Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 (30 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.   
                                                                    (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί,σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, νὰ ὁ­μο­λο­γεῖ­τε ὅ­λοι τὴν ἴ­δια πί­στη καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας δι­αι­ρέ­σεις· ἀλλά νὰ εἶ­στε ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι, μὲ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα ὅ­λοι σας καὶ μὲ τὶς ἴ­δι­ες γνῶ­μες καὶ ἀ­πο­φά­σεις. Καὶ σᾶς κά­νω τὴν προ­τρο­πὴ αὐ­τή, δι­ό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα γιὰ σᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πὸ τὸ σπι­τι­κό τῆς Χλό­ης, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας φι­λο­νι­κί­ες. Καὶ μ' αὐ­τὸ πού λέ­ω ἐν­νο­ῶ αὐ­τό, ὅ­τι κα­θέ­νας ἀ­πό σᾶς λέ­ει μὲ καύ­χη­ση: Ἐ­γὼ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου· ἐγώ ὅ­μως, λέ­ει ὁ ἄλ­λος, εἶ­μαι θαυ­μα­στής καὶ μα­θη­τὴς τοῦ Ἀ­πολ­λώ. Κι ὁ τρί­τος λέ­ει: ἐγώ ἀ­νή­κω στὸν Κη­φᾶ· κι ἄλ­λος πά­λι ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται: ἐγώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­γι­ναν ἔ­τσι ὁ­μά­δες καὶ με­ρί­δες δι­ά­φο­ρες. Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Ἀ­πευ­θύ­νο­μαι σ' ὅ­σους λέ­νε, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε τοῦ Παύ­λου, καὶ τοὺς ρω­τῶ: Μή­πως ὁ Παῦλος σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α σας; Ἢ μή­πως βα­πτι­σθή­κα­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου, ὥ­στε νὰ ἀ­νή­κε­τε πλέ­ον σ' αὐ­τόν; Κα­θὼς βλέ­πω τώ­ρα ποι­ὰ κα­τά­χρη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου κά­νε­τε, εὐ­χα­ρι­στῶ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι προ­νό­η­σε νὰ μὴ βα­πτί­σω αὐ­το­προ­σώ­πως κα­νέ­ναν ἀ­πό σᾶς, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Κρί­σπο καὶ τὸν Γά­ι­ο. Κι ἔ­τσι τώ­ρα δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι στὸ δι­κό μου ὄ­νο­μα βά­πτι­σα. Βά­πτι­σα ἐ­πί­σης καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐ­κτὸς ἀ­π' αὐ­τούς, δὲν γνω­ρί­ζω ἂν βά­πτι­σα κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Καὶ δὲν ἔ­κα­να κύ­ριο ἔρ­γο μου τὸ βά­πτι­σμα, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν μοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου γιὰ νὰ βα­πτί­ζω, πράγ­μα πού μπο­ρεῖ νὰ κά­νει κι ἕ­νας ἁ­πλὸς λει­τουρ­γὸς· ἀλλά μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς νὰ κη­ρύτ­τω τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καὶ νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ὄ­χι μὲ ἀν­θρώ­πι­νη τέ­χνη καὶ ἀ­πα­τη­λὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, γιὰ νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου σο­φὴ καὶ λαμ­πρή, ἀλλά νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τὴ θεί­α του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιὰ τὸ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.
                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

ΧΟΡΤΑΣΜΟΣ ΨΥΧΗΣ
1. ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΙ
Ὁ Κύριος βρίσκεται σὲ ἔρημο τόπο. Τὸν συντροφεύουν χιλιάδες λαοῦ. Δὲν ὑπολογίζουν τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας οὔτε οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Ἔψαξαν νὰ Τὸν βροῦν. Ὥσπου Τὸν ἀνακάλυψαν μέσα στὴν ἐρημιά. Σὲ λίγο ἡ ἔρημος ἔγινε πολυάνθρωπη πολιτεία. Ὅλοι ἀφωσιωμένοι στὸν μεγάλο Διδάσκαλο. Ὅλη τὴν ἡμέρα βλέπουν πολλὰ ἐκπληκτικὰ θαύματά του καὶ ἀκοῦν τὴν ὑπέροχη διδασκαλία του. Πῶς ὅμως τόσες ὧρες ἐκεῖ μέσα στὴν ἐρημιὰ νηστικοὶ δὲν διαμαρτύρονται, δὲν φεύγουν ἀπὸ κοντά Του, δὲν ψάχνουν νὰ βροῦν γιὰ φαγητό; Καὶ μάλιστα οἱ μάννες μὲ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τόσες ὧρες νὰ μένουν ἥσυχα σ᾿ ἕνα τέτοιο πολυάνθρωπο πλῆθος; Τὸ ἔχουμε ποτὲ σκεφθεῖ αὐτό;
Τὰ πλήθη δὲν φεύγουν! Διότι περισσότερο κυριαρχεῖ μέσα τους ὁ πόθος καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους στὸν Μεσσία. Ἀγαποῦν τὸν Χριστό. Λαχταροῦν νὰ Τὸν ἔχουν διαρκῶς κοντά τους, νὰ βλέπουν τὰ θαύματά του, νᾶ ἀκοῦν ὧρες πολλὲς σαγηνευμένοι τὶς οὐράνιες ἀλήθειες του. Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ φύγουν ποτέ, νὰ μένουν γιὰ πάντα δίπλα Του. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ πόσες ἄλλες γυναῖκες καὶ παιδιά. Γι' αὐτό, ἐνῶ πλησιάζει νὰ βραδιάσει, κανεὶς δὲν διαμαρτύρεται.
Καὶ ὁ Κύριος ἐπιβραβεύει τὴν ἀφοσίωση τοῦ πλήθους. Μέσα στὸν ἔρημο τόπο ὁ Δημιουργὸς καὶ συντηρητὴς τῆς κτίσεως, ποὺ διατρέφει ὅλη τὴν πλάση, ἀφοῦ τόσες ὧρες αὐτοὶ πόθησαν τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ θείου λόγου, Αὐτὸς θὰ τοὺς προσφέρει καὶ τὴν ὑλικὴ τροφή. Θὰ κάνει τὸ θαῦμα. Καὶ διδάσκει ἔτσι κι ἐμᾶς νὰ ἐπιζητοῦμε μὲ πόθο ἱερὸ πρῶτα τὴν Βασιλεία του, πρῶτα τὰ πνευματικά, πρῶτα τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καὶ ὅλα τὰ καθημερινά, τὰ οἰκονομικά, οἰκογενειακὰ καὶ ἄλλα θέματά μας, θὰ τὰ φροντίζει Ἐκεῖνος καὶ θὰ τὰ ἐπιλύει μὲ τρόπο θαυμαστό.
2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ὁ Κύριος λοιπὸν ζητεῖ νὰ Τοῦ φέρουν τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια ποὺ βρῆκαν ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ μαθηταί. Τὰ πῆρε στὰ χέρια του καί, ἀφοῦ ὕψωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Ἀνέβλεψε ὁ Κύριος στὸν οὐρανὸ τιμώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Ἀνέβλεψε γιὰ νὰ δώσει τὴν οὐράνια εὐλογία στοὺς ἄρτους καὶ στὰ ψάρια, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀμέτρητα πλήθη ποὺ προσέχουν ἐκστατικὰ τὴν δοξολογητικὴ αὐτὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου. Ἀνέβλεψε στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ διδάξει καὶ σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἐποχῶν ὅτι πρὶν ἀπὸ κάθε γεῦμα μας ποτὲ δὲν πρέπει νὰ προχωροῦμε γιὰ φαγητὸ πρὶν εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς τροφῆς, καὶ νὰ ἑλκύσουμε τὴν εὐλογία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ εὐχαριστήρια ἐνατένιση τοῦ Κυρίου θὰ πρέπει νὰ μένει βαθιὰ χαραγμένη στὴ σκέψη μας κάθε φορὰ ποὺ ξεκινοῦμε τὸ φαγητό μας. Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν ἀόρατη εὐλογία τοῦ Κυρίου μας. Νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ὥρα ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἀλλὰ εἶναι ὥρα ἱερή. Εἶναι ὥρα ποὺ εἶναι δίπλα μας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ εὐλογεῖ ὄχι μόνο τὸ φαγητὸ ἀλλὰ καὶ τὸ σπίτι μας καὶ τὴν οἰκογένειά μας καὶ τὴν ζωή μας. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἡ οἰκογένεια συνδέεται στενὰ καὶ ἱερὰ ὄχι μόνο μεταξύ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν δωρεοδότη καὶ συντηρητὴ τῆς ζωῆς μας Κύριο.
3. ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑΤΑ
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἔκοψε κατόπιν τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ἔδινε στοὺς μαθητές, κι αὐτοὶ στὰ πλήθη. Κι ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν, καὶ οἱ μαθηταὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ ὅ,τι περίσσεψε. Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ φάγουν ὅλοι ὅσο θέλουν, νὰ χορτάσουν ὅλοι, ἀλλὰ καὶ νὰ περισσέψουν τροφές; Θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ πολλαπλασιάσει τὶς τροφὲς τόσο, ὅσο ἀκριβῶς ἦταν ἀπαραίτητο.
Ὁ Κύριος ἀσφαλῶς κάτι θέλει νὰ μᾶς διδάξει. Βέβαια τὰ περισσεύματα τῶν τροφῶν ἦσαν πειστήρια ἀτράνταχτα τοῦ θαύματος. Δὲν περίσσεψαν ὁλόκληρα ψωμιὰ ἀλλὰ κομμάτια ἀπὸ ψωμιά, τὰ ὁποῖα ἦσαν τὰ ἀπομεινάρια τῶν πέντε ἄρτων. Ὁ ὄγκος τῶν περισσευμάτων ἦταν πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ὄγκο τῶν πέντε ἄρτων. Τὰ περισσεύματα λοιπὸν πιστοποιοῦσαν τὸ θαῦμα, ἕνα θαῦμα πολὺ ἐντυπωσιακό.
Ὅμως ὁ Κύριος ἐπιπλέον θέλει νά μᾶς ἀποκαλύψει ὅτι, ὅταν χορηγεῖ τὰ ἀγαθά του – τὰ ὑλικά, πολὺ δὲ περισσότερο τὰ πνευματικά – τὰ παρέχει πλούσια, τὰ μοιράζει ἀφειδώλευτα. Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι ἡ περισυλλογὴ τῶν περισσευμάτων ἔγινε κατὰ παραγγελίαν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος λοιπὸν μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε, θέλει νὰ μᾶς διδάξει ὅτι τὶς τροφὲς ποὺ περισσεύουν ἔχουμε κι ἐμεῖς χρέος νὰ τὶς διατηροῦμε· δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὶς πετᾶμε στὰ σκουπίδια, διότι εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα τὴν στιγμὴ ποὺ ἀμέτρητοι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό, ὅταν σπαταλοῦμε καὶ πετοῦμε τὶς τροφὲς μὲ τόση εὐκολία;
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου