Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Τὸ ἕ­ξα­θλο τοῦ Πο­λυά­θλου

 ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΘΛΟΥ ΙΩΒ, ΠΑΡΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ Π. ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ, " "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;"  




Τὸ ἕ­ξα­θλο τοῦ Πο­λυά­θλου

Ὑ­πάρ­χουν ἀ­θλη­τές, ποὺ ἐ­πι­δί­δον­ται ὄ­χι μό­νο σ' ἕ­να ἀ­γώ­νι­σμα, ἀλ­λὰ σὲ πολ­λά, στὸ πέν­τα­θλο, στὸ ἕ­πτα­θλο, στὸ δέ­κα­θλο. 

· Ἄ­θλη­της στὸ στί­βο, ποὺ λέ­γε­ται πό­νος ἦ­ταν ὁ Ἰ­ώβ.

· Νι­κη­τὴς τοῦ ἀ­γω­νί­σμα­τος, ποὺ λέ­γε­ται ὑ­πο­μο­νή.

· Θρι­αμ­βευ­τὴς καὶ τοῦ ὁ­ρα­μα­τι­σμοῦ, ποὺ λέ­γε­ται ἐλ­πί­δα

Ὄ­χι ἁ­πλῶς δέ­κα­θλος, ἀλ­λὰ πο­λύ­α­θλος ὁ Ἰ­ώβ. Ὁ ἐγ­κω­μια­στής του, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ἕ­ξι αἰ­τί­ες, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες θαυ­μά­ζει τὴν ὑ­πο­μο­νή του. 

Πρώ­τη αἰ­τί­α: Ὄ­χι ἕ­να ἢ δύ­ο, ἀλ­λὰ ὅ­λα τὰ κα­κὰ τὸν βρῆ­καν καὶ τὰ ὑ­πέ­μει­νε. «Μί­α μὲν αἰ­τί­α, ὅ­τι πάν­τα τὰ ἐν ἀν­θρώ­ποις κα­κὰ ἕ­να σῶ­μα ὑ­πέ­μει­νεν» (Ε.Π.Ε. 33,230).

• Ἂς θυ­μη­θοῦ­με, πῶς ὑ­πέ­φε­ρε τὸ σῶ­μα του. Ἔ­γι­νε πη­γὴ σκω­λή­κων. Γέ­μι­σε λέ­πρα. Μ᾿ ἕ­να ὄ­στρα­κο (κε­ρα­μί­δι) ἔ­ξυ­νε ἀ­κα­τά­παυ­στα τὸ σῶ­μα του. 

• Ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὴ γυ­ναί­κα του, ποὺ συ­νε­χῶς τὸν πλή­γω­νε μὲ τὴ γλώσ­σα της. «Γί­νε­ται τοῦ δαί­μο­νος ὅ­πλον ἡ σύ­νοι­κος καὶ το­ξεύ­ει τὸν ἄν­δρα, τὴν γλῶτ­ταν δα­νεί­σα­σα τῷ δι­α­βό­λῳ» (Ε.Π.Ε.33, 228). 

• Ἂς θυ­μη­θοῦ­με καὶ τὸ μαρ­τύ­ριο τῆς ὀ­δυ­νη­ρᾶς ἀ­ϋ­πνί­ας. Κά­θε πο­νε­μέ­νος ξε­κου­ρά­ζε­ται του­λά­χι­στον τὴ νύ­κτα. Ἠ­ρε­μι­στι­κὸ θαυ­μά­σιο ὁ ὕ­πνος. Στὸν Ἰ­ὼβ νύ­χτα καὶ μέ­ρα, ἡ μί­α ἦ­ταν χει­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη. Τὸν ἀ­κοῦ­με: «Ἐ­ὰν κοι­μη­θῶ, λέ­γω· Πό­τε ἡ­μέ­ρα; Ἐ­ὰν ἀ­να­στῶ, λέ­γω· Πό­τε ἑ­σπέ­ρα;» (Ἰ­ὼβ 7,4). 

Δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α: Ὅ­λες οἱ συμ­φο­ρὲς ἐ­πῆλ­θαν μα­ζε­μέ­νες. Χω­ρὶς δι­α­λείμ­μα­τα. Ἔ­πε­σαν ἀ­θρό­ον, ὅ­λες μα­ζί. «Ἑ­τέ­ρα αἰ­τί­α, ὅ­τι πάν­τα ὁ­μοῦ, καὶ οὐ­δὲ τὴν τυ­χοῦ­σαν ἔ­σχεν ἀ­να­κω­χὴν» (Ε.Π.Ε. 33,230-232). 

Πό­λε­μος χω­ρὶς ἀ­να­κω­χὴ τὰ ἀλ­λε­πάλ­λη­λα κτυ­πή­μα­τα. Ἐ­μεῖς πα­θαί­νου­με κά­ποι­ο κα­κό, ἀλ­λὰ με­σο­λα­βεῖ ὁ χρό­νος και ξε­χνᾶ­με τὴ συμ­φο­ρά. Ὅ­ταν ἔλ­θη κά­ποι­α ἄλ­λη ἀ­πέ­χει χρο­νι­κὰ ἀ­πὸ τὴν προ­η­γού­με­νη. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἰ­ὼβ ἕ­να ἂς σκε­φθοῦ­με: Εἶ­χε δέ­κα παι­διὰ καὶ ὅ­λα, μα­ζε­μέ­να, πέ­θα­ναν. «Δέ­κα τέ­κνα ἀ­πώ­λε­σε, τὰ δέ­κα ἀ­θρό­ον, τὰ δέ­κα ἐν αὐ­τῷ τῷ ἄν­θει τῆς ἡ­λι­κί­ας, τὰ δέ­κα πολ­λὴν ἀ­ρε­τὴν ἐ­πι­δε­δειγ­μέ­να, καὶ οὐ­δὲ τῷ κοι­νῷ τῆς φύ­σε­ως νό­μῳ, ἀλ­λὰ βια­ίῳ θα­νά­τῳ καὶ ἐ­λε­ει­νῷ» (Ε.Π.Ε. 31,128). 

Φαν­τα­σθῆ­τε τὴ στιγ­μή, ποὺ ἕ­νας δοῦ­λος του ἔρ­χε­ται ἀ­σθμαί­νον­τας καὶ με­τα­δί­δει στὸν Ἰ­ὼβ τὴν εἴ­δη­ση: «Στὸ σπί­τι τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου παι­διοῦ σου ἔ­τρω­γαν ὅ­λα μα­ζὶ τὰ παι­διά σου κι οἱ θυ­γα­τέ­ρες σου καὶ ξαφ­νι­κὰ ἔ­πε­σε τὸ σπί­τι καὶ τὰ πλά­κω­σε ὅ­λα»! (Ἰ­ὼβ 1,18). 

Τρί­τη αἰ­τί­α: Ὅ­λα τὰ κα­κά, ποὺ τὸν συ­νάν­τη­σαν, ἦ­σαν στὴ χει­ρό­τε­ρη μορ­φή. Τὸ κα­κὸ στὸ ζε­νίθ. «Καὶ τρί­την εἰ­πεῖν αἰ­τί­αν: Ὅ­τι τῶν εἰ­ρη­μέ­νων ἕ­κα­στον οὐ μό­νον ὁ­μοῦ ἐ­πῆλ­θεν, ἀλ­λὰ καὶ με­τὰ πολ­λῆς τῆς ὑ­περ­βο­λῆς καὶ τῆς σφο­δρό­τη­τος. Ἣ τε γὰρ πε­νί­α πε­νί­ας ἁ­πά­σης χα­λε­πω­τέ­ρα. Ἣ τε νό­σος, ἣ τε κα­θέ­δρα, ἣ τε τῶν παί­δων ἀ­πώ­λεια, ἣ τε τῶν ὄν­των ἁ­πάν­των» (Ε.Π.Ε.33,232). Με­τά­φρα­σις: Ἂς ποῦ­με καὶ τρί­τη αἰ­τί­α θαυ­μα­σμοῦ τοῦ Ἰ­ώβ. Τὰ κα­κὰ ὄ­χι μό­νο ἔ­πε­σαν μα­ζε­μέ­να, ἀλ­λὰ καὶ μὲ πά­ρα πολ­λὴ σφο­δρό­τη­τα καὶ ὑ­περ­βο­λή. Καὶ ἡ πεῖ­να ἦ­ταν χει­ρό­τε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη πεῖ­να. Καὶ ἡ ἀρ­ρώ­στια καὶ ἡ ἀ­θλί­α κα­τά­στα­σις καὶ ὁ χα­μὸς τῶν παι­δι­ῶν καὶ τὸ χά­σι­μο ὅ­λων τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, ἦ­σαν ὅ,τι χει­ρό­τε­ρο. 

Τε­τάρ­τη αἰ­τί­α θαυ­μα­σμοῦ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τοῦ Ἰ­ώβ: Δὲν ἦ­ταν πρὶν κα­νέ­νας ἄ­ση­μος καὶ φτω­χός. Εἶ­χε πο­λὺ πλοῦ­το καὶ με­γά­λη εὐ­η­με­ρί­α. Τὸ νὰ ζῆ κά­ποι­ος μέ­σα στὴ φτώ­χεια, δι­ό­τι γεν­νή­θη­κε φτω­χός, εἶ­ναι κά­πως εὔ­κο­λο. Το νὰ βρε­θῆ ὅ­μως στὴν ἐ­σχά­τη πε­νί­α καὶ καὶ ἐ­ξα­θλί­ω­σι­  ἐ­κεῖ­νος, ποὺ πρὶν τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ ζοῦ­σε σὰν πρίγ­κη­πας, αὐ­τὸ εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο. «Εἴ­πω καὶ τε­τάρ­την ὑ­περ­βο­λήν: τὸν πλοῦ­τον λέ­γω τὸν ἔμ­προ­σθεν καὶ τὴν εὐ­η­με­ρί­αν. Ὁ μὲν γὰρ ἐξ ἀρ­χῆς ἐν πε­νί­ᾳ ζή­σας εὐ­κο­λώ­τε­ρον ἂν ταύ­την ἤ­νεγ­κεν, ὅ­τε με­λε­τή­σας τὸ πά­θος. Ὁ δὲ ἐξ εὐ­η­με­ρί­ας το­σαύ­της κα­τε­νε­χθείς, διὰ τὸ ἀ­γύ­μνα­στον καὶ ἀ­με­λέ­τη­τον, καὶ χα­λε­πω­τέ­ραν ὑ­πο­μέ­νει εἰ­κὸς τὴν αἴ­σθη­σιν, καὶ πι­κρο­τέ­ραν τὴν ὀ­δύ­νην, καὶ μεί­ζο­να τὴν τα­ρα­χὴν ( Ε. Π. Ε. 30,234). Με­τά­φρα­σις: Θὰ πῶ καὶ τέ­ταρ­τη αἰ­τί­α θαυ­μα­σμοῦ. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν πλοῦ­το τοῦ Ἰ­ώβ. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χὴ ζῆ τὴ φτώ­χεια, εὐ­κο­λώ­τε­ρα μπο­ρεῖ νὰ τὴν ὑ­πο­μεί­νη, ἀ­φοῦ ἔ­χει συ­νη­θί­σει στὴ δυ­στυ­χί­α. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως, ποὺ κα­τάν­τη­σε φτω­χὸς ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τέ­τοι­α εὐ­η­με­ρί­α, ἐ­πει­δὴ δὲν ἔ­χει συ­νη­θί­σει καὶ δὲν τὸ πε­ρι­μέ­νει εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ αἰ­σθά­νε­ται φο­βε­ρὴ δυ­σκο­λί­α, πι­κρό­τε­ρο τὸν πό­νο, με­γα­λύ­τε­ρη τὴν τα­ρα­χή. 

Πέμ­πτη αἰ­τί­α: Τὸ νὰ ὑ­πο­φέ­ρη κά­ποι­ος ἁ­μαρ­τω­λός, ἄ­σω­τος, δι­ε­φθαρ­μέ­νος, ἔκ­φυ­λος, ἔ­χει τὴν ἐ­ξή­γη­σί του. Πλη­ρώ­νει τρό­πον τι­νὰ τὴν ἀ­σω­τεί­α του μὲ μί­α βρω­με­ρὴ ἀ­σθέ­νεια. Ἀλ­λὰ τὸ νὰ πλη­ρώ­νε­ται μὲ σκλη­ρὸ πό­νο καὶ ὁ δί­και­ος, ὁ ἅ­γιος, ὁ ἄ­μεμ­πτος, καὶ νὰ ὑ­πο­μέ­νη τὸν πό­νο, αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­νε­ξή­γη­το. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ κα­τα­πλη­κτι­κό. 

Δί­και­ος καὶ ἄ­μεμ­πτος ἦ­ταν ὁ Ἰ­ώβ. Καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ, ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό, τύ­πον τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος Ἀ­να­μάρ­τη­τος ὤν, ὑ­πέ­μει­νε Σταυ­ρόν. «Ἔ­χω καὶ πέμ­πτην αἰ­τί­αν εἰ­πεῖν: Ὅ­τι τῶν μὲν ἄλ­λων ἕ­κα­στος ἀν­θρώ­πων πολ­λὰ συ­νει­δὼς ἑ­αυ­τῷ πο­νη­ρά, τὴν αἰ­τί­αν οἶ­δεν ὧν πά­σχει· οὐ μι­κρὸν δὲ τοῦ­το εἰς πα­ρα­μυ­θί­αν... Ἐ­κεῖ­νος δὲ (ὁ Ἰ­ώβ), ὅ­τε εἰς τὸν βί­ον οἶ­δεν τὸν ἑ­αυ­τοῦ καὶ τὸ συνει­δὸς ὑ­πὲρ τὸν ἥ­λιον λάμ­πον εἶ­δεν» (Ε.Π.Ε. 33,234

Ἡ ὑ­πο­μο­νὴ τοῦ Ἰ­ὼβ δὲν ἦ­ταν μί­α πρά­ξις ἀ­νάγ­κης. Ἐ­μεῖς λέ­με συ­νή­θως: 

_Ἒ, τί νὰ κά­νου­με; Ὑ­πο­μο­νὴ πλέ­ον θὰ κά­νου­με. Μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κά; 

Μί­α τέ­τοι­α ὑ­πο­μο­νὴ ἔ­χει μὲν τὴν ἀ­ξί­α της, δι­ό­τι ὑ­πάρ­χει καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο, ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α καὶ ἡ αὐ­το­κτο­νί­α. Ἀλ­λὰ δὲν βρα­βεύ­ε­ται, ὅ­πως ἡ ὑ­πο­μο­νή, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἡ ἀ­πο­δο­χὴ μιᾶς κα­τα­στά­σε­ως, ὁ συμ­βι­βα­σμὸς μὲ μί­α τρα­γι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀλλ᾿ εἶ­ναι μί­α πρά­ξις ἐν­συ­νεί­δη­της ὑ­πο­τα­γῆς στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. 

Τέ­τοι­α ἦ­ταν γιὰ τὸν Ἰ­ὼβ ἡ ὑ­πο­μο­νή. Ἡ γυ­ναί­κα του τὸν προ­τρέ­πει νὰ βλα­σφη­μή­ση τὸ Θε­ὸ καὶ ν᾿ αὐ­το­κτο­νή­ση. «Εἰ­πέ τι ρῆ­μα πρὸς Κύ­ριον καὶ τε­λεύ­τα» (Ἰ­ὼβ 2,9). 

Καὶ ἐ­κεῖ­νος, ὄ­χι μό­νο δὲν αὐ­το­κτο­νεῖ, ὄ­χι μό­νο δὲν ἀ­πελ­πί­ζε­ται, ὄ­χι μό­νο δὲν ἀ­πο­δέ­χε­ται τὴ δο­κι­μα­σί­α κατ᾿ ἀ­νάγ­κη, ἀλ­λὰ τὴν ὑ­πο­δέ­χε­ται μὲ χα­ρά! 

• Ὑ­πο­τάσ­σε­ται ἑ­κού­σια στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἔ­δο­ξεν, οὕ­τω καὶ ἐ­γέ­νε­το» (Ἰ­ὼβ 1,21). 

• Φι­λο­σο­φεῖ πά­νω στὸ θέ­μα τῆς δο­κι­μα­σί­ας· τὴν θε­ω­ρεῖ ἐν­δε­χό­με­νο τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως καὶ τὰ κα­λά. «Εἰ τὰ ἀ­γα­θὰ ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρὸς Κυ­ρί­ου, τὰ κα­κὰ οὐχ ὑ­πo­ί­σο­μεν;» (Ἰ­ὼβ 2,10). 

• Δέ­χε­ται μὲ χα­ρὰ τὶς δο­κι­μα­σί­ες. Εἶ­ναι στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρό­δρο­μος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ποὺ λέ­γει: «Χαί­ρω ἐν τοῖς πα­θή­μα­σί μου» (Κο­λασ. 1,24). 

• Καὶ ὁ τρό­πος αὐ­τὸς ἀ­πο­δο­χῆς, καὶ ὑ­πο­δο­χῆς τῆς δο­κι­μα­σί­ας, ὑ­πο­μο­νῆς καὶ χα­ρᾶς, στη­ρί­ζε­ται στὴν ἐλ­πί­δα. Πά­σχει ἐλ­πί­ζον­τας. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ τῆ­ς  ἐλ­πί­δας. 

Ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὴν ἀλ­λη­λο­ε­ξάρ­τη­σι πό­νου, ὑ­πο­μο­νῆς, ἐλ­πί­δας, χα­ρᾶς, ποὺ πα­ρου­σιά­ζει ὁ Ἀ­πο­στο­λος Παῦ­λος (Ρωμ. 5,3-4). 

Ἕ­κτη αἰ­τί­α: Ἄλ­λο εἶ­ναι νὰ ση­κώ­νη κά­ποι­ος μὲ τὶς δι­κές του μυ­ϊ­κὲς δυ­νάμεις δι­α­κό­σια κι­λὰ βά­ρους, καὶ ἄλ­λο νὰ ση­κώ­νη τὸ ἴ­διο βά­ρος μὲ ἀ­νυ­ψω­τι­κὸ μη­χά­νη­μα, μὲ Φορ­τω­τή. Τὸ πρῶ­το εἶ­ναι ἀ­πεί­ρως θαυ­μα­σι­ώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ δεύ­τε­ρο. 

Ὁ Ἰ­ὼβ σή­κω­σε τὸ βά­ρος τῶν θλί­ψε­ων πρὸ Χρι­στοῦ, σὲ ἐ­πο­χή, ποὺ στὴ γῆ δὲν εἶ­χε ἔλ­θει ἡ ἀ­νυ­ψω­τι­κὴ δύ­να­μις, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται χά­ρις. Πρὸ τῆς χά­ρι­τος τέ­τοι­ο θαῦ­μα! Πρὸ τῆς χά­ρι­τος τέ­τοι­α δύ­να­μις ψυ­χῆς, τέ­τοι­α ἀν­το­χή!

Κι ἐ­μεῖς, με­τὰ τὴ χά­ρι, τό­ση ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α, τό­ση λι­πο­ψυ­χί­α, τό­ση ἀ­νη­συ­χί­α, τό­σο ἄγ­χος, τό­ση ἀ­πελ­πι­σί­α; «Εἴ­πω καὶ ἑ­τέ­ραν ὑ­περ­βο­λὴν μά­λι­στα στε­φα­νοῦ­σαν τὸν ἀ­θλη­τὴν ἐ­κεῖ­νον (τὸν Ἰ­ώβ). Τὶς οὖν ἔ­στιν αὕ­τη; Ἡ ἀ­πὸ τοῦ χρό­νου δι­α­φο­ρά· πρὸ γὰρ τῆς χά­ρι­τος καὶ πρὸ τοῦ νό­μου γε­νό­με­νος, τοια­ῦτα ἐ­φι­λο­σό­φη­σεν... Οὐ γάρ ἴ­σον, πα­ρα­γε­νο­μέ­νου τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοιαῦτα ἐ­πι­δει­ξα­μέ­νου, καὶ πρὸ νό­μου καὶ προ­φη­τῶν τοια­ῦτα ἐ­πι­δεί­κνυ­σθαι» (Ε.Π.Ε. 33,234-236). Με­τά­φρα­σις: Θὰ πῶ καὶ ἄλ­λο θαυ­μα­στό, ποὺ αὐ­τὸ μά­λι­στα στε­φα­νώ­νει τὸν ἀ­θλη­τὴ ἐ­κεῖ­νο (τὸν Ἰ­ώβ). Ποι­ὸ εἶ­ναι; Ἡ δι­α­φο­ρὰ τῆς ἐ­πο­χῆς του καὶ τῆς δι­κῆς μας. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­ζη­σε πρὶν ἀπ᾿ τὴ χά­ρι καὶ πρὶν ἀπ᾿ τὸ νό­μο· κι ὅ­μως τό­σο κα­τα­πλη­κτι­κὰ ἔ­ζη­σε... Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο τὸ νά­χη ἔλ­θει ὁ Χρι­στὸς καὶ νὰ ἔ­χη δεί­ξει τό­σα κα­τα­πλη­κτι­κά, καὶ τὸ νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ος τό­σο ἅ­γιος πρὶν ἀπ᾿ τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο καὶ πρὶν ἀπ᾿ τοὺς προ­φῆ­τες (ὅ­πως ὁ Ἰ­ώβ).

 

(Άρχιμανδρ. Δανιήλ Ἀεράκη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 71-77)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου