Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021)

(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· ἦ μὴν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε καὶ πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· καὶ οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μὲν κα­τὰ τοῦ με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, καὶ πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας εἰς βε­βα­ί­ω­σιν ὁ ὅρ­κος· ἐν ᾧ πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τοῖς κλη­ρο­νό­μοις τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας τὸ ἀ­με­τά­θε­τον τῆς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ἐν οἷς ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν οἱ κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τῆς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ἣν ὡς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τῆς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε καὶ βε­βα­ί­αν καὶ εἰ­σερ­χο­μέ­νην εἰς τὸ ἐ­σώ­τε­ρον τοῦ κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τὴν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος εἰς τὸν αἰ­ῶ­να.

                      (Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἐ­παγ­γε­λί­ες τοῦ Θεοῦ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι θὰ τὶς πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἀ­νώ­τε­ρό του ὁ Θε­ὸς νὰ ὁρ­κι­στεῖ σ' αὐ­τόν, ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ εἶ­πε: Σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι ἀ­λη­θι­νὰ ὅ­τι θὰ σὲ εὐ­λο­γή­σω πο­λὺ πλού­σια καὶ θὰ πλη­θύ­νω πά­ρα πο­λύ τούς ἀ­πο­γό­νους σου. Ἔ­τσι πῆ­ρε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ τὴν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ πολ­λὰ χρό­νια, πέ­τυ­χε τήν ἐκπλή­ρω­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας πού τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς ὡς πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στὴν ἐ­πί­γεια ζωή του. Ἀπέκτησε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴ Σάρ­ρα παι­δί, ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο πλη­θύν­θη­καν οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­τριά­ρχη κι ἔγιναν ἕνα με­γά­λο ἔ­θνος. Ὁ Θε­ὸς ὁρ­κί­στη­κε στὸν ἑ­αυ­τό του. Οἱ ἄνθρωποι βέ­βαι­α ὁρ­κί­ζον­ται στὸ Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀ­π' ὅ­λους. Καὶ δί­νουν ὅρ­κο οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ σταματήσουν κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καὶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση μεταξύ τους καὶ γιὰ νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τὴν ἀ­λή­θεια τῶν λόγων τους. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μὲ τὸν ὅρ­κο ἀ­πο­κλεί­ε­ται κά­θε ἀμφιβολία καὶ ἐ­πει­δή ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαι­ό­τη­τα σ' ἐ­κεί­νους πού θά κληρονομοῦσαν τὶς ἐ­παγ­γε­λί­ες ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη καί ἀ­με­τά­θε­τη ἡ ἀ­πό­φα­σή του νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τὰ ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε, γι' αὐ­τὸ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ ἄ­κρα συγ­κα­τά­βα­ση καὶ ἀ­γα­θό­τη­τα νὰ με­σο­λα­βή­σει ὅρ­κος στὰ λόγια του. Καὶ δέ­χθη­κε τὴ με­σο­λά­βη­ση τοῦ ὅρ­κου, ὥ­στε μὲ δύ­ο πράγ­μα­τα στε­ρε­ὰ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τα, δη­λα­δὴ μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ μὲ τὸν ὅρ­κο του, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­δύ­να­το νὰ πεῖ ψέ­μα­τα ὁ Θε­ός, νὰ ἔ­χου­με ἐμεῖς πού κα­τα­φύ­γα­με σ' αὐ­τὸν με­γά­λη ἐν­θάρ­ρυν­ση καὶ προ­τρο­πὴ καὶ στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου vά κρα­τή­σου­με τὴν ἐλ­πί­δα πού βρί­σκε­ται μπροστά μας. Αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα τὴν ἔ­χου­με σὰν ἄγ­κυ­ρα τῆς ψυ­χῆς. Αὐτή μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει ἀ­πό τούς πνευ­μα­τι­κοὺς κιν­δύ­νους καὶ εἶ­ναι στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη καὶ εἰ­σέρ­χε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν ὁποῖο εἰ­κο­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς τό­πος τῆς σκη­νῆς καὶ τοῦ να­οῦ πού ἐ­κτει­νό­ταν πιὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ κα­τα­πέ­τασμα καί λεγόταν Ἅ­για Ἁ­γί­ων. Ἐκεῖ, στὸν οὐ­ρα­νό, ὡς πρό­δρο­μος μπῆ­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς πρὶν ἀ­πό μᾶς καὶ γιὰ χά­ρη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸ δρό­μο καὶ γιὰ νὰ μᾶς ἑ­τοι­μά­σει τό­πο. Καὶ ἔ­τσι ἀ­να­δεί­χθη­κε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ὄ­χι προ­σω­ρι­νὸς ἀλλά αἰ­ώ­νιος, «κα­τὰ τὴν τά­ξη Μελ­χι­σε­δέκ».

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τὸν υἱ­όν μου πρὸς σέ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. καὶ ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, καὶ ἀ­φρί­ζει καὶ τρί­ζει τοὺς ὀ­δόν­τας αὐ­τοῦ, καὶ ξη­ρα­ί­νε­ται· καὶ εἶ­πον τοῖς μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, καὶ οὐκ ἴ­σχυ­σαν. ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· Ὦ γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρὸς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρός με. καὶ ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρὸς αὐ­τόν. καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τὸ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, καὶ πε­σὼν ἐ­πὶ τῆς γῆς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. καὶ ἐ­πη­ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πόσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; ὁ δὲ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. καὶ πολ­λά­κις αὐ­τὸν καὶ εἰς πῦρ ἔ­βα­λε καὶ εἰς ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' εἴ τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τὸ εἰ δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τῷ πι­στε­ύ­ον­τι. καὶ εὐ­θέ­ως κρά­ξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κύριε· βο­ή­θει μου τῇ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δὲ ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄ­λα­λον καὶ κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ καὶ μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς εἰς αὐ­τόν. καὶ κρά­ξαν καὶ πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, καὶ ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τῆς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, καὶ ἀ­νέ­στη. Καὶ εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν εἰς οἶ­κον οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οὐκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τὸ γέ­νος ἐν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στε­ί­ᾳ. Καὶ ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γνῷ· ἐ­δί­δα­σκε γὰρ τοὺς μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ καὶ ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς ὅ­τι Ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται εἰς χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, καὶ ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, καὶ ἀ­πο­κταν­θεὶς τῇ τρί­τῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.      

                                                      (Μάρκ. θ΄[9] 17 - 31)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ὁ και­ρὸς τοῦ τι­μί­ου Πά­θους πλη­σί­α­ζε. Με­τὰ τὴν ἁ­γί­α Με­τα­μόρ­φω­σή Του ὁ Κύ­ριος θὰ ἀ­να­χω­ροῦ­σε πλέ­ον γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, γιὰ τὴ με­γά­λη Του θυ­σί­α ὑ­πὲρ τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους. Μέ­χρι τό­τε, τρί­α σχε­δὸν χρό­νια, μὲ δι­δα­σκα­λί­ες καὶ θαύ­μα­τα μο­να­δι­κὰ πρό­σφε­ρε ὅ­λες τὶς δυ­να­τό­τη­τες στοὺς ἀν­θρώ­πους γιὰ νὰ πι­στεύ­σουν καὶ νὰ σω­θοῦν.

Ποι­ὸ θλι­βε­ρὸ φαι­νό­με­νο ὅ­μως! Με­τὰ ἀ­πὸ τό­ση καλ­λι­έρ­γεια καὶ προ­σφο­ρὰ οἱ πολ­λοὶ πα­ρέ­με­ναν ἀ­σθε­νεῖς, ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοί, ἀν­τι­δρα­στι­κοί, ἄ­πι­στοι ἢ ὀ­λι­γό­πι­στοι. Δεῖ­τε τοὺς γραμ­μα­τεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν χά­νουν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­βάλ­λουν τὸν Κύ­ριο, νὰ ἐ­πι­τί­θεν­ται καὶ σ᾿ αὐ­τοὺς τοὺς μα­θη­τές Του, νὰ ἐν­σπεί­ρουν ἀμ­φι­βο­λί­ες παν­τοῦ (βλ. καὶ στίχ. 14). Δεῖ­τε καὶ τὸν πα­τέ­ρα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νέ­ου πῶς προ­σέρ­χε­ται ζη­τών­τας τὴ θε­ρα­πεί­α τοῦ παι­διοῦ του. Ἐκ­φρά­ζει τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­σή Του γιὰ τοὺς μα­θη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν γνω­στὸ ὅ­τι ἔ­βγα­ζαν δαι­μό­νια. Ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πέ­ναν­τι Αὐ­τοῦ του Θε­αν­θρώ­που αἰ­σθά­νε­ται δι­σταγ­μόν. «Εἴ τι δύ­να­σαι», ἂν κά­τι μπο­ρεῖς νὰ κά­μεις..., λέ­γει σὲ κά­ποι­α στιγ­μή.

Ὅ­λα αὐ­τὰ τό­σο πο­λὺ λύ­πη­σαν τὸν Κύ­ριο, ὥ­στε ἀ­να­φώ­νη­σε: «Ὢ γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρὸς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν;» Εἴ­δα­τε θαύ­μα­τά μου ἐ­πὶ τῆς φύ­σε­ως, εἴ­δα­τε θαύ­μα­τά μου σὲ ἀν­θρώ­πους, σὲ ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλοὺς ἢ κω­φούς, σὲ πα­ρα­λύ­τους, σὲ δαι­μο­νι­σμέ­νους, σὲ νε­κροὺς ἀ­κό­μη! Για­τί εἶ­σθε τό­σο σκλη­ροί, τό­σο δυ­σκί­νη­τοι πρὸς πί­στη; Ἕ­ως πό­τε θὰ μέ­νω κον­τά σας, γιὰ νὰ σᾶς προ­σφέ­ρω στη­ρίγ­μα­τα, ἀ­πο­δεί­ξεις, εὐ­και­ρί­ες σω­τη­ρί­ας; Ἕ­ως πό­τε θὰ σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι, θὰ μα­κρο­θυ­μῶ καὶ θὰ ὑ­πο­μέ­νω τὴν ἀ­πι­στί­α καὶ κα­κο­τρο­πί­α σας;

Ὁ ἔ­λεγ­χος αὐ­τὸς τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ὄν­τως συγ­κλο­νι­στι­κὸς καὶ ἀ­φυ­πνι­στι­κός. Δι­ό­τι οἱ εὐ­και­ρί­ες, ποὺ μᾶς δί­δει, δη­μι­ουρ­γοῦν ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Καὶ ἐ­ὰν δὲν ἀν­τα­πο­κρι­νό­μα­στε σ᾿ αὐ­τές, κιν­δυ­νεύ­ου­με φο­βε­ρά. Ἐν­δέ­χε­ται μὲ τὴν ἀ­μέ­λειά μας νὰ προ­κα­λέ­σου­με τὴν ὀρ­γή Του, νὰ Τὸν ἀ­ναγ­κά­σου­με νὰ με­τα­χει­ρι­σθεῖ πι­κρὰ φάρ­μα­κα πρὸς θε­ρα­πεί­α μας ἤ, τὸ ἀ­κό­μη φο­βε­ρό­τε­ρο, νὰ ἀ­να­στεί­λει τὸ ἔ­λε­ός Του καί, με­τα­χει­ρι­ζό­με­νος τὴν ἀ­δέ­κα­στη Δι­και­ο­σύ­νη Του, νὰ μᾶς ἀ­πο­δο­κι­μά­σει καὶ ἀ­πο­κη­ρύ­ξει ὁ­ρι­στι­κά.

Καὶ ἐ­δῶ μὲν Τὸν βλέ­που­με μὲ τὴν ἐ­πι­τί­μη­σή Του νὰ ἀ­φυ­πνί­ζει τὸν πα­τέ­ρα τοῦ νέ­ου, ἀλ­λοῦ δὲ Τὸν ἀ­κοῦ­με νὰ προ­ει­δο­ποι­εῖ τοὺς κα­τοί­κους τῆς Κα­περ­να­ούμ, Βηθ­σα­ϊ­δᾶ καὶ Χο­ρα­ζὶν ὅ­τι θὰ κρι­θοῦν αὐ­στη­ρό­τα­τα, δι­ό­τι με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα θαύ­μα­τα ἔ­με­ναν ἀ­συγ­κί­νη­τοι καὶ σκλη­ροὶ (Ματθ. ι­α΄[11] 21-23), καὶ ἀλ­λοῦ Τὸν συ­ναν­τοῦ­με νὰ θρη­νεῖ γιὰ τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ποὺ μό­νη της δι­ά­λε­ξε πει­σμα­τι­κὰ τὴν ἐκ­γα­τά­λει­ψη καὶ τὴν κα­τα­στρο­φή (Ματθ. κγ'[23] 37-38, Λουκ. ιθ'[19] 41-44).

Ἐ­μεῖς τί θὰ κά­νου­με; Θὰ μεί­νου­με ἀ­συγ­κί­νη­τοι στὴ στορ­γὴ καὶ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Χρι­στοῦ; Θὰ ἀ­φή­σου­με τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές μας ἔ­ρη­μες τῆς χά­ρι­τός Του; Θὰ ἐ­πι­τρέ­ψου­με ἐξ ἀ­με­λεί­ας καὶ ὑ­παι­τι­ό­τη­τάς μας νὰ «με­τα­κι­νη­θεῖ ἡ λυ­χνί­α» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὴν Πα­τρί­δα μας; Μὴ γέ­νοι­το!

2. Τὴν ὥ­ρα, ποὺ σπά­ρασ­σε τὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νο παι­δὶ μπρο­στὰ στὰ μά­τια ὅ­λων, ὁ Κύ­ριος ρώ­τη­σε τὸν πα­τέ­ρα ἀ­πὸ πό­τε ὑ­πο­φέ­ρει ἔ­τσι ὁ γιός του. Κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήν­τη­σε: «Παι­δι­ό­θεν», ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δί.

Δὲν ἦ­ταν χθε­σι­νὴ λοι­πὸν ἡ πε­ρι­πέ­τεια καὶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀλ­λὰ μή­πως καὶ ὁ Κύ­ριος τό­τε μό­λις ἄρ­χι­ζε τὴν δη­μό­σια δρά­ση Του; Ὄ­χι βε­βαί­ως. Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρα­με, τό­τε βρι­σκό­ταν στὸ τέ­λος τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς Του. Ἀλλ᾿ ἐν τοια­ύτῃ πε­ρι­πτώ­σει, ποῦ ἦ­το μέ­χρι τό­τε ὁ πα­τέ­ρας; Για­τί δὲν ἔ­φερ­νε τὸ παι­δί του νω­ρί­τε­ρα στὸν Χρι­στό; Καὶ ἐ­ὰν ἡ μι­κρὴ πί­στη του δὲν τὸν βο­η­θοῦ­σε εἰς αὐ­τό, του­λά­χι­στον δὲν τὸν συ­νέ­τι­ζε, δἐν τὸν ἔ­σπρω­χνε ὁ πό­νος;

Πό­σοι γο­νεῖς ἔ­τσι ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τα δι­στά­ζουν καὶ κα­θυ­στε­ροῦν νὰ φέ­ρουν τὰ παι­διὰ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸν Χρι­στό. Φο­βοῦν­ται δῆ­θεν μή­πως τὰ χά­σουν. Καὶ προ­τι­μοῦν νὰ βα­σα­νί­ζον­ται, νὰ ὑ­πο­φέ­ρουν, νὰ δυ­στυ­χοῦν. Καὶ ἐ­κεῖ­να ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἴ­διοι.

Λη­σμο­νοῦν ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν θέ­λει νὰ τοὺς ἀ­πο­σπά­σει, δὲν ἐ­πι­ζη­τεῖ πο­τὲ τί­πο­τα νὰ πά­ρει. Μό­νο δί­δει, πάν­το­τε προ­σφέ­ρει, δια­ρκῶς εὐ­ερ­γε­τεῖ ὁ Χρι­στός. Καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Του ὡς στορ­γι­κὴ μη­τέ­ρα κα­λεῖ τὰ παι­διά, γιὰ νὰ τὰ συμ­βου­λεύ­σει σω­στά, νὰ τὰ συ­νε­τί­σει, νὰ τὰ μορ­φώ­σει ψυ­χι­κά, νὰ τὰ ἐ­νι­σχύ­σει στὸν δρό­μο τῆς ἀ­ρε­τῆς. Κι ἔ­τσι νὰ τὰ προ­σφέ­ρει πά­λι στοὺς γο­νεῖς τους καὶ τὴν Κοι­νω­νί­α σέ­μνω­μα καὶ κα­μά­ρι τους.

Ἂς μὴ δι­στά­ζου­με νὰ τῆς τὰ ἐμ­πι­στευ­ό­μα­στε. Στὸ Κα­τη­χη­τι­κό, τὴν ἱ­ε­ρὰν Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καὶ τὴ θεί­α Κοι­νω­νί­α ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἔγ­και­ρα.  

3. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ὁ τρό­πος, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον ὁ Κύ­ριος ἐ­ξε­δί­ω­ξε τὸ δαι­μό­νιο. «Ἐ­γώ σοι ἐ­πι­τάσ­σω», εἶ­πε, «ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ». Δὲν προ­σευ­χή­θη­κε ἐ­να­γώ­νια. Δὲν ἐ­πι­κα­λέ­σθη­κε τὸ ὄ­νο­μα ἄλ­λου προ­φή­του. «Ἐ­γώ σοι ἐ­πι­τάσ­σω», εἶ­πε. Σοὺ ὁ­μι­λῶ καὶ σοὺ δί­δω δι­α­τα­γὴ Ἐ­γώ! Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη δὲ πλευ­ρὰ τὸ δαι­μό­νιο δὲν ἐ­ρώ­τη­σε «καὶ ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σύ;», δὲν αὐ­θα­δί­α­σε, δὲν τόλ­μη­σε ν᾿ ἀν­τι­στα­θεῖ, ἢ ἔ­στω νὰ κα­θυ­στε­ρή­σει, ἀλ­λὰ μέ­σα σὲ κραυ­γὲς καὶ σπα­ραγ­μοὺς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸ θύ­μα του ἀ­μέ­σως!

Τὸ πράγ­μα εἶ­ναι φα­νε­ρό. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος ἢ κά­ποι­ος ση­μαν­τι­κὸς Προ­φή­της. Εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ὁ Ὁ­μο­ού­σιος καὶ Ὁ­μό­θρο­νος μὲ τὸν Πα­τέ­ρα. Ὁ Ἐ­ξου­σια­στής. Καὶ κον­τά Του, ἑ­πο­μέ­νως, ἔ­χου­με οἱ πι­στοὶ ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα. Ἀ­πό­λυ­τη ἀ­σφά­λεια. Βε­βαι­ό­τη­τα γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια. Ἀ­σφά­λεια ἀ­πὸ κά­θε κα­κό. Προ­στα­σί­α ἀ­πὸ κά­θε πει­ρα­σμὸ ἢ ἐ­πι­βου­λὴ τοῦ Πο­νη­ροῦ.

Ἂς μέ­νου­με, λοι­πόν, πάν­το­τε κον­τά Του. Στε­ρε­ω­μέ­νοι στὴν πέ­τρα τῆς πί­στε­ώς Του. Ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στὴν Ἀ­γά­πη Του. Ὅ­πως ὁ ὅ­σιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, ποὺ ἑ­ορ­τά­ζε­ται σή­με­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὄν­τως «ἀ­νε­πτε­ρώ­θη πρὸς τὴν ἀ­γά­πη­σιν καὶ ὡ­ραι­ό­τη­τα» τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καὶ τό­τε θ᾿ ἀ­να­δει­χθοῦ­με ἀ­σφα­λῶς πο­λί­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας του, μέ­το­χοι τῆς ἀρ­ρή­του δό­ξης Του.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου