«Γιατί νὰ μὴ κλαίω;»
Τί λένε ὅσοι θρηνοῦν καὶ κλαῖνε τοὺς πεθαμένους.
–Πῶς νὰ μὴ κλαίω;
Ἀφοῦ πάει πιά, δὲν θὰ τὸν ξαναδῶ τὸν ἄνθρωπό μου...
Ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι κάποιος σεισμὸς θὰ γκρεμίση
τὸ σπίτι σας. Τὸν περιμένετε. Πρέπει σιγὰ–σιγὰ νὰ τὸ ἐκκενώσετε ὅλοι. Ἕνας–ἕνας παίρνει τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα καὶ μετακομίζει σὲ
ἄλλο, καινούργιο, ποὺ εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀντισεισμικό, ἀλλὰ καὶ ἀπείρως
ὡραιότερο.
Σὲ μία τέτοια περίπτωσι θὰ ἔκλαιγες ἀπαρηγόρητα,
διότι πρῶτος ὁ ἄνδρας σου, ὕστερα τὸ παιδί σου, ἀναχωροῦσαν λίγο νωρίτερα
ἀπὸ σένα γιὰ τὸ νέο σπίτι, ὅπου πάλι ὅλοι θὰ συναντηθῆτε; Ἀσφαλῶς
ὄχι. Γιατί νὰ κλάψης, ἀφοῦ σὲ λίγο θὰ βρεθῆτε μαζὶ καὶ θὰ τοὺς ξαναδῆς;
Ἁπλῶς, ὅσο ἔχεις καιρό, ἑτοιμάζεις καὶ τὰ δικά σου πράγματα.
Τὸ σπίτι τῆς παρούσης ζωῆς ὁπωσδήποτε θὰ γκρεμισθῆ.
Ὄχι μόνο τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Καὶ ἡ γῆ ὁλόκληρη καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ
παρέλθουν. Ἡ μόνιμη κατοικία μας, ἡ «ἀχειροποίητος»
(Β΄ Κορ.5,1), εἶναι ἀλλοῦ.
Ἐκεῖ ψηλά, στὴν ποθεινὴ πατρίδα. Ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμεθα νοικάρηδες,
«πάροικοι
καὶ παρεπίδημοι» (Α' Πέτρ.
2,11).
Ἐκεῖ, στὴν αἰώνια
ζωή:
• Κανένας σεισμὸς δὲν σείει τὴν ὕπαρξί
μας.
• Καμμία θλῖψις δὲν σκιάζει τὸν ἥλιο τῆς χαρᾶς.
• Κανένας πόνος δὲν ταράζει τὴ γαλήνη.
• Κανένα δάκρυ δὲν κυλᾶ ἀπ᾿ τὰ μάτια τῶν ἁγίων.
• Ἐκεῖ «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός».
Γιατί, λοιπόν, κάνεις ἔτσι, ποὺ πέθανε ὁ ἄνθρωπός
σου; Ἁπλῶς ἔφυγε λίγο πρὶν ἀπὸ σένα. Σὲ λίγο θὰ τὸν ἀκόλουθήσουμε.
Θὰ ξανασυναντηθοῦμε. Χαιρέτησέ τον στὸ μέτωπο καὶ πές του: «Καλὴ
ἀντάμωσι, ἀδελφέ, στὸν οὐρανό»!
Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Μὴ τοῦτο λογίζου, ὅτι οὐκέτι ἐπανέρχεται
ἐνταῦθα, ἂλλ᾿ ὅτι οὐδὲ ταῦτα τὰ δρώμενα μένει τοιαῦτα, ἀλλὰ καὶ ταῦτα
μετασχηματίζεται. Καὶ γὰρ καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ θάλαττα καὶ πάντα
μεθαρμόζεται, καὶ τότε ἀπολήψη σου τὸ παιδίον μετὰ πλείονος δόξης»
(Ε.Π.Ε. 10,360). Μετάφρασις:
Μὴ σκέπτεσαι, ὅτι δὲν ξανάρχεται ἐδῶ τὸ παιδί σου. Σκέψου, ὅτι ὅλα ὅσα
βλέπουμε, δὲν θὰ παραμείνουν τέτοια ποὺ τὰ βλέπουμε, ἀλλὰ κι αὐτὰ μετασχηματίζονται.
Διότι καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ἀλλάζουν. Καὶ τότε
θὰ πάρης καὶ σὺ τὸ παιδί σου, μὲ μεγαλύτερη δόξα.
–Τί νὰ κάνω; Δὲν μπορῶ. Νομίζεις, πὼς τὸ θέλω ποὺ κλαίω; Ἔτσι εἶναι
στὴ φύση μου...
Ὅταν ἀκόμα καὶ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, εἰδωλολάτρες,
μὲ καρτερία ἀντιμετώπιζαν τὸ θάνατο, πῶς δικαιολογούμεθα ἐμεῖς
οἱ χριστιανοὶ νὰ τρέμουμε τὸ θάνατο; Νὰ «σκούζουμε» κυριολεκτικὰ στὸ θάνατο δικοῦ μας ἀνθρώπου;
Νὰ φαινόμαστε χειρότεροι ἀπὸ ἀπίστους;
Ἡ φύσις τοῦ
χριστιανοῦ, ἐμποτισμένη στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ
τὴ φύση τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ φύσις τοῦ ὑπὲρ φύσιν,
τοῦ κατὰ χάριν.
• Ἡ ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ δὲν εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ
κερί, γιὰ νὰ λειώνη μὲ τὴν παραμικρὴ φλογίτσα, μὲ τὴν παραμικρὴ θλίψι,
καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ θανάτου, ποὺ ἁπλῶς εἶναι ἡ μετάβασις
ἀπὸ τὰ λυπηρὰ στὰ χαρούμενα καὶ αἰώνια.
• Ἡ ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι γρανίτης. Εἶναι ἀδάμαντας, ποὺ οὔτε ἡ φωτιὰ τοῦ πόνου
τὸν λειώνει, οὔτε τὰ χτυπήματα τοῦ κόσμου καὶ τῶν δοκιμασιῶν τὸν λυγίζουν.
• Ἡ ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ στέκει μὲ δέος καὶ πίστι
μπροστὰ στὸ θάνατο. Τὸν βλέπει σὰν τὴν εἴσοδο
στὴ δεξίωσι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀναμένει μὲ πίστι τὴ
στιγμή, ποὺ θ᾿ ἀνοίξη ἡ πόρτα τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ ἀπ᾿ τὸν προθάλαμο τοῦ παρόντος θὰ περάσουμε
στὸ σαλόνι τοῦ αἰωνίου· ἀπ᾿ τὸ
χῶρο τοῦ πόνου θὰ περάσουμε στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θείας εὐφροσύνης.
–Μὰ δὲν πρόλαβα νὰ τὸν ἀπολαύσω. Ἔφυγε τόσο ξαφνικά. Μᾶς ἔφυγε
πρόωρα...
Αὐτὸ δὲν τὸ λέμε μόνο στὴν ἐκδημία νέου προσώπου.
Καὶ ὅταν προχωρημένης ἡλικίας ἄτομα ἀναχωροῦν, καὶ τότε μιλᾶμε
γιά... πρόωρο θάνατο.
• Μὲ τὸ δικό μας ρολόϊ φεύγει ὁ ἄνθρωπός μας πρόωρα.
Ὄχι μὲ τὸ ρολόι τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος γνωρίζει πότε εἶναι ἡ ὥρα τοῦ καθενός.
• Θἄπρεπε νἄμαστε προετοιμασμένοι γιὰ τὴν ἀναχώρησι εἴτε τὴ δική μας εἴτε
τῶν ἄλλων. Οὔτε ὁ πρῶτος εἶσαι οὔτε ὁ μόνος, ποὺ τοῦ συνέβηκε θάνατος
ἀγαπημένου του προσώπου. Ἔπρεπε νἄχαμε συμφιλιωθῆ μὲ τὴ σκέψι
τοῦ θανάτου. Μ᾿ ὅση εὐκολία καὶ φυσικότητα λέμε τὸ «Καληνύχτα»,
μὲ τὴν ἴδια εὐκολία καὶ φυσικότητα νὰ βλέπουμε τὸ θάνατο.
Ἀπαιτεῖται εἰδικὴ
ἀγωγή. Νὰ περάσουμε ἀπὸ εἰδικὸ φροντιστήριο.
Νὰ φιλοσοφήσουμε, νὰ σπουδάσουμε, τὸ δύσκολο, μὰ ἀναγκαῖο μάθημα,
τὸ πῶς, δηλαδή, ἀντιμετωπίζεται ὁ θάνατος. Καὶ ὅταν κορυφωθῆ ἡ διδασκαλία
καὶ ἡ πρακτική, μὲ ὁδηγὸ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς καὶ Νικητὴ τοῦ θανάτου,
τὸ Χριστό, τότε θὰ μᾶς κάνη τὸ τελευταῖο «τέστ», ἀπευθύνοντας τὴν ἐρώτηση ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὴ
Μάρθα: «Πιστεύεις τοῦτο;» (Ἰωάν. 11,26);
• Πιστεύεις, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις;
• Πιστεύεις, ὅτι κάθε δύσις εἶναι μία ἀνατολή;
• Πιστεύεις, ὅτι μὲ τὸ θάνατο μεταβαίνουμε «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»; (Ἰωάν.
5,21).
(Άρχιμανδρ.
Δανιήλ Ἀεράκη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;"
σελ. 101-104)