Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΥΠΝΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Ὄ­χι κο­πε­τοὶ καὶ θρή­νοι.

 

ΥΠΝΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὄ­χι κο­πε­τοὶ καὶ θρή­νοι



Δι­και­ο­λο­γεῖ­ται κά­ποι­α σύμ­με­τρη θλί­ψις γιὰ τὸ θά­να­το προ­σφι­λοῦς μας προ­σώ­που. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ ἔκ­φρα­σις συμ­πα­θεί­ας. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α, ποὺ κά­νει τὴν ψυ­χὴ νὰ πο­νά­η. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη, πρὸς τὴ φί­λη ψυ­χή, ποὺ ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ κον­τά μας. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται καὶ ἀπ᾿ τὸ χω­ρι­σμό, ἔ­στω κι ἂν εἶ­ναι προ­σω­ρι­νός. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α.

• Ἄλ­λο ὅ­μως συμ­πά­θεια, καὶ ἄλ­λο πά­θος καὶ εὐ­πά­θεια.

• Ἄλ­λο πό­νος, καὶ ἄλ­λο θρῆ­νος.

• Ἄλ­λο θλί­ψις, καὶ ἄλ­λο σπα­ραγ­μός.

Ἔ­τσι ὅ­πως συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε σή­με­ρα στὶς κη­δεῖ­ες, μὲ σπα­ραγ­μοὺς καὶ ἀ­να­φι­λη­τά, μὲ κραυ­γὲς καὶ οἰ­μω­γές, εἶ­ναι σὰ νὰ μὴ πι­στεύ­ου­με, ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πός μας κοι­μᾶ­ται, ὅ­τι ἡ ψυ­χή του ζῆ στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Θε­οῦ. Προ­σβάλ­λου­με τὸ Χρι­στό, τὸ νι­κη­τὴ τοῦ θα­νά­του. Φα­νε­ρώ­νου­με, ὅ­τι ἀ­νή­κου­με στοὺς «λοι­πούς, τοὺς μὴ ἔ­χον­τας ἐλ­πί­δα» (Α' Θεσ. 4,13). 

Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος μᾶς πα­ραγ­γέλ­λει: «Μη­δείς τοί­νυν κο­πτέ­σθω λοι­πόν, μη­δεὶς θρη­νεί­τω, μη­δὲ τὸ κα­τόρ­θω­μα τοῦ Χρι­στοῦ δι­α­βαλ­λέ­τω. Καὶ γάρ ἐ­νί­κη­σε τὸν θά­να­τον. Τί τοί­νυν πε­ριτ­τὰ θρη­νεῖς; Ὕ­πνος τὸ πράγ­μα γέ­γο­νε. Τί ὀ­δύ­ρῃ καὶ κλαί­εις; Τοῦ­το γὰρ εἰ καὶ Ἕλ­λη­νες ἐ­ποί­ουν, κα­τα­γε­λᾶν ἔ­δει. Ὅ­ταν δὲ ὁ πι­στὸς ἐν τού­τοις ἀ­σχη­μο­νῇ, ποί­α Ἀ­πο­λο­γί­α; Τὶς ἔ­σται συγ­γνώ­μη τοια­ῦτα ἀ­νo­η­ταί­νου­σι, καὶ ταῦ­τα με­τὰ χρό­νον το­σοῦ­τον καὶ σα­φῆ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως Ἀ­πό­δει­ξιν» (Ε.Π.Ε. 10,352). Με­τά­φρα­σις: Κα­νέ­νας, λοι­πόν, ἂς μὴ κλαί­η ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα. Κα­νέ­νας ἂς μὴ θρη­νῆ, οὔ­τε ἂς προ­σβάλ­λη τὸ κα­τόρ­θω­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς νί­κη­σε τὸ θά­να­το. Για­τί, λοι­πόν, πε­ριτ­τὰ θρη­νεῖς; Τὸ φαι­νό­με­νο δὲν εἶ­ναι θά­να­τος εἶ­ναι ὕ­πνος. Για­τί κτυ­πι­έ­σαι καὶ κλαῖς; Καὶ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἂν ἔ­κα­ναν κά­τι τέ­τοι­ο, θὰ ἦ­ταν ἄ­ξιο γέ­λιου. Ὅ­ταν ἐν τού­τοις, ὄ­χι εἰ­δω­λο­λά­τρης, ἀλλ᾿ ὁ πι­στὸς ἀ­σχη­μο­νῆ μὲ μοι­ρο­λό­για, τί λό­γο θὰ δώ­ση; Πῶς θὰ συγ­χω­ρε­θοῦν ὅ­σοι ἀ­νο­η­ταί­νουν κατ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο καὶ κά­νουν σὰν ἄ­πι­στοι, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια με­τὰ Χρι­στὸν καὶ ἀ­πὸ τό­σο σα­φῆ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ἀ­να­στά­σε­ως; 

Ὁ κο­πε­τὸς καὶ τὸ μοι­ρο­λό­γι εἶ­ναι ἀ­πα­ρά­δε­κτα γιὰ τὸ χρι­στια­νό. 

• Ποι­ὰ μη­τέ­ρα κλαί­ει, δι­ό­τι τὸ παι­δά­κι της κλεί­νει τὰ μα­τά­κια του καὶ κοι­μᾶ­ται μέ­σα στὴν κού­νια; 

• Ποι­ὰ γυ­ναί­κα κλαί­ει, δι­ό­τι ὁ ἄν­δρας της, κου­ρα­σμέ­νος ἀ­π᾿ τὴ δου­λειά του, κλεί­νει τὰ μά­τια του καὶ κοι­μᾶ­ται; 

• Κα­νέ­νας χρι­στια­νὸς ἀ­λη­θι­νὸς δὲν κλαί­ει ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πός του, ὁ ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φός του, ἔ­φυ­γε ἀπ᾿ τὸν κό­σμο τοῦ­το. 

• Δὲν πέ­θα­νε. Κοι­μή­θη­κε. 

• Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἕ­νας με­γά­λος ὕ­πνος καὶ ὁ ὕ­πνος ἕ­νας μι­κρὸς θά­να­τος. Ἔ­τσι δί­δα­σκε ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ καὶ ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός. Ἔ­τσι ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κὰ το­νί­ζει καὶ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Ὅ­ρα παν­τα­χοῦ ὕ­πνον κα­λού­με­νον τὸν θά­να­τον. Διὰ τοῦ­το καὶ ὁ τό­πος κοι­μη­τή­ριον ὠ­νό­μα­σται». 

• Ὁ ὕ­πνος ξε­κου­ρά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Καὶ ὁ θά­να­τος ἀ­να­παύ­ει τὸν ἄν­θρω­πο. 

• Στὸν ὕ­πνο τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται, ἀλλ᾿ ἡ ψυ­χὴ ξα­γρυ­πνᾶ. Στὸ θά­να­το τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται. Ὄ­χι γιὰ πάν­τα. Θὰ ξυ­πνή­ση, ὅ­ταν σαλ­πί­ση ἡ ἐ­σχά­τη σάλ­πιγ­γα «καὶ οἱ νε­κροὶ ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­στή­σον­ται πρῶ­τον» (Α' Θεσ. 4,15). Ἀλλ᾿ ὅ­σο τὸ σῶ­μα κοι­μᾶ­ται στὸ κοι­μη­τή­ριο, ἡ ψυ­χὴ ὄ­χι μό­νο ξα­γρυ­πνᾶ, ἀλ­λὰ ζῆ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή της, στὴ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α της. 

• Ὅ­ταν ὁ κου­ρα­σμέ­νος ἄν­θρω­πος κοι­μᾶ­ται, στὸν ὕ­πνο ἡ ψυ­χὴ βλέ­πει ὄ­νει­ρα. Ὅ­ταν μὲ τὸ θά­να­το τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα κοι­μᾶ­ται, ἡ ψυ­χὴ δὲν βλέ­πει πλέ­ον ὄ­νει­ρα. Ζῆ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γιὰ τὴν πι­στὴ καὶ ἐ­νά­ρε­τη ψυ­χή, τὴ φί­λη τοῦ Χρι­στοῦ ψυ­χή, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ μα­κα­ρί­α ζω­ὴ στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. 

• Ἡ ψυ­χὴ ζῆ, χω­ρι­σμέ­νη ἀπ᾿ τὸ σῶ­μα. Καὶ σὰν ἔλ­θη ἡ στιγ­μὴ τῆς κοι­νῆς ἀ­να­στά­σε­ως, θὰ ξα­να­ε­νω­θῆ ἡ ψυ­χὴ μὲ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ ζοῦν μα­ζὶ τὴ χα­ρὰ τῶν ἀγ­γέ­λων. 

Πε­ριτ­τός, λοι­πόν, καὶ ἀ­πρε­πὴς ὁ θρῆ­νος γιὰ τὸ θά­να­το. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος συ­νι­στᾶ στὸν πεν­θοῦν­τα χρι­στια­νό: «Ὅ­ταν ἐν­ταῦ­θα (ἐν τῷ κοι­μη­τη­ρί­ω) νε­κρό­ν ἄ­γης, μὴ κα­τά­κο­πτε ἑ­αυ­τὸν οὐ γὰρ πρὸς θά­να­τον, ἀλ­λὰ πρὸς ὕ­πνον ἄ­γεις». 

• Δὲν εἶ­ναι μό­νο πε­ριτ­τός. Εἶ­ναι καὶ ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος. Ἐ­πι­ζή­μιος γι᾿ αὐ­τόν, ποὺ ἔ­φυ­γε. Ξέ­ρεις τί θὰ πῆ, νὰ στε­φα­νώ­νε­ται ὁ πρω­τα­θλη­τὴς καὶ νὰ βλέ­πη στὶς κερ­κί­δες τοὺς συγ­γε­νεῖς του νὰ χτυ­πι­οῦν­ται ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα, δι­ό­τι... στε­φα­νώ­νε­ται; 

Τὴ στιγ­μὴ τοῦ θα­νά­του ὁ χρι­στια­νός, συ­νε­πὴς ἀ­γω­νι­στὴς τοῦ ὡ­ραί­ου ἀ­γώ­να, στε­φα­νώ­νε­ται ἀπ᾿ τὸν Κύ­ριο. Κα­τα­τάσ­σε­ται στὴ θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α. Ζῆ τὴν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη χα­ρὰ καὶ δό­ξα ὅ­λων τῶν «πρω­το­τό­κων τῶν ἀ­πο­γε­γραμ­μέ­νων ἐν οὐ­ρα­νοῖς» (Ἑ­βρ. 12,23). Κι ἐ­μεῖς, οἱ συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λοι του, ἀν­τὶ ἀπ᾿ τὶς κερ­κί­δες τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ συγ­χαί­ρου­με, ὁ­λο­φυ­ρό­με­θα καὶ χτυ­πι­ό­μα­στε. Για­τί; Δι­ό­τι ὁ ἀ­θλη­τὴς στε­φα­νώ­νε­ται! 

• Εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Σὰν βλέ­πουν τὸ δι­κό μας κο­πε­τό, τρο­μά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ θά­να­το. 

Ποι­ὸς φο­βᾶ­ται ἕ­να ἀ­νί­σχυ­ρο σκυ­λά­κι; Γαυ­γί­ζει μό­νο. Δὲν δαγ­κώ­νει. Ἂν δεί­ξης ἐ­σύ, πὼς τὸ φο­βᾶ­σαι, θὰ κά­νης καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ τὸ φο­βοῦν­ται. 

Ἀ­νί­σχυ­ρο σκυ­λά­κι ὁ θά­να­τος. Ξε­δον­τι­α­σμέ­νο. Ἁ­πλῶς σὰν νὰ τὸ βά­ζη ο δι­ά­βο­λος νὰ γαυ­γί­ζη, γιὰ νὰ μᾶς τρο­μά­ζη. Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε. Δὲν δαγ­κώ­νει. Μὴ τὸ φο­βᾶ­σαι. Οἱ μάρ­τυ­ρες σὰν νὰ ἔ­παι­ζαν μα­ζί του. Ὅ­ταν, λοι­πόν, ἐ­μεῖς στὴ θέ­α του φω­νά­ζου­με καὶ στριγ­γλί­ζου­με, κά­νου­με καὶ τοὺς ἄλ­λους νὰ φο­βοῦν­ται καὶ νὰ τρέ­μουν. 

Ἦ­ταν κά­πο­τε θη­ρί­ο ὁ θά­να­τος. Τώ­ρα εἶ­ναι ἡ πα­ρου­σί­α γιὰ τὴ με­γά­λη ἀλ­λα­γή. Φεύ­γου­με ἀπ᾿ τὴν προ­σω­ρι­νό­τη­τα γιὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. 

• Εἶ­ναι ἐ­πι­ζή­μιος ὁ θρῆ­νος καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Κο­ρο­ϊ­δεύ­ου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας μὲ τοὺς κο­πε­τούς. Ἀπ᾿ τὸ ἕ­να μέ­ρος κα­λοῦ­με τὸν πρε­σβύ­τε­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ τὸν ἐ­πί­σκο­πο, νὰ προ­σευ­χη­θῆ γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­ση τοῦ δι­κοῦ μας ἀν­θρώ­που, κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη κλαῖ­με καὶ ὁ­λο­φυ­ρό­μα­στε, σὰν νὰ χά­θη­κε τε­λεί­ως. 

Ὁ ἄν­θρω­πός μας δὲν χά­θη­κε. Ἀ­να­παύ­θη­κε. Ἂς ἀ­κού­σου­με τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο: «Τί τοί­νυν κα­ται­σχύ­νεις τὸν ἀ­πελ­θόν­τα; Τί πα­ρα­σκευά­ζεις τοὺς ἄλ­λους δε­δo­ι­κέ­ναι καὶ τρέ­μειν τὸν θά­να­τον; Τί­ ποι­εῖς πολ­λοὺς κα­τη­γο­ρεῖν τοῦ Θε­οῦ, ὡς με­γά­λα ἐρ­γα­σα­μέ­νου δει­νά; Μᾶλ­λον δὲ τί με­τὰ ταῦ­τα πέ­νη­τας κα­λεῖς καὶ πα­ρα­κα­λεῖς ἱ­ε­ρέ­ας εὔ­ξα­σθαι: Ἵ­να εἰς ἀ­νά­παυ­σιν ἀ­πέλ­θῃ, φη­σίν, ὁ τε­τε­λευ­τη­κώς, ἵ­να ἵ­λε­ων σχῇ τὸν δι­κα­στήν. Ὑ­πὲρ τού­των οὖν θρη­νεῖς καὶ ὁ­λο­λύ­ζεις. Οὐ­κοῦν σαυ­τῷ μά­χῃ καὶ πο­λε­μεῖς, ὑ­πὲρ ὧν εἰς λι­μέ­νας ἀ­πῆλ­θεν ἐ­κεῖ­νος, χει­μῶ­να σαυ­τῷ κα­τα­σκευά­ζων» (Ε.Π.Ε. 10,356). Με­τά­φρα­σις: Για­τί ντρο­πιά­ζεις τὸ θα­νόν­τα; Για­τί κά­νεις τοὺς ἄλ­λους νὰ φο­βοῦν­ται καὶ νὰ τρέ­μουν τὸ θά­να­το; Για­τί κά­νεις πολ­λοὺς νὰ κα­τη­γο­ροῦν τὸ Θε­ό, ὅ­τι τά­χα εἶ­ναι αἴ­τιος με­γά­λων δει­νῶν; Καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, για­τί με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ τοὺς φτω­χοὺς κα­λεῖς καὶ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς πα­ρα­κα­λεῖς νὰ προ­σευ­χη­θοῦν; Καὶ λέ­ει, ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ κά­νουν, γιὰ νὰ βρῆ ἀ­νά­παυ­σι ὁ ἀ­πο­θα­νών, γιὰ νὰ βρῆ ἔ­λε­ος ἀ­πὸ τὸ Δι­κα­στὴ Κύ­ριο. Γιὰ ὅ­λα αὐ­τά, λοι­πόν, θρη­νεῖς καὶ στριγ­γλί­ζεις; Πο­λε­μᾶς λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σου; Γιὰ τὸ ὅ­τι οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι ἔ­φυ­γαν γιὰ τὸ λι­μά­νι τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, γι᾿ αὐ­τὸ σὺ βυ­θι­ζε­σαι στὴ βα­ρυ­χει­μω­νιὰ τῆς θλί­ψε­ως; 

 

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 96-100)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου