Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ                    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

(25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, χαί­ρε­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ πάν­το­τε· πά­λιν ἐ­ρῶ, χαί­ρε­τε. τὸ ἐ­πι­ει­κὲς ὑ­μῶν γνω­σθή­τω πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις. ὁ Κύ­ριος ἐγ­γύς. μη­δὲν με­ρι­μνᾶ­τε, ἀλ­λ' ἐν παν­τὶ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δε­ή­σει με­τὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑ­πε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν φρου­ρή­σει τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν καὶ τὰ νο­ή­μα­τα ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Τὸ λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα ἐ­στὶν ἀ­λη­θῆ, ὅ­σα σε­μνά, ὅ­σα δί­και­α, ὅ­σα ἁ­γνά, ὅ­σα προ­σφι­λῆ, ὅ­σα εὔ­φη­μα, εἴ τις ἀ­ρε­τὴ καὶ εἴ τις ἔ­παι­νος, ταῦ­τα λο­γί­ζε­σθε· ἃ καὶ ἐ­μά­θε­τε καὶ πα­ρε­λά­βε­τε καὶ ἠ­κού­σα­τε καὶ εἴ­δε­τε ἐν ἐ­μοί, ταῦ­τα πράσ­σε­τε· καὶ ὁ Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης ἔ­σται με­θ' ὑ­μῶν.   

                           (Φι­λιπ. δ΄[4] 4-9)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, νὰ χαί­ρε­στε πάν­το­τε μὲ τὴ χα­ρὰ πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Κύ­ριο. Πά­λι θὰ πῶ, νὰ χαί­ρε­στε. Ἡ ἐ­πι­εί­κειά σας καὶ ἡ ὑ­πο­χω­ρη­τι­κό­τη­τά σας ἂς γί­νει γνω­στὴ σ' ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους, καὶ σ' αὐ­τοὺς ἀ­κό­μη τοὺς ἀ­πί­στους. Ὁ Κύ­ριος πλη­σιά­ζει νὰ ἔλ­θει, καὶ αὐ­τὸς θὰ ἀ­πο­δώ­σει στὸν κα­θέ­να ὅ,τι τοῦ ἀ­νή­κει. Μὴν κυ­ρι­εύ­ε­στε ἀ­πό ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά γιὰ κά­θε τι πού σᾶς πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, νὰ κά­νε­τε γνω­στά τά αἰ­τή­μα­τά σας στό Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καί τή δέ­η­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες πρέ­πει νὰ συ­νο­δεύ­ον­ται καὶ μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α γιά ὅ­σα ὁ Θε­ός μᾶς ἔ­δω­σε. Κι ἔ­τσι, ὅ­ταν δι­ώ­χνε­τε κά­θε μέ­ρι­μνα καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας στὴ θεί­α Πρό­νοι­α, ἡ εἰ­ρή­νη πού ἔ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ τὴν με­τα­δί­δει στοὺς δι­κούς του, τῆς ὁ­ποί­ας τὴν τε­λει­ό­τη­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­ώ­σει κα­νέ­νας νοῦς, εἴ­τε ἀν­θρώ­πι­νος εἴ­τε ἀγ­γε­λι­κός, θὰ φρου­ρή­σει τὶς καρ­δι­ές σας καὶ τὶς σκέ­ψεις σας, ἐ­φό­σον μέ­νε­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Καὶ τώ­ρα ἀ­πο­μέ­νει, ἀ­δελ­φοί μου, νὰ σᾶς ἀ­πευ­θύ­νω καὶ μί­α ἄλ­λη προ­τρο­πή: Ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, ὅ­σα εἶ­ναι σε­μνά καί σε­βα­στά, ὅ­σα εἶ­ναι δί­και­α, ὅ­σα εἶ­ναι ἀ­μό­λυν­τα καὶ ἁ­γνά, ὅ­σα εἶ­ναι προ­σφι­λῆ στὸ Θε­ὸ καὶ στοὺς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους, ὅ­σα ἔ­χουν κα­λὴ φή­μη κα­θὼς καὶ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­λὸ ἔρ­γο πού εἶ­ναι ἄ­ξιο ἐ­παί­νου, αὐ­τὰ νὰ συλ­λο­γί­ζε­στε καὶ νὰ προ­σέ­χε­τε, γιὰ νὰ τὰ ἐ­φαρ­μό­ζε­τε καὶ στὴ ζω­ή σας. Αὐ­τὰ πού μά­θα­τε καὶ πα­ρα­λά­βα­τε καὶ ἀ­κού­σα­τε μὲ τὴν προ­φο­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, κα­θὼς καὶ αὐ­τὰ πού εἴ­δα­τε σ' ὅ­λη τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὴ δι­α­γω­γή μου, αὐ­τὰ νὰ κά­νε­τε. Καὶ τό­τε ὁ Θε­ός, πού εἶ­ναι ὁ χο­ρη­γός τῆς εἰ­ρή­νης, θὰ εἶ­ναι μα­ζί σας.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐ­πο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑ­αυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βα­ΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κρα­ύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ὄ­χλος, ὅ­τι ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τ ση­μεῖ­ον.  

                                                  (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. «Συ­στή­σα­σθε ἑ­ορ­τὴν καὶ ἀ­γαλ­λό­με­νοι δεῦ­τε με­γα­λύ­νω­μεν Χρι­στόν»! Μὲ αὐ­τὰ τὰ ἐμ­πνευ­σμέ­να πα­νη­γυ­ρι­κὰ λό­για ὁ ὑ­μνω­δὸς μᾶς κα­λεῖ νὰ ὑ­μνή­σου­με σή­με­ρα τὸν Κύ­ριο. Μᾶς προ­τρέ­πει νὰ με­τα­φερ­θοῦ­με στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ νὰ Τὸν ὑ­πο­δε­χτοῦ­με λα­τρευ­τι­κὰ ψάλ­λον­τας μα­ζὶ μὲ τὰ ἀ­πει­ρό­κα­κα παι­διὰ τὸ «ὡ­σαν­νά».

Ἐ­ὰν δὲ οἱ ἐ­χθροί Του βυσ­σο­δο­μο­ῦν ἐ­ναν­τί­ον Του, οἱ πι­στοί Του μὲ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρη θέρ­μη καὶ ὁρ­μη­τι­κὸ ἐν­θου­σια­σμὸ ἂς ἐκ­φρά­σου­με τὴν πί­στη μας καὶ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­γά­πη μας σὲ Ἐ­κεῖ­νον.

Ἀλ­λω­στε, πρὶν ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον, ἡ Μα­ρί­α, ἡ ἀ­δελ­φὴ τοῦ Λα­ζά­ρου στὴ Βη­θα­νί­α δί­δει τὸ πα­ρά­δειγ­μα. Στὸ δεῖ­πνο, πα­ρέ­θε­σαν στὸ σπί­τι τους πρὸς τι­μὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­πῆ­ρε μύ­ρον «νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου» καὶ «ἤ­λει­ψε τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ».

Γιὰ νὰ ἐ­κτι­μή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴν πρά­ξη τῆς Μα­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἤ­θε­λε μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Κύ­ριο γιὰ τὴ νε­κρα­νά­στα­ση τοῦ ἀ­δελ­φοῦ της, πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με τὰ ἑ­ξῆς. Τὸ μύ­ρο ἦ­ταν ἀ­πὸ «νάρ­δον πι­στι­κήν», δη­λα­δὴ ἄ­ρω­μα ἀ­νό­θευ­το ἀ­πὸ τὴν εὐ­ω­δέ­στα­τη βα­λε­ριά­να. Καὶ ἦ­ταν «πο­λύ­τι­μον», πα­νά­κρι­βο. Ἤ­δη ὁ Ἰ­ού­δας πρό­χει­ρα τὸ ἀ­πο­τί­μη­σε σὲ ἀ­ξί­α «τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων», πο­σὸ ποὺ ἀν­τι­στοι­χεῖ γύρω στὰ 10.000 πε­ρί­που ση­με­ρι­νὰ εὐ­ρώ (1 δη­νά­ριο ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἕ­να στοι­χει­ῶ­δες ἡ­με­ρο­μί­σθιο· Ματθ. κ'[20] 2). Μὴ μᾶς φαί­νε­ται δὲ ὑ­περ­βο­λι­κὸ τὸ πο­σόν, δι­ό­τι καὶ ἡ πο­σό­τη­τα ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λη. Μί­α λί­τρα ἀν­τι­στοι­χεῖ μὲ 325 γραμ­μά­ρια. Ἀπ᾿ αὐ­τὸ δὲ κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­τι δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ μιὰν ἁ­πλὴ ἐ­πά­λει­ψη. Θὰ λέ­γα­με μᾶλ­λον ὅ­τι ἡ Μα­ρί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ἔ­λου­σε τὰ πα­νά­χραν­τα πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου μὲ τὸ μύ­ρον.

Μί­αν τέ­τοι­α ὁ­λό­ψυ­χη καὶ γεν­ναί­α ἀ­γά­πη ἂς δεί­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς πρὸς τὸν Κύ­ριο. Τώ­ρα, τὴ Με­γά­λη Βδο­μά­δα, προ­στρέ­χον­τας πρόθυμα στὶς Ἱ­ε­ρὲς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λες τὶς ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας, αἰ­σθα­νό­με­νοι ζω­η­ρὴ τὴν πα­ρου­σί­α Του καὶ τὶς ἀ­μέ­τρη­τες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, ἐ­πι­κοι­νω­νών­τας δὲ μὲ θερ­μὴ προ­σευ­χὴ μα­ζί Του. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως προ­σφέ­ρον­τας ὡς ἄλ­λο μύ­ρο πο­λύ­τι­μο τὸν ἀ­γώ­να μας γιὰ τὴν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ καὶ ὁ­σεσ­δή­πο­τε θυ­σί­ες χρεια­σθοῦν γιὰ τὴν Ἀ­γά­πη Του.

2. Ἐ­κεῖ, στὴ Βη­θα­νί­α, προ­σέ­τρε­ξε καὶ «ὄ­χλος πο­λὺς ἐκ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων». Ἤ­θε­λαν νὰ δοῦν τὸν Κύ­ριο καὶ συγ­χρό­νως τὸν νε­κρα­να­στη­μέ­νο Λά­ζα­ρο. Ἐξ αἰ­τί­ας δὲ αὐ­τοῦ, πράγ­μα­τι πολ­λοὶ «ἐ­πί­στευ­ον εἰς τὸν Ἰ­η­σοῦν». Καὶ ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὴ θρι­αμ­βευ­τι­κὴ αἴ­νε­ση καὶ ὑ­πο­δο­χὴ τοῦ Κυ­ρί­ου τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, δι­ό­τι «ἤ­κου­σαν τοῦ­το αὐ­τὸν πε­ποι­η­κέ­ναι τὸ ση­μεῖ­ον», ὅ­τι δη­λα­δὴ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει τὸ μέ­γα θαῦ­μα στὸν τε­ταρ­ταῖ­ο νε­κρό.

Αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σει τὴν ξε­χω­ρι­στὴ εὐ­θύ­νη, ποὺ ἔ­χου­με οἱ Χρι­στια­νοί. Νὰ δεί­χνου­με στὴ ζω­ή μας τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ ἑλ­κύ­ου­με ψυ­χὲς πρὸς Ἐ­κεῖ­νον, τὸν αἰ­ώ­νιο καὶ μο­να­δι­κὸ Λυ­τρω­τὴ τῶν ψυ­χῶν.

Ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἀ­κού­γε­ται νὰ ρη­το­ρεύ­ει. Τὸ ὅ­τι ὅ­μως β­ρί­σκε­ται νε­κρα­να­στη­μέ­νος, γε­μά­τος ζω­ὴ καὶ σφρί­γος, ἀ­πο­τε­λεῖ κή­ρυγ­μα καὶ «ση­μεῖ­ον», ποὺ πεί­θει, ἑλ­κύ­ει τὸν θαυ­μα­σμό, γεν­νᾶ τὴν πί­στη. Καὶ ἐ­μεῖς, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ λό­για μας, ἂς ὑ­πο­λο­γί­ζου­με καὶ ἂς φρον­τί­ζου­με γιὰ τὴ ζω­ή μας.

Εἴ­μα­τε οἱ «νε­κρα­να­στη­μέ­νοι» ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό; Πο­λι­τευ­ό­μα­στε «ὡς ἐκ νε­κρῶν ζῶν­τες»; (Ρωμ. Ϛ΄ [6] 13). Εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι γα­λή­νιοι, σο­βα­ροί, δί­και­οι, προ­σε­κτι­κοί, μὲ οὐ­ρά­νιο ἦ­θος; Μπο­ρεῖ ἕ­νας Μω­α­με­θα­νός, Ἰ­ά­πω­νας, Πα­κι­στα­νός, Ἀ­φρι­κα­νὸς ἢ Εὐ­ρω­παῖ­ος ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ ἔ­χουν κα­τα­κλύ­σει ἐ­σχά­τως τὸν τό­πον μας, νὰ προ­βλη­μα­τι­στεῖ καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐξ αἰ­τί­ας μας; Μπο­ρεῖ νὰ ξε­χω­ρί­σει πά­νω μας τὴν χά­ρη καὶ τὴν πνο­ὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, νὰ δι­αι­σθαν­θεῖ ὅ­τι «συν­τα­φέν­τες» μὲ τὸν Χρι­στὸ «διὰ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος» γευ­ό­μα­στε ἀ­πὸ τώ­ρα «τῆς ἀ­θα­νά­του ζω­ῆς»;

Πό­σο με­γά­λη, πράγ­μα­τι, εἶ­ναι ἡ εὐ­θύ­νη μας!

3. Ἡ ὑ­πο­δο­χή, ποὺ ἐ­πε­φύ­λα­ξε ὁ λα­ὸς γιὰ τὸν Κύ­ριο, ἦ­ταν ἄ­νευ προ­η­γου­μέ­νου. «Ὄ­χλος πο­λὺς» συν­κεν­τρώ­θη­κε, πρω­το­φα­νὴς ἐν­θου­σια­σμὸς ἐ­πι­κρά­τη­σε, «βα­ΐ­α τῶν φοι­νί­κων» ἐσεί­ον­το θρι­αμ­βευ­τι­κὰ καὶ φω­νὲς μυ­ρι­ό­στο­μες ἀν­τη­χοῦ­σαν: «εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ».

Πα­ρὰ ταῦ­τα ἡ στά­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σε­μνὴ καὶ με­τρη­μέ­νη. Δὲν ἀν­τι­χαι­ρε­τᾶ τὰ πλή­θη οὔ­τε προ­σπα­θεῖ νὰ ὑ­πεκ­καύ­σει ἢ ἔ­στω νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὸν γε­νι­κὸ ἐν­θου­σια­σμὸ ὑ­πὲρ Του. Δὲν ζη­τεῖ ἅρ­μα διὰ νὰ εἰ­σέλ­θει θρι­αμ­βευ­τής, ἀλλ᾿ οὔ­τε καὶ ἄ­λο­γο γιὰ νὰ ξε­χω­ρί­ζει με­γα­λο­πρε­πής. Δι­α­λέ­γει ἕ­να «ὀ­νά­ριον» καὶ δι­έρ­χε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἐ­πευ­φη­μί­ες τοῦ λα­οῦ ἁ­πλός, τα­πει­νός, «πρα­ΰς».

Πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­λους ὅ­τι δὲν ἔρ­χε­ται νὰ κα­τε­ξου­σιά­σει μὲ τὴ δύ­να­μη, οὔ­τε νὰ κα­τα­τυ­ραν­νή­σει μὲ τὸν φό­βο, ἀλλ᾿ οὔ­τε ἀ­κό­μη νὰ δη­μα­γω­γή­σει μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐν­τυ­πώ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς δι­κῆς Του βα­σι­λεί­ας φέ­ρει τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴ γλυ­κύ­τη­τα, τὴ στορ­γή, τὴν ἀ­γά­πη. Μὲ αὐ­τὰ τὰ «ὅ­πλα» ἑλ­κύ­ει, ἐ­λευ­θε­ρώ­νει, σώ­ζει τὶς ψυ­χές. Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ εἶ­χε προ­α­ναγ­γεί­λει ὁ Προ­φή­της.

Ἂς μά­θου­με νὰ μὴ ἐ­πη­ρε­α­ζό­μα­στε ἀ­πὸ φθη­νά, πρό­σκαι­ρα ἰν­δάλ­μα­τα, ποὺ μὲ πο­λὺ θό­ρυ­βο καὶ «φαν­τα­σί­α» μᾶς προ­σφέ­ρει ὁ κό­σμος. Ἀ­κό­μη, ἂς ἀν­τι­στε­κό­μα­στε σθε­να­ρὰ σὲ ὅ­σους μὲ ἀ­πει­λὲς καὶ ἐκ­φο­βι­σμοὺς προ­σπα­θοῦν νὰ μᾶς πτο­ή­σουν καὶ νὰ μᾶς κα­τα­στή­σουν θλι­βε­ροὺς «δού­λους ἀν­θρώ­πων». Τὸ βλέμ­μα τῆς ψυ­χῆς μας ἂς εἶ­ναι στη­ριγ­μέ­νο σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον, τὸν «ἐρ­χό­με­νον ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου», ποὺ θὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει στὴν Οἰ­κου­μέ­νη διὰ τῆς Ἀ­γά­πης καὶ θὰ φέ­ρει στὴ γῆ τὴ γα­λή­νη καὶ τὴν εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου