Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ     

Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021)

(ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί,  Χρι­στὸς πα­ρα­γε­νό­με­νος ἀρ­χι­ε­ρεὺς τν μελ­λόν­των ἀ­γα­θῶν δι τς με­ί­ζο­νος κα τε­λει­ο­τέ­ρας σκη­νῆς, ο χει­ρο­ποι­ή­του, τοῦ­τ' ἔ­στιν ο τα­ύ­της τς κτί­σε­ως, οὐ­δὲ δι' αἵ­μα­τος τρά­γων κα μό­σχων, δι δ το ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος εἰ­σῆλ­θεν ἐ­φά­παξ ες τ Ἅ­για, αἰ­ω­νί­αν λύ­τρω­σιν εὑ­ρά­με­νος. Ε γρ τ αἷ­μα ταύ­ρων κα τρά­γων κα σπο­δὸς δα­μά­λε­ως ῥαν­τί­ζου­σα τος κε­κοι­νω­μέ­νους ἁ­γι­ά­ζει πρς τν τς σαρ­κὸς κα­θα­ρό­τη­τα, πό­σῳ μᾶλ­λον τ αἷ­μα το Χρι­στοῦ, ς δι Πνε­ύ­μα­τος αἰ­ω­νί­ου ἑ­αυ­τὸν προ­σή­νεγ­κεν ἄ­μω­μον τ Θε­ῷ, κα­θα­ρι­εῖ τν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων ες τ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι;         

  (Ἑβρ. θ΄[9] 11 - 14)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς ἦλ­θε ὡς ἀρ­χι­ε­ρεὺς τῶν μελ­λον­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν, τῶν ἀ­γα­θῶν δη­λα­δὴ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Καὶ εἰ­σῆλ­θε στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για τῶν Ἅ­γί­ων μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη σκη­νή, πού δὲν κα­τα­σκευ­ά­στη­κε ἀ­πὸ χέ­ρια ἀν­θρώ­πων. Δη­λα­δὴ δὲν εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­γεια σκη­νή, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ Σκη­νή τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ἀλ­λά δε­δο­μέ­νου ὅ­τι τὸ σῶ­μα του ἦ­ταν ἡ σκη­νή καὶ κα­τοι­κί­α τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη καὶ τε­λει­ό­τε­ρη, εἰ­σῆλ­θε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ σκη­νὴ αὐ­τὴ τοῦ σώ­μα­τός του. Ἀ­κρι­βῶς μά­λι­στα τὸ σῶ­μα του αὐ­τό, ἐ­πει­δή συ­νε­λή­φθη ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, δὲν προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ τὴν κτί­ση αὐ­τή, ἀλ­λά ἀ­πὸ νέ­α πνευ­μα­τι­κὴ κτί­ση. Οὔ­τε χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Χρι­στὸς ὡς θυ­σί­α τὸ αἷ­μα τρά­γων καὶ μό­σχων, ὅ­πως οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀλ­λά μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα μπῆ­κε μιὰ γιὰ πάν­τα στὰ ἐ­που­ρά­νια Ἅ­για καὶ ἐ­ξα­σφά­λι­σε γιὰ μᾶς ἀ­πο­λύ­τρω­ση ὄ­χι προ­σω­ρι­νὴ ἀλλά αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν τὸ αἷ­μα τῶν ταύ­ρων καὶ τῶν τρά­γων καὶ τὸ ράν­τι­σμα μὲ τὸ νε­ρὸ καὶ τὴ στά­χτη τοῦ δα­μα­λιοῦ πού κα­τα­και­γό­ταν στὸ θυ­σι­α­στή­ριο δί­νει στοὺς θρη­σκευ­τι­κὰ μο­λυ­σμέ­νους καὶ ἀ­κά­θαρ­τους ἕ­ναν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ κα­θαρ­μὸ καὶ ἐ­ξα­γνί­ζει τὸ σῶ­μα τους, προ­κει­μέ­νου νὰ μπο­ροῦν νά με­τέ­χουν στὴ λα­τρεί­α, πό­σο μᾶλ­λον τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τό αἰ­ώ­νιο Πνεῦ­μα πού κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα του πρό­σφε­ρε στό Θε­ό ὡς θυ­σί­α τόν ἑ­αυ­τό του ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά κα­θα­ρό καί ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­πό κά­θε ρύ­πο ἁ­μαρ­τί­ας, θά κα­θα­ρί­σει τή συ­νεί­δη­σή σας ἀ­πό τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πού φέρ­νουν στήν ψυ­χή νέ­κρω­ση, καί θά σᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά λα­τρεύ­ε­τε ἀ­ξί­ως τόν ζων­τα­νό Θε­ό;

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ πα­ρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰ­η­σοῦς τούς δώ­δε­κα μα­θη­τάς αὐ­τοῦ καί  ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βα­ί­νειν.  Ὅτι ἰ­δοὺ ἀ­να­βα­ί­νο­μεν ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θή­σε­ται τος ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι κα γραμ­μα­τεῦ­σι, κα κα­τα­κρι­νοῦ­σιν αὐ­τὸν θα­νά­τῳ κα πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐ­τὸν τος ἔ­θνε­σι, κα ἐμ­πα­ί­ξου­σιν αὐ­τῷ κα μα­στι­γώ­σου­σιν αὐ­τὸν κα ἐμ­πτύ­σου­σιν αὐ­τῷ κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τὸν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται. Κα προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐ­τῷ Ἰάκωβος κα Ἰ­ω­άν­νης υἱ­οὶ Ζε­βε­δα­ί­ου λέ­γον­τες· Δι­δά­σκα­λε, θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑ­μῖν; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δς ἡ­μῖν ἵ­να ες κ δε­ξι­ῶν κα ες ξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θί­σω­μεν ν τ δό­ξῃ σου. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Οκ οἴ­δα­τε τ αἰ­τεῖ­σθε. δύ­να­σθε πι­εῖν τ πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθῆ­ναι; ο δ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δυ­νά­με­θα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ μν πο­τή­ρι­ον ἐ­γὼ πί­νω πί­ε­σθε, κα τ βά­πτι­σμα ἐ­γὼ βα­πτί­ζο­μαι βα­πτι­σθή­σε­σθε· τ δ κα­θί­σαι κ δε­ξι­ῶν μου κα ξ εὐ­ω­νύ­μων οκ ἔ­στιν ἐ­μὸν δοῦ­ναι, ἀλ­λ' ος ἡ­το­ί­μα­σται. κα ἀ­κο­ύ­σαν­τες ο δέ­κα ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου κα Ἰ­ω­άν­νου. δ Ἰ­η­σοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τοὺς λέ­γει αὐ­τοῖς· Οἴ­δα­τε ὅ­τι ο δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν τν ἐ­θνῶν κα­τα­κυ­ρι­ε­ύ­ου­σιν αὐ­τῶν κα ο με­γά­λοι αὐ­τῶν κα­τε­ξου­σι­ά­ζου­σιν αὐ­τῶν. οχ οὕ­τω δ ἔ­σται ἐν ὑ­μῖν, ἀλ­λ' ὃς ἐ­ὰν θέ­λῃ γε­νέ­σθαι μέ­γας ν ὑ­μῖν, ἔ­σται ὑ­μῶν δι­ά­κο­νος, κα ς ἐ­ὰν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­σται πάν­των δοῦ­λος· κα γρ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που οκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι κα δοῦ­ναι τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν.      

(Μάρκ. ι΄[10] 32  - 45)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Κα­τηυ­θυ­νό­ταν πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ὁ Κύ­ριος μὲ τοὺς Μα­θη­τές Του, γιὰ νὰ γορ­τά­σει τὸ Πά­σχα, ἀλ­λὰ βρι­σκόν­ταν ἀ­κό­μη πο­λὺ μα­κριά. Δὲν εἶ­χε εἰ­σέλ­θει οὔ­τε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ.

Ἐν τού­τοις γνώ­ρι­ζε μὲ κά­θε ἀ­κρί­βεια τὸ τὶ θὰ ἐ­πα­κο­λου­θοῦ­σε, ποι­ὰ γε­γο­νό­τα συν­τα­ρα­κτι­κὰ Τὸν πε­ρί­με­ναν. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ «πα­ρα­λαμ­βά­νει τοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ καὶ ἤρ­ξα­το αὐ­τοῖς λέ­γειν τὰ μέλ­λον­τα αὐ­τῷ συμ­βαί­νειν».  Κα­θὼς ἐ­βά­δι­ζαν, τοὺς ξε­χώ­ρι­σε ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους μα­θη­τές Του, ποὺ Τὸν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ προ­σκυ­νη­τές, ποὺ βά­δι­ζαν τὸν ἴ­διο δρό­μο. Καὶ «ἤρ­ξα­το λέ­γειν», ἄρ­χι­σε μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη καὶ ἀ­να­λυ­τι­κὴ κα­τα­τό­πι­ση γιὰ τὸ τί θὰ συ­ναν­τοῦ­σαν στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Πῶς δη­λα­δὴ θὰ Τὸν συ­νε­λάμ­βα­ναν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ Γραμ­μα­τεῖς, πῶς θὰ Τὸν κα­τα­δί­κα­ζαν σὲ θά­να­το, πῶς θὰ Τὸν πα­ρέ­δι­δαν στοὺς Ρω­μαί­ους, πῶς ἐ­κεῖ­νοι θὰ Τὸν βα­σά­νι­ζαν ποι­κι­λό­τρο­πα καὶ τε­λι­κὰ θὰ Τὸν ἐ­φό­νευ­αν. Τοὺς δι­α­βε­βαί­ω­νε δὲ ὅ­τι «τῇ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­ται».

Ἀ­λή­θεια, ἔ­χου­με ἀ­να­λο­γι­σθεῖ τί ση­μαί­νει νὰ γνω­ρὶ­ζει κα­νεὶς ἐ­πα­κρι­βῶς τὰ ὅ­σα πρό­κει­ται νὰ τοῦ συμ­βοῦν τὴν ἄλ­λη στιγ­μή; Ἐ­μεῖς συ­νή­θως ἀ­γνο­οῦ­με τὰ πάν­τα καὶ γι᾿ αὐ­τὸ πάν­το­τε ἐλ­πί­ζου­με σὲ κά­ποι­αν εὐ­νο­ϊ­κὴ τρο­πὴ τῶν πραγ­μά­των. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως ἐ­γνώ­ρι­ζε σα­φῶς. Προ­έ­βλε­πε τὰ γε­γο­νό­τα μὲ τόση σα­φή­νεια, ὅ­σην ἐ­μεῖς ἐν­θυ­μού­με­θα συν­τε­τε­λε­σμέ­νες πρά­ξεις. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ πε­ρι­γρά­φει προ­τοῦ συμ­βοῦν. «Εἰ­δὼς πάν­τα τὰ ἐρ­χό­με­να ἐπ᾿ αὐ­τόν»... (Ἰ­ω. ι­η΄[18] 4), ση­μει­ώ­νει ἀλ­λοῦ μὲ θάμ­βος ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής.

Καὶ τώ­ρα λαμ­βά­νει πρό­νοι­α γιὰ τοὺς Μα­θη­τές, ὥ­στε νὰ μὴ αἰφ­νι­δια­σθοῦν καὶ πα­νι­κο­βλη­θοῦν. Πα­ράλληλα ὅ­μως καὶ πα­ρέ­χει πει­στή­ρια τῆς ἄπειρης Ἀ­γά­πης Του πρὸς ἐ­μᾶς. Ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι «θέ­λων» ὑ­πέ­μει­νε τὰ φρι­κτὰ Πά­θη Του. Ὄ­χι δι­ό­τι δὲν ὑ­πο­πτεύ­θη­κε τὰ σχέ­δια τῶν ἐ­χθρῶν Του ἢ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­φύ­γει. Ἀλ­λὰ δι­ό­τι μὲ τε­λεί­αν ἀ­γά­πη μᾶς ἀ­γά­πη­σε καὶ εἶ­χε λά­βει τὴ στε­ρε­ὴ ἀ­πό­φα­ση νὰ χύ­σει τὸ Αἷ­μα Του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας.

Πό­σην εὐ­γνω­μο­σύ­νη Τοῦ ὀ­φεί­λου­με!

2. Οἱ δύ­ο ἀ­δελ­φοὶ Ἰ­ά­κω­βος καὶ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν ἀ­πό τοὺς πρώ­τους, ποὺ προ­σκολ­λή­θη­σαν στὸν Κύ­ριο. Μα­ζὶ δὲ μὲ τὸν Πέ­τρο ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὴν τριά­δα τῶν ἐ­κλε­κτῶν, τῶν πιὸ δε­κτι­κῶν, τῶν πλη­σι­έ­στε­ρων πρὸς τὸν Δι­δά­σκα­λο μα­θη­τῶν, ποὺ μό­νο αὐ­τοὶ ἀν­τί­κρυ­σαν τὴν κό­ρη τοῦ Ἰ­α­εί­ρου νὰ ἀ­νί­στα­ται, ἀλ­λὰ καὶ τὸν Κύ­ριο στὴν ὑ­πέρ­φω­τη δό­ξα τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως νὰ συ­νο­μι­λεῖ γιὰ τὰ ἅ­για Πά­θη Του μὲ τὸν Μω­ϋ­σῆ καὶ τὸν Ἠ­λί­α. Ἐ­πι­πρό­σθε­τα ἡ μη­τέ­ρα τους, ἡ Σα­λώ­μη, ἦ­ταν καὶ αὐ­τὴ πι­στὴ μα­θή­τρια καὶ δι­ά­κο­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­κο­λου­θοῦ­σε δὲ καὶ τώ­ρα τὸν ὅ­μι­λο τῶν Μα­θη­τῶν.

