Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ            

     


ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς.  25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω.  26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’ αὐτή.  28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.  29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν.  30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό.  31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.

 

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄[20ης] ΚΥΡΙΑΚΗΣ)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.             

         (Γαλ.  α΄[1] 11-19)      

 

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ

οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον...

ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»

T Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς ἐκήρυξα, λέγει στ σημερινό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ἐπινόημα ἀνθρώπου. Διότι δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα ἀπευθείας μὲ ἀποκάλυψη Θεοῦ. Δὲν ἔμαθε λοιπὸν ὁ θεῖος Παῦλος τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ἀπὸ ἄλλους ποστόλους ἢ πιστούς, ἀλλὰ τὶς πληροφορήθηκε μὲ ἐσωτερικὴ θεϊκὴ ἔλλαμψη πο φώτισε τὸν νοῦ του. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ συγγραφεῖς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μὲ ἀποκάλυψη καὶ ἔμπνευση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατέγραψαν τις θεῖες ἀλήθειες. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅτι τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι θεόπνευστο, καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸ μελετοῦμε. 

1. ΠΑΣΑ ΓΡΑΦΗ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης συγκλονισμένοι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἐπὶ τρία χρόνια μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, σαγηνευμένοι ἀπὸ τὴν θεία του διδασκαλία, ἔκπληκτοι ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα θαύματα, μεταρσιωμένοι ἀπὸ τὴ θέα τῆς ἀκτινοβόλου θεϊκῆς παρουσίας του, κατέγραψαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅσα ἦσαν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος δεν κηρύττει ἕνα Εὐαγγέλιο ποὺ τὸ παρέλαβε ἐμμέσως ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους ἢ ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό με εἰδικὲς καὶ ἔκτακτες ἀποκαλύψεις. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς γράφει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πο κηρύττει δὲν ἀποτελεῖ προσωπική του διδασκαλία ἀλλὰ θεϊκὴ ἀποκάλυψη. Καὶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι «πᾶσα Γραφὴ θεόπνευστος» (Β ́ Τιμ. γ'[3] 16), θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, δὲν ἔγραψαν ἀνθρώπινες σκέψεις, ἀλλὰ ἀξιώθηκαν νὰ δεχθοῦν μέσα τους την πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τους καθοδηγοῦσε στη συγγραφὴ τῶν θείων ἀληθειῶν. 

καταγραφή λοιπὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελεῖ προϊόν συνεργασίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν συγγραφέων, ὄχι βέβαια ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μετέδωσε στοὺς ἱερούς συγγραφεῖς τὶς θεῖες ἀλήθειες καὶ τοὺς ἐφώτισε νὰ ἐκθέσουν τὰ ἱερὰ νοήματα, ὥστε ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἀποτελε ἀλάθητο λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς ἔγιναν «καλοὶ ἀγωγοί» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔνθεα ὄργανα» διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς φανέρωσε τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καὶ διδάσκει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔχει θεανθρώπινο χαρακτήρα. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμιλεῖ διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, τῶν συγγραφέων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. 

2. ΜΕΛΕΤΗ

φόσον λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποτελεῖ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, δὲν πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας μόνο ὡς ἱερὸ βιβλίο γιὰ νὰ τὸ βλέπουμε στὸ εἰκονοστάσι, ἀλλὰ θὰ πρέπει καθημερινὰ νὰ λαχταροῦμε νὰ τὸ ἀνοίξουμε γιὰ νὰ ἀκούσουμε «τί λαλήσει ἐν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεός» (Ψαλ. πδ' [84] 9). Νὰ ποθοῦμε τ μελέτη του μὲ τὴν πίστη ὅτι δὲν θὰ διαβάσουμε ἁπλῶς ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο ἀλλὰ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ νὰ τὴ μελετοῦμε μέ δίψα ἱερὴ καὶ πεῖνα ἀκόρεστη, με πόθο ἅγιο. Νὰ τὴ μελετοῦμε μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε πνευματικὴ ζωή. 

Καθημερινά λοιπόν, πρὶν ἀνοίξουμε τὴν Ἁγία Γραφή, νὰ προσευχόμαστε στὸν Κύριο νὰ διανοίγει τὸν νοῦ μας «τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ'[24] 45) γιὰ νὰ κατανοοῦμε δηλαδὴ τὰ θεῖα του λόγια. Ὁ ἅγιος Κύριλλος λεξανδρείας γράφει ὅτι «χρειάζεται να λάμψει μέσα στην ψυχή μας ἡ θεία φωταγωγία, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τη θεόπνευστο Γραφή». Διότι χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, ὅσο κι ἂν κουραζόμαστε, δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τίποτε. 

Καθὼς πάλι καθημερινὰ θὰ ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ μελετοῦμε αἰσθανόμενοι ὅτι ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ μιλ στὴν ψυχή μας, καὶ νὰ μᾶς καθοδηγε. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ τὴν μελετοῦμε μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης. Καὶ νὰ ἀνοίγουμε τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ δεχθε καὶ νὰ ἀποδεχθε ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεός μ τρόπο ἀνεξιχνίαστο καὶ μυστικά θὰ πε στην καρδιά μας. Νὰ τὴν μελετοῦμε σὰν νὰ ἔχουμε μπροστά μας τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ μᾶς ὁμιλε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νὰ τὴν μελετοῦμε μὲ ἱερὸ δέος καὶ ταπείνωση πολλή. Καὶ νὰ περιμένουμε νὰ δοῦμε ποιό μήνυμα θὰ μᾶς δώσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν κάθε μας μέρα καὶ νὰ σπεύδουμε νὰ τὸ ἐκτελέσουμε. 

Ἀδελφοί, ἐὰν ἔτσι μελετοῦμε καθημερινὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐσωτερικό μας ὁλόκληρο θὰ φωτίζεται ἀπὸ τὴ γνώση αὐτὴ καὶ θὰ μεταμορφώνει σταδιακὰ καὶ ἀδιόρατα τη ζωή μας. Κι ἂν εἴμαστε δεκτικοὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ θεία ἀλλοίωση, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ καταστήσει τὸν καθένα μας μιὰ ζωντανὴ Ἁγία Γραφή, «ἐπιστολὴν Χριστοῦ γινωσκομένην καὶ ἀναγινωσκομένην» (Β' Κορ. γ'[3] 3, 2), διότι μέσα μας θὰ σχηματίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώ­ραν τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις ἐκ τῆς πό­λε­ως, ὃς εἶ­χε δαι­μό­νι­α ἐκ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, καὶ ἱ­μά­τι­ον οὐκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, καὶ ἐν οἰ­κί­ᾳ οὐκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τοῖς μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δὲ τὸν Ἰ­η­σοῦν καὶ ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ καὶ φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τί ἐ­μοὶ καὶ σοί, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μή με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γὰρ τῷ πνε­ύ­μα­τι τῷ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γὰρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, καὶ ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι καὶ πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, καὶ δι­αρ­ρήσ­σων τὰ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ τοῦ δα­ί­μο­νος εἰς τὰς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τί σοί ἐ­στιν ὄ­νο­μα; ὁ δὲ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν εἰς αὐ­τόν· καὶ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μὴ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς εἰς τὴν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. Ἦν δὲ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ἐν τῷ ὄ­ρει· καὶ πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς εἰς ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· καὶ ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δὲ τὰ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ τοῦ ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον εἰς τοὺς χο­ί­ρους, καὶ ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν λί­μνην καὶ ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δὲ οἱ βό­σκον­τες τὸ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, καὶ ἀ­πήγ­γει­λαν εἰς τὴν πό­λιν καὶ εἰς τοὺς ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δὲ ἰ­δεῖν τὸ γε­γο­νὸς, καὶ ἦλ­θον πρὸς τὸν Ἰ­η­σοῦν, καὶ εὗ­ρον κα­θή­με­νον τὸν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' οὗ τὰ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον καὶ σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τοὺς πό­δας τοῦ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τοῖς οἱ ἰ­δόν­τες πῶς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­χώ­ρου τῶν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δὲ ἐμ­βὰς εἰς τὸ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δὲ αὐ­τοῦ ὁ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' οὗ ἐ­ξε­λη­λύ­θει τὰ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σὺν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δὲ αὐ­τὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε εἰς τὸν οἶ­κόν σου καὶ δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι ὁ Θε­ός. καὶ ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τὴν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς.                                           

 (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔτε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλλά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶδε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλλά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐκεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁποῖος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀφοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸ γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρηνῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐξέτρεφαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ διεκήρυττε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου