ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει,
διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς
τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι·
καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ,
ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα
πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ
γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ
τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ
Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
(Ἐφεσ.
β΄[2] 4-10).
Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ὁ Θεὸς
πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς,
καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ».
Γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο,
τὸν θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀνάστασή της ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος.
«Περίεργο», ἴσως ἀπορήσουν
μερικοί. «Ὑπάρχει καὶ πνευματικὸς θάνατος καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς; Ἐμεῖς
ξεύρουμε πὼς ἡ ψυχὴ δὲν πεθαίνει ποτέ, εἶναι ἀθάνατη».
Λοιπόν, τὸ θέμα εἶναι ἐνδιαφέρον
καὶ ἀξίζει νὰ ἐμβαθύνουμε σ᾿ αὐτὸ σήμερα. Νὰ προσπαθήσουμε δηλαδὴ
νὰ δοῦμε: Τί εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος καὶ πῶς αὐτὸς διὰ τοῦ Χριστοῦ
μπορεῖ νὰ νικηθεῖ.
1. Ἡ πιὸ μεγάλη
συμφορὰ
Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ πνευματικὸ
θάνατο, δὲν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ψυχὴ ἐξαφανίζεται καὶ παύει
νὰ ὑπάρχει, ὅπως ἴσως νὰ ὑποθέτουν μερικοί. Ὄχι! Ἡ ψυχή, ὅταν λέμε
ὅτι πεθαίνει, δὲν ἐξαφανίζεται, διότι θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ
νὰ χωρισθεῖ αὐτὴ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς της καὶ ὄχι τὸ νὰ περάσει στὴν
ἀνυπαρξία.
Ποιὰ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ πηγὴ
τῆς ζωῆς γιὰ τὴν ψυχή; Γνωρίζουμε βέβαια ὅλοι πὼς γιὰ τὸ σῶμα μας πηγὴ
ζωῆς εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας καὶ πώς, ὅταν αὐτὴ τὸ ἐγκαταλείπει,
τὸ σῶμα πεθαίνει. Γιὰ τὴν ἴδια τὴν ψυχή μας ὅμως ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς
ζωῆς της;
Λοιπόν, ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή:
πηγὴ ζωῆς τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός μας εἶναι
Αὐτὸς ὁ Δημιουργός μας. Καὶ ἑπομένως: θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ νὰ χωρισθεῖ αὐτὴ ἀπὸ τὸν αἴτιο καὶ
χορηγό της ζωῆς της, τὸν Θεό.
«Καὶ οὗτός ἐστιν ὁ κυρίως θάνατος»,
λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «τὸ διαζευχθῆναι τὴν ψυχὴν τῆς
θείας χάριτος καὶ τῇ ἁμαρτία συζυγῆναι», αὐτὸς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος,
τὸ νὰ πάρει διαζύγιο ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔλθει σὲ γάμο
μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἁπλούστερα ἀκόμη, τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ὁ καθαυτὸ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς
ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἁμαρτίας.
Διὰ τῆς ἁμαρτίας! Αὐτὸ ἀκριβῶς
ποὺ ἐπισημαίνει στὸ κείμενό μας ὁ Ἀπόστολος γράφοντας: «καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι»,
τὸ ὁποῖο σημαίνει: ἐνῶ ἤμεθα ἀκόμη πνευματικῶς νεκροὶ ἐξ αἰτίας τῶν παραπτωμάτων, τῶν ἁμαρτιῶν
μας.
Ναί! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἂν ἀνατρέξουμε
στὴν ἴδια τὴν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ πνευματικός –
καὶ ὁ σωματικὸς βέβαια – θάνατος προῆλθε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας. «ᾟ δ' ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
(Γεν. β'[2] 17), τὴν ἡμέρα, ποὺ τυχὸν θὰ φᾶτε ἀπὸ τὸν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ
δένδρου, θὰ πεθάνετε, τοὺς εἶχε παραγγείλει ὁ Θεός. Καὶ πράγματι ἀμέσως
πέθαναν! Ὄχι σωματικῶς βέβαια, ἀφοῦ ὁ σωματικός τους θάνατος συνέβη,
ὅπως γνωρίζουμε, περίπου 900 χρόνια ἀργότερα, ἀλλὰ πνευματικῶς! Ὁ πνευματικός τους θάνατος
ἦταν ἀκαριαῖος! Τὴν ἴδια στιγμή, ποὺ ἁμάρτησαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ μετανοήσουν,
ἡ ψυχή τους χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραδόθηκε στὸν θάνατο.
Σ' αὐτὸν τὸν πνευματικὸ θάνατο
εἴχαμε παραδοθεῖ καὶ ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοί τους, ὄχι μόνον διότι προήλθαμε
ἀπὸ τὴ δική τους μολυσμένη ρίζα, ἀλλὰ καὶ διότι ὅλοι μας ἐπαναλαμβάνουμε
ἀναρίθμητες φορὲς τὸ ἴδιο ἐκεῖνο λάθος τους: ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ! Καὶ πεθαίνουμε. Πρωτίστως πεθαίνει ἡ ψυχή
μας, διότι χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ· ἔπειτα δὲ καὶ τὸ σῶμα μας.
Πῶς τώρα εἶναι δυνατὸν νὰ λυτρωθοῦμε
ἀπὸ τὰ νύχια αὐτοῦ τοῦ φρικτοῦ θανάτου;
2. Τὸ φίλημα τῆς
ζωῆς!
«Ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει,
διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς
τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ», γράφει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ
πλούσιος δηλαδὴ σὲ ἔλεος Θεός, λέγει, ἕνεκα τῆς πολλῆς Του ἀγάπης,
μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, καὶ ὅταν ἀκόμη ἤμεθα πνευματικῶς νεκροὶ
ἐξ αἰτίας τῶν παραπτωμάτων μας, τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ἐζωντάνευσε
πνευματικῶς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
Μᾶς ἐζωντάνευσε μαζί Του! «Συνεζωοποίησε», γράφει ὁ Ἀπόστολος.
Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴ λέξη περιέχεται ὅλο τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μας, τῆς
ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς μας καὶ τελικὰ καὶ τοῦ σώματός μας.
Εἶναι πράγματι θαῦμα καὶ μάλιστα
ἀσυλλήπτων διαστάσεων. Ἀφοῦ Ἐκεῖνος, ὁ ὑπεράπειρος Θεός, ἔσκυψε
ἀπὸ τὸ ἄπειρο ὕψος τῆς δόξης του καὶ ἐναγκαλίστηκε τὴν χωματένια ὕπαρξή
μας χαρίζοντάς της φίλημα ζωῆς, θείας ζωῆς.
Καὶ ὄχι ἁπλῶς φίλημα, ἀλλὰ
οὐσιαστικὰ μᾶς ἔδωσε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του, μᾶς ἕνωσε μὲ τὸν Ἑαυτό
Του, ἔγινε ἕνα μαζί μας. Μᾶς συνεζωοποίησε!
Αὐτὸ ἐπέτυχε μὲ τὸ Πάθος, τὴν Σταυρική Του Θυσία, τὸν θάνατο καὶ τὴν
Ἀνάστασή Του. Νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή. Νὰ χαρίσει ζωὴ στὴν ψυχή
μας, στὸ πνεῦμα μας. Ἀργότερα δέ, κατὰ τὴ Δευτέρα Του Παρουσία, νὰ χαρίσει
ζωὴ καὶ στὸ σῶμα μας, νὰ τὸ ἀναστήσει.
Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη ἰδιαιτέρως
νὰ προσέξουμε: Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Κύριος χαρίζει ζωὴ στὴν ψυχή μας, ἐννοοῦμε
ὅτι τῆς χαρίζει τὴ δυνατότητα τῆς
ζωῆς. Διότι ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο δὲν εἶναι καταναγκαστικὴ
καὶ σὲ τελευταία ἀνάλυση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸ ἐὰν θὰ
δεχθεῖ ἢ ὄχι τὴν ὑψίστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ καταλάβουμε
αὐτό. Ὁ Χριστός μας ἔχυσε βέβαια τὸ Αἷμα Του γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ
τὶς θανατηφόρες ἁμαρτίες μας· ἐὰν ὅμως ἐγὼ δὲν μετανοήσω καὶ δὲν
ἐξομολογηθῶ καὶ δὲν μετάσχω στὸ ζωοποιὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας
καὶ δὲν κάνω τὸν ἀπαραίτητο ἀγώνα μου κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τὸ Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ τίποτε δὲν μοῦ προσφέρει. Ἡ ψυχή μου παραμένει νεκρή! Χωρισμένη
ἀπὸ τὸν Θεό, τὴ ζωὴ της. Εἶναι σὰν νὰ ζῶ πρὸ Χριστοῦ, σὰν νὰ εἶμαι εἰδωλολάτρης
καὶ μάλιστα χειρότερα ἀκόμη.
Καὶ πολὺ χειρότερα! Διότι ὁ
εἰδωλολάτρης δὲν ξεύρει. Ἐνῷ ἐγώ...
Ἐγὼ καὶ ἐσύ, ἀδελφέ μου, ἐμεῖς
οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ποὺ εἴμαστε πριγκιπόπουλα, διότι γεννηθήκαμε
ἀπὸ γονεῖς Χριστιανοὺς καὶ βαπτισθήκαμε καὶ μυρωθήκαμε· ἐμεῖς, ποὺ
μὲς στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας μεγαλώσαμε καὶ μύριες
δωρεὲς τοῦ Κυρίου μας ἀπολαύσαμε, δὲν θὰ εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητο
νὰ εἴμαστε νεκροὶ πνευματικῶς;
Ἐμεῖς! Τὰ πριγκιπόπουλα τοῦ
Οὐρανοῦ! Οἱ μυριοευεργετημένοι!
Ὦ Κύριε, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἄπειρη
ἀγάπη καὶ κατέβηκες μέχρι τὸν Ἅδη γιὰ νὰ μᾶς καλέσεις στὸν Οὐρανό,
σῶσε μας ἀπὸ μιὰ τέτοια, τὴν πιὸ μεγάλη συμφορά!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων
αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καὶ ἐξ ὅλης
τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς
ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν, εἶπε
πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν·
Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς
περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον,
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν
ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης,
γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν, ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης
δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν
κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας
δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον, καὶ ἐπεμελήθη
αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ
ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν·
Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ.
ι΄[10] 25 – 37)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνον τόν καιρό, σηκώθηκε κάποιος νομοδιδάσκαλος
γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν γνώριζε τὸ νόμο,
καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ποιὸ ἔργο ἀρετῆς ἢ ποιὰ θυσία πρέπει νὰ κάνω
γιὰ νά κληρονομήσω τὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε:
Στὸν νόμο τί ἔχει γραφεῖ; Ἐσὺ πού σπουδάζεις καὶ ἐρευνᾶς τὸν νόμο, τί
διαβάζεις ἐκεῖ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; Καὶ πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι; Ὁ νομικὸς
τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Στὸν νόμο εἶναι γραμμένο τὸ ἑξῆς: Νὰ ἀγαπᾶς
τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, ὥστε σ' αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ
παραδομένος, μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς
σου· καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ὥστε αὐτὸν νὰ ποθεῖς μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά
σου· καὶ μὲ ὅλη τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε κάθε τί πού θὰ κάνεις
νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά Του. Καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ δραστηριότητα
ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του. Νὰ τὸν ἀγαπᾶς
καὶ μὲ τὸν νοῦ σου ὁλόκληρο, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς
ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον σου, τὸν συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾶς
τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Κύριος: Σωστὴ ἀπάντηση ἔδωσες. Νὰ κάνεις
πάντοτε αὐτὸ πού εἶπες, καὶ θὰ κληρονομήσεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
καὶ θὰ ζήσεις σ' αὐτή. Ὁ νομοδιδάσκαλος ὅμως θέλοντας νὰ δικαιολογήσει
τὸν ἑαυτό του, ἐπειδή, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἔθεσε στὸν Ἰησοῦ ἕνα ἐρώτημα
πάνω στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση, εἶπε στὸν Ἰησοῦ: Καὶ ποιὸν
πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου
σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή;
Τότε ὁ Ἰησοῦς
μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε
ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ κι ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ
δὲν ἀρκέστηκαν μόνο νὰ τοῦ πάρουν τὰ χρήματά του, ἀλλά καὶ τὸν ἔγδυσαν,
τὸν τραυμάτισαν, τὸν γέμισαν μὲ πληγὲς καὶ ἔφυγαν, ἀφοῦ τὸν ἄφησαν
μισοπεθαμένο. Κατὰ σύμπτωση τότε κατέβαινε στὸν δρόμο ἐκεῖνο κάποιος
ἱερεύς, κι ἐνῶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ
δρόμου χωρὶς νὰ τοῦ δώσει σημασία ἢ κάποια βοήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος
Λευΐτης πού περνοῦσε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐνῶ πλησίασε καὶ εἶδε
τὸν πληγωμένο, ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως καὶ τὸν προσπέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ
τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως πού περνοῦσε ἀπὸ
τὸν δρόμο ἐκεῖνο, ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν
εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν πόνεσε. Τὸν πλησίασε τότε καὶ τοῦ ἔδεσε
μὲ ἐπιδέσμους τὰ τραύματά του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἄλειψε
μὲ λάδι καὶ μὲ κρασί. Κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, τὸν πῆγε σὲ
κάποιο πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε, διακόπτοντας ἔτσι τὸ ταξίδι
του. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, φεύγοντας ἀπὸ τὸ πανδοχεῖο πού εἶχε διανυκτερεύσει,
ἔβγαλε δύο δηνάρια, τὰ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου
τον γιὰ νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ καθώς θά ἐπιστρέφω
στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ ξαναπεράσω ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. Λοιπόν,
ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Ἰησοῦς, ποιός ἀπό τους τρεῖς αὐτούς σοῦ φαίνεται
ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴν
πράξη «πλησίον» καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου πού ἔπεσε στά χέρια τῶν ληστῶν;
Κι αὐτὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε
αὐτός πού τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν ἐλέησε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς:
Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσύ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδή συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο
πού πάσχει, χωρίς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ συμπατριώτης
σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες καὶ τούς κόπους καὶ τὶς δαπάνες
πού θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν πού πάσχει, ἔστω
κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, πού οἱ ἐχθροί του τὸν ἔβριζαν
«Σαμαρείτη», στὴν καταπληγωμένη
καὶ μισοπεθαμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα ἔγινε ὁ καλὸς καὶ
ἀγαθὸς Σαμαρείτης. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ' τὶς πληγές της, ὄχι
μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλά ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό.