ΥΠΝΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ὄχι κοπετοὶ καὶ θρήνοι
Δικαιολογεῖται κάποια σύμμετρη
θλίψις γιὰ τὸ θάνατο προσφιλοῦς μας προσώπου. Ἐπιβάλλεται ἡ ἔκφρασις
συμπαθείας. Ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν εὐαισθησία, ποὺ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ
πονάη. Ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, πρὸς τὴ φίλη ψυχή, ποὺ ἀναχώρησε
ἀπὸ κοντά μας. Ἐπιβάλλεται καὶ ἀπ᾿ τὸ χωρισμό, ἔστω κι ἂν εἶναι προσωρινός.
Ἐπιβάλλεται καὶ ἀπ᾿ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
• Ἄλλο ὅμως συμπάθεια, καὶ ἄλλο
πάθος καὶ εὐπάθεια.
• Ἄλλο πόνος, καὶ ἄλλο θρῆνος.
• Ἄλλο θλίψις, καὶ ἄλλο σπαραγμός.
Ἔτσι ὅπως συμπεριφερόμαστε σήμερα
στὶς κηδεῖες, μὲ σπαραγμοὺς καὶ ἀναφιλητά, μὲ κραυγὲς καὶ οἰμωγές, εἶναι
σὰ νὰ μὴ πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπός μας κοιμᾶται, ὅτι ἡ ψυχή του ζῆ
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Προσβάλλουμε τὸ Χριστό, τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου.
Φανερώνουμε, ὅτι ἀνήκουμε στοὺς «λοιπούς,
τοὺς μὴ ἔχοντας ἐλπίδα» (Α' Θεσ. 4,13).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παραγγέλλει:
«Μηδείς τοίνυν κοπτέσθω λοιπόν, μηδεὶς
θρηνείτω, μηδὲ τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ διαβαλλέτω. Καὶ γάρ ἐνίκησε
τὸν θάνατον. Τί τοίνυν περιττὰ θρηνεῖς; Ὕπνος τὸ πράγμα γέγονε. Τί ὀδύρῃ
καὶ κλαίεις; Τοῦτο γὰρ εἰ καὶ Ἕλληνες ἐποίουν, καταγελᾶν ἔδει. Ὅταν
δὲ ὁ πιστὸς ἐν τούτοις ἀσχημονῇ, ποία Ἀπολογία; Τὶς ἔσται συγγνώμη
τοιαῦτα ἀνoηταίνουσι, καὶ ταῦτα μετὰ χρόνον τοσοῦτον καὶ σαφῆ τῆς ἀναστάσεως
Ἀπόδειξιν» (Ε.Π.Ε. 10,352). Μετάφρασις:
Κανένας, λοιπόν, ἂς μὴ κλαίη ἀπαρηγόρητα. Κανένας ἂς μὴ θρηνῆ, οὔτε
ἂς προσβάλλη τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς νίκησε τὸ θάνατο.
Γιατί, λοιπόν, περιττὰ θρηνεῖς; Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι θάνατος
εἶναι ὕπνος. Γιατί κτυπιέσαι καὶ κλαῖς; Καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, ἂν ἔκαναν
κάτι τέτοιο, θὰ ἦταν ἄξιο γέλιου. Ὅταν ἐν τούτοις, ὄχι εἰδωλολάτρης,
ἀλλ᾿ ὁ πιστὸς ἀσχημονῆ μὲ μοιρολόγια, τί λόγο θὰ δώση; Πῶς θὰ συγχωρεθοῦν
ὅσοι ἀνοηταίνουν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάνουν σὰν ἄπιστοι, ὕστερα
ἀπὸ τόσα χρόνια μετὰ Χριστὸν καὶ ἀπὸ τόσο σαφῆ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως;
Ὁ κοπετὸς καὶ τὸ μοιρολόγι εἶναι
ἀπαράδεκτα γιὰ τὸ χριστιανό.
• Ποιὰ μητέρα κλαίει, διότι τὸ παιδάκι της κλείνει τὰ ματάκια του καὶ
κοιμᾶται μέσα στὴν κούνια;
• Ποιὰ γυναίκα κλαίει, διότι ὁ ἄνδρας της, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴ δουλειά
του, κλείνει τὰ μάτια του καὶ κοιμᾶται;
• Κανένας χριστιανὸς ἀληθινὸς δὲν
κλαίει ἀπαρηγόρητα, διότι ὁ ἄνθρωπός του, ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός του,
ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν κόσμο τοῦτο.
• Δὲν πέθανε. Κοιμήθηκε.
• Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος καὶ ὁ ὕπνος ἕνας μικρὸς θάνατος.
Ἔτσι δίδασκε ἐπιγραμματικὰ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἔτσι ἐπιγραμματικὰ
τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα πανταχοῦ ὕπνον καλούμενον τὸν θάνατον.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ τόπος κοιμητήριον ὠνόμασται».
• Ὁ ὕπνος ξεκουράζει τὸν ἄνθρωπο.
Καὶ ὁ θάνατος ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο.
• Στὸν ὕπνο τὸ σῶμα κοιμᾶται, ἀλλ᾿
ἡ ψυχὴ ξαγρυπνᾶ. Στὸ θάνατο τὸ σῶμα κοιμᾶται. Ὄχι γιὰ πάντα. Θὰ ξυπνήση,
ὅταν σαλπίση ἡ ἐσχάτη σάλπιγγα «καὶ
οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον» (Α' Θεσ. 4,15). Ἀλλ᾿ ὅσο τὸ
σῶμα κοιμᾶται στὸ κοιμητήριο, ἡ ψυχὴ ὄχι μόνο ξαγρυπνᾶ, ἀλλὰ ζῆ τὴν
αἰώνια ζωή της, στὴ μόνιμη κατοικία της.
• Ὅταν ὁ κουρασμένος ἄνθρωπος
κοιμᾶται, στὸν ὕπνο ἡ ψυχὴ βλέπει ὄνειρα.
Ὅταν μὲ τὸ θάνατο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα κοιμᾶται, ἡ ψυχὴ δὲν βλέπει πλέον
ὄνειρα. Ζῆ τὴν πραγματικότητα.
Γιὰ τὴν πιστὴ καὶ ἐνάρετη ψυχή, τὴ φίλη τοῦ Χριστοῦ ψυχή, ἡ πραγματικότητα
εἶναι ἡ μακαρία ζωὴ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
• Ἡ ψυχὴ ζῆ, χωρισμένη ἀπ᾿ τὸ σῶμα.
Καὶ σὰν ἔλθη ἡ στιγμὴ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, θὰ ξαναενωθῆ ἡ ψυχὴ μὲ
τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ζοῦν μαζὶ τὴ χαρὰ τῶν ἀγγέλων.
• Περιττός,
λοιπόν, καὶ ἀπρεπὴς ὁ θρῆνος γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνιστᾶ
στὸν πενθοῦντα χριστιανό: «Ὅταν ἐνταῦθα
(ἐν τῷ κοιμητηρίω) νεκρόν ἄγης, μὴ κατάκοπτε ἑαυτὸν οὐ γὰρ πρὸς
θάνατον, ἀλλὰ πρὸς ὕπνον ἄγεις».
• Δὲν εἶναι μόνο περιττός. Εἶναι
καὶ ἐπιζήμιος ὁ θρῆνος. Ἐπιζήμιος
γι᾿ αὐτόν, ποὺ ἔφυγε. Ξέρεις τί θὰ πῆ, νὰ στεφανώνεται ὁ πρωταθλητὴς καὶ νὰ βλέπη στὶς κερκίδες
τοὺς συγγενεῖς του νὰ χτυπιοῦνται ἀπαρηγόρητα, διότι... στεφανώνεται;
Τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου ὁ χριστιανός,
συνεπὴς ἀγωνιστὴς τοῦ ὡραίου ἀγώνα, στεφανώνεται ἀπ᾿ τὸν Κύριο.
Κατατάσσεται στὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ζῆ τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ
καὶ δόξα ὅλων τῶν «πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων
ἐν οὐρανοῖς» (Ἑβρ. 12,23). Κι ἐμεῖς, οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι
του, ἀντὶ ἀπ᾿ τὶς κερκίδες τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας νὰ συγχαίρουμε,
ὁλοφυρόμεθα καὶ χτυπιόμαστε. Γιατί; Διότι ὁ ἀθλητὴς στεφανώνεται!
• Εἶναι ἐπιζήμιος ὁ θρῆνος καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Σὰν βλέπουν τὸ δικό μας
κοπετό, τρομάζουν περισσότερο μὲ τὸ θάνατο.
Ποιὸς φοβᾶται ἕνα ἀνίσχυρο σκυλάκι;
Γαυγίζει μόνο. Δὲν δαγκώνει. Ἂν δείξης ἐσύ, πὼς τὸ φοβᾶσαι, θὰ κάνης
καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὸ φοβοῦνται.
Ἀνίσχυρο σκυλάκι ὁ θάνατος. Ξεδοντιασμένο. Ἁπλῶς σὰν νὰ
τὸ βάζη ο διάβολος νὰ γαυγίζη, γιὰ νὰ μᾶς τρομάζη. Δὲν εἶναι τίποτε.
Δὲν δαγκώνει. Μὴ τὸ φοβᾶσαι. Οἱ μάρτυρες
σὰν νὰ ἔπαιζαν μαζί του. Ὅταν, λοιπόν, ἐμεῖς στὴ θέα του φωνάζουμε
καὶ στριγγλίζουμε, κάνουμε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ τρέμουν.
Ἦταν κάποτε θηρίο ὁ θάνατος. Τώρα
εἶναι ἡ παρουσία γιὰ τὴ μεγάλη ἀλλαγή. Φεύγουμε ἀπ᾿ τὴν προσωρινότητα
γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
• Εἶναι ἐπιζήμιος ὁ θρῆνος καὶ γιὰ
τὸν ἑαυτό μας. Κοροϊδεύουμε τὸν
ἑαυτό μας μὲ τοὺς κοπετούς. Ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος καλοῦμε τὸν πρεσβύτερο
τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸν ἐπίσκοπο, νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τοῦ δικοῦ
μας ἀνθρώπου, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη κλαῖμε καὶ ὁλοφυρόμαστε, σὰν νὰ χάθηκε
τελείως.
Ὁ ἄνθρωπός μας δὲν χάθηκε. Ἀναπαύθηκε.
Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Τί
τοίνυν καταισχύνεις τὸν ἀπελθόντα; Τί παρασκευάζεις τοὺς ἄλλους δεδoικέναι
καὶ τρέμειν τὸν θάνατον; Τί ποιεῖς πολλοὺς κατηγορεῖν τοῦ Θεοῦ, ὡς μεγάλα
ἐργασαμένου δεινά; Μᾶλλον δὲ τί μετὰ ταῦτα πένητας καλεῖς καὶ παρακαλεῖς
ἱερέας εὔξασθαι: Ἵνα εἰς ἀνάπαυσιν ἀπέλθῃ, φησίν, ὁ τετελευτηκώς,
ἵνα ἵλεων σχῇ τὸν δικαστήν. Ὑπὲρ τούτων οὖν θρηνεῖς καὶ ὁλολύζεις. Οὐκοῦν
σαυτῷ μάχῃ καὶ πολεμεῖς, ὑπὲρ ὧν εἰς λιμένας ἀπῆλθεν ἐκεῖνος, χειμῶνα
σαυτῷ κατασκευάζων» (Ε.Π.Ε. 10,356). Μετάφρασις:
Γιατί ντροπιάζεις τὸ θανόντα; Γιατί κάνεις τοὺς ἄλλους νὰ φοβοῦνται
καὶ νὰ τρέμουν τὸ θάνατο; Γιατί κάνεις πολλοὺς νὰ κατηγοροῦν τὸ Θεό, ὅτι
τάχα εἶναι αἴτιος μεγάλων δεινῶν; Καὶ τὸ σπουδαιότερο, γιατί μετὰ ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ τοὺς φτωχοὺς καλεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς παρακαλεῖς νὰ προσευχηθοῦν;
Καὶ λέει, ὅτι αὐτὸ τὸ κάνουν, γιὰ νὰ βρῆ ἀνάπαυσι ὁ ἀποθανών, γιὰ νὰ
βρῆ ἔλεος ἀπὸ τὸ Δικαστὴ Κύριο. Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, θρηνεῖς καὶ
στριγγλίζεις; Πολεμᾶς λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου; Γιὰ τὸ ὅτι οἱ κεκοιμημένοι
ἔφυγαν γιὰ τὸ λιμάνι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, γι᾿ αὐτὸ σὺ βυθιζεσαι
στὴ βαρυχειμωνιὰ τῆς θλίψεως;
(Άρχιμανδρ.
Δανιήλ Ἀεράκη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;"
σελ. 96-100)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου