Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ. «Ἂν θέλουν νὰ εἶμαι ὁ χειρότερος... θὰ εἶμαι!»

 

ΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ 

«Ἂν θέλουν νὰ εἶμαι ὁ χειρότερος... θὰ εἶμαι!»

Δὲν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση ἡ περίπτωση τοῦ Νίκου. Ἔμοιαζε μὲ θηρίο ἀνήμερο. Ζωηρὸς καὶ ἀτίθασος, ἀπείθαρχος καὶ ἀνυπάκουος, ἔδινε συνέχεια ἀφορμὲς νὰ συζητεῖται τὸ ὄνομά του μεταξὺ τῶν καθηγητῶν. Ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ τὸ πιὸ δύστροπο παιδί. Οἱ δάσκαλοι ποὺ τὸν εἶχαν μαθητὴ στὸ Δημοτικό, εἶχαν πολλὰ νὰ διηγηθοῦν γιὰ τὰ «κατορθώματά» του. Κι ἡ ἴδια ἱστορία συνεχιζόταν τώρα στὸ Γυμνάσιο, μὲ μεγαλύτερη ἔνταση μάλιστα, καθὼς ὁ Νίκος, ἔφηβος πλέον, ἐξελισσόταν σὲ ἀληθινὸ ἐπαναστάτη.

Τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν συνετίσει. Ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες, ἀπουσίες καὶ ἀποβολές, ὅλα ἔπεφταν στὸ κενό. Καὶ ὅταν εἰδοποιοῦνταν οἱ γονεῖς γιὰ νὰ ἔλθουν στὸ σχολεῖο, ἐπαναλαμβανόταν ἢ ἴδια σκηνή: οἱ γονεῖς μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι ἄκουγαν τὸν Διευθυντὴ νὰ τοὺς περιγράφει τὶς πιὸ ἀπίθανες ἀταξίες. Κι ἡ συζήτηση κατέληγε πάντοτε στὸ ἴδιο:

–Γιὰ τὰ ἄλλα παιδιά σας δὲν ἔχουμε κανένα παράπονο. Ὅλοι οἱ συνάδελφοι θυμοῦνται τὴ Βασούλα, τὴ σημαιοφόρο μας, ἀλλὰ καὶ τὸν Παναγιώτη, ποὺ ἦταν ἕνας ἄγγελος μέσα στὴν τάξη. Τὰ βλέπουμε ποὺ προοδεύουν στὸ Λύκειο καὶ τὰ καμαρώνουμε. Ὁ Νίκος ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετικός. Δὲν ξέρουμε πῶς νὰ τὸν χειρισθοῦμε.

–Κι ἐμεῖς τὴν ἴδια ἀπορία ἔχουμε, κύριε Διευθυντά. Πῶς βγῆκε αὐτὸ τὸ παιδὶ τόσο διαφορετικό; Τὰ ἄλλα παιδιά μας διαβάζουν, ἔχουν πρόγραμμα, βοηθοῦν στὸ σπίτι. Αὐτὸς σὲ ὅλα ἀντιδρᾶ. Μᾶς ἔχει ἀπογοητεύσει! Τέλος πάντων, μᾶς συγχωρεῖτε. Ἐμεῖς θὰ τοῦ μιλήσουμε καὶ στὸ σπίτι. Δὲν πιστεύουμε ὅμως ὅτι μπορεῖ κάτι νὰ ἀλλάξει. Ἔχουμε πάρει ἀπόφαση ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ εἶναι τὸ μόνιμο πρόβλημά μας.

Αὐτὸ πίστευαν οἱ μεγάλοι γιὰ τὸν Νίκο. Καὶ δυστυχῶς τὸ ἔλεγαν καὶ στὸν ἴδιο:

–Ἐσὺ δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξεις. Ἤσουν πάντοτε ὁ πιὸ ἄτακτος καὶ παραμένεις ὁ ἴδιος καὶ χειρότερος. Χειρότερος ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀδέλφια σου, χειρότερος μαθητὴς καὶ σ᾿ ὅλο τὸ σχολεῖο.

Τὰ ἄκουγε ὅλα αὐτὰ ὁ Νίκος, ἀλλὰ δὲν μιλοῦσε, εἶχε συνηθίσει ἀπὸ μικρὸς νὰ βρίσκεται στὴ δυσμένεια καὶ αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ κλείνεται στὸν ἑαυτό του.

Τὸ παρατήρησε αὐτὸ ἡ φιλόλογος, ποὺ πρόσφατα εἶχε μετατεθεῖ στὸ σχολεῖο τοῦ Νίκου καὶ εἶχε ἀναλάβει τὴν τάξη του. Ἡ ἔμπειρη ἐκπαιδευτικὸς δὲν ἔμενε μόνο στὸ νὰ ἐντοπίζει τὶς παρεκτροπὲς τοῦ ἄτακτου μαθητῆ, ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ ἀνακαλύψει τὰ βαθύτερα αἴτια. Τὸ ἐγχείρημα δὲν ἦταν εὔκολο. Ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν μιλοῦσε γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔνιωθε. Σὲ κανένα δὲν ἀνοιγόταν. Ἐκείνη ὅμως βρῆκε τὸν τρόπο.

Ζήτησε ἀπό τους μαθητὲς νὰ γράψουν στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τοὺς πόθους καὶ τὰ ὁράματά τους γιὰ τὸ μέλλον. Πῶς φαντάζονται ὅτι θὰ εἶναι οἱ ἴδιοι ὕστερα ἀπὸ 20 χρόνια. Ὅσα ἔγραψε ὁ Νικόλας, φανέρωναν θυμό, πικρία, ἀπαισιοδοξία: «Πῶς θὰ εἶμαι τότε;... Ἄνεργος, ἄστεγος, ἀλήτης».

Αὐτὸ ἦταν. Βρῆκε ἀφορμὴ ἡ φιλόλογος καὶ κάλεσε ἰδιαιτέρως τὸν Νίκο γιὰ νὰ συζητήσουν. Τοῦ μίλησε πρῶτα ἐπαινετικὰ γιὰ τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν εἰλικρίνειά του καὶ τὸν ἄφησε ἔπειτα νὰ ἐκφρασθεῖ ἐλεύθερα. Κι ἐκεῖνος βρῆκε τὴν εὐκαιρία – ἐπιτέλους – νὰ ξεσπάσει:

–Ὅλοι μὲ θεωροῦν τὸν πιὸ ἄτακτο, τὸν πιὸ κακὸ μαθητή. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀκούω τὸ ἴδιο τροπάριο: «Δὲν εἶναι σὰν τὰ ἀδέλφια του. Εἶναι ὁ τύπος του ἔτσι. Ἀντιδραστικὸς καὶ ἀπείθαρχος. Ὁ χειρότερος μαθητής». Ἔ, λοιπόν, κυρία, ἂν μὲ θέλουν νὰ εἶμαι ὁ χειρότερος, δὲν ἔχω πρόβλημα, θὰ εἶμαι!

Στὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια του Νίκου, ἡ ἔμπειρη παιδαγωγὸς ποὺ ὅλη τὴν ὥρα τὸν ἄκουγε μὲ προσοχὴ καὶ πολλὴ κατανόηση, ἀντέδρασε ἔντονα:

–Ὄχι, Νίκο, οὔτε εἶσαι ὁ χειρότερος, οὔτε θέλουμε νὰ γίνεις. Ἔχεις δυναμικὸ χαρακτήρα καὶ αὐτὸ θὰ σὲ βοηθήσει νὰ ἐπιτύχεις μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς στόχους...

Ἡ συζήτηση κράτησε ἀρκετά. Ἡ καθηγήτρια ἔβλεπε τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ σὰν ἕνα ὁρμητικὸ ποτάμι ποὺ ἔτρεχε σὲ λάθος κατεύθυνση. Ἂν κάποιος ἔστρεφε τὸν δυναμισμό του σὲ κάτι δημιουργικό, θὰ μποροῦσε νὰ διαπρέψει! Τὴν ἴδια μέρα ἡ καθηγήτρια ἔκλεισε ραντεβοὺ καὶ μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ. Ἤδη προετοιμαζόταν μιὰ μεγάλη ἀλλαγή. Ἄνοιγε μιὰ νέα σελίδα γιὰ τοὺς καθηγητές, τοὺς γονεῖς, τὸν ἴδιο τὸν Νίκο...

 

Στὴν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς παιδαγωγικῆς περιγράφεται ἕνας σημαντικὸς παράγοντας, ποὺ ρυθμίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς προσωπικότητάς του. Πρόκειται γιὰ τὴν «αὐτοεκπληρούμενη προφητεία», ποὺ σημαίνει τὴν τάση ἑνὸς ἀτόμου νὰ φέρεται κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος ἢ οἱ ἄλλοι ἔχουν προεξοφλήσει γι᾿ αὐτόν.

Πολλοὶ γονεῖς, ἐπικεντρώνονται στὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῶν συμπεριφορῶν τοῦ παιδιοῦ καί, προκειμένου νὰ κινητοποιήσουν τὰ παιδιά τους νὰ διορθωθοῦν, κάνουν τὸ λάθος νὰ τοὺς προσδίδουν χαρακτηρισμοὺς καὶ ταμπέλες: π.χ «εἶσαι ἀπρόσεκτος, ἐπιπόλαιος», «δὲν θὰ καταφέρεις τίποτα στὴ ζωή σου» κτλ. Αὐτοὶ οἱ ὑποτιμητικοὶ χαρακτηρισμοί, ἂν καὶ ὑποτίθεται ὅτι ἀποσκοποῦν στὴ βελτίωση τῶν ἐπιδόσεων τοῦ παιδιοῦ, συνήθως καταλήγουν νὰ ἔχουν τὰ ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Αὐτὸ συμβαίνει, διότι πράγματι τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ μὴν τὰ καταφέρνει ὅλα καλά, καὶ τότε χρεώνεται τὴν ἀποτυχία ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ταυτότητάς του. Στὴ συνέχεια, ἡ συμπεριφορά του προσαρμόζεται στὸν χαρακτηρισμὸ αὐτόν, καὶ δὲν προσπαθεῖ γιὰ τὰ μέγιστα δυνατά, διότι ἔχει πιστέψει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὰ καταφέρει. Ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ «προφητεία» τῆς ἀποτυχίας.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καὶ ἡ στάση τῶν γονέων ἢ τῶν ἐκπαιδευτικῶν πρὸς τὰ παιδιὰ διαμορφώνεται ἀνάλογα μὲ τὶς προσδοκίες ποὺ ἔχουν γι᾿ αὐτά, γεγονὸς ποὺ ἔχει ἀντίκτυπο στὴν ἐξέλιξή τους. Ἔρευνες ἔχουν δείξει ὅτι οἱ μαθητὲς ποὺ ὁ δάσκαλος θεωρεῖ ὡς ἔξυπνους καὶ ἱκανούς, συνήθως παρουσιάζουν ὑψηλότερες ἐπιδόσεις σὲ σχέση μὲ τοὺς μαθητὲς ποὺ ἀντιμετωπίζει ὡς χαμηλοῦ ἐπιπέδου.

Ἂς προσέχουμε λοιπὸν νὰ μὴ βάζουμε ἐτικέτες καὶ νὰ μὴ χαρακτηρίζουμε ἀρνητικὰ τὰ παιδιά. Ἂς ἀποφεύγουμε τὶς κακὲς προβλέψεις ποὺ ὑπονομεύουν τὸ μέλλον τους. Κάθε παιδὶ ἔχει πολλὰ θετικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ ἀναδείξουμε. Αὐτὸ προϋποθέτει σχέση ἐμπιστοσύνης μὲ τὰ παιδιὰ καθὼς καὶ πολλὴ ὑπομονή, μέχρι νὰ τὰ γνωρίσουμε καλύτερα καὶ νὰ τὰ βοηθήσουμε μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ ἀξιοποιήσουν τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἱκανότητές τους.

Ἂς μιλοῦμε λοιπὸν στὰ παιδιά μας μὲ θετικὸ τρόπο κι ἂς καλλιεργοῦμε ρεαλιστικὲς προσδοκίες γιὰ τὴν ἐξέλιξή τους. Τὰ ὁράματα ποὺ προσφέρουμε στὰ παιδιά μας διαμορφώνουν τὸ μέλλον τους καὶ γίνονται συχνὰ «αὐτοεκπληρούμενες προφητεῖες». Ἂς βοηθήσουμε λοιπὸν τὰ παιδιὰ νὰ στοχεύουν σὲ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ εὐγενῆ ὁράματα, ὥστε αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ νὰ γίνουν πραγματικότητα στὴ ζωή τους.

 

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», ΤΕΥΧΟΣ 2232, Ι/12/2020, ΣΕΛ. 497-498

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ­  ὑ­μᾶς ἐ­γὼ ὁ δέ­σμιος ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­ξί­ως πε­ρι­πα­τῆ­σαι τῆς κλή­σε­ως ἧς ἐ­κλή­θη­τε, με­τὰ πά­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καὶ πρα­ΰ­τη­τος, με­τὰ μα­κρο­θυ­μί­ας, ἀ­νε­χό­με­νοι ἀλ­λή­λων ἐν ἀ­γά­πῃ, σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖν τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνε­ύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης· ἓν σῶ­μα καὶ ἓν Πνεῦ­μα, κα­θὼς καὶ ἐ­κλή­θη­τε ἐν μιᾷ ἐλ­πί­δι τῆς κλή­σε­ως ὑ­μῶν· εἷς Κύριος, μί­α πί­στις, ἓν βά­πτι­σμα· εἷς Θε­ὸς καὶ Πα­τὴρ πάν­των, ὁ ἐ­πὶ πάν­των καὶ διὰ πάν­των καὶ ἐν πᾶ­σιν ὑ­μῖν. Ἑ­νὶ δὲ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τὸ μέ­τρον τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Χρι­στοῦ.                                                                                     

(Ἐ­φεσ. δ΄[4] 1-7)

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ

1. Συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἄ­ξια τῆς κλή­σε­ως

    Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ τῆς Ρώ­μης πα­ρα­κα­λεῖ τοὺς Ἐ­φε­σί­ους στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, νὰ πο­λι­τευ­θοῦν ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ως στὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς τοὺς κά­λε­σε. Καὶ πα­ρα­θέ­τει κά­ποι­ες ἀ­ρε­τὲς ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χουν σ᾿ αὐ­τὴ τὴ νέ­α ἐν Χρι­στῷ πο­λι­τεί­α τους. Νὰ ζοῦν δη­λα­δὴ μὲ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ πρα­ό­τη­τα, μὲ μα­κρο­θυ­μί­α καὶ ὑ­πο­μο­νή, ἀ­νε­χό­με­νοι μὲ ἀ­γά­πη ὁ ἕ­νας τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τοῦ ἄλ­λου.

Προ­κα­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση σὲ ὅ­λους μας ὅ­τι ὁ φυ­λα­κι­σμέ­νος Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ζη­τά­ει ἀ­πὸ τοὺς Ἐ­φε­σί­ους κά­τι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, δὲν ζη­τά­ει κά­ποι­α βο­ή­θεια γιὰ τὶς στε­ρή­σεις του μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ οὔ­τε ζη­τά­ει ν᾿ ἀ­πο­φυ­λα­κι­σθεῖ. Ἀλ­λὰ ζη­τά­ει ἀ­πὸ αὐ­τοὺς κά­τι πο­λὺ με­γά­λο, τὸ με­γα­λύ­τε­ρο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς ζη­τή­σει: νὰ ζοῦν ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ώς τους. Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ κλή­ση ποὺ ἔ­κα­νε στοὺς Ἐ­φε­σί­ους καὶ σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς ὁ Θε­ὸς καὶ πῶς θὰ πο­λι­τευ­θοῦ­με ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ως;

Ὁ Θε­ὸς μᾶς ἔ­κα­νε τὴν πλέ­ον τι­μη­τι­κὴ κλή­ση ποὺ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δε­χθοῦ­με. Μᾶς κά­λε­σε νὰ γί­νου­με υἱ­οὶ Θε­οῦ, παι­διά του ἀ­γα­πη­μέ­να. Καὶ μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νὰ ἔ­χου­με τὸ πιὸ τι­μη­μέ­νο ὄ­νο­μα, τὸ δι­κό του ὄ­νο­μα. Νὰ ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Καὶ μᾶς προ­ό­ρι­σε νὰ γί­νου­με πρίγ­κι­πες τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, συμ­πο­λί­τες στὴ Βα­σι­λεί­α του, σύν­θρο­νοι καὶ συμ­βα­σι­λεῖς του. Νὰ γί­νου­με κα­τὰ χά­ριν θε­οί.

Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε πό­σο συ­χνὰ σκε­πτό­μα­στε τὴ με­γά­λη αὐ­τὴ κλή­ση ποὺ μᾶς ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός; Καὶ κα­τὰ πό­σο συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε ὡς κλη­ρο­νό­μοι τοῦ Θε­οῦ; Βέ­βαι­α εἴ­μα­στε πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νοι πο­λί­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­μως ὀ­φεί­λου­με αὐ­τὴ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τά μας νὰ τὴ ζοῦ­με. Νὰ μᾶς συ­νο­δεύ­ει αὐ­τὴ παν­τοῦ, σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε συ­να­να­στρο­φὴ καὶ ἔρ­γο μας. Νὰ εἴ­μα­στε ὄ­χι Χρι­στια­νοὶ μό­νο τῆς Κυ­ρια­κῆς ἀλ­λὰ κά­θε ἡ­μέ­ρας καὶ ὥ­ρας, πάν­το­τε καὶ παν­τοῦ. Νὰ ζοῦ­με ὡς πρό­σω­πα ποὺ πρό­κει­ται σύν­το­μα νὰ κλη­θοῦ­με στοὺς οὐ­ρα­νούς, γιὰ νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θοῦ­με στὴν ἑ­τοι­μα­σμέ­νη ἐ­κεῖ κλη­ρο­νο­μιά μας.

Κι ὅ­ταν τὸ αἰ­σθαν­θοῦ­με αὐ­τό, δὲν θὰ προ­σκολ­λᾶ­ται ἡ καρ­διά μας στὴ γῆ οὔ­τε θ᾿ ἀ­να­ζη­τοῦ­με πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά. Ὅ­ταν αἰ­σθαν­θοῦ­με ὅ­τι ἴ­σως καὶ αὔ­ριο θὰ βρι­σκό­μα­στε στοὺς οὐ­ρα­νούς, θὰ πε­ρι­φρο­νή­σου­με τὰ μά­ται­α καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ καὶ θὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με νὰ γί­νου­με ἄν­θρω­ποι πνευ­μα­τι­κοί, ἅ­γιοι. Ἅ­γιοι ὄ­χι στὰ λό­για οὔ­τε μό­νο στὶς πρά­ξεις μας, ἀλ­λὰ σὲ κά­θε πλευ­ρὰ τῆς ζω­ῆς μας. Στὶς δι­α­θέ­σεις μας, στὶς σκέ­ψεις μας, στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας. Στο­λί­ζον­τας τὴν ψυ­χή μας μὲ τὶς ἀ­ρε­τὲς ποὺ ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Κι ἔ­τσι θὰ θε­με­λι­ώ­νε­ται σι­γά – σι­γὰ μέ­σα μας ἡ ἐν Χρι­στῷ πο­λι­τεί­α καὶ ἁ­γι­ό­τη­τα. Δι­ό­τι ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μό­νο μὲ τὰ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια τῶν μαρ­τύ­ρων ἢ τὶς αἱ­μα­τη­ρὲς ἀ­σκή­σεις τῶν ἀ­να­χω­ρη­τῶν. Ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὸν κα­θη­με­ρι­νό μας ἀ­γώ­να καλ­λι­ερ­γών­τας λί­γο – λί­γο τὶς πρα­κτι­κὲς ἀ­ρε­τές. Ἔ­τσι πο­λι­τευ­ό­μα­στε ἀ­ξί­ως τῆς κλή­σε­ώς μας.

2. Ἑ­νό­τη­τα

Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὴν ἑ­νό­τη­τα ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χουν οἱ πι­στοὶ με­τα­ξύ τους. Καὶ λέ­ει: νὰ φρον­τί­ζε­τε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­τε τὴ με­τα­ξύ σας ἑ­νό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ἕ­νω­σε τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Ἀ­πο­τε­λεῖ­τε ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ σῶ­μα, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ζω­ο­ποι­εῖ τὸ ἴ­διο Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λοι σας μί­α ἐλ­πί­δα ἔ­χε­τε, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς σᾶς κά­λε­σε ὅ­λους γιὰ τὴν ἴ­δια Βα­σι­λεί­α καὶ τὰ ἴ­δια ἀ­γα­θά.

Ποῦ λοι­πὸν θε­με­λι­ώ­νε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν; Οὔ­τε σὲ ἰ­δε­ο­λο­γι­κὴ οὔ­τε σὲ ψυ­χο­λο­γι­κὴ βά­ση, ἀλ­λὰ σὲ μυ­στη­ρια­κή.

Καὶ ποι­ὰ εἶ­ναι αὐ­τή; Ἡ πη­γὴ τῆς ἑ­νό­τη­τός μας εἶ­ναι ὁ ἕ­νας Κύ­ριος, ἡ μί­α πί­στη, τὸ ἕ­να Βά­πτι­σμα. Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ ἔ­χου­με βα­πτι­σθεῖ καὶ πι­στεύ­ου­με στὸν ἕ­να καὶ μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Κι ὅ­λοι μας ἀ­πο­βλέ­που­με στὸν ἴ­διο οὐ­ρα­νὸ κι ἐλ­πί­ζου­με στὴν ἴ­δια εὐ­τυ­χί­α, στὸν ἴ­διο Θε­ό. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γὸς ὅ­λων μας, ὁ συν­δε­τι­κὸς κρί­κος καὶ ὁ ἐγ­γυ­η­τὴς τῆς ἑ­νό­τη­τος. Μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε. Μέ­σα σ᾿ ὅ­λους μας ὁ Ἴ­διος κα­τοι­κεῖ. Αὐ­τός μᾶς δέ­νει σφι­χτὰ με­τα­ξύ μας. Ὄ­χι ἁ­πλῶς γιὰ νὰ ζοῦ­με εἰ­ρη­νι­κὰ καὶ γιὰ ν᾿ ἀ­γα­ποῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ εἴ­μα­στε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του ὅ­λοι ἕ­να πνευ­μα­τι­κὸ σῶ­μα, ἕ­να πνεῦ­μα, μί­α ψυ­χή.

Μπο­ρεῖ βέ­βαι­α οἱ πι­στοὶ νὰ δι­α­φέ­ρου­με στὰ σω­μα­τι­κὰ ἢ δι­α­νο­η­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα, νὰ ἔ­χου­με δι­α­φο­ρε­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια στὴν ἀ­ρε­τή, δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες, κλί­σεις ἢ προ­τι­μή­σεις. Ὅ­μως ὁ Θε­ὸς μᾶς ἑ­νώ­νει ὅ­λους σὲ μιὰ ἀ­δι­ά­σπα­στη ἑ­νό­τη­τα. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα δὲν δη­μι­ουρ­γεῖ ἀν­τα­γω­νι­σμοὺς καὶ δι­αι­ρέ­σεις με­τα­ξύ μας. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χει ἄλ­λον Θε­ὸ ὁ πλού­σιος καὶ ἄλ­λον ὁ πτω­χός, ἄλ­λον ὁ μορ­φω­μέ­νος καὶ ἄλ­λον ὁ ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος. Ὅ­λοι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ἴ­δια ἀ­γα­θὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με. Ἀλ­λὰ καὶ στὴν οὐ­ρά­νια Βα­σι­λεί­α του ὅ­λοι θὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα οὐ­ρά­νια ἀ­γα­θά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πό­σχε­ται ὁ Θε­ός στὰ παι­διά του.

Ας καλ­λι­ερ­γοΥ­με λοι­πὸν με­τα­ξύ μας οἱ πι­στοὶ τὴν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ὑ­πο­μο­νή, τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα θὰ μᾶς κά­νει πιὸ δυ­να­τοὺς στοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ στὸν πνευ­μα­τι­κὸ πό­λε­μο. Αὐ­τὴ ἡ ἑ­νό­τη­τα θὰ μᾶς πλου­τί­σει μὲ τὶς ἀ­νε­ξάν­τλη­τες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ μᾶς κα­τα­στή­σει με­τό­χους τῆς αἰ­ώ­νιας Βα­σι­λεί­ας του.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

        Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλούσιος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λιᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σιον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν.     

 (Λουκ. ι­η΄[18] 18 – 27)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

 

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι. 

                                  (Εφεσ. β΄[2] 14-22)

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ

«Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν»

Εἶ­ναι πα­ναν­θρώ­πι­νο τὸ αἴ­τη­μα γιὰ ἑ­νό­τη­τα, συ­νερ­γα­σί­α καὶ εἰ­ρή­νη με­τα­ξὺ τῶν λα­ῶν. Εἶ­ναι ὅ­μως αὐ­τὸ ἐ­φι­κτὸ ἢ ἀ­πο­τε­λεῖ οὐ­το­πί­α; Μπο­ροῦ­με στ᾿ ἀ­λή­θεια νὰ ἐλ­πί­ζου­με σὲ παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη;

Τὴν ἀ­πάν­τη­ση μᾶς τὴ δί­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἕν», λέ­ει. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ εἰ­ρή­νη μας, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἔ­κα­νε δύ­ο ἀν­τι­μα­χό­με­νους κό­σμους, τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους καὶ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες, μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἕ­να σῶ­μα.

Μᾶς δί­νε­ται λοι­πὸν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με για­τί ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς χα­ρί­σει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­ρή­νη καὶ πῶς αὐ­τὸ γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὴ ζω­ή μας.

1. «Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν»

Μό­νο ὁ Χρι­στὸς μπο­ρεῖ νὰ φέ­ρει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­ρή­νη στὶς καρ­δι­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων! Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Δι­ό­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ποὺ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ εἰ­ρη­νεύ­σει τὸν κό­σμο καὶ γι᾿ αὐ­τὸ στὸν ἐρ­χο­μό του οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­ψαλ­λαν τὸν ὕ­μνο τῆς εἰ­ρή­νης: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη». Αὐ­τὸς εἶ­ναι ποὺ μὲ τὸ αἷ­μα καὶ τὴ θυ­σί­α τοῦ σταυ­ρι­κοῦ του θα­νά­του εἰ­ρή­νευ­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Θε­ό, κα­θὼς καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­ξύ τους (βλ. Κολ. α΄[1] 20). Δεῖ­τε τὸν Σταυ­ρό: Ἔ­χει δύ­ο δι­α­στά­σεις. Ἡ μί­α εἶ­ναι κά­θε­τη κι ἑ­νώ­νει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ ἄλ­λη, ἡ ὁ­ρι­ζόν­τια, ἐ­κτεί­νε­ται σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο καὶ ἑ­νώ­νει ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ κέν­τρο τὸν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.

Ἡ εἰ­ρή­νη εἶ­ναι δῶ­ρο θε­ϊ­κό· δῶ­ρο ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Κύ­ριος στοὺς μα­θη­τές του λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κή του θυ­σί­α: «Εἰ­ρή­νην ἀ­φί­η­μι ἡ­μῖν, εἰ­ρή­νην τὴν ἐ­μὴν δί­δω­μι ὑ­μῖν· οὖ κα­θὼς ὁ κό­σμος δί­δω­σιν, ἐ­γὼ δί­δω­μι ὑ­μῖν» (Ἰ­ω. ιδ΄[14] 27). Δη­λα­δή, σᾶς ἀ­φή­νω καὶ σᾶς δί­νω εἰ­ρή­νη, τὴν ὁ­ποί­α ἦλ­θα νὰ φέ­ρω στὸν κό­σμο ποὺ συν­τα­ρά­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Σᾶς δί­νω τὴ δι­κή μου εἰ­ρή­νη. Δὲν σᾶς δί­νω εἰ­ρή­νη ὑ­πο­κρι­τι­κή, ἀ­πα­τη­λὴ καὶ ἀ­στα­θή, σὰν αὐ­τὴ ποὺ δί­νει ὁ κό­σμος.

Ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι θε­ω­ρί­ες καὶ λό­για ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­δῶ καὶ 2000 χρό­νια ζοῦ­με αὐ­τὸ τὸ θαῦ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος καὶ τῆς εἰ­ρή­νης με­τα­ξὺ τῶν πι­στῶν. Μαῦ­ροι καὶ κί­τρι­νοι, λευ­κοὶ καὶ ἐ­ρυ­θρό­δερ­μοι, ὅ­λοι οἱ λα­οὶ καὶ οἱ φυ­λὲς τῆς γῆς γί­νον­ται ἕ­να, γί­νον­ται ἀ­δελ­φοί, μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τοῦ ἑ­νὸς σώ­μα­τος ποὺ ἔ­χει ὡς κε­φα­λὴ τὸν Χρι­στό. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χουν δι­α­κρί­σεις ἐ­θνι­κό­τη­τος, κοι­νω­νι­κῆς τά­ξε­ως καὶ φύ­λου: «οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δὲ Ἕλ­λην, οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος, οὐκ ἔ­νι ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ» (Γαλ. γ[3] 28). Ὅ­λοι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ με­τα­ξύ τους ἀ­δέλ­φια.

2. Ἕ­να δια­ρκὲς θαῦ­μα

Ἂν θέ­λου­με λοι­πὸν νὰ ἐ­ξα­λει­φθεῖ τὸ μί­σος καὶ ἡ ἔ­χθρα με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων· ἂν θέ­λου­με νὰ στα­μα­τή­σουν οἱ πό­λε­μοι καὶ οἱ συγ­κρού­σεις· ἂν θέ­λου­με νὰ ἐλ­πί­ζου­με στὴν εἰ­ρη­νι­κὴ συμ­βί­ω­ση τῶν λα­ῶν· τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ θε­με­λι­ώ­σου­με τὴ ζω­ή μας στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ ὡς πι­στοὶ μα­θη­τές του καὶ νὰ ζοῦ­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τό­τε πραγ­μα­τι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὸ πο­λυ­πό­θη­το ἀ­γα­θό, τὴ δι­κή του εἰ­ρή­νη!

Γιὰ νὰ εἰ­ρη­νεύ­σουν οἱ καρ­δι­ές μας καὶ νὰ μὴν ζοῦν ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νες ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ἡ μό­νη λύ­ση εἶ­ναι αὐ­τή: νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με μὲ με­τά­νοι­α στὸν Σω­τή­ρα Χρι­στό. Νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σου­με τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ τὰ φο­βε­ρὰ πά­θη τῆς φι­λαυ­τί­ας, τῆς ζή­λειας καὶ τῆς φι­λη­δο­νί­ας καὶ νὰ ζοῦ­με μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ ἀ­γά­πη μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γρά­φει ὁ ἀ­εί­μνη­στος κα­θη­γη­τὴς Π. Ν. Τρεμ­πέ­λας στὸ ἑρ­μη­νευ­τι­κό του Ὑ­πό­μνη­μα: Πλη­σί­α­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ Σταυ­ρὸ· γέ­μι­σε τὶς καρ­δι­ές τους μὲ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Λυ­τρω­τή, στή­ρι­ξέ τους στὴν ἴ­δια οὐ­ρά­νια ἐλ­πί­δα, καὶ ἀ­μέ­σως θὰ τε­θεῖ τέρ­μα στὴ με­τα­ξύ τους ἀ­πο­ξέ­νω­ση καὶ ψυ­χρό­τη­τα. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ θὰ τοὺς ἀ­πορ­ρο­φή­σει τό­σο πο­λύ, ὥ­στε θὰ ἀ­πο­θέ­σουν ἀ­μέ­σως κά­θε ἀ­φορ­μὴ ἔ­χθρας καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν Σταυ­ρὸ θὰ βρε­θοῦν πιὸ κον­τὰ ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λον καὶ ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους.

Πο­λΥς λό­γος γί­νε­ται στὶς ­μέ­ρες μας γιὰ τὴν παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση. Ὡ­στό­σο οὔ­τε τὰ σύγ­χρο­να μέ­σα τε­χνο­λο­γί­ας, οὔ­τε οἱ ἐκ­πλη­κτι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, οὔ­τε οἱ δι­ε­θνεῖς συ­νερ­γα­σί­ες καὶ προ­σεγ­γί­σεις σὲ κοι­νω­νι­κὸ ἐ­πί­πε­δο μπο­ροῦν νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα καὶ νὰ ἐγ­γυ­η­θοῦν παγ­κό­σμια εἰ­ρή­νη, ἂν λεί­πει Αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ εἰ­ρή­νη: ὁ Σω­τή­ρας Χρι­στός! Ὁ κό­σμος μας τό­τε μό­νο θὰ εἰ­ρη­νεύ­σει, ὅ­ταν γνω­ρί­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ κά­θε λα­ὸς ἐν­τα­χθεῖ γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νὰ μέ­σα στὴν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α του!    

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

     

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀγαθὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐφρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

                                     (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πε Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω ἂς ἀκούει.

 

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα

 


Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα




 

– Γέροντα, πῶς συμβαίνει, ὅταν κατακρίνω μιὰ ἀδελφὴ γιὰ κάποιο σφάλμα της, σὲ λίγο νὰ κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο σφάλμα;

– Ἂν κατακρίνη κανεὶς τὸν ἄλλον γιὰ ἕνα σφάλμα του καὶ δὲν καταλάβη τὴν πτώση του, ὥστε νὰ μετανοήση, συνήθως πέφτει στὸ ἴδιο σφάλμα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβη. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει νὰ ἀντιγράφη ὁ ἄνθρωπος τὴν κατάσταση αὐτοῦ τὸν ὁποῖο κατέκρινε. Ἂν πῆς λ.χ. ὅτι κάποιος εἶναι πλεονέκτης καὶ δὲν καταλάβης ὅτι κατέκρινες, ὁ Θεὸς παίρνει τὴν Χάρη Του καὶ ἐπιτρέπει νὰ πέσης κι ἐσὺ στὴν πλεονεξία· ἀρχίζεις τότε νὰ μαζεύης. Μέχρι νὰ καταλάβης τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι.

Γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἔμαθα γιὰ μιὰ συμμαθήτριά μου ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ὅτι εἶχε παραστρατήσει καὶ ἔκανε ζημιὰ κάτω στὴν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπὸν νὰ τὴν φωτίση ὁ Θεὸς νὰ ἀνεβῆ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ τῆς μιλήσω. Εἶχα ξεχωρίσει καὶ μερικὰ κομμάτια περὶ μετανοίας ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ Πατερικά. Μιὰ μέρα λοιπὸν ἦρθε μὲ δυὸ ἄλλες γυναῖκες. Μιλήσαμε καὶ ἔδειξε ὅτι κατάλαβε. Στὴν συνέχεια ἐρχόταν συχνὰ μὲ τὸ παιδί της καὶ ἔφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιὰ τὸν ναό. Μιὰ φορὰ κάποιοι γνωστοὶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Κόνιτσα μοῦ λένε: «Πάτερ, αὐτὴ ἡ γυναίκα ὑποκρίνεται. Ἐδῶ φέρνει κεριὰ καὶ λιβάνι καὶ κάτω συνεχίζει μὲ τοὺς ἀξιωματικούς». Ὅταν ξαναῆρθε, τὴν βρῆκα στὴν ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, καὶ τῆς ἔβαλα τὶς φωνές: «Φύγε ἀπὸ  ̓δῶ, τῆς εἶπα, ἔχεις βρωμίσει ὅλη τὴν περιοχή!...». Ἡ καημένη ἔφυγε κλαίγοντας. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο σαρκικὸ πόλεμο. «Τί εἶναι αὐτό; λέω. Ποτέ μου δὲν εἶχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;». Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν αἰτία. Κάνω προσευχή, τὰ ἴδια· ὁπότε παίρνω τὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν Γκαμήλα6. «Καλύτερα νὰ μὲ φᾶνε οἱ ἀρκοῦδες», εἶπα. Προχώρησα ἀρκετὰ μέσα στὸ βουνό· ὁ πειρασμὸς δὲν ὑποχωροῦσε. Βγάζω τότε ἕνα τσεκουράκι ποὺ εἶχα κρεμασμένο στὴν μέση μου καὶ δίνω τρεῖς τσεκουριὲς στὸ πόδι μου, μήπως καὶ μὲ τὸν πόνο φύγη ὁ πειρασμός. Τὸ παπούτσι γέμισε αἷμα, ἀλλὰ τίποτε. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἦρθε στὸν νοῦ μου ἐκείνη ἡ γυναίκα καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. «Θεέ μου, εἶπα τότε, ἐγὼ γιὰ λίγο ἔζησα αὐτὴν τὴν κόλαση καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω, κι αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ποὺ ζῆ συνέχεια αὐτὴν τὴν κόλαση!... Συγχώρεσέ με ποὺ τὴν κατέκρινα». Ἀμέσως ἔνιωσα μιὰ δροσιὰ θεϊκὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει ἡ κατάκριση7;

 

6 Γκαμήλα ὀνομάζεται ἡ βουνοκορφὴ τῆς Πίνδου ΠάπιγγοΤύμφη, ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καμήλα.

7 Ὁ Γέροντας ἀποκαλύπτοντας ἐξομολογητικὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀποκαλύπτει συγχρόνως τὸ μαρτυρικό του φρόνημα, τὸ ὁποῖο πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κατέφλεγε τὴν καρδιά του καὶ τὸν παρακινοῦσε πρὸς κάθε ὑπερβολὴ ἀσκήσεως καὶ ὀδύνης. Τὸ κίνητρο δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτὴν τοῦ πειρασμοῦ δὲν ἦταν τὸ μίσος πρὸς τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. (Παρόμοια παραδείγματα μαρτυροῦνται καὶ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Βλ. Βίος Ὁσίου Μαρτινιανοῦ, 13 Φεβρουαρίου). Ὁ Γέροντας ἀνέφερε τὸ γεγονὸς αὐτό, γιὰ νὰ τονίση ὅτι μὲ τὴν κατάκριση ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ· σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ὑπεδείκνυε παρόμοια ἀντιμετώπιση ἑνὸς σαρκικοῦ πειρασμοῦ.

 

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» 850 - 851

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

Ἐνημερώνουμε ὅτι γιὰ γιορτὲς καὶ μνημόσυνα

μπορείτε νὰ παίρνετε τηλέφωνο

στὰ πιὸ κάτω τηλέφωνα τῶν Ἐπιτρόπων:

        ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΥΡΕΣΗΣ             

99212592

         ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΟΡΟΥ               

 99699021

ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ         

99632875

        ΣΑΒΒΑΣ ΣΙΕΛΗΣ           

99632102

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ      

99455373

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

   ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)

 


 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς πλο­ύ­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σιν συ­νε­ζω­ο­πο­ί­η­σεν τῷ Χρι­στῷ· χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι· καὶ συ­νή­γει­ρεν καὶ συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ, ἵ­να ἐν­δε­ί­ξη­ται ἐν τοῖς αἰ­ῶ­σι τοῖς ἐ­περ­χο­μέ­νοις τὸν ὑ­περ­βάλ­λον­τα πλοῦ­τον τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἐν χρη­στό­τη­τι ἐφ᾽ ἡ­μᾶς ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ. Τῇ γὰρ χά­ρι­τί ἐ­στε σε­σῳ­σμέ­νοι διὰ τῆς πί­στε­ως· καὶ τοῦ­το οὐκ ἐξ ὑ­μῶν, Θε­οῦ τὸ δῶ­ρον· οὐκ ἐξ ἔρ­γων, ἵ­να μή τις καυ­χή­ση­ται. Αὐ­τοῦ γάρ ἐ­σμεν πο­ί­η­μα, κτι­σθέν­τες ἐν Χρι­στῷ ᾽Ι­η­σοῦ ἐ­πὶ ἔρ­γοις ἀ­γα­θοῖς οἷς προ­η­το­ί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς ἵ­να ἐν αὐ­τοῖς πε­ρι­πα­τή­σω­μεν.

                                   (Ἐ­φεσ. β΄[2] 4-10).

 

Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὁ Θε­ὸς πλού­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἣν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε τῷ Χρι­στῷ».

Γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, τὸν θά­να­το τῆς ψυ­χῆς καὶ τὴν ἀ­νά­στα­σή της ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος.

«Πε­ρί­ερ­γο», ἴ­σως ἀ­πο­ρή­σουν με­ρι­κοί. «Ὑ­πάρ­χει καὶ πνευ­μα­τι­κὸς θά­να­τος καὶ θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς; Ἐ­μεῖς ξεύ­ρου­με πὼς ἡ ψυ­χὴ δὲν πε­θαί­νει πο­τέ, εἶ­ναι ἀ­θά­να­τη».

Λοι­πόν, τὸ θέ­μα εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἀ­ξί­ζει νὰ ἐμ­βα­θύ­νου­με σ᾿ αὐ­τὸ σή­με­ρα. Νὰ προ­σπα­θή­σου­με δη­λα­δὴ νὰ δοῦ­με: Τί εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς θά­να­τος καὶ πῶς αὐ­τὸς διὰ τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νὰ νι­κη­θεῖ.

1. Ἡ πιὸ με­γά­λη συμ­φο­ρὰ

Ὅ­ταν ὁ­μι­λοῦ­με γιὰ πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, δὲν ἐν­νο­οῦ­με ἀ­σφα­λῶς ὅ­τι ἡ ψυ­χὴ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται καὶ παύ­ει νὰ ὑ­πάρ­χει, ὅ­πως ἴ­σως νὰ ὑ­πο­θέ­τουν με­ρι­κοί. Ὄ­χι! Ἡ ψυ­χή, ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι πε­θαί­νει, δὲν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται, δι­ό­τι θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τὸ νὰ χω­ρι­σθεῖ αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς της καὶ ὄ­χι τὸ νὰ πε­ρά­σει στὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α.

Ποι­ὰ ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς γιὰ τὴν ψυ­χή; Γνω­ρί­ζου­με βέ­βαι­α ὅ­λοι πὼς γιὰ τὸ σῶ­μα μας πη­γὴ ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ τοῦ κα­θε­νός μας καὶ πώς, ὅ­ταν αὐ­τὴ τὸ ἐγ­κα­τα­λεί­πει, τὸ σῶ­μα πε­θαί­νει. Γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ψυ­χή μας ὅ­μως ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς της;

Λοι­πόν, ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἁ­πλή: πη­γὴ ζω­ῆς τῆς ψυ­χῆς τοῦ κα­θε­νός μας εἶ­ναι Αὐ­τὸς ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως: θά­να­τος τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι τὸ νὰ χω­ρι­σθεῖ αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὸν αἴ­τιο καὶ χο­ρη­γό της ζω­ῆς της, τὸν Θε­ό.

«Καὶ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κυ­ρί­ως θά­να­τος», λέ­γει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, «τὸ δι­α­ζευ­χθῆ­ναι τὴν ψυ­χὴν τῆς θεί­ας χά­ρι­τος καὶ τῇ ἁ­μαρ­τί­α συ­ζυ­γῆ­ναι», αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ κυ­ρί­ως θά­να­τος, τὸ νὰ πά­ρει δι­α­ζύ­γιο ἡ ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἔλ­θει σὲ γά­μο μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ἁ­πλού­στε­ρα ἀ­κό­μη, τὰ λό­για αὐ­τὰ ση­μαί­νουν ὅ­τι ὁ κα­θαυ­τὸ θά­να­τος εἶ­ναι ὁ χω­ρι­σμὸς τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

Διὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας! Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἐ­πι­ση­μαί­νει στὸ κεί­με­νό μας ὁ Ἀ­πό­στο­λος γρά­φον­τας: «καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι», τὸ ὁ­ποῖ­ο ση­μαί­νει: ἐ­νῶ ἤ­με­θα ἀ­κό­μη πνευ­μα­τι­κῶς νε­κροὶ ἐξ αἰ­τί­ας τῶν πα­ρα­πτω­μά­των, τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Ναί! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἂν ἀ­να­τρέ­ξου­με στὴν ἴ­δια τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­κοῦ, θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὅ­τι ὁ πνευ­μα­τι­κός – καὶ ὁ σω­μα­τι­κὸς βέ­βαι­α – θά­να­τος προ­ῆλ­θε ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὕ­ας. «ᾟ δ' ἂν ἡ­μέ­ρᾳ φά­γη­τε ἀπ᾿ αὐ­τοῦ, θα­νά­τῳ ἀ­πο­θα­νεῖ­σθε» (Γεν. β'[2] 17), τὴν ἡ­μέ­ρα, ποὺ τυ­χὸν θὰ φᾶ­τε ἀ­πὸ τὸν καρ­πὸ αὐ­τοῦ τοῦ δέν­δρου, θὰ πε­θά­νε­τε, τοὺς εἶ­χε πα­ραγ­γεί­λει ὁ Θε­ός. Καὶ πράγ­μα­τι ἀ­μέ­σως πέ­θα­ναν! Ὄ­χι σω­μα­τι­κῶς βέ­βαι­α, ἀ­φοῦ ὁ σω­μα­τι­κός τους θά­να­τος συ­νέ­βη, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, πε­ρί­που 900 χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἀλ­λὰ πνευ­μα­τι­κῶς! Ὁ πνευ­μα­τι­κός τους θά­να­τος ἦ­ταν ἀ­κα­ρια­ῖος! Τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ποὺ ἁ­μάρ­τη­σαν καὶ ἀρ­νή­θη­καν νὰ με­τα­νο­ή­σουν, ἡ ψυ­χή τους χω­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­κε στὸν θά­να­το.

Σ' αὐ­τὸν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το εἴ­χα­με πα­ρα­δο­θεῖ καὶ ἐ­μεῖς, οἱ ἀ­πό­γο­νοί τους, ὄ­χι μό­νον δι­ό­τι προ­ήλ­θα­με ἀ­πὸ τὴ δι­κή τους μο­λυ­σμέ­νη ρί­ζα, ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι ὅ­λοι μας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με ἀ­να­ρίθ­μη­τες φο­ρὲς τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο λά­θος τους: ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ! Καὶ πε­θαί­νου­με. Πρω­τί­στως πε­θαί­νει ἡ ψυ­χή μας, δι­ό­τι χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ· ἔ­πει­τα δὲ καὶ τὸ σῶ­μα μας.

Πῶς τώ­ρα εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ λυ­τρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὰ νύ­χια αὐ­τοῦ τοῦ φρι­κτοῦ θα­νά­του;

2. Τὸ φί­λη­μα τῆς ζω­ῆς!

«Ὁ Θε­ὸς πλού­σιος ὢν ἐν ἐ­λέ­ει, διὰ τὴν πολ­λὴν ἀ­γά­πην αὐ­τοῦ ἥν ἠ­γά­πη­σεν ἡ­μᾶς, καὶ ὄν­τας ἡ­μᾶς νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε τῷ Χρι­στῷ», γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Ὁ πλού­σιος δη­λα­δὴ σὲ ἔ­λε­ος Θε­ός, λέ­γει, ἕ­νε­κα τῆς πολ­λῆς Του ἀ­γά­πης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς ἀ­γά­πη­σε, καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἤ­με­θα πνευ­μα­τι­κῶς νε­κροὶ ἐξ αἰ­τί­ας τῶν πα­ρα­πτω­μά­των μας, τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, μᾶς ἐ­ζων­τά­νευ­σε πνευ­μα­τι­κῶς μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό.

Μᾶς ἐ­ζων­τά­νευ­σε μα­ζί Του! «Συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε», γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Μέ­σα σ᾿ αὐ­τὴν τὴ λέ­ξη πε­ρι­έ­χε­ται ὅ­λο τὸ θαῦ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τῆς ψυ­χῆς μας καὶ τε­λι­κὰ καὶ τοῦ σώ­μα­τός μας.

Εἶ­ναι πράγ­μα­τι θαῦ­μα καὶ μά­λι­στα ἀ­συλ­λή­πτων δι­α­στά­σε­ων. Ἀ­φοῦ Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὑ­πε­ρά­πει­ρος Θε­ός, ἔ­σκυ­ψε ἀ­πὸ τὸ ἄ­πει­ρο ὕ­ψος τῆς δό­ξης του καὶ ἐ­ναγ­κα­λί­στη­κε τὴν χω­μα­τέ­νια ὕ­παρ­ξή μας χα­ρί­ζον­τάς της φί­λη­μα ζω­ῆς, θεί­ας ζω­ῆς.

Καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς φί­λη­μα, ἀλ­λὰ οὐ­σι­α­στι­κὰ μᾶς ἔ­δω­σε τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό Του, μᾶς ἕ­νω­σε μὲ τὸν Ἑ­αυ­τό Του, ἔ­γι­νε ἕ­να μα­ζί μας. Μᾶς συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε! Αὐ­τὸ ἐ­πέ­τυ­χε μὲ τὸ Πά­θος, τὴν Σταυ­ρι­κή Του Θυ­σί­α, τὸν θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του. Νὰ μᾶς χα­ρί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Νὰ χα­ρί­σει ζω­ὴ στὴν ψυ­χή μας, στὸ πνεῦ­μα μας. Ἀρ­γό­τε­ρα δέ, κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Του Πα­ρου­σί­α, νὰ χα­ρί­σει ζω­ὴ καὶ στὸ σῶ­μα μας, νὰ τὸ ἀ­να­στή­σει.

Ἀλ­λὰ τοῦ­το εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ἰ­δι­αι­τέ­ρως νὰ προ­σέ­ξου­με: Ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος χα­ρί­ζει ζω­ὴ στὴν ψυ­χή μας, ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι τῆς χα­ρί­ζει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ζω­ῆς. Δι­ό­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το δὲν εἶ­ναι κα­τα­ναγ­κα­στι­κὴ καὶ σὲ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο τὸ ἐ­ὰν θὰ δε­χθεῖ ἢ ὄ­χι τὴν ὑ­ψί­στη δω­ρε­ὰ τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ δὲν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ κα­τα­λά­βου­με αὐ­τό. Ὁ Χρι­στός μας ἔ­χυ­σε βέ­βαι­α τὸ Αἷ­μα Του γιὰ νὰ μᾶς κα­θα­ρί­σει ἀ­πὸ τὶς θα­να­τη­φό­ρες ἁ­μαρ­τί­ες μας· ἐ­ὰν ὅ­μως ἐ­γὼ δὲν με­τα­νο­ή­σω καὶ δὲν ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ καὶ δὲν με­τά­σχω στὸ ζω­ο­ποι­ὸ Μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καὶ δὲν κά­νω τὸν ἀ­πα­ραί­τη­το ἀ­γώ­να μου κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὸ Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ τί­πο­τε δὲν μοῦ προ­σφέ­ρει. Ἡ ψυ­χή μου πα­ρα­μέ­νει νε­κρή! Χω­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, τὴ ζω­ὴ της. Εἶ­ναι σὰν νὰ ζῶ πρὸ Χρι­στοῦ, σὰν νὰ εἶ­μαι εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ μά­λι­στα χει­ρό­τε­ρα ἀ­κό­μη.

Καὶ πο­λὺ χει­ρό­τε­ρα! Δι­ό­τι ὁ εἰ­δω­λο­λά­τρης δὲν ξεύ­ρει. Ἐ­νῷ ἐ­γώ...

Ἐ­γὼ καὶ ἐ­σύ, ἀ­δελ­φέ μου, ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, ποὺ εἴ­μα­στε πριγ­κι­πό­που­λα, δι­ό­τι γεν­νη­θή­κα­με ἀ­πὸ γο­νεῖς Χρι­στια­νοὺς καὶ βα­πτι­σθή­κα­με καὶ μυ­ρω­θή­κα­με· ἐ­μεῖς, ποὺ μὲς στὴ ζε­στὴ ἀγ­κα­λιὰ τῆς ἁ­γί­ας μας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας με­γα­λώ­σα­με καὶ μύ­ρι­ες δω­ρε­ὲς τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἀ­πο­λαύ­σα­με, δὲν θὰ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα ἀ­συγ­χώ­ρη­το νὰ εἴ­μα­στε νε­κροὶ πνευ­μα­τι­κῶς;

Ἐ­μεῖς! Τὰ πριγ­κι­πό­που­λα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ! Οἱ μυ­ρι­ο­ευ­ερ­γε­τη­μέ­νοι!

Ὦ Κύ­ρι­ε, Ἐ­σὺ ποὺ εἶ­σαι ἡ ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη καὶ κα­τέ­βη­κες μέ­χρι τὸν Ἅ­δη γιὰ νὰ μᾶς κα­λέ­σεις στὸν Οὐ­ρα­νό, σῶ­σε μας ἀ­πὸ μιὰ τέ­τοι­α, τὴν πιὸ με­γά­λη συμ­φο­ρά!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­διον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ριον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρια ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως. 

                                              (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό, ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸν νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸν νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸν νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θε τί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἰ­η­σο­ῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;

Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸν λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴν πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ἢ συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.