Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

 ΧΛΩΡΑΚΑΣ

        ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ



5 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ, Ἀ­πό­στ. (Γαλ. Ϛ΄[6] 11–18), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ιϚ΄[16] 19-31). Γαλακτίωνος και Ἐπιστήμης μαρτύρων, Λίνου ἐπισκόπου Ρώμης, Ἑρμᾶ, Πατρόβα, Γαΐου καί Φιλολόγου ἐκ τῶν Ο΄, Γρηγορίου πατρ. Ἀλεξανδρείας τοῦ ὁμολογητοῦ, Εὐψυχίου και Καρτερίου μαρτ. Σιλβανοῦ ἱερομάρτυρος ἐπισκ. Γάζης, Κάστορος και Ἀγαθαγγέλου μαρτύρων ἐν Παλαιστίνῃ.

Ἐκ μεταθέσεως Γε­ωρ­γί­ου τ­οῦ Καρ­σλί­δου ὁ­σί­ου.

9 ΠΕΜΠΤΗ Νε­κτα­ρί­ου Πεν­τα­πό­λε­ως τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ.

(Πα­νη­γυ­ρί­ζει ὁ Να­ός μας).

12 ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ, Ἀ­πό­στ. (Β΄ Κορ.  θ΄[9] 6-11)  Εὐ­αγγ. (Λουκ. ι΄[10] 25-37), Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, πατριάρχου Ἀλεξάνδρειας, Νείλου ὁσίου τοῦ Μυροβλήτου, Ἀχιᾶ προφήτου, Λέοντος πατρ. Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Στυππῆ, Ἀρσακίου μάρτυρος, Νικολάου Νεομάρτυρ.

τοῦ ἐκ Μαρμάρων Κωνσταντινουπόλεως.

13 ΔΕΥΤΕΡΑ Ἰ­ω­άν­νου Ἀρ­χι­επ. Κ­ω­ν­/πό­λε­ως τ­οῦ Χρυ­σο­στό­μου

19 ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ, Ἀπόστ. (Ἐφεσ. β΄[2] 14–22), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ιβ΄[12] 16-21), Ἀβδιοῦ Προφήτου, Βαρλαάμ, Ἡλιοδώρου, Ἀνθίμου, Θαλλελαίου. Χριστοφόρου και Εὐφημίας μαρτύρων, Ἱλαρίωνος ὁσίου τοῦ Ἴβηρος.

21 ΤΡΙΤΗ ΤΑ Ε­Ι­Σ­Ο­Δ­ΙΑ Τ­ΗΣ Θ­Ε­Ο­ΤΟ­ΚΟΥ Ἀπόστ. (Ἑβρ. θ΄[9] 1–7), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ι΄[10] 38-42, ια΄[11] 27-28)

26 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ, Ἀπόστ. (Ἐφεσ. δ΄[4] 1–7), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ιη΄[18] 18-27) Στυ­λια­νοῦ τ­οῦ Πα­φλα­γό­νος, Ἀ­λυ­πί­ου τοῦ Κι­ο­νί­του, Νί­κω­νος τ­οῦ «Με­τα­νο­εῖ­τε», ὁ­σί­ων. Ἐκ μεταθέσεως Αἰκατερίνης τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ Πανσόφου.

30 ΠΕΜΠΤΗ Ἀν­δρέ­ου Ἀ­πο­στό­λου τ­οῦ Πρω­το­κλή­του, Φρου­μεν­τί­ου ἐ­πι­σκό­που Ἰν­δί­ας

 

ΩΡΑΡΙΟ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ:

4.00 Μ.Μ.

 ΟΡΘΡΟΣ:

6.30 Π.Μ.

Ἀ­πό τὶς 15 Νο­εμ­βρί­ου ἀρ­χί­ζει

 ἡ νη­στεί­α τῶν Χρι­στου­γέν­νων

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕ­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ

(29 ΟΚΤΩΒ­Ρ­Ι­ΟΥ 2023)




 

ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.

                                                                               (Γαλ. β΄[2] 16-20)

 

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ»

Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ζεῖ μιὰ ζωὴ μυστικὴ καὶ ἁγία, ζωὴ ποὺ σηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν σχέση ἑνότητος καὶ ἀγάπης μὲ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο. Καὶ τελειώνει τις σκέψεις του λέγοντας ὅτι καθημερινὰ ζε μέσα στο μυστήριο τῆς πίστεώς του στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ τὸν ἀγάπησε προσωπικὰ καὶ παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του πρὸς χάριν του. Μὲ ἀφορμὴ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ θείου Παύλου ἂς δοῦμε κι ἐμεῖς πῶς ἀπεκάλυψε τὴν ἀγάπη του ὁ Θεὸς σὲ μᾶς καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐμεῖς σ ̓ αὐτήν. 

1. ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΑΣ

Ἡ πρώτη ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ἦταν τὸ ὅτι ἐδημιούργησε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια και φροντίδα. Μᾶς δημιούργησε ὄχι ἁπλῶς καλοὺς λίαν ἀλλὰ κατὰ τὴν εἰκόνα του, δηλαδὴ μᾶς ἐπλούτισε μὲ δικά του θεϊκὰ χαρακτηριστικά. Καί μᾶς κατέστησε βασιλεῖς τοῦ Παραδείσου, κοινωνοὺς τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ τῆς κτίσεως. Κι ὅταν κι ἐμεῖς μέσα στην παραζάλη μας περιφρονήσαμε τὴν ἄπειρη ἀγάπη του, δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε στην καταστροφική μας πορεία, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔστειλε στὴ γῆ μας προφῆτες καὶ διδασκάλους, ντύθηκε ὁ Ἴδιος τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, καὶ ἔγινε ὁ ἄπειρος Θεὸς ἄνθρωπος, δηλαδὴ δοῦλος, καὶ μάλιστα δοῦλος τῶν δούλων του. Καὶ ἔκανε τα πάντα γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἔτρεχε ὡς καλὸς ποιμὴν στὰ βουνὰ καὶ τὶς ρεματιές γιὰ νὰ σώσει τὸ κάθε χαμένο πρόβατο. Καὶ διέθετε χρόνο καὶ κόπο καὶ γιὰ μία μόνον ψυχή. Γιὰ μία Σαμαρείτιδα, γιὰ ἕνα Νικόδημο, γιὰ ἕνα Ματθαῖο, γιὰ ἕνα Ζακχαο, γιὰ κάθε πληγωμένο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει πὼς ὁ Χριστὸς τὸν ἀγάπησε προσωπικῶς, ἐπειδὴ καταλάβαινε την προσωπικὴ αὐτὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας σὲ κάθε μία ψυχή ξεχωριστά. Διότι ὁ Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾷ τὴν κάθε ψυχή· καὶ γι᾿ αὐτήν, γιὰ μία καὶ μόνον πληγωμένη ψυχή, διέτρεχε πόλεις καὶ χωριά «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι'[10] 38), θεραπεύοντας τὸ κάθε πλάσμα του πού βασανιζόταν ἀπὸ σωματικές καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. 

Καὶ μάλιστα τὴν ἀγάπη του αὐτὴ δὲν τὴν ἔδειξε σὲ κτίσματα ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ σὲ μᾶς ποὺ γίναμε ἐχθροί του μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες πτώσεις μας. Το τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε ́[5] 8). Παρέδωσε τὸν Ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ νὰ λυτρώσει ἐμᾶς ποὺ ἤμασταν ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄσωτοι. Ὑπέμεινε ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους ἀνθρώπους περιφρονήσεις και συκοφαντίες, χλευασμοὺς καὶ θλίψεις, ὕβρεις καὶ ἀτιμώσεις, σταυρὸ καὶ θάνατο πονείδιστο γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου, «ὅπως ἐξέληται ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος πονηροῦ» (Γαλ. α'[1] 4). 

2. ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΜΟΝΑΔΙΚΑ

Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς θυσιάσθηκε, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἔστω καὶ ἐλάχιστα στὴν ἀγάπη του; Τὸν δρόμο μᾶς τὸν ἔδειξε καὶ πάλι ὁ θεῖος Παῦλος. Αὐτός, ἐπειδὴ κατάλαβε πόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστός, ἀπὸ τί μᾶς ἀπάλλαξε, ἀλλὰ καὶ τί μᾶς ἐχάρισε, πυρώθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἔζησε μιὰ νέα ζωὴ ἁγία. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγάπησε δυνατὰ τὸν Χριστό, ἔζησε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκλειστικά δική του, ἐνῶ ὁ Χριστός την προσέφερε σε ὅλους. Ἐνῶ ὁ Κύριος προσέφερε τ ζωή του γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ Παῦλος ἰδιοποιεῖται τὸ γεγονός, ζε μία προσωπικὴ σχέση ἀγάπης ἱερῆς μὲ τὸν Κύριο. 

Διότι ἤξερε καλά, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ Χριστὸς «ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν» «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτία» (Β' Κορ. ε'[5] 15, Ρωμ. Ϛ΄[6] 6). Γι νὰ μὴ ζοῦμε ἐμεῖς πλέον μέσα στν ἁμαρτία. Γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει «νεκρούς... τῇ ἁμαρτίᾳ ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ζ ́[7] 11). Ἡ ἐλάχιστη λοιπόν ἀνταπόκρισή μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι νὰ νεκρώσουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ ζωή μας πλέον ἀνήκει στον Θεό. Καί, ὅπως γράφει ἀλλοῦ, θυσιάσθηκε Ἐκεῖνος «ἵνα... μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β ́ Κορ. ε ́[5] 15). Θυσιάσθηκε ὁ Χριστός, ὥστε ὅλοι ἐμεῖς νὰ μὴ ζοῦμε πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μόνον γιὰ Αὐτὸν ποὺ σταυρώθηκε, θυσιάσθηκε, ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ μᾶς. Ἔχουμε χρέος λοιπὸν νὰ ἀποστραφοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ κάθε τι ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζοῦμε νέα ζωή μετανοίας, ἁγιασμοῦ καὶ λατρείας πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε. 

Ἀδελφοί, μὴ φανοῦμε ἀγνώμονες, ἀλλὰ νὰ ἀγαπήσουμε ὅσο μποροῦμε τὸν Δεσπότη μας Κύριο, ὥστε τίποτε πλέον νὰ μὴ μπορε νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη του. Αὐτὸν ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε νὰ Τὸν ἀγαποῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅση δύναμη διαθέτουμε.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄ­νο­μα Ἰάειρος, κα αὐτός ἄρ­χων τς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· κα πε­σὼν πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ν αὐ­τῷ ς ἐ­τῶν δώ­δε­κα κα αὕ­τη ἀ­πέ­θνῃ­σκεν. ν δ τ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν ο ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν. κα γυ­νὴ οὖ­σα ν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰ­α­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τν βί­ον οκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το το κρα­σπέ­δου το ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, κα πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις το αἵ­μα­τος αὐ­τῆς. κα εἶ­πεν Ἰ­η­σοῦς· Τς ἁ­ψά­με­νός μου; ἀρ­νου­μέ­νων δ πάν­των εἶ­πεν Πτρος κα ο σν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, ο ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε κα ἀ­πο­θλί­βου­σι κα λέ­γεις τς ἁ­ψά­με­νός μου; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μο τις· ἐ­γὼ γρ ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. ἰ­δοῦ­σα δ γυ­νὴ ὅ­τι οκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε κα προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἀ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πι­ον παν­τὸς το λα­οῦ, κα ς ἰ­ά­θη πα­ρα­χρῆ­μα. δ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θρσει, θύ­γα­τερ, πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου ες εἰ­ρή­νην. Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ το ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι Τθνηκεν θυ­γά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν δι­δά­σκα­λον. δ Ἰ­η­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, κα σω­θή­σε­ται. ἐλ­θὼν δ ες τν οἰ­κί­αν οκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να ε μ Πτρον κα Ἰ­ω­άν­νην κα Ἰάκωβον κα τν πα­τέ­ρα τς παι­δὸς κα τν μη­τέ­ρα. ἔ­κλαι­ον δ πάν­τες κα ἐ­κό­πτον­το αὐ­τήν. δ εἶ­πε· Μ κλα­ί­ε­τε· οκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θε­ύ­δει. κα κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. αὐ­τ­ὸς δ ἐκ­βα­λὼν ἔ­ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· πας, ἐ­γε­ί­ρου. κα ἐ­πέ­στρε­ψε τ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, κα ἀ­νέ­στη πα­ρα­χρῆ­μα, κα δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. κα ἐ­ξέ­στη­σαν ο γο­νεῖς αὐ­τῆς· δ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τ γε­γο­νός.        

    (Λουκ. η΄ [8] 41– 56)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦλ­θεν στόν Ἰησοῦ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­άειρος  καὶ  ἦ­ταν  ἄρ­χον­τας  τῆς  συ­να­γω­γῆς.  Κι ἀφοῦ  ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὸς κον­τὰ στὰ πό­δια του, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι του, δι­ό­τι εἶ­χε μί­α μο­νά­κρι­βη κό­ρη πε­ρί­που δώ­δε­κα χρό­νων πού βρι­σκό­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α της καὶ πέ­θαι­νε. Καὶ τὴν ὥ­ρα πού ὁ Ἰ­η­σοῦς πή­γαι­νε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν πε­ρι­έ­βαλ­λαν ἀ­σφυ­κτι­κὰ καὶ τὸν πί­ε­ζαν. Τό­τε λοι­πὸν κά­ποι­α γυ­ναί­κα πού ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ αἱ­μορ­ρα­γί­α ἐ­δῶ καὶ δώ­δε­κα χρό­νια, ἡ ὁποία μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα βά­σα­να τῆς ἀρ­ρώ­στιας της εἶ­χε ξο­δέ­ψει καὶ ὅ­λη τὴν πε­ρι­ου­σί­α της σὲ για­τροὺς καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ θε­ρα­πευ­θεῖ ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἀφοῦ πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ πί­σω, ὥ­στε νὰ μὴν τὴν ἀν­τι­λη­φθεῖ κα­νείς, ἐ­πει­δὴ ντρε­πό­ταν νὰ γί­νει φα­νε­ρὴ ἡ ἀρ­ρώ­στια της, ἄγ­γι­ξε τὴν ἄ­κρη τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ ἐν­δύ­μα­τός του κι ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σε ἡ αἱ­μορ­ρα­γί­α της. Τό­τε εἶ­πε ὁ Ἰησοῦς: Ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Κι ἐ­πει­δὴ ὅ­λοι οἱ τρι­γύ­ρω ἀρ­νοῦν­ταν, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος καὶ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τὲς πού ἦ­ταν μα­ζί του: Δι­δά­σκα­λε, τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ σὲ πε­ρι­κύ­κλω­σαν καὶ σὲ πι­έ­ζουν ἀ­σφυ­κτι­κὰ· καὶ σὺ λές, ποι­ὸς μὲ ἄγ­γι­ξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως εἶπε: Κά­ποι­ος μὲ ἄγ­γι­ξε. Δι­ό­τι ἐγώ κα­τά­λα­βα ὅ­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ πά­νω μου δύ­να­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα εἶ­δε ὅ­τι δὲν μπό­ρε­σε νὰ κρυ­φτεῖ καὶ δὲν ξέ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ αὐ­τὸ πού ἔ­κα­νε, ἦλ­θε τρέ­μον­τας ἀ­πὸ τὸ φό­βο της, κι ἀφοῦ ἔ­πε­σε γο­να­τι­στὴ μπρο­στά του, τοῦ δι­η­γή­θη­κε μπρο­στὰ σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ γιὰ ποι­ὰ αἰ­τί­α τὸν ἄγ­γι­ξε καὶ πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε ἀ­μέ­σως. Τό­τε ὁ Ἰησοῦς ­τῆς εἶ­πε: Ἔ­χε θάρ­ρος, κό­ρη μου, ἡ πε­ποί­θη­ση πού εἶ­χες ὅ­τι θὰ ἔ­βρι­σκες τὴν ὑ­γεί­α σου ἂν μὲ ἄγ­γι­ζες, αὐ­τὴ ἡ πί­στη σου σ' ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει. Πή­γαι­νε στὸ κα­λό, εἰ­ρη­νι­κὴ καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἀ­νη­συ­χί­α πού δο­κί­μα­ζες πιὸ πρὶν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου. Κι ἐ­νῶ μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη ὁ Ἰησοῦς, ἦλ­θε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τοῦ ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου καὶ τοῦ εἶ­πε: Πέ­θα­νε ἡ κό­ρη σου· μὴν κου­ρά­ζεις ἄλ­λο καὶ μὴν ἐ­νο­χλεῖς πιὰ τὸν δι­δά­σκα­λο. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως, μό­λις ἄ­κου­σε τὴν εἴ­δη­ση αὐ­τή, τοῦ εἶ­πε: Μὴ φο­βᾶ­σαι, μό­νο συ­νέ­χι­σε νὰ πι­στεύ­εις, καὶ θὰ σω­θεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θά­να­το. Κα­τό­πιν, ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στὸ σπί­τι τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄ­φη­σε νὰ μπεῖ κα­νεὶς ἄλ­λος στὸ δω­μά­τιο τῆς νε­κρῆς πα­ρὰ μό­νο ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ πα­τέ­ρας τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καὶ ἡ μη­τέ­ρα. Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­λοι ἔ­κλαι­γαν καὶ χτυ­ποῦ­σαν τὰ στή­θη τους καὶ τὰ κε­φά­λια τους γιὰ τὴ νε­κρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖ­τε· δὲν πέ­θα­νε, ἀλλά κοι­μᾶ­ται. Καὶ ἐ­κεῖ­νοι τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν, δι­ό­τι ἦ­ταν βέ­βαι­οι ὅ­τι τὸ κο­ρι­τσά­κι εἶ­χε πε­θά­νει. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἀφοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔπιασε τὸ χέ­ρι της καὶ τῆς φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κό­ρη, σή­κω ἐ­πά­νω. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ της ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ σῶ­μα καὶ ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­μέ­σως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δι­έ­τα­ξε νὰ τῆς δώ­σουν φα­γη­τὸ νὰ φά­ει, γιὰ νὰ πά­ρει δυ­νά­μεις με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξάν­τλη­ση πού τῆς εἶ­χε φέ­ρει ἡ χρό­νια καὶ θα­να­τη­φό­ρα ἀ­σθέ­νειά της. Οἱ γο­νεῖς της ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοὶ καὶ κυ­ρι­εύ­τη­καν ἀ­πὸ βα­θὺ καὶ με­γά­λο θαυ­μα­σμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅ­μως τοὺς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κα­νέ­ναν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, γιὰ νὰ μὴν ἐ­ρε­θί­ζε­ται ὁ φθό­νος τῶν ἐχθρῶν του.