Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕ­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ Γ΄ ΛΟΥ­ΚΑ

(8 Ο­ΚΤΩΒ­ΡΙΟΥ 2023)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον΄ καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. \2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸ Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν.  3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο.  4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο.  5 Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα.  6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ.  7 Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή.  8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ σπε­ί­ρων φει­δο­μέ­νως, φει­δο­μέ­νως καὶ θε­ρί­σει, καὶ ὁ σπε­ί­ρων ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις ἐπ᾽ εὐ­λο­γί­αις καὶ θε­ρί­σει. Ἕ­κα­στος κα­θὼς προ­αι­ρεῖ­ται τῇ καρ­δί­ᾳ, μὴ ἐκ λύ­πης ἢ ἐξ ἀ­νάγ­κης· ἱ­λα­ρὸν γὰρ δό­την ἀ­γα­πᾷ ὁ Θε­ός. Δυ­να­τὸς δὲ ὁ Θε­ὸς πᾶ­σαν χά­ριν πε­ρισ­σεῦ­σαι εἰς ὑ­μᾶς, ἵ­να ἐν παν­τὶ πάν­το­τε πᾶ­σαν αὐ­τάρ­κειαν ἔ­χον­τες πε­ρισ­σε­ύ­η­τε εἰς πᾶν ἔρ­γον ἀ­γα­θόν, κα­θὼς γέ­γρα­πται· ᾽Ε­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν, ἡ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. Ὁ δὲ ἐ­πι­χο­ρη­γῶν σπέρ­μα τῷ σπε­ί­ρον­τι καὶ ἄρ­τον εἰς βρῶ­σιν χο­ρη­γή­σαι καὶ πλη­θύ­ναι τὸν σπό­ρον ὑ­μῶν καὶ αὐ­ξή­σει τὰ γε­νή­μα­τα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὑ­μῶν· ἐν παν­τὶ πλου­τι­ζό­με­νοι εἰς πᾶ­σαν ἁ­πλό­τη­τα, ἥ­τις κα­τερ­γά­ζε­ται δι᾽ ἡ­μῶν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῷ Θε­ῷ.  

(Β΄ Κορινθ. θ΄ [9] 6-11)   

 

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ

1. ΝΑ ΔΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΑΦΘΟΝΙΑ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος παίρ­νει μί­α εἰ­κό­να ἀ­πὸ τ γε­ωρ­γι­κὴ ζω­ὴ στ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα γι ν μᾶς το­νί­σει με­γά­λες ἀ­λή­θει­ες σχε­τι­κὲς μὲ τ με­γά­λη ἀ­ρε­τὴ τς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Ἐ­κεῖ­νος ὁ γε­ωρ­γός, λέ­ει, ποὺ σπέρ­νει τὸν σπό­ρο του μ τσιγ­γου­νιά, μ τσιγ­γου­νιὰ θ θε­ρί­σει κα τν καρ­πό. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ σπέρ­νει ἄ­φθο­νους σπό­ρους θ θε­ρί­σει πλού­σιους καρ­πούς. Ἔ­τσι κα στν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη κά­θε πι­στὸς πρέ­πει ν μοι­ρά­ζει ἁ­πλό­χε­ρα τ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά του, γι ν κερ­δί­σει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα ὑ­λι­κὰ κα πνευ­μα­τι­κά. Για­τί ὅ­μως ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι πρέ­πει ν ἐκ­δη­λώ­νου­με τν ἀ­ρε­τὴ τς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης ἁ­πλό­χε­ρα; Δι­ό­τι σ κά­θε ἐ­πο­χὴ πολ­λοὶ πι­στοὶ φο­βοῦν­ται κα δι­στά­ζουν ν κά­νουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νες, φο­βοῦν­ται μή­πως στε­ρη­θοῦν, μή­πως γί­νουν φτω­χοί. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τν εἰ­κό­να τοῦ γε­ωρ­γοῦ γι ν δεί­ξει ὅ­τι κα οἱ γε­ωρ­γοί, ὅ­ταν παίρ­νουν τν σπό­ρο γι ν σπεί­ρουν τ χω­ρά­φια τους, προ­σω­ρι­νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­δειά­ζουν οἱ ἀ­πο­θῆ­κες τν σι­τη­ρῶν τους κα ὅ­τι χά­νουν τ σι­τά­ρι ποὺ μ τό­σο κό­πο συ­νέ­λε­ξαν. Με­τὰ ὅ­μως ἀ­πὸ κά­ποι­ους μῆ­νες, κα­τὰ τὸν θε­ρι­σμό, θ συλ­λέ­ξουν στς ἀ­πο­θῆ­κες τους ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρη πο­σό­τη­τα σι­τα­ριοῦ ἀ­πὸ αὐ­τὴ ποὺ σκόρ­πι­σαν στ σπο­ρά. Ἔ­τσι κα στν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Φαί­νε­ται ἀρ­χι­κῶς ὅ­τι χά­νου­με τ ἀ­γα­θὰ ποὺ μοι­ρά­ζου­με, ἀλ­λὰ μό­νο πρό­σκαι­ρα, δι­ό­τι πρό­κει­ται ν θε­ρί­σου­με πολ­λα­πλά­σια ἀ­γα­θά, κα σ᾿ αὐ­τὴ τ ζω­ὴ κα στν ἄλ­λη. Στ πα­ρά­δειγ­μα μά­λι­στα τς σπο­ρᾶς οἱ γε­ωρ­γοὶ μπο­ρεῖ κά­ποι­ες χρο­νι­ὲς ν μν ἔ­χουν τος καρ­ποὺς ποὺ πε­ρι­μέ­νουν, δι­ό­τι δυ­σμε­νεῖς και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες μπο­ρεῖ ν κα­τα­στρέ­ψουν τ συγ­κο­μι­δή τους. Ὅ­σοι ὅ­μως ἐ­λε­οῦν, δν πρό­κει­ται πο­τὲ ν χά­σουν τος καρ­πούς τους. ς προ­σφέ­ρου­με λοι­πὸν τς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες μας ἁ­πλό­χε­ρα, χω­ρὶς τσιγ­γου­νιὰ κα φει­δώ.

2. ΝΑ ΔΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΠΡΟΘΥΜΙΑ

ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στ συ­νέ­χεια μς ζη­τεῖ ν ἐ­λε­οῦ­με ὄ­χι μό­νον ἁ­πλό­χε­ρα ἀλ­λὰ κα μ πρό­θυ­μη κα ἐ­λεύ­θε­ρη δι­ά­θε­ση, ὄ­χι μ λύ­πη ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ἀ­γα­πᾶ ἐ­κεῖ­νον ποὺ δί­νει μ προ­θυ­μί­α κα χα­ρά. Ν προ­σφέ­ρου­με λοι­πὸν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μ ἐ­λεύ­θε­ρη δι­ά­θε­ση κα ὄ­χι ἐ­πει­δὴ με­ρι­κοί μᾶς πι­έ­ζουν μς ἐ­ξα­ναγ­κά­ζουν ἠ­θι­κῶς μ τν πα­ρου­σί­α τους ἐ­πει­δὴ φο­βό­μα­στε μν ἐ­κτε­θοῦ­με στος γύ­ρω μας· κα κα­τό­πιν ν αἰ­σθα­νό­μα­στε λύ­πη ἐ­πει­δὴ νο­μί­ζου­με ὅ­τι χά­σα­με τ χρή­μα­τά μας. Ἔ­τσι οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες μας δν θ ἔ­χουν κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἀ­ξί­α. Κα ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­ταν ἔ­τσι εἴ­μα­στε σφι­χτοὶ κα τρέ­μου­με μή­πως ἀ­δειά­σει τ πορ­το­φό­λι μας, κα κρα­τοῦ­με ὅ­λες τς οἰ­κο­νο­μί­ες μας γιὰ μᾶς, ὅ­ταν θ ἔλ­θει ἡ στιγ­μὴ τοῦ θα­νά­του μας, δν θ μπο­ρέ­σου­με ν πά­ρου­με τί­πο­τε μα­ζί μας, κα θ ἀ­να­χω­ρή­σου­με γι τ αἰ­ώ­νιο τα­ξί­δι μας γυ­μνοὶ κα πάμ­πτω­χοι. ς μά­θου­με λοι­πὸν ν προ­σφέ­ρου­με μ χα­ρὰ κα προ­θυ­μί­α, χω­ρὶς στε­νό­τη­τα καρ­διᾶς κα ἰ­δι­ο­τέ­λεια.

3. ΕΤΣΙ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ

Κα τί λοι­πὸν ἔ­χου­με ν κερ­δί­σου­με; Μς τ λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Τ πρῶ­το κα σπου­δαι­ό­τε­ρο, τν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Καἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο ἀ­γα­θὸ κα ἀ­πὸ αὐ­τὴν ἀ­κό­μη τ ζω­ή μας. Ἔ­πει­τα ὁ Θε­ός, λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, θ μς πλου­τί­σει μ ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρες δω­ρε­ές. Δι­ό­τι ὁ πα­νά­γα­θος κα πο­λυ­έ­λε­ος Κύ­ριος ὅ­ταν μς χο­ρη­γεῖ τ ἀ­γα­θά του ὑ­λι­κὰ κα πνευ­μα­τι­κά, τ χο­ρη­γεῖ πλού­σια, τ πλη­θύ­νει κα τ πολ­λα­πλα­σιά­ζει. Γι᾿ αὐ­τὸ κα θ μς ἀν­τα­πο­δώ­σει τό­σο πολ­λὰ ὑ­λι­κὰ κα πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θά, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο ν μς ἀρ­κοῦν γι ν ζή­σου­με, ἀλ­λὰ κα ν μς πε­ρισ­σεύ­ουν γι ν μπο­ροῦ­με κα πά­λι ν κά­νου­με κι ἄλ­λες ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Κα ὅ­σο ἐ­μεῖς θ προ­σφέ­ρου­με, τό­σο ὁ Θε­ὸς θ αὐ­ξά­νει κα τ ἀ­γα­θά μας κα τν προ­θυ­μί­α μας, γι ν γι­νό­μα­στε ἀ­κό­μη πι εὐ­ερ­γε­τι­κοὶ στος ἄλ­λους. Ὥ­στε ὅ­σο πι πο­λὺ πλε­ο­νά­ζουν τ ὑ­λι­κά μας ἀ­γα­θά, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­μεῖς ν δί­νου­με κι ἄλ­λα. Κι ἔ­τσι στ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ ν ἔ­χου­με πάν­το­τε ἐ­πάρ­κεια, πο­λὺ δ πε­ρισ­σό­τε­ρο στ πνευ­μα­τι­κὰ ν ἔ­χου­με πε­ρίσ­σεια.

Κι ἔ­τσι οὐ­σι­α­στι­κὰ θ γί­νου­με πραγ­μα­τι­κὰ πλού­σιοι, πάμ­πλου­τοι. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ βέ­βαι­α ν μ ζοῦ­με μέ­σα στ χλι­δὴ κα τν πο­λυ­τέ­λεια, μέ­σα σ πα­λά­τια κα βί­λες· ἀλ­λὰ μ τ φι­λαν­θρω­πί­α κα τν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη θ ἀ­πο­τα­μι­εύ­ου­με πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­πο­θέ­μα­τα, γι ν κτί­σου­με ἀ­συγ­κρί­τως κα­λύ­τε­ρα πα­λά­τια, ποὺ δν πα­λι­ώ­νουν, δν χά­νουν πο­τὲ τν ἀ­ξί­α τους, ἀ­νά­κτο­ρα αἰ­ώ­νια κα ἄ­φθαρ­τα στν ἀ­τε­λεύ­τη­τη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ἐ­κεῖ θ δοῦ­με πι κα­θα­ρὰ τν αἰ­ώ­νια συγ­κο­μι­δή μας. Ἐ­κεῖ θ μς προ­σφέ­ρει ὁ Θε­ὸς ἀν­τὶ τν ἐ­πι­γεί­ων τ ἐ­που­ρά­νια, ἀν­τὶ τν φθαρ­τῶν τ ἄ­φθαρ­τα, ἀν­τὶ τν πρό­σκαι­ρων τ αἰ­ώ­νια.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ­κεί­νῳ, ­πο­ρε­­ε­το ­η­σοῦς ες πό­λιν κα­λου­μέ­νην Να­ΐν· κα συ­νε­πο­ρε­­ον­το αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ­κα­νοὶ κα ­χλος πο­λύς. ς δ ἤγ­γι­σε τ πύ­λῃ τς πό­λε­ως, κα ­δοὺ ­ξε­κο­μί­ζε­το τε­θνη­κὼς υἱ­ὸς μο­νο­γε­νὴς τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ, κα αὕ­τη ν χή­ρα, κα ­χλος τς πό­λε­ως ­κα­νὸς ν σν αὐ­τῇ. κα ­δὼν αὐ­τὴν Κύ­ριος ­σπλαγ­χνί­σθη ­π' αὐ­τῇ κα εἶ­πεν αὐ­τῇ· Μ κλαῖ­ε· κα προ­σελ­θὼν ­ψα­το τς σο­ροῦ, ο δ βα­στά­ζον­τες ­στη­σαν, κα εἶ­πε· Νε­α­νί­σκε, σο λέ­γω, ­γέρ­θη­τι. κα ­νε­κά­θι­σεν νε­κρὸς κα ἤρ­ξα­το λα­λεῖν, κα ­δω­κεν αὐ­τὸν τ μη­τρὶ αὐ­τοῦ. ­λα­βε δ φό­βος πάν­τας, κα ­δό­ξα­ζον τν Θε­ὸν, λέ­γον­τες ­τι Προ­φή­της μέ­γας ­γή­γερ­ται ν ­μῖν, κα ­τι ­πε­σκέ­ψα­το Θε­ὸς τν λα­ὸν αὐ­τοῦ.

                                       (Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό πή­γαινε ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ μί­α πό­λη ποὺ λε­γό­τα­ν Να­ΐν. Μα­ζί του βά­δι­ζαν καί οἱ μα­θη­τές του, οἱ ὁποῖοι ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί, κα­θὼς καὶ πλῆθος λα­οῦ πο­λύ. Μό­λις ὅ­μως πλη­σί­α­σε στὴν πύ­λη τῆς πό­λε­ως, ἔ­βγα­ζαν ἔ­ξω ἕ­να νε­κρό, τὸν μο­νά­κρι­βο γιὸ μιᾶς μητέρας πού ἦ­ταν χή­ρα καὶ δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν ἄλ­λο προστάτη στὸν κό­σμο. Καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τὴν ἦ­ταν καὶ πο­λὺς λαός ἀπ' τὴν πό­λη πού συ­νό­δευ­ε καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μέ με­γά­λη συμ­πό­νια τὴν κη­δεί­α. Ὅ­ταν εἶ­δε τὴ χή­ρα ὁ Ἰ­η­σοῦς, τὴν σπλα­χνί­σθη­κε, καί γνω­ρί­ζον­τας μὲ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἀ­νέ­σται­νε τό γιὸ της τῆς εἶ­πε: Μὴν κλαῖς. Τό­τε πλη­σί­α­σε κι ἄγ­γι­ξε τὸ φέ­ρε­τρο. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸ σή­κω­ναν στά­θη­καν. Καὶ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Νέ­ε μου, σέ σέ­να μι­λῶ. Σή­κω. Τό­τε ὁ νε­κρὸς ἀ­να­ση­κώ­θη­κε καὶ κά­θι­σε ζωντανός πά­νω στὸ φέ­ρε­τρο κι ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν πα­ρέ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­λους τό­τε τοὺς κυ­ρί­ευ­σε φό­βος, δι­ό­τι αἰσθάνονταν τὴν πα­ρου­σί­α θεί­ας δυ­νά­με­ως μέ­σα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀ­να­ξι­ό­τη­τά τους. Καὶ δό­ξα­ζαν τὸν Θεό καὶ ἔ­λε­γαν ὅ­τι με­γά­λος προ­φή­της ἐμ­φα­νί­στη­κε ἀνάμεσά μας καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὸν λα­ό του γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­σει.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου