Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

ΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ. Πῶς ἀν­τέ­δρα­σε ὁ Χρι­στός!

 

ΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ



Πῶς ἀν­τέ­δρα­σε ὁ Χρι­στός!

Γιὰ τὴ στά­σι μας μπρο­στὰ στὸ φέ­ρε­τρο ὑ­πό­δειγ­μά μας εἶ­ναι ὁ Χρι­στός. Βρέ­θη­κε κα­τὰ τὴν ἐ­πι­γεια πο­ρεί­α του μπρο­στὰ σὲ φέ­ρε­τρα καὶ σὲ μνή­μα­τα. Τί ἔ­κα­νε; Αὐ­τὸ θὰ κά­νου­με κι ἐ­μεῖς. 

·             Τὸ δρε­πά­νι τοῦ θα­νά­του ἔ­κο­ψε τὸ παρ­θε­νι­κὸ λου­λού­δι τῆς δω­δε­κά­χρο­νης κό­ρης τοῦ Ἰ­α­εί­ρου. Τί εἶ­πε ὁ Κύ­ριος; «Μὴ κλαί­ε­τε οὐκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θεύ­δει» (Λουκ. 8,52). 

·             Βρέ­θη­κε μπρο­στὰ στὸ φέ­ρε­τρο τοῦ νε­κροῦ παλ­λη­κα­ριοῦ, τοῦ μο­νά­κρι­βου γυι­οῦ τῆς χώ­ρας τῆς Να­ΐν. Ἀ­τέ­νι­σε τὴν πο­νε­μέ­νη μά­να καὶ «ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐπ᾿ αὐ­τῇ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μὴ κλαῖ­ε» (Λουκ. 7,13). 

·             Βά­δι­ζε πρὸς τὸ μνῆ­μα τοῦ Λα­ζά­ρου. Πῶς μί­λη­σε γιὰ τὸ θά­να­τό του στοὺς μα­θη­τές Του; «Λά­ζα­ρος ὁ φί­λος ἡ­μῶν κε­κοί­μη­ται, ἀλ­λὰ πο­ρεύ­ο­μαι ἵ­να ἐ­ξυ­πνή­σω αὐ­τὸν» (Ἰ­ω­άν. 11,11). 

·             Βά­δι­ζε πρὸς τὸ δι­κό Του ἑ­κού­σιο θά­να­το. Ἀ­νέ­βαι­νε γιὰ τὸν τό­πο τῆς θυ­σί­ας, τὸ Γολ­γο­θᾶ. Ἄ­κου­σε τὰ κλά­μα­τα καὶ τοὺς θρή­νους τῶν μυ­ρο­φό­ρων. Πῶς ἀν­τέ­δρα­σε; Σή­μα­νε στὶς γυ­ναῖ­κες, πὼς δὲν εἶ­ναι γιὰ κλά­μα­τα ὁ θα­να­τός του, ἀ­φοῦ θὰ γι­νό­ταν ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς χα­ρᾶς, «Μὴ κλαί­ε­τε ἐπ᾿ ἐ­μὲ πλὴν ἐφ᾿ ἑ­αυ­τὰς κλαί­ε­τε καὶ ἐ­πὶ τὰ τέ­κνα ὑ­μῶν» (Λουκ. 23,28). 

Ὁ Χρι­στὸς τὰ δά­κρυ­α γιὰ τὸ θά­να­το τὰ σπογ­γί­ζει μὲ τὸ σφουγ­γά­ρι, ποὺ λέ­γε­ται ἀ­νά­στα­σις. Με­τὰ τὸν πα­ρα­μυ­θη­τι­κό Του λό­γο ἔρ­χε­ται τὸ πα­ράγ­γελ­μα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως:

«Ἡ παῖς ἐ­γεί­ρου» (Λουκ. 8,54). 

«Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέ­γω, ἐ­γέρ­θη­τι» (Λουκ. 7,14). 

«Λά­ζα­ρε, δεῦ­ρο ἔ­ξω» (Ἰ­ω­άν. 11,43

Τὰ μά­τια τῶν πο­νε­μέ­νων χρι­στια­νῶν ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων τὰ σπογ­γί­ζει μὲ τὸ σφουγ­γά­ρι τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς ἐλ­πί­δας στὴν ἀ­νά­στα­ση. «Εἰ γὰρ σύμ­φυ­τοι γε­γό­να­μεν τῷ ὁ­μοι­ώ­μα­τι τοῦ θα­νά­του αὐ­τοῦ, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἐ­σό­με­θα» (Ρωμ. 6,5). 

Λέ­γει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: «Παι­δεύ­ει μὴ δε­δι­έ­ναι τὸν θά­να­τον οὐ γὰρ εἶ­ναι θά­να­τον αὐ­τόν, ἀλλ᾿ ὕ­πνον γε­γε­νῆ­σθαι. Ἐ­πει­δὴ γὰρ αὐ­τὸς ἔ­μελ­λεν ἀ­πο­θνή­σκειν, ἐν τοῖς ἑ­τέ­ρων σώ­μα­σι προ­πα­ρα­σκευά­ζει τοὺς μα­θη­τὰς θαρ­ρεῖν καὶ πρά­ως φέ­ρειν τὴν τε­λευ­τήν. Καὶ γὰρ αὐ­τοῦ πα­ρα­γε­νο­μέ­νου λοι­πὸν ὕ­πνος ὁ θά­να­τος ἦν» (Ε. Π.Ε. 10,348). Με­τά­φρα­σις: Μᾶς δι­δά­σκει νὰ μὴ φο­βό­μα­στε τὸ θά­να­το. Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι πλέ­ον θά­να­τος, ἀλλ᾿ ἔ­χει γί­νει ὕ­πνος. Ἐ­πει­δὴ ὁ ἴ­διος ἐ­πρό­κει­το νὰ πε­θά­νη (ἑ­κού­σια), προ­πα­ρα­σκευά­ζει τοὺς μα­θη­τάς του στὸ νὰ μὴ φο­βοῦν­ται τὸ θά­να­το, μὲ τὴν ἐ­πέμ­βα­σί του σὲ σώ­μα­τα ἄλ­λων νε­κρῶν. Δι­ό­τι μό­λις ἦλ­θε ὁ Χρι­στός, ὁ θά­να­τος ἔ­γι­νε ὕ­πνος.

(Άρ­χι­μαν­δρ. Δα­νι­ήλ Ἀ­ε­ρά­κη "ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ;" σελ. 91-92)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου