Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

«Για­τί νὰ μὴ κλαί­ω;»

 


«Για­τί νὰ μὴ κλαί­ω;» 


 

Τί λέ­νε ὅ­σοι θρη­νοῦν καὶ κλαῖ­νε τοὺς πε­θα­μέ­νους. 

Πῶς νὰ μὴ κλαί­ω; Ἀ­φοῦ πά­ει πιά, δὲν θὰ τὸν ξα­να­δῶ τὸν ἄν­θρω­πό μου...

Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με, ὅ­τι κά­ποι­ος σει­σμὸς θὰ γκρε­μί­ση τὸ σπί­τι σας. Τὸν πε­ρι­μέ­νε­τε. Πρέ­πει σι­γὰσι­γὰ νὰ τὸ ἐκ­κε­νώ­σε­τε ὅ­λοι. Ἕ­ναςἕ­νας παίρ­νει τὰ προ­σω­πι­κά του ἀν­τι­κεί­με­να καὶ με­τα­κο­μί­ζει σὲ ἄλ­λο, και­νούρ­γιο, ποὺ εἶ­ναι ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀν­τι­σει­σμι­κό, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πεί­ρως ὡ­ραι­ό­τε­ρο. 

Σὲ μί­α τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­σι θὰ ἔ­κλαι­γες ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι πρῶ­τος ὁ ἄν­δρας σου, ὕ­στε­ρα τὸ παι­δί σου, ἀ­να­χω­ροῦ­σαν λί­γο νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ σέ­να γιὰ τὸ νέ­ο σπί­τι, ὅ­που πά­λι ὅ­λοι θὰ συ­ναν­τη­θῆ­τε; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι. Για­τί νὰ κλά­ψης, ἀ­φοῦ σὲ λί­γο θὰ βρε­θῆ­τε μα­ζὶ καὶ θὰ τοὺς ξα­να­δῆς; Ἁ­πλῶς, ὅ­σο ἔ­χεις και­ρό, ἑ­τοι­μά­ζεις καὶ τὰ δι­κά σου πράγ­μα­τα. 

Τὸ σπί­τι τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς ὁ­πωσ­δή­πο­τε θὰ γκρε­μι­σθῆ. Ὄ­χι μό­νο τῆς προ­σω­πι­κῆς μας ζω­ῆς. Καὶ ἡ γῆ ὁ­λό­κλη­ρη καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς θὰ πα­ρέλ­θουν. Ἡ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α μας, ἡ «ἀ­χει­ρο­ποί­η­τος» (Β΄ Κορ.5,1), εἶ­ναι ἀλ­λοῦ. Ἐ­κεῖ ψη­λά, στὴν πο­θει­νὴ πα­τρί­δα. Ἐ­δῶ, σὲ τού­τη τὴ ζω­ή, εἴ­με­θα νοι­κά­ρη­δες, «πά­ροι­κοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοι» (Α' Πέ­τρ. 2,11). 

Ἐ­κεῖ, στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή: 

• Κα­νέ­νας σει­σμὸς δὲν σεί­ει τὴν ὕ­παρ­ξί μας. 

• Καμ­μί­α θλῖ­ψις δὲν σκιά­ζει τὸν ἥ­λιο τῆς χα­ρᾶς. 

• Κα­νέ­νας πό­νος δὲν τα­ρά­ζει τὴ γα­λή­νη. 

• Κα­νέ­να δά­κρυ δὲν κυ­λᾶ ἀπ᾿ τὰ μά­τια τῶν ἁ­γί­ων. 

• Ἐ­κεῖ «οὐκ ἔ­στι πό­νος, οὐ λύ­πη, οὐ στε­ναγ­μός».

Για­τί, λοι­πόν, κά­νεις ἔ­τσι, ποὺ πέ­θα­νε ὁ ἄν­θρω­πός σου; Ἁ­πλῶς ἔ­φυ­γε λί­γο πρὶν ἀ­πὸ σέ­να. Σὲ λί­γο θὰ τὸν ἀ­κό­λου­θή­σου­με. Θὰ ξα­να­συ­ναν­τη­θοῦ­με. Χαι­ρέ­τη­σέ τον στὸ μέ­τω­πο καὶ πές του: «Κα­λὴ ἀν­τά­μω­σι, ἀ­δελ­φέ, στὸν οὐ­ρα­νό»! 

Ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν ἱ. Χρυ­σό­στο­μο: «Μὴ τοῦ­το λο­γί­ζου, ὅ­τι οὐ­κέ­τι ἐ­πα­νέρ­χε­ται ἐν­ταῦ­θα, ἂλλ᾿ ὅ­τι οὐ­δὲ ταῦ­τα τὰ δρώ­με­να μέ­νει τοια­ῦτα, ἀλ­λὰ καὶ ταῦ­τα με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται. Καὶ γὰρ καὶ οὐ­ρα­νὸς καὶ γῆ καὶ θά­λατ­τα καὶ πάν­τα με­θαρ­μό­ζε­ται, καὶ τό­τε ἀ­πο­λή­ψη σου τὸ παι­δί­ον με­τὰ πλεί­ο­νος δό­ξης» (Ε.Π.Ε. 10,360). Με­τά­φρα­σις: Μὴ σκέ­πτε­σαι, ὅ­τι δὲν ξα­νάρ­χε­ται ἐ­δῶ τὸ παι­δί σου. Σκέ­ψου, ὅ­τι ὅ­λα ὅ­σα βλέ­που­με, δὲν θὰ πα­ρα­μεί­νουν τέ­τοι­α ποὺ τὰ βλέ­που­με, ἀλ­λὰ κι αὐ­τὰ με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται. Δι­ό­τι καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα ἀλ­λά­ζουν. Καὶ τό­τε θὰ πά­ρης καὶ σὺ τὸ παι­δί σου, μὲ με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα. 

Τί νὰ κά­νω; Δὲν μπο­ρῶ. Νο­μί­ζεις, πὼς τὸ θέ­λω ποὺ κλαί­ω; Ἔ­τσι εἶ­ναι στὴ φύ­ση μου... 

Ὅ­ταν ἀ­κό­μα καὶ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, εἰ­δω­λο­λά­τρες, μὲ καρ­τε­ρί­α ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν τὸ θά­να­το, πῶς δι­και­ο­λο­γού­με­θα ἐ­μεῖς οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ τρέ­μου­με τὸ θά­να­το; Νὰ «σκού­ζου­με» κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὸ θά­να­το δι­κοῦ μας ἀν­θρώ­που; Νὰ φαι­νό­μα­στε χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ ἀ­πί­στους; 

φύ­σις τοῦ χρι­στια­νοῦ, ἐμ­πο­τι­σμέ­νη στὴ χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοῦ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι ἡ φύ­σις τοῦ ὑ­πὲρ φύ­σιν, τοῦ κα­τὰ χά­ριν. 

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ δὲν εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νη ἀ­πὸ κε­ρί, γιὰ νὰ λει­ώ­νη μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ φλο­γί­τσα, μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ θλί­ψι, καὶ πρὸ παν­τὸς μὲ τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ θα­νά­του, ποὺ ἁ­πλῶς εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­σις ἀ­πὸ τὰ λυ­πη­ρὰ στὰ χα­ρού­με­να καὶ αἰ­ώ­νια. 

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι γρα­νί­της. Εἶ­ναι ἀ­δά­μαν­τας, ποὺ οὔ­τε ἡ φω­τιὰ τοῦ πό­νου τὸν λει­ώ­νει, οὔ­τε τὰ χτυ­πή­μα­τα τοῦ κό­σμου καὶ τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν τὸν λυ­γί­ζουν.

• Ἡ ψυ­χὴ τοῦ χρι­στια­νοῦ στέ­κει μὲ δέ­ος καὶ πί­στι μπρο­στὰ στὸ θά­να­το. Τὸν βλέ­πει σὰν τὴν εἴ­σο­δο στὴ δε­ξί­ω­σι τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­να­μέ­νει μὲ πί­στι τὴ στιγ­μή, ποὺ θ᾿ ἀ­νοί­ξη ἡ πόρ­τα τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς καὶ ἀπ᾿ τὸν προ­θά­λα­μο τοῦ πα­ρόν­τος θὰ πε­ρά­σου­με στὸ σα­λό­νι τοῦ αἰ­ω­νί­ου· ἀπ᾿ τὸ χῶ­ρο τοῦ πό­νου θὰ πε­ρά­σου­με στὴν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τῆς θεί­ας εὐ­φρο­σύ­νης. 

Μὰ δὲν πρό­λα­βα νὰ τὸν ἀ­πο­λαύ­σω. Ἔ­φυ­γε τό­σο ξαφ­νι­κά. Μᾶς ἔ­φυ­γε πρό­ω­ρα... 

Αὐ­τὸ δὲν τὸ λέ­με μό­νο στὴν ἐκ­δη­μί­α νέ­ου προ­σώ­που. Καὶ ὅ­ταν προ­χω­ρη­μέ­νης ἡ­λι­κί­ας ἄ­το­μα ἀ­να­χω­ροῦν, καὶ τό­τε μι­λᾶ­με γιά... πρό­ω­ρο θά­να­το. 

• Μὲ τὸ δι­κό μας ρο­λό­ϊ φεύ­γει ὁ ἄν­θρω­πός μας πρό­ω­ρα. Ὄ­χι μὲ τὸ ρο­λό­ι τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει πό­τε εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα τοῦ κα­θε­νός. 

• Θἄ­πρε­πε νἄ­μα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σι εἴ­τε τὴ δι­κή μας εἴ­τε τῶν ἄλ­λων. Οὔ­τε ὁ πρῶ­τος εἶ­σαι οὔ­τε ὁ μό­νος, ποὺ τοῦ συ­νέ­βη­κε θά­να­τος ἀ­γα­πη­μέ­νου του προ­σώ­που. Ἔ­πρε­πε νἄ­χα­με συμ­φι­λι­ω­θῆ μὲ τὴ σκέ­ψι τοῦ θα­νά­του. Μ᾿ ὅ­ση εὐ­κο­λί­α καὶ φυ­σι­κό­τη­τα λέ­με τὸ «Κα­λη­νύ­χτα», μὲ τὴν ἴ­δια εὐ­κο­λί­α καὶ φυ­σι­κό­τη­τα νὰ βλέ­που­με τὸ θά­να­το. 

Ἀ­παι­τεῖ­ται εἰ­δι­κὴ ἀ­γω­γή. Νὰ πε­ρά­σου­με ἀ­πὸ εἰ­δι­κὸ φρον­τι­στή­ριο. Νὰ φι­λο­σο­φή­σου­με, νὰ σπου­δά­σου­με, τὸ δύ­σκο­λο, μὰ ἀ­ναγ­καῖ­ο μά­θη­μα, τὸ πῶς, δη­λα­δή, ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὁ θά­να­τος. Καὶ ὅ­ταν κο­ρυ­φω­θῆ ἡ δι­δα­σκα­λί­α καὶ ἡ πρα­κτι­κή, μὲ ὁ­δη­γὸ τὸν Ἀρ­χη­γὸ τῆς ζω­ῆς καὶ Νι­κη­τὴ τοῦ θα­νά­του, τὸ Χρι­στό, τό­τε θὰ μᾶς κά­νη τὸ τε­λευ­ταῖ­ο «τέ­στ», ἀ­πευ­θύ­νον­τας τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε πρὸς τὴ Μάρ­θα: «Πι­στεύ­εις τοῦ­το;» (Ἰ­ω­άν. 11,26); 

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ καὶ ἡ ἀ­νά­στα­σις;

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι κά­θε δύ­σις εἶ­ναι μί­α ἀ­να­το­λή;

• Πι­στεύ­εις, ὅ­τι μὲ τὸ θά­να­το με­τα­βαί­νου­με «ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τὴν ζω­ήν»; (Ἰ­ω­άν. 5,21). 

 

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 101-104)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου