ­πὸ «νάρ­δον πι­στι­κήν», δη­λα­δὴ ἄ­ρω­μα ἀ­νό­θευ­το ἀ­πὸ τὴν εὐ­ω­δέ­στα­τη βα­λε­ριά­να. Καὶ ἦ­ταν «πο­λύ­τι­μον», πα­νά­κρι­βο. Ἤ­δη ὁ Ἰ­ού­δας πρό­χει­ρα τὸ ἀ­πο­τί­μη­σε σὲ ἀ­ξί­α «τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων», πο­σὸ ποὺ ἀν­τι­στοι­χεῖ γύρω στὰ 10.000 πε­ρί­που ση­με­ρι­νὰ εὐ­ρώ (1 δη­νά­ριο ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἕ­να στοι­χει­ῶ­δες ἡ­με­ρο­μί­σθιο· Ματθ. κ'[20] 2). Μὴ μᾶς φαί­νε­ται δὲ ὑ­περ­βο­λι­κὸ τὸ πο­σόν, δι­ό­τι καὶ ἡ πο­σό­τη­τα ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λη. Μί­α λί­τρα ἀν­τι­στοι­χεῖ μὲ 325 γραμ­μά­ρια. Ἀπ᾿ αὐ­τὸ δὲ κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ μιὰν ἁ­πλὴ ἐ­πά­λει­ψη. Θὰ λέ­γα­με μᾶλ­λον ὅ­τι ἡ Μα­ρί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ἔ­λου­σε τὰ πα­νά­χραν­τα πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου μὲ τὸ μύ­ρον.

Μί­αν τέ­τοι­α ὁ­λό­ψυ­χη καὶ γεν­ναί­α ἀ­γά­πη ἂς δεί­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς πρὸς τὸν Κύ­ριο. Τώ­ρα, τὴ Με­γά­λη Βδο­μά­δα, προ­στρέ­χον­τας πρόθυμα στὶς Ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λες τὶς ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας, αἰ­σθα­νό­με­νοι ζω­η­ρὴ τὴν πα­ρου­σί­α Του καὶ τὶς ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, ἐ­πι­κοι­νω­νών­τας δὲ μὲ θερ­μὴ προ­σευ­χὴ μα­ζί Του. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως προ­σφέ­ρον­τας ὡς ἄλ­λο μύ­ρο πο­λύ­τι­μο τὸν ἀ­γώ­να μας γιὰ τὴν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ καὶ ὁ­σεσ­δή­πο­τε θυ­σί­ες χρεια­σθοῦν γιὰ τὴν Ἀ­γά­πη Του.

2. Ἐ­κεῖ, στὴ Βη­θα­νί­α, προ­σέ­τρε­ξε καὶ «ὄ­χλος πο­λὺς ἐκ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων». Ἤ­θε­λαν νὰ δοῦν τὸν Κύ­ριο καὶ συγ­χρό­νως τὸν νε­κρα­να­στη­μέ­νο Λά­ζα­ρο. Ἐξ αἰ­τί­ας δὲ αὐ­τοῦ, πράγ­μα­τι πολ­λοὶ «ἐ­πί­στευ­ον εἰς τὸν Ἰ­η­σοῦν». Καὶ ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὴ θρι­αμ­βευ­τι­κὴ αἴ­νε­ση καὶ ὑ­πο­δο­χὴ τοῦ Κυ­ρί­ου τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, δι­ό­τι «ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τὸ ση­μεῖ­ον», ὅ­τι δη­λα­δὴ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει τὸ μέ­γα θαῦ­μα στὸν τε­ταρ­ταῖ­ο νε­κρό.

Αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σει τὴν ξε­χω­ρι­στὴ εὐ­θύ­νη, ποὺ ἔ­χου­με οἱ Χρι­στια­νοί. Νὰ δεί­χνου­με στὴ ζω­ή μας τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ ἑλ­κύ­ου­με ψυ­χὲς πρὸς Ἐ­κεῖ­νον, τὸν αἰ­ώ­νιο καὶ μο­να­δι­κὸ Λυ­τρω­τὴ τῶν ψυ­χῶν.

Ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἀ­κού­γε­ται νὰ ρη­το­ρεύ­ει. Τὸ ὅ­τι ὅ­μως β­ρί­σκε­ται νε­κρα­να­στη­μέ­νος, γε­μά­τος ζω­ὴ καὶ σφρί­γος, ἀ­πο­τε­λεῖ κή­ρυγ­μα καὶ «ση­μεῖ­ον», ποὺ πεί­θει, ἑλ­κύ­ει τὸν θαυ­μα­σμό, γεν­νᾶ τὴν πί­στη. Καὶ ἐ­μεῖς, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ λό­για μας, ἂς ὑ­πο­λο­γί­ζου­με καὶ ἂς φρον­τί­ζου­με γιὰ τὴ ζω­ή μας.

Εἴ­μα­τε οἱ «νε­κρα­να­στη­μέ­νοι» ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό; Πο­λι­τευ­ό­μα­στε «ὡς ἐκ νε­κρῶν ζῶν­τες»; (Ρωμ. Ϛ΄ [6] 13). Εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι γα­λή­νιοι, σο­βα­ροί, δί­και­οι, προ­σε­κτι­κοί, μὲ οὐ­ρά­νιο ἦ­θος; Μπο­ρεῖ ἕ­νας Μω­α­με­θα­νός, Ἰ­ά­πω­νας, Πα­κι­στα­νός, Ἀ­φρι­κα­νὸς ἢ Εὐ­ρω­παῖ­ος ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ ἔ­χουν κα­τα­κλύ­σει ἐ­σχά­τως τὸν τό­πον μας, νὰ προ­βλη­μα­τι­στεῖ καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐξ αἰ­τί­ας μας; Μπο­ρεῖ νὰ ξε­χω­ρί­σει πά­νω μας τὴν χά­ρη καὶ τὴν πνο­ὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, νὰ δι­αι­σθαν­θεῖ ὅ­τι «συν­τα­φέν­τες» μὲ τὸν Χρι­στὸ «διὰ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος» γευ­ό­μα­στε ἀ­πὸ τώ­ρα «τῆς ἀ­θα­νά­του ζω­ῆς»;

Πό­σο με­γά­λη, πράγ­μα­τι, εἶ­ναι ἡ εὐ­θύ­νη μας!

3. Ἡ ὑ­πο­δο­χή, ποὺ ἐ­πε­φύ­λα­ξε ὁ λα­ὸς γιὰ τὸν Κύ­ριο, ἦ­ταν ἄ­νευ προ­η­γου­μέ­νου. «Ὄ­χλος πο­λὺς» συν­κεν­τρώ­θη­κε, πρω­το­φα­νὴς ἐν­θου­σια­σμὸς ἐ­πι­κρά­τη­σε, «βα­ΐ­α τῶν φοι­νί­κων» ἐσεί­ον­το θρι­αμ­βευ­τι­κὰ καὶ φω­νὲς μυ­ρι­ό­στο­μες ἀν­τη­χοῦ­σαν: «εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ».

Πα­ρὰ ταῦ­τα ἡ στά­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σε­μνὴ καὶ με­τρη­μέ­νη. Δὲν ἀν­τι­χαι­ρε­τᾶ τὰ πλή­θη οὔ­τε προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πεκ­καύ­σει ἢ ἔ­στω νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὸν γε­νι­κὸ ἐν­θου­σια­σμὸ ὑ­πὲρ Του. Δὲν ζη­τεῖ ἅρ­μα διὰ νὰ εἰ­σέλ­θει θρι­αμ­βευ­τής, ἀλλ᾿ οὔ­τε καὶ ἄ­λο­γο γιὰ νὰ ξε­χω­ρί­ζει με­γα­λο­πρε­πής. Δι­α­λέ­γει ἕ­να «ὀ­νά­ριον» καὶ δι­έρ­χε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἐ­πευ­φη­μί­ες τοῦ λα­οῦ ἁ­πλός, τα­πει­νός, «πρα­ΰς».

Πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­λους ὅ­τι δὲν ἔρ­χε­ται νὰ κα­τε­ξου­σιά­σει μὲ τὴ δύ­να­μη, οὔ­τε νὰ κα­τα­τυ­ραν­νή­σει μὲ τὸν φό­βο, ἀλλ᾿ οὔ­τε ἀ­κό­μη νὰ δη­μα­γω­γή­σει μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς δι­κῆς Του βα­σι­λεί­ας φέ­ρει τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴ γλυ­κύ­τη­τα, τὴ στορ­γή, τὴν ἀ­γά­πη. Μὲ αὐ­τὰ τὰ «ὅ­πλα» ἑλ­κύ­ει, ἐ­λευ­θε­ρώ­νει, σώ­ζει τὶς ψυ­χές. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ εἶ­χε προ­α­ναγ­γεί­λει ὁ Προ­φή­της.

Ἂς μά­θου­με νὰ μὴ ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ φθη­νά, πρό­σκαι­ρα ἰν­δάλ­μα­τα, ποὺ μὲ πο­λὺ θό­ρυ­βο καὶ «φαν­τα­σί­α» μᾶς προ­σφέ­ρει ὁ κό­σμος. Ἀ­κό­μη, ἂς ἀν­τι­στε­κό­μα­στε σθε­να­ρὰ σὲ ὅ­σους μὲ ἀ­πει­λὲς καὶ ἐκ­φο­βι­σμοὺς προ­σπα­θοῦν νὰ μᾶς πτο­ή­σουν καὶ νὰ μᾶς κα­τα­στή­σουν θλι­βε­ροὺς «δού­λους ἀν­θρώ­πων». Τὸ βλέμ­μα τῆς ψυ­χῆς μας ἂς εἶ­ναι στη­ριγ­μέ­νο σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον, τὸν «ἐρ­χό­με­νον ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου», ποὺ θὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει στὴν Οἰ­κου­μέ­νη διὰ τῆς Ἀ­γά­πης καὶ θὰ φέ­ρει στὴ γῆ τὴ γα­λή­νη καὶ τὴν εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)