Τό­σον ἔμ­πι­στα, λοι­πόν, καὶ ἀ­γα­πη­τὰ εἶ­ναι τὰ πρό­σω­πα, ποὺ θέ­τουν τὸ θέ­μα: «θέ­λο­μεν ἵ­να ὃ ἐ­ὰν αἰ­τή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡ­μῖν». Δη­λα­δή: Κά­τι θέ­λου­με νὰ σοῦ ζη­τή­σου­με, Δι­δά­σκα­λε, ἀλ­λά, πρίν σοῦ ποῦ­με τί, δῶ­σε μας ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι θὰ τὸ πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις καὶ δὲν θὰ μᾶς τὸ ἀρ­νη­θεῖς. Καὶ ὁ Κύ­ριος; Τί κά­μνει; Συγ­κα­τα­νεύ­ει μή­πως ἀ­δί­στα­κτα στὴν πρό­τα­ση τῶν προ­σφι­λῶν Του; Ὄ­χι βε­βαί­ως, ἀλλ᾿ ἡ πη­γὴ τῆς Σο­φί­ας καὶ τῆς συ­νέ­σε­ως, ὀ Ὑ­πε­ρά­γιος Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς πό­σον ἄ­ψο­γα χει­ρί­ζε­ται τὸ θέ­μα. «Τί θέ­λε­τε ποι­ῆ­σαί με ἡ­μῖν;», ἀν­τι­στρέ­φει μὲ νη­φα­λι­ό­τη­τα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση. 

Σὰν νὰ ἔ­λε­γε: Αὐ­τὴ ἡ δέ­σμευ­ση, ποὺ ζη­τεῖ­τε νὰ μοῦ ἐ­πι­βά­λε­τε, φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι τὸ αἴ­τη­μά σας εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο ἢ ἔ­στω ὑ­περ­βο­λι­κό, καὶ γι᾿ αύτὸ φο­βεῖ­σθε ὅ­τι τὸ πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι νὰ σᾶς τὸ ἀρ­νη­θῶ. Πῶς εἶ­ναι λο­γι­κό, λοι­πόν, νὰ δε­σμευ­θῶ; Πέ­στε πρῶ­τα τὸ αἴ­τη­μά σας καὶ ἀ­νά­λο­γα θὰ κρί­νω καὶ θὰ πρά­ξω.

Συ­νη­θι­σμέ­νη τα­κτι­κὴ καὶ σή­με­ρα ἀ­πὸ παι­διά μας, συγ­γε­νεῖς καὶ συ­νερ­γά­τες νὰ ἐ­πι­χει­ροῦν ν᾿ ἀ­πο­σπά­σουν ὑ­πο­σχέ­σεις «ἐν λευ­κῷ». Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ νὰ πα­γι­δεύ­ουν. Ἤ­δη ὅ­μως πή­ρα­με τὸ μέ­τρο καὶ τὸ ὑ­πό­δειγ­μα. Ἂς τὸ ἀκολουθή­σου­με.

3. Ἀ­φοῦ οἱ δύ­ο ἀ­δελ­φοὶ δι­α­τύ­πω­σαν τὸ αἴ­τη­μά τους, ὅ­λοι βε­βαί­ως δυ­σφό­ρη­σαν καὶ «ἤρ­ξαν­το ἀ­γα­να­κτεῖν πε­ρὶ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Ἰ­ω­άν­νου». Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως μὲ πολ­λὴ νη­φα­λι­ό­τη­τα ἐ­πι­σή­μα­νε τὸ καί­ριο σφάλ­μα τοῦ αἰ­τή­μα­τος. «Οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε», εἶ­πε. Ζη­τεῖ­τε κά­τι, ἀλ­λὰ δὲν γνω­ρί­ζε­τε τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ζη­τεῖ­τε. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἂν εἶ­ναι εὒ­χά­ρι­στο ἢ δυ­σά­ρε­στο, ἂν θὰ τὸ ἀν­τέ­ξε­τε ἢ ὄ­χι, καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἐ­ὰν τε­λι­κὰ πράγ­μα­τι τὸ θέ­λε­τε. Φαν­τά­ζε­σθε ὅ­τι σύν­το­μα θ᾿ ἀ­να­κη­ρυ­χθῶ ἐγ­κό­σμιος βα­σι­λεὺς καὶ ζη­τεῖ­τε νὰ βρε­θεῖ­τε «εἷς ἐκ δε­ξι­ῶν καὶ εἷς ἐξ εὐ­ω­νύ­μων» μου «ἐν τῇ δό­ξῃ» μου.

Ἀλ­λὰ Ἐ­γὼ εἶ­μαι Βα­σι­λεὺς τοῦ «μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος». Καὶ ἡ δό­ξα μου, αἰ­ώ­νια καὶ θεί­α, δὲν χα­ρί­ζε­ται αὐ­θαί­ρε­τα καὶ με­ρο­λη­πτι­κά. Δι­ό­τι εἶ­ναι φύ­σει ἀ­δύ­να­το τό­τε, ποὺ θ᾿ ἀ­πο­δί­δε­ται ἡ πλή­ρης δι­και­ο­σύ­νη, νὰ δι­α­πράτ­τον­ται ἀ­δι­κί­ες. «Οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε», λοι­πόν.

Πέ­ραν αὐ­τοῦ ὅ­μως ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που δό­ξαν Του ἔ­χει τὸν Σταυ­ρὸ καὶ πρό­κει­ται νὰ ὑ­ψω­θεῖ ὄ­χι σὲ ἄλ­λην ἐ­ξέ­δρα, ἀλ­λὰ στὸν Γολ­γο­θᾶ. Τὸ «πο­τή­ριον» καὶ τὸ «βά­πτι­σμα», ποὺ ἔρ­χε­ται νὰ λά­βει, δὲν εἶ­ναι πα­νη­γυ­ρι­κό, ὅ­πως τὰ συ­νη­θι­σμέ­να, ἀλ­λὰ δρα­μα­τι­κὸ καὶ ἐ­πώ­δυ­νο, ἐφ᾿ ὅ­σο θὰ γί­νει στὸ ἴ­διο τὸ Πάν­τι­μο Αἷ­μα Του. Θέ­λε­τε, λοι­πόν, καὶ σεῖς δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά Του νὰ σταυ­ρω­θεῖ­τε καῖ νὰ βα­πτι­σθεῖ­τε στὸ αἷ­μα σας; Μπο­ρεῖ­τε νὰ ἐ­πω­μι­σθεῖ­τε τέ­τοι­α δό­ξα; Ώ, ἀ­ναμ­φι­βό­λως «οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε». 

Ἄ­ρα­γε, μή­πως αὐ­τὴ ἡ στορ­γι­κὴ ἐ­πι­τί­μη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἰ­σχύ­ει κά­πο­τε καὶ γιὰ μᾶς; Μή­πως κά­πο­τε Τοῦ ζη­τοῦ­με πράγ­μα­τα εὐ­τε­λῆ, ἀ­νω­φε­λῆ ἂν ὄ­χι καὶ ἐ­πι­βλα­βῆ ἀ­ταί­ρια­στα πάν­τως στὴν ἰ­δι­ό­τη­τά μας ὡς μα­θη­τῶν Του; Μή­πως ἐ­πι­μέ­νου­με πο­λὺ στὸ νὰ εὐ­ο­δω­θοῦν οἱ σπου­δὲς καὶ οἱ πρό­σκαι­ρες ἐ­πι­δι­ώ­ξεις μας, νὰ δι­α­κρι­θοῦ­με καὶ νὰ πλου­τί­σου­με καί δὲν ἱ­κε­τεύ­ου­με πρω­τί­στως καὶ δι­α­κα­ῶς γιὰ τὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος, τὸν κα­ταρ­τι­σμὸ τῆς ψυ­χῆς μας, τὴ με­τά­νοι­α καὶ κα­τά­νυ­ξη γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ «τὴν βα­σι­λεί­αν καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ»; (Ματθ. Ϛ΄ [6]  33).

Ἤ­δη φθά­νου­με στὰ πρό­θυ­ρα τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος. Ἂς ἀ­νυ­ψω­θοῦ­με!      

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου