Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠ.ΠΑΥΛΟΥ και ΒΑΡΝΑΒΑ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

1 Τ­Ρ­Ι­ΤΗπ­ρ­ό­ο­δ­ος τ­οῦ Τ­ι­μ­ί­ου Σ­τ­α­υ­ρ­οῦ, τ­ῶν ἑ­πτά Μ­α­κ­κ­α­β­α­ί­ων π­α­ί­δ­ων κ­αί Σ­ο­λ­ο­μ­ο­ν­ῆς τ­ῆς μ­η­τ­ρ­ός αὐ­τ­ῶν κ­αί Ἐ­λ­ε­α­ζ­ά­ρ­ου τ­οῦ δ­ι­δ­α­σ­κ­ά­λ­ου α­ὐ­τ­ῶν
(Ἀ­πό σ­ή­μ­ε­ρα ἀ­ρ­χ­ί­ζ­ει ἡ ν­η­σ­τ­ε­ία τ­οῦ Δ­ε­κ­α­πενταυ­γο­ύ­σ­τ­ου κ­αὶ τὰ ἀ­π­ο­γ­ε­ύ­μ­α­τα οἱ π­α­ρ­α­κλή­σε­ις τ­ῆς Π­α­ν­α­γ­ί­ας)
6 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η ΜΕ­ΤΑ­ΜΟΡ­ΦΩ­ΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ Η­ΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ, (Κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος) (Ἀ­πό­στ. Β΄ Πέτρου α΄[1] 10–19, Εὐ­αγγ. Ματθ. ιζ΄[17] 1-9)
13 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ι' Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ. Ἀ­π­ό­δ­ο­σ­ις τ­ῆς ἑ­ο­ρ­τῆς τ­ῆς Μ­ε­τ­α­μ­ο­ρ­φ­ώ­σ­ε­ως. Μ­α­ξ­ί­μ­ου Ὁ­μ­ο­λο­γ­η­τοῦ, Ε­ἰ­ρή­ν­ης τ­ῆς β­α­σ­ι­λ­ί­σ­σ­ης τ­ῆς μ­ε­τ­έ­π­ε­ι­τα Ξ­έ­νης μ­ο­ν­α­χῆς (Ἀ­π­ό­στ. Α΄ Κ­ορ. δ΄[4] 9-16, Ε­ὐ­α­γγ.  Μα­τθ. ιζ΄[17] 14-23)
15 Τ­Ρ­Ι­ΤΗ Η ΚΟΙ­ΜΗ­ΣΙΣ ΤΗΣ Υ­ΠΕ­ΡΑ­ΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙ­ΝΗΣ Η­ΜΩΝ ΘΕ­Ο­ΤΟ­ΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕ­ΝΟΥ ΜΑ­ΡΙΑΣ
20 ΚΥΡΙΑΚΗ Ι­Α' Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, Με­τὰ τ­ὴν ἑ­ο­ρ­τὴ τ­ῆς Κ­ο­ι­μ­ή­σ­ε­ως τ­ῆς Θ­ε­ο­τ­ό­κ­ου, Σ­α­μ­ο­υ­ὴλ Π­ρ­ο­φ­ή­τ­ου, ῾Ρη γί­ν­ου κ­αὶ Ὀ­ρ­έ­σ­τ­ου Μ­ε­γ­α­λ­ο­μα­ρ­τ­ύ­ρ­ων, Λ­ο­υ­κ­ί­ου β­ο­υ­λ­ε­υ­τ­οῦ μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος.
(Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. θ΄[9] 2 – 12, Εὐ­αγγ.  Ματθ. ιη΄[18] 23 – 35)
24 Π­Ε­Μ­Π­ΤΗ Εὐ­τυ­χοῦς Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος, Ἀνακομιδή τῶν λειψάνων Διονυσίου Αἰγίνης
26 Σ­Α­Β­Β­Α­Τ­ΟΝ Ἀδριανοῦ καί Ναταλίας μαρτ.
27 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ  ΙΒ΄ Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, Χ­ρ­υ­σ­ο­σ­τ­ό­μ­ου ἐ­π­ι­σκό­π­ου Σ­μ­ύ­ρ­ν­ης ἱ­ε­ρ­ο­μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος (1922), Π­ο­ι­μ­έ­ν­ος ὁ­σί­ου, Λ­ι­β­ε­ρ­ί­ου Π­ά­πα Ρ­ώ­μ­ης, Φ­α­ν­ο­υ­ρ­ί­ου ν­ε­ο­φ­α­νο­ῦς Μ­ά­ρ­τ­υ­ρ­ος (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. ιε΄[15] 1–11, Εὐ­αγγ. Ματθ. ιθ΄[19] 16-26)
29 Τ­Ρ­Ι­ΤΗ Μ­ν­ή­μη τ­ῆς ἀ­π­ο­τ­ο­μ­ῆς τ­ῆς Τ­ι­μ­ί­ας Κ­ε­φ­α­λῆς τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Ἰ­ω­ά­ν­ν­ου τ­οῦ Π­ρ­ο­δ­ρ­ό­μ­ου κ­αὶ Β­α­πτ­ι­σ­τ­οῦ. Ν­η­σ­τ­ε­ία α­ὐ­σ­τ­η­ρὰ κ­αὶ ἀ­π­ό­λ­υ­τ­ος
30 Τ­Ε­Τ­Α­Ρ­ΤΗ Ἀ­λε­ξάν­δρου, Παύλου καί Ἰωάννου   Πα­τριαρχῶν Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Φιλωνίδου ἐπισκόπου Κουρίου ἱερομάρτυρος, Βρυαίνης Ὁσίας
31  Π­Ε­Μ­Π­ΤΗ Ἡ κα­τά­θε­σις τῆς Τι­μ. Ζώ­νης τῆς Ὑπερα­γί­ας Θε­ο­τό­κου

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ :
6.30 Μ.Μ.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ :
6.30 Μ.Μ.
ΟΡΘΡΟΣ :
6.30 Π.Μ.


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας αὐτὴ τὴν περίοδο ἐξομολογεῖ
τὶς πιὸ κάτω Μέρες καὶ Ὧρες:
ΤΡΙΤΗ 1/08 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.  
ΤΕΤΑΡΤΗ 2/08 10.00 π.μ. - 12.00 μ.
                 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ
ΔΕΥΤΕΡΑ 7/08 10.00 π.μ. - 12.00 μ.
                   5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.         
ΤΕΤΑΡΤΗ 9/08 10.00 π.μ. - 12.00 μ.     
                 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 10/08 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ

ΠΑΡΑΚΕΥΗ 11/08 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 (30 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.   
                                                                    (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί,σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, νὰ ὁ­μο­λο­γεῖ­τε ὅ­λοι τὴν ἴ­δια πί­στη καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας δι­αι­ρέ­σεις· ἀλλά νὰ εἶ­στε ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι, μὲ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα ὅ­λοι σας καὶ μὲ τὶς ἴ­δι­ες γνῶ­μες καὶ ἀ­πο­φά­σεις. Καὶ σᾶς κά­νω τὴν προ­τρο­πὴ αὐ­τή, δι­ό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα γιὰ σᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πὸ τὸ σπι­τι­κό τῆς Χλό­ης, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας φι­λο­νι­κί­ες. Καὶ μ' αὐ­τὸ πού λέ­ω ἐν­νο­ῶ αὐ­τό, ὅ­τι κα­θέ­νας ἀ­πό σᾶς λέ­ει μὲ καύ­χη­ση: Ἐ­γὼ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου· ἐγώ ὅ­μως, λέ­ει ὁ ἄλ­λος, εἶ­μαι θαυ­μα­στής καὶ μα­θη­τὴς τοῦ Ἀ­πολ­λώ. Κι ὁ τρί­τος λέ­ει: ἐγώ ἀ­νή­κω στὸν Κη­φᾶ· κι ἄλ­λος πά­λι ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται: ἐγώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­γι­ναν ἔ­τσι ὁ­μά­δες καὶ με­ρί­δες δι­ά­φο­ρες. Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Ἀ­πευ­θύ­νο­μαι σ' ὅ­σους λέ­νε, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε τοῦ Παύ­λου, καὶ τοὺς ρω­τῶ: Μή­πως ὁ Παῦλος σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α σας; Ἢ μή­πως βα­πτι­σθή­κα­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου, ὥ­στε νὰ ἀ­νή­κε­τε πλέ­ον σ' αὐ­τόν; Κα­θὼς βλέ­πω τώ­ρα ποι­ὰ κα­τά­χρη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου κά­νε­τε, εὐ­χα­ρι­στῶ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι προ­νό­η­σε νὰ μὴ βα­πτί­σω αὐ­το­προ­σώ­πως κα­νέ­ναν ἀ­πό σᾶς, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Κρί­σπο καὶ τὸν Γά­ι­ο. Κι ἔ­τσι τώ­ρα δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι στὸ δι­κό μου ὄ­νο­μα βά­πτι­σα. Βά­πτι­σα ἐ­πί­σης καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐ­κτὸς ἀ­π' αὐ­τούς, δὲν γνω­ρί­ζω ἂν βά­πτι­σα κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Καὶ δὲν ἔ­κα­να κύ­ριο ἔρ­γο μου τὸ βά­πτι­σμα, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν μοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου γιὰ νὰ βα­πτί­ζω, πράγ­μα πού μπο­ρεῖ νὰ κά­νει κι ἕ­νας ἁ­πλὸς λει­τουρ­γὸς· ἀλλά μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς νὰ κη­ρύτ­τω τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καὶ νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ὄ­χι μὲ ἀν­θρώ­πι­νη τέ­χνη καὶ ἀ­πα­τη­λὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, γιὰ νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου σο­φὴ καὶ λαμ­πρή, ἀλλά νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τὴ θεί­α του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιὰ τὸ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.
                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

ΧΟΡΤΑΣΜΟΣ ΨΥΧΗΣ
1. ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΙ
Ὁ Κύριος βρίσκεται σὲ ἔρημο τόπο. Τὸν συντροφεύουν χιλιάδες λαοῦ. Δὲν ὑπολογίζουν τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας οὔτε οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Ἔψαξαν νὰ Τὸν βροῦν. Ὥσπου Τὸν ἀνακάλυψαν μέσα στὴν ἐρημιά. Σὲ λίγο ἡ ἔρημος ἔγινε πολυάνθρωπη πολιτεία. Ὅλοι ἀφωσιωμένοι στὸν μεγάλο Διδάσκαλο. Ὅλη τὴν ἡμέρα βλέπουν πολλὰ ἐκπληκτικὰ θαύματά του καὶ ἀκοῦν τὴν ὑπέροχη διδασκαλία του. Πῶς ὅμως τόσες ὧρες ἐκεῖ μέσα στὴν ἐρημιὰ νηστικοὶ δὲν διαμαρτύρονται, δὲν φεύγουν ἀπὸ κοντά Του, δὲν ψάχνουν νὰ βροῦν γιὰ φαγητό; Καὶ μάλιστα οἱ μάννες μὲ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τόσες ὧρες νὰ μένουν ἥσυχα σ᾿ ἕνα τέτοιο πολυάνθρωπο πλῆθος; Τὸ ἔχουμε ποτὲ σκεφθεῖ αὐτό;
Τὰ πλήθη δὲν φεύγουν! Διότι περισσότερο κυριαρχεῖ μέσα τους ὁ πόθος καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους στὸν Μεσσία. Ἀγαποῦν τὸν Χριστό. Λαχταροῦν νὰ Τὸν ἔχουν διαρκῶς κοντά τους, νὰ βλέπουν τὰ θαύματά του, νᾶ ἀκοῦν ὧρες πολλὲς σαγηνευμένοι τὶς οὐράνιες ἀλήθειες του. Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ φύγουν ποτέ, νὰ μένουν γιὰ πάντα δίπλα Του. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ πόσες ἄλλες γυναῖκες καὶ παιδιά. Γι' αὐτό, ἐνῶ πλησιάζει νὰ βραδιάσει, κανεὶς δὲν διαμαρτύρεται.
Καὶ ὁ Κύριος ἐπιβραβεύει τὴν ἀφοσίωση τοῦ πλήθους. Μέσα στὸν ἔρημο τόπο ὁ Δημιουργὸς καὶ συντηρητὴς τῆς κτίσεως, ποὺ διατρέφει ὅλη τὴν πλάση, ἀφοῦ τόσες ὧρες αὐτοὶ πόθησαν τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ θείου λόγου, Αὐτὸς θὰ τοὺς προσφέρει καὶ τὴν ὑλικὴ τροφή. Θὰ κάνει τὸ θαῦμα. Καὶ διδάσκει ἔτσι κι ἐμᾶς νὰ ἐπιζητοῦμε μὲ πόθο ἱερὸ πρῶτα τὴν Βασιλεία του, πρῶτα τὰ πνευματικά, πρῶτα τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καὶ ὅλα τὰ καθημερινά, τὰ οἰκονομικά, οἰκογενειακὰ καὶ ἄλλα θέματά μας, θὰ τὰ φροντίζει Ἐκεῖνος καὶ θὰ τὰ ἐπιλύει μὲ τρόπο θαυμαστό.
2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ὁ Κύριος λοιπὸν ζητεῖ νὰ Τοῦ φέρουν τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια ποὺ βρῆκαν ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ μαθηταί. Τὰ πῆρε στὰ χέρια του καί, ἀφοῦ ὕψωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Ἀνέβλεψε ὁ Κύριος στὸν οὐρανὸ τιμώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Ἀνέβλεψε γιὰ νὰ δώσει τὴν οὐράνια εὐλογία στοὺς ἄρτους καὶ στὰ ψάρια, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀμέτρητα πλήθη ποὺ προσέχουν ἐκστατικὰ τὴν δοξολογητικὴ αὐτὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου. Ἀνέβλεψε στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ διδάξει καὶ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἐποχῶν ὅτι πρὶν ἀπὸ κάθε γεῦμα μας ποτὲ δὲν πρέπει νὰ προχωροῦμε γιὰ φαγητὸ πρὶν εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς τροφῆς, καὶ νὰ ἑλκύσουμε τὴν εὐλογία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ εὐχαριστήρια ἐνατένιση τοῦ Κυρίου θὰ πρέπει νὰ μένει βαθιὰ χαραγμένη στὴ σκέψη μας κάθε φορὰ ποὺ ξεκινοῦμε τὸ φαγητό μας. Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀόρατη εὐλογία τοῦ Κυρίου μας. Νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ὥρα ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἀλλὰ εἶναι ὥρα ἱερή. Εἶναι ὥρα ποὺ εἶναι δίπλα μας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ εὐλογεῖ ὄχι μόνο τὸ φαγητὸ ἀλλὰ καὶ τὸ σπίτι μας καὶ τὴν οἰκογένειά μας καὶ τὴν ζωή μας. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἡ οἰκογένεια συνδέεται στενὰ καὶ ἱερὰ ὄχι μόνο μεταξύ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν δωρεοδότη καὶ συντηρητὴ τῆς ζωῆς μας Κύριο.
3. ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑΤΑ
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἔκοψε κατόπιν τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ἔδινε στοὺς μαθητές, κι αὐτοὶ στὰ πλήθη. Κι ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν, καὶ οἱ μαθηταὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ ὅ,τι περίσσεψε. Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ φάγουν ὅλοι ὅσο θέλουν, νὰ χορτάσουν ὅλοι, ἀλλὰ καὶ νὰ περισσέψουν τροφές; Θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ πολλαπλασιάσει τὶς τροφὲς τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ἦταν ἀπαραίτητο.
Ὁ Κύριος ἀσφαλῶς κάτι θέλει νὰ μᾶς διδάξει. Βέβαια τὰ περισσεύματα τῶν τροφῶν ἦσαν πειστήρια ἀτράνταχτα τοῦ θαύματος. Δὲν περίσσεψαν ὁλόκληρα ψωμιὰ ἀλλὰ κομμάτια ἀπὸ ψωμιά, τὰ ὁποῖα ἦσαν τὰ ἀπομεινάρια τῶν πέντε ἄρτων. Ὁ ὄγκος τῶν περισσευμάτων ἦταν πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν πέντε ἄρτων. Τὰ περισσεύματα λοιπὸν πιστοποιοῦσαν τὸ θαῦμα, ἕνα θαῦμα πολὺ ἐντυπωσιακό.
Ὅμως ὁ Κύριος ἐπιπλέον θέλει νά μᾶς ἀποκαλύψει ὅτι, ὅταν χορηγεῖ τὰ ἀγαθά του – τὰ ὑλικά, πολὺ δὲ περισσότερο τὰ πνευματικά – τὰ παρέχει πλούσια, τὰ μοιράζει ἀφειδώλευτα. Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι ἡ περισυλλογὴ τῶν περισσευμάτων ἔγινε κατὰ παραγγελίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος λοιπὸν μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε, θέλει νὰ μᾶς διδάξει ὅτι τὶς τροφὲς ποὺ περισσεύουν ἔχουμε κι ἐμεῖς χρέος νὰ τὶς διατηροῦμε· δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὶς πετᾶμε στὰ σκουπίδια, διότι εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα τὴν στιγμὴ ποὺ ἀμέτρητοι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό, ὅταν σπαταλοῦμε καὶ πετοῦμε τὶς τροφὲς μὲ τόση εὐκολία;
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(23 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ὀ­φε­ί­λο­μεν ἡ­μεῖς ο δυ­να­τοὶ τ ἀ­σθε­νή­μα­τα τν ἀ­δυ­νά­των βα­στά­ζειν, κα μ ἑ­αυ­τοῖς ἀ­ρέ­σκειν. ἕ­κα­στος ἡ­μῶν τ πλη­σί­ον ἀ­ρε­σκέ­τω ες τ ἀ­γα­θὸν πρς οἰ­κο­δο­μήν· κα γρ Χρι­στὸς οχ ἑ­αυ­τῷ ἤ­ρε­σεν, ἀλ­λὰ κα­θὼς γέ­γρα­πται· ο ὀ­νει­δι­σμοὶ τν ὀ­νει­δι­ζόν­των σε ἐ­πέ­πε­σον ἐ­π' ἐ­μέ. ὅ­σα γρ προ­ε­γρά­φη, ες τν ἡ­με­τέ­ραν δι­δα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, ἵ­να δι­ὰ τς ὑ­πο­μο­νῆς κα τς πα­ρα­κλή­σε­ως τν γρα­φῶν τν ἐλ­πί­δα ἔ­χω­μεν. δ Θε­ὸς τς ὑ­πο­μο­νῆς κα τς πα­ρα­κλή­σε­ως δῴ­η ὑ­μῖν τ αὐ­τὸ φρο­νεῖν ν ἀλ­λή­λοις κα­τὰ Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐν ἑ­νὶ στό­μα­τι δο­ξά­ζη­τε τν Θε­ὸν κα πα­τέ­ρα το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. δι­ὸ προσ­λαμ­βά­νε­σθε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς κα Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ἡ­μᾶς ες δό­ξαν Θε­οῦ.
                                                                              (Ρωμ. ιε΄ [15] 1 – 7)     

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
 Ὀφείλουμε ἐμεῖς οἱ δυνατοί στήν πίστη καί στήν ἀρετή νά δείχνουμε ἀνεκτικότητα καί συμπάθεια στίς ἀδυναμίες τῶν ἀδύνατων στήν πίστη ἀνθρώπων, καί νά μήν κάνουμε ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στόν ἑαυτό μας. Ὁ καθένας μας δη­λα­δὴ ἂς γί­νε­ται ἀ­ρε­στὸς στὸ δι­πλα­νό του, γιὰ νὰ συν­τε­λεῖ στὸ κα­λό του καὶ νὰ τὸν οἰ­κο­δο­μεῖ στὴν ἀ­ρε­τή. Δι­ό­τι κι ὁ Χρι­στὸς δὲν ἀ­πέ­φυ­γε ἐκεῖνα πού ἦ­ταν κο­πι­α­στι­κὰ καὶ δυ­σά­ρε­στα στὸν ἑ­αυ­τό του, οὔτε προ­τί­μη­σε τὰ ἀ­να­παυ­τι­κὰ καὶ τι­μη­τι­κά, ἀλλά ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν Ἁγία Γρα­φή: Οἱ βρι­σι­ὲς καὶ οἱ βλασφήμιες ἐ­κεί­νων πού σὲ βλα­σφη­μοῦν, οὐ­ρά­νι­ε Πα­τέ­ρα, ἔ­πε­σαν ἐ­πά­νω μου. Καὶ σᾶς φέρ­νω τὴ μαρ­τυ­ρί­α αὐ­τὴ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, δι­ό­τι ὅ­σα γρά­φη­καν στὸ πα­ρελ­θὸν ἀ­πό τους θε­όπνευστους ἄν­δρες, γρά­φη­καν γιὰ τὴ δι­κή μας δι­δα­σκα­λί­α, γιὰ νὰ κρα­τοῦ­με στε­ρε­ὰ τὴν ἐλ­πί­δα μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν πα­ρη­γο­ριὰ καὶ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση πού δί­νουν οἱ Ἅ­γι­ες Γρα­φές. Καὶ ὁ Θε­ὸς πού χα­ρί­ζει σ' ὅ­λους μας τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν πα­ρη­γο­ριά, μα­κά­ρι νὰ σᾶς δώ­σει νὰ ἔ­χε­τε ὅ­λοι με­τα­ξὺ σας τὶς ἴδιες σκέ­ψεις καὶ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα, καὶ νὰ ζεῖ­τε δια­ρκῶς μὲ ὁ­μό­νοι­α σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, γιά νά δοξάζετε μέ μιά ψυ­χὴ καί μ’ ἕνα στόμα τὸν Ὕ­ψι­στο, ὁ ὁποῖος εἶ­ναι Θε­ὸς τοῦ Κυ­ρί­ου μας ­Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του, καὶ Πα­τέ­ρας του ὡς πρὸς τὴ θεί­α του φύ­ση. Γιὰ νὰ κα­τορ­θώ­σε­τε ὅ­μως ὅ­λοι σας σὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος καὶ μὲ μιὰ καρ­διὰ νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ό, σᾶς συ­νι­στῶ νὰ δέ­χε­στε μὲ ἀ­γά­πη ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, ὅ­πως καὶ ὁ Χρι­στὸς σᾶς δέ­χθη­κε ὅ­λους καὶ σᾶς ἔ­κα­νε ἀ­γα­πη­τοὺς καὶ δι­κούς του, γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ὁ Θε­ός.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γον­τι τ Ἰ­η­σοῦ ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο τυ­φλοὶ κρά­ζον­τες κα λέ­γον­τες· Ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ. ἐλ­θόν­τι δ ες τν οἰ­κί­αν προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο τυ­φλοί, κα λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Πι­στε­ύ­ε­τε ὅ­τι δύ­να­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Να, Κριε. τό­τε ἥ­ψα­το τν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν λέ­γων· Κα­τὰ τν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ὑ­μῖν. κα ἀ­νε­ῴ­χθη­σαν αὐ­τῶν ο ὀ­φθαλ­μοί· κα ἐ­νε­βρι­μή­σα­το αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω. ο δ ἐ­ξελ­θόν­τες δι­ε­φή­μι­σαν αὐ­τὸν ν ὅ­λῃ τ γ ἐ­κε­ί­νῃ. Αὐ­τῶν δ ἐ­ξερ­χο­μέ­νων ἰ­δοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐ­τῷ ἄν­θρω­πον κω­φὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· κα ἐκ­βλη­θέν­τος το δαι­μο­νί­ου ἐ­λά­λη­σεν ὁ κω­φός. κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ο ὄ­χλοι λέ­γον­τες, Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­φά­νη οὕ­τως ν τ Ἰσ­ρα­ήλ. ο δ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­λε­γον· ν τ ἄρ­χον­τι τν δαι­μο­νί­ων ἐκ­βάλ­λει τ δαι­μό­νι­α. Κα πε­ρι­ῆ­γεν Ἰ­η­σοῦς τς πό­λεις πά­σας κα τς κώ­μας, δι­δά­σκων ν τας συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν κα κη­ρύσ­σων τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τς βα­σι­λε­ί­ας κα θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον κα πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ν τ λα­ῷ.
                         (Ματθ. θ’[9]  27 – 35)

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ
Α­ΝΑ­ΛΟ­ΓΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΙ­ΣΤΗ Η ΘΕΙΑ ΧΑ­ΡΙΣ
«Κα­τὰ τὴν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ὑμῖν».
Μέ πολ­λὴ θέρ­μη, πό­θο καὶ πίστη εἶχαν πα­ρα­κα­λέ­σει τὸν Κύ­ριο οἱ δύο τυφλοί. Ὅ­ταν ἐρωτήθησαν ἄν ὄντως πιστεύουν, ἀ­δί­στα­κτα εἶ­χαν ἀ­παν­τήσει μέ ὁλόψυχο «Ναί». Καὶ τό­τε, κα­θὼς αἰσθάνθησαν τά Ἄ­χραν­τα χέ­ρια τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐγ­γί­ζουν τὰ σβη­σμέ­να μά­τια τους, ἄκου­σαν τὸν θαυ­μα­τουρ­γι­κὸ λόγο: «Σύμ­φω­να μὲ τὴν πί­στη σας, ἄς πραγματοποιηθεῖ σέ σᾶς τό θαῦμα». Καί πράγματι θεραπεύθησαν καί ἀνάβλεψαν.
Ἀλλ’ ὁ λό­γος τοῦ Κυρίου εἶχε βαθύ νόημα. Ἐκτός τοῦ ὅ­τι ἀ­πο­δεί­κνυ­ε καί ἐπιβράβευε τήν πίστη τῶν δύ­ο τυ­φλῶν, φανέρωνε καί τὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ­ἀνάλογη πρός τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θεία χά­ρις πού τοῦ δί­δε­ται. Αὐ­τὴν τὴν ἀλήθεια νά προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἀναλύσουμε τώ­ρα. Νὰ δοῦμε ἀφενός ποῦ διαπιστώνεται καἰ ἀφετέρου ποιές συνέπειες δημιουργεῖ γιά μᾶς.
1. Ποῦ φαί­νε­ται αὐ­τό. Στό συγκεκριμένο θαῦμα τὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι σα­φῆ. Ὑπῆρχε πίστη θερ­μὴ καί ἰσχυρή, καί γι’ αὐτό δόθηκε ἀνάλογη χάρις, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φερε τὴν ἴα­ση. Ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὑ­πῆρ­χε σέ μι­κρό­τε­ρο βαθ­μὸ ἡ πίστη, ἀναμφίβολα θά συ­νέ­βαι­νε καί ἐ­δῶ ὅ,τι εἶχε γί­νει μὲ τὸν ἄλ­λο ἐ­κεῖ­νο τυ­φλό, τῆς Βηθ­σα­ϊδά. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἐξαρ­χῆς θε­ρα­πευθεῖ πλή­ρως, ἀλλ’ ἔ­βλε­πε «τοὺς ἀν­θρώ­πους ὡς δέν­δρα περιπατοῦντας», ἕ­ως ὅτου ὡρίμασε ἡ πίστη του, καί τότε μέ δεύτερη θαυματουργή ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ «ἐνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας» (Μαρκ. η'[8] 24-25).
Ἀ­νά­λο­γο φαι­νό­με­νο πα­ρα­τη­ροῦ­με καί στήν αἱμορροοῦσα. Ἐ­πει­δὴ εἶ­χε θερ­μότατη πίστη, ἄντλησε μέ ἁπλό ἄγ­γιγ­μα τοῦ ἱ­μα­τί­ου «δύ­να­μιν ἐξελθοῦσαν» ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό, κατά τή στιγμή πού ἄλλοι πολλοί, πού Τὸν «ἀ­πέ­θλι­βον» χω­ρὶς πί­στη, δὲν ἀξιώθησαν καμιᾶς ἰδιαίτερης εὐ­λο­γί­ας (Λουκ. η΄[8] 45-46).
Ὅ­λα αὐ­τὰ καί σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­πι­στώ­σου­με. Ὅ­σοι ἔ­χουν με­γά­λη πί­στη, λαμ­βά­νουν πλούσια τή χάρη. Βλέπουν θαύ­μα­τα στή ζωή τους τόσο γιά τὸ σῶ­μα, ὅ­σο — τὸ σπουδαιότερο — καὶ γιὰ τὴν ψυ­χή. Βρίσκουν ἴαση καί ἀνακούφιση ἀ­πὸ ὀ­δυ­νη­ρὰ πά­θη. Λυ­τρώ­νον­ται. Θυ­μώ­δεις, ἄ­σω­τοι, μεμ­ψί­μοι­ροι καί δύ­στρο­ποι χα­ρα­κτῆ­ρες ἀ­παλ­λάσ­σον­ται πο­λὺ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν κα­κι­ῶν τους, ἐ­νῶ ἄλ­λοι δὲν μπο­ροῦν νὰ ὑ­περ­νι­κή­σουν πο­λὺ μι­κρό­τε­ρα ἐ­λατ­τώ­μα­τα. Για­τί; Δι­ό­τι προ­σέρ­χον­ται στά ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ, βα­θειὰ καί ὁλόθερμη πίστη, πού ἑλ­κύ­ει ἀφθονότερη τή θεία Χά­ρη.
Καί ὄ­χι μό­νο αὐ­τό. Πλου­τί­ζον­ται ἐπιπρόσθετα καί μέ σπου­δαῖ­α πνευ­μα­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα, πού δί­δον­ται ἀ­κρι­βῶς «κα­τὰ τὴν ἀ­να­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως» (Ρωμ. ιβ΄[12] 3, 6). Πα­ρη­γο­ροῦν καί στη­ρί­ζουν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς μὲ πη­γαί­α χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη, βο­η­θοῦν ἢ συμ­βου­λεύ­ουν χω­ρὶς νὰ δη­μι­ουρ­γοῦν ἀν­τι­δρά­σεις, ἐμ­πνέ­ουν καί ἐν­θου­σιά­ζουν σέ ἔρ­γα ἱ­ε­ρά, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι πί­στε­ως.
Ἀλλ’ ἤ­δη γεν­νᾶ­ται τὸ ἐ­ρώ­τη­μα. Ποι­ὲς συ­νέ­πει­ες ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θεια αὐτή γιά τὸν κα­θη­με­ρι­νὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να μας;
2. Συ­νέ­πει­ες καὶ κα­θή­κον­τα. Ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς ἀλήθειας αὐ­τῆς στή ζω­ὴ μας ἔ­χει καί θετική καί ἀρ­νη­τι­κὴ πλευ­ρά. Στίς πε­ρι­πτώ­σεις δη­λα­δή, πού δὲν βλέ­που­με νὰ ἐκπληρώνονται αἰ­τή­μα­τα καί ἱ­ε­ροὶ πό­θοι τῆς ψυ­χῆς μας, ἀντί νὰ ὀ­λι­σθή­σου­με σέ ἐ­πι­κίν­δυ­να ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὰ ἢ πα­ρά­πο­να καὶ γογ­γυ­σμούς, ἕ­να πράγ­μα μό­νο πρέ­πει νὰ ἐ­ρευ­νή­σου­με. Μή­πως ὁ βαθ­μὸς τῆς πί­στε­ως μας εἶ­ναι χα­μη­λὸς καί ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νί­σχυ­ρος νὰ ἑλκύσει τή θεί­α Χά­ρη; Μή­πως στίς προ­σευ­χὲς μας ὀ­λι­γο­πιστοῦμε καί «δι­α­κρι­νό­με­θα» καὶ γι’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς κλυ­δω­νιζόμαστε καί τα­λαιπω­ρούμαστε ἀ­πὸ δια­ρκεῖς θλί­ψεις καί χρο­νί­ζον­τα πά­θη; (Ἰ­ακ. α'[1] 6-7). Δι­ό­τι ὅ­ταν ὑπάρχει ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη, ἡ χά­ρις ὁ­πωσ­δή­πο­τε δί­δε­ται. Ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ μὴ λύνει τὸ πρό­βλη­μα ἐξωτερικά, τὸ λύ­νει ὅ­μως μέ­σα μας μὲ τὴν ἐ­νί­σχυ­ση, παράκληση καί εἰρήνη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἐ­ὰν δὲ ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα, μί­α εἶ­ναι ἡ ἐν­δε­δειγ­μέ­νη λύ­ση. Νὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἐ­νι­σχύ­σου­με καί νὰ ἐ­παυ­ξή­σου­με τὴν πί­στη μας. Δι­ό­τι ὅ­πως ὑπάρχει κίν­δυ­νος νὰ μειωθεῖ καί νά ἐκλείψει ἡ πίστη (Λουκ. κβ'[22] 32), ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς ὑ­πάρ­χει καί ἡ δυνατότητα νά αὐξηθεῖ (Β' Θεσ. α'[1] 3).
Εἶ­ναι δὲ πολ­λοὶ οἱ τρό­ποι, πού βο­η­θοῦν σ’ αὐ­τό. Ἡ θερ­μὴ καὶ τα­πει­νὴ προ­σευ­χὴ πρω­τί­στως, πού θά ἀναπέμπει πρὸς τὸν Δω­ρε­ο­δό­τη παν­τὸς ἀ­γα­θοῦ τὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ ἱ­κε­σί­α: «Κύ­ρι­ε, πρόσθες ἡμῖν πί­στιν»! (Λουκ. ιζ΄[17] 5). Κα­τό­πιν ἡ με­λέ­τη τοῦ βί­ου ἁ­γί­ων ἀν­θρώ­πων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν πίστη πράγ­μα­τι ἔ­κα­ναν ἄ­θλους καί θαύ­μα­τα, μ­πο­ροῦν δὲ πο­λὺ ἰ­σχυρά νὰ μᾶς ἐμ­πνεύ­σουν, ὥ­στε ν' ἀ­κο­λου­θή­σου­με καί ἐμεῖς τή ζωή τους καί νὰ τοὺς μι­μη­θοῦ­με στήν πί­στη (Ἑ­βρ. ιγ΄[13] 7). Ἀλλά καί ὁ ἀγώνας εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος καί πο­λὺ βο­η­θη­τι­κός. Σέ συγ­κε­κρι­μέ­να πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς ζω­ῆς νὰ προ­σπα­θοῦ­με νὰ σκεφτόμαστε μέ πίστη καί νὰ δι­α­λέ­γου­με τὶς λύ­σεις, πού ἡ πίστη μᾶς ὑ­πα­γο­ρεύ­ει. Στό ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ δί­λημ­μα, στήν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση, στίς ἀ­νη­συ­χί­ες γιὰ τὸ μέλ­λον νὰ ἐπιβαλλόμαστε στόν ἑ­αυ­τὸ μας καί νὰ τὸν ὁ­δη­γοῦ­με ὀρθά, ὁπότε θά «ἐνδυναμωνώμεθα τῇ πίστει» (Ρωμ. δ'[4] 20) καὶ θὰ γινόμαστε πράγ­μα­τι ἄ­ξιοι γιὰ με­γα­λύ­τε­ρες εὐ­λο­γί­ες τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῶν δύ­ο θε­ρα­πευ­θέν­των τυ­φλῶν,καί τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἂς μᾶς διδάξει, ἄς μᾶς ἐλέγξει, ἂς μᾶς συγκινήσει, ἂς μᾶς ἐνθουσιάσει. Ὅ­λα τὰ πλού­τη τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος εἶ­ναι ἕ­τοι­μα νὰ γί­νουν ­δι­κά μας, ἀρκεῖ νὰ αὐ­ξή­σου­με τὴν πίστη μας. Θὰ ἀμελήσουμε νὰ τὸ ἐπιδιώξουμε αὐτό;
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